Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Πέππας,Η μάτσια


Η μάτσια*
    
           
  «... εκεί,σ’ αυτό το ποτάμι,το Σαγγάριο,γίνανε μεγάλες μάχες.Είχε αγριέψει πολύ ο πόλεμος.Φτιάξανε γέφυρες,προσπαθήσανε με βάρκες να περάσουνε απέναντι,ήτανε πολύ δύσκολο.»
Ο Βασίλης σταμάτησε για λίγο.Ήτανε χαρακτηριστικό του,όταν μίλαγε να κάνει παύσεις.Έμοιαζε να ετοίμαζε το επόμενο κομμάτι του λόγου του.Τα μάτια του χάνοντανλες κι έβλεπε τη σκηνή που θα περιέγραφε.Πολλές φορές βύθιζε στα δυνατά πνεμόνια του μια γερή τζούρα τσιγάρου.Όταν μίλαγε και κάπνιζε, φύσαγε όπου να ΄τανε,μπορεί και πάνω στα πρόσωπα της παρέας.Δεν το ΄κανε επίτηδες βέβαια,αλλά να,αυτός ο ντόμπρος κι ατόφιος χωρικός ζούσε την κουβέντα του,συνεπαιρνόταν κι ο ίδιος στην αφήγησή του κι ούτε που έβλεπε που ξεφύσαγε τον καπνό του.Με την απροσεξία του αυτή πολλές φορές έπνιγε στην τσιγαρίλα και τα παιδιά του,καθώς καθισμένα γύρω του άκουγαν τις ιστορίες.
Ήτανε η πιο συνηθισμένη,η πιο ζεστή,γεμάτη φως,απασχόληση της οικογένειας το χειμώνα.Μερικές φορές ακούγανε το ράδιο,μια μακρόστενη,κόκκινη συσκευή που κάνα-δυο καλωδιάκια είχανε ξεπροβάλει απ΄ την πίσω πλευρά της.Ο Γιαννάκης,ο μικρότερος γιος,είχε πετύχει ένα βράδυ,όταν γύρναγε το κουμπί με τους σταθμούς,ραδιοφωνικό θέατρο.Είχε ακούσει τον Κολοκοτρώνη στη μάχη στα Δερβενάκια.Μια εκπομπή για την επέτειο της 25ης Μαρτίου.Εκεί,ο επτάχρονος μικρούλης άκουσε τους βαριούς λόγους του καπετάνιου και νόμιζε ότι ήταν ο ίδιος ο αγωνιστής,άκουσε τουφεκίδια,άλογα να τρέχουνε,την αντάρα της φονικής μάχης και τα μάτια του γούρλωσαν τόσο που κόντεψε να δακρύσει.
    Άκουγε και κάθε Παρασκευή στις έξι το απόγευμα την «Ελληνική Μυθολογία» από μια καλή κυρία που την λέγανε Ευγενία Περιορή.Καταλάβαινε ότι ήταν καλή απ΄ τον τρόπο που μίλαγε.Αργά,γλυκά,χαδιάρικα.Την αγάπησε τόσο,που είχε συγκρατήσει και τ΄ όνομά της.
Τι ήταν αυτά που έλεγε αυτή η κυρία!Ο Δαίδαλος που ΄φτιαξε φτερά,ο Ηρακλής με τα χρυσά βέλη,η Ιφιγέ-νεια που την άρπαξε ένα σύννεφο,οι συμπληγάδες που ανοιγοκλείνανε! Έκπληκτος την άκουγε να λέει πανέ-μορφες ιστορίες που γι΄ αυτές θυσίαζε και τα παιχνίδια του.
Από τότε που είχε ακούσει τον Κολοκοτρώνη,τα παιχνίδια της γειτονιάς είχαν πάρει άλλη διάσταση. Μέχρι τότε παίζανε καουμπόηδες-ινδιάνοι.Αγόρια,κορίτσια μαζί.Κρεμάγανε απ΄ τη μέση κάτι μικρά ξύλα σαν περί-στροφα και χάλαγε ο κόσμος στο βουητό,το τρέξιμο και τα μαλώματα.
Μετά όμως χωριζόντουσαν σε Έλληνες-Τούρκους.Τους ερχότανε και πιο βολικός ο οπλισμός.Μεγάλες βέργες γινόντουσαν γιαταγάνια.Κάτι χοντρά σκουπόξυλα ήσανε τα καριοφίλια.Τα μικροσκοπικά περίστροφα δεν τους γεμίζανε το μάτι, ενώ τούτα τα τεράστια όπλα γιγάντευαν την πολεμική τους διάθεση.Το κακό ήτανε όμως,πως τις περισσότερες φορές λίγοι θέλανε να παίξουνε τους Τούρκους.Δεν ξέρανε και πολλά τουρκικά ονόματα,ε! Ομέρ Βρυώνης,Δράμαλης,Αλή Πασάς.Τα λέγανε και νόμιζαν ότι προφέρανε κάτι τρομακτικό.Απ΄ την άλλη όμως,τι Παπαφλέσσας,Διάκος,Πλαπούτας,Ανδρούτσος,Μπουμπουλίνα,Κανάρης,Μαντώ,Μιαούλης...
Όπως και να ΄χε όμως,στο τέλος καταλήγανε στην πλατεία.Παίζανε χτύπημα,κρυφοκυνηγητό,το δαχτυλίδι ή και μπάλα ακόμα,αν δεν έβγαινε με αγριάδα κάνας καφετζής να τους διώξει προστατεύοντας έτσι τα τζάμια του.Σπάγανε συχνά τζάμια στην πλατεία και ο δράστης όπου φύγει-φύγει.Μετά αναλάμβανε ο μπαμπάς τα έξοδα.
Όσο βέβαια το κρύο ζόριζε κι ο χειμώνας βάραινε,οι πιτσιρικάδες αραίωναν.Ερχόταν τότε ο καιρός της ξυλόσομπας και των ιστοριών.Α! οι ιστορίες της γιαγιάς! Ο μπαμπάς δεν την έφτανε σε τίποτα.Ενώ αυτός όλο έλεγε ιστορίες απ΄ τις δουλειές του και τον πόλεμο του παππού στη Μικρασία,η γιαγιά,η πλιακαμάμα τους,η μάνα της μάνας,τους έλεγε τρομερές ιστορίες που τους φόβιζαν!
Τι λάμιες,τι πριγιάσμες,τι βιτόρες! Ξωτικά περίεργα και αιθέρια που μισούσαν τους ανθρώπους και θέλανε να τους κάνουνε κακό! Ο τρομερός βορδόλακας που ξαμολιότανε αμείλικτος! Ήταν τρομερή η γιαγιά στις περιγραφές τρόμου.Ευχάριστη ιστορία δεν είχε πει ποτέ.Ξεχνιότανε κι αυτή στη διήγηση,αλλά είχε και μιαν άλλη ιδιοτροπία:σ΄ αυτά που ΄χε ακούσει απ΄ τη δικιά της γιαγιά,απ΄ τις παλιότερες,αλλά κι απ΄ τις άλλες γυναίκες στο καθισιό,στ΄ αμπέλια,στις ελιές,έβαζε τα δικά της.
Τα εγγόνια χανόντουσαν στ΄ ακούσματά της,αλλά πολλές φορές η κόρη της,η Ελένη,κι ο γαμπρός της,ο Βασίλης,χαμογελούσαν καθώς η εικονοπλάστρα γριούλα μπέρδευε τη φαντασία της με την παράδοση.
«Ο παππούς τότε είχε αρρωστήσει και δεν ήτανε στην πρώτη γραμμή.Ήτανε όμως ο μπάρμπα-Νίκος κι ο πατέρας του Στέλιου,ο παππούς του Στέφα.» Κοίταξε τον Γιαννάκη.Ο Στέφας κι ο Γιαννάκης ήτανε συνο-μήλικοι.«Τελικά περάσαμε το ποτάμι και πήραμε τον Σαγγάριο.»
«Τι είχε πάθει ο παππούς;» ρώτησε ο Κωστάκης,ο μεγάλος γιος,που πήγαινε στην έκτη δημοτικού κι είχε αγχωθεί που του χρόνου,στο Γυμνάσιο,θα πηγαινοερχόταν κάθε μέρα σε μια μεγάλη πόλη που τη λέγανε Κηφισιά και ήταν μακριά.Ζαλιζόταν στα λεωφορεία ο Κωστάκης κι έκανε εμετό.Δεν άλλαζε με τίποτε τη Ντορή,τη φοράδα τους.Αλλά πιο κοντά δεν υπήρχε Γυμνάσιο κι έπρεπε όλα τα παιδιά να ξεκινάνε με το πρώτο λεωφορείο για το καινούργιο τους σχολείο.
Ο Βασίλης άρχισε και πάλι να λέει.Τα αυτιά του Γιαννάκη μάζευαν τα λόγια του πατέρα του και τα μάτια του απλώθηκαν στη φωτογραφία του μακαρίτη του παππού του,που ΄ταν κρεμασμένη απέναντι.Δεν τον γνώρισε τον παππού.πέθανε προτού καν παντρευτεί ο Βασίλης.Αμυδρά,πολύ θαμπά,θυμόταν τη γιαγιά του,τη μάνα του μπαμπά.Θυμόταν που τον έπαιρνε στο κρεβάτι,τον ξάπλωνε μαζί της και του μίλαγε,του μίλαγε.Μόνο που ο Γιαννάκης τότε δεν καταλάβαινε τίποτα,γιατί η γιαγιά μίλαγε μόνο αρβανίτικα.Αρβανίτικα μίλαγε κι ο μπαμπάς με τη μαμά,ειδικά όταν κουβέντιαζαν μεταξύ τους.Κι η άλλη γιαγιά μίλαγε αρβανίτικα,αλλά τα μοίραζε με τα ελληνικά.Κι ο Γιαννάκης τώρα πια καταλάβαινε τι του λέγανε και μπορούσε κι αυτός να τα μιλάει.Με τους φίλους του μιλάγανε ελληνικά,αλλά καμιά φορά πετάγανε και λέξεις στη γλώσσα τους.Όλοι στο χωριό «τα μιλάγανε».
    Ο παππούς στη φωτογραφία είχε ένα τεράστιο μουστάκι.Ένα μαύρο σακάκι με κορδονάκια στις πάνω τσέπες.Αυτό το ΄χε προσθέσει ο φωτογράφος,αλλά ο μικρός δεν το ξεχώριζε.Σφήνωνε τη ματιά του στη χωρίστρα του προγόνου του, στο κατσαρό μαλλί του,ξέφευγε για λίγο στην παλιά κορνίζα,ζωντάνευε με τη φαντασία του τον πόλεμο,τα παλιά,τον παππού και ονειροπόλα χανόταν στις σκέψεις και τις οπτασίες του.Νόμιζε ότι ήταν κι αυτός στη Μικρασία,ότι ανέβαινε στα υψώματα,προστάτευε τους συμπολεμιστές του και με μεγάλη περηφάνια κάρφωνε τη γαλανόλευκη στα εχθρικά οχυρά.

Όταν πλησίαζε την άλλη μέρα στο σχολείο παρατήρησε μιαν ασυνήθιστη κίνηση.Ο Στέφας έτρεξε και το πρόλαβε: «Έφυγε η Σμαρώ,ήρθε καινούργιος δάσκαλος».Ανακατευτήκανε με τους άλλους.Απ΄ τα μεγαλύτερα παιδιά μάθανε πως η Σμαρώ θα πήγαινε να γεννήσει κι είχε έρθει αντικαταστάτης.Στην αρχή παρα- ξενεύτηκαν.Μα πώς θα γένναγε έτσι απότομα η δασκάλα τους;Την αρχική αναρώτηση διαδέχτηκε πίκρα κι αγανάκτηση.Η Σμαρώ ήταν η αγαπημένη δασκάλα της πρώτης και της δευτέρας.Μίλαγε με τους γονείς τους,πήγαινε σε σπίτια μαθητών,τους έβαζε ωραία ποιήματα στις γιορτές,έπαιζε μαζί τους στις εκδρομές και όταν θύμωνε ποτέ δεν τους χτύπαγε.Έβαζε τις φωνές,αλλά ποτέ δεν τους χτύπαγε.
Αντίθετα ο «κύριος» είχε βίτσα.Ο «κύριος» ήταν ο άντρας της κυρίας Σμαρώς.Ο Γιαννάκης και η παρέα του δεν ήξεραν τ΄ όνομά του.Τον ήξεραν ως «κύριο».Θεωρούσαν ότι αυτό ήταν και τ΄ όνομά του.Μάλιστα οι μεγάλοι,της πέμπτης και της έκτης,όταν έβρισκαν μια καλή βίτσα,την πήγαιναν στον «κύριο» κι αυτός τη δοκίμαζε πάνω τους.Είχε ταλέντο ο «κύριος» να χτυπάει τις τεντωμένες παλάμες.Όσα κόλπα κι αν είχαν βρει,αυτός τ΄ αντιμετώπιζε.Ο πιο πονηρός,ο Σημάκης,κατέβαζε το χέρι του πριν το χτυπήσει η βέργα,για να μειώσει τον πόνο απ΄ το χτύπημα.Ο «κύριος» όμως έπιανε το χέρι του Σημάκη και με το άλλο χτυπούσε την εγκλωβισμένη παλάμη.Άλλοι τραβούσαν το μπράτσο πίσω,κάνανε ψεύτικα πως πονάνε,ψευτοκλαίγανε... Ο «κύριος» όμως δεν καταλάβαινε τίποτα.
Άσχετα απ΄ τις βίτσες που κατά καιρούς είχε ή του φέρνανε,η μόνιμη και βασική βέργα του ήταν ένα χοντρό ξύλο σαν πόδι καρέκλας.Κοντό,με ακμές,καφετί.Γινόταν μαέστρος με αυτό ο «κύριος».Κανείς δεν ήθελε να τον δει οργισμένο κι έτοιμο να τιμωρήσει αταξία μ΄ αυτήν τη βίτσα.
    Κατά βάθος όμως ήταν καλός.Τα παιδιά τον συμπαθούσαν κι ας τα έδερνε. Ξέρανε πως στην ουσία κι αυτός τ΄ αγάπαγε.Τους έκανε εντύπωση όμως,πώς η καλή τους κυρία,η Σμαρώ,είχε παντρευτεί έναν τέτοιο αγέλαστο άνθρωπο.Βέβαια στην πλατεία και στα σπίτια ο «κύριος» ήταν διαφορετικός.Τον έβλεπαν να γελάει με τους δικούς τους,να παίζει χαρτιά μαζί τους και χαχάνιζαν όταν τον άκουγαν να τα «μιλάει» με τους ντόπιους.Αν και ο «κύριος» ήταν από πολύ μακριά,από ένα χωριό της Πελοποννήσου απ΄ ότι ξέρανε,μίλαγε κι αυτός αρβανίτικα.Παρ΄ όλα αυτά όμως και την ιδιότυπη συμπάθεια που του είχανε,δεν του ΄χανε αποκαλύψει πως η καλύτερη βίτσα γινόταν από ξερή σμυρτιά.Κάτι που το ΄χανε πει όμως στην αγαπημένη τους κυρία-Σμαρώ!

*****

Ο καινούργιος δάσκαλος μπήκε όρθιος μέσ΄ στη χαμηλή αίθουσα.Τα πιτσιρίκια τον κοίταξαν αμίλητα.Ένα δευτερόλεπτο αργότερα τινάχτηκαν σαν ελατήρια.
-Καλημέρα,είπανε όλα μαζί.
-Καθίστε παιδιά,καθίστε.Έγνεψε με το χέρι του να καθίσουν.Καλή σας μέρα,τους είπε μ΄ ένα μικρό χαμόγελο.
Ο Γιαννάκης τον κοίταγε με δέος.Ήταν ψηλός,γερός,με γεμάτες κινήσεις.Τον έβλεπε να μιλάει και δεν τον άκουγε.Είχε λουφάξει απ΄ την τρομάρα του. «Θα ΄ναι σαν την κυρία-Σμαρώ;» σκεφτόταν.«Θα παίζει μαζί μας;» Κοιτούσε το νέο δάσκαλο και στο μυαλό του έκανε συγκρίσεις.Γύρισε και είδε δίπλα του τον Τασούλη μαζεμένο και φοβισμένο.Δεν μιλήσανε.Στράφηκαν πάλι προς τη μεριά του δασκάλου που είχε αρχίσει να τους μιλάει για το μάθημα και το βιβλίο τους.
Το βλέμμα του Γιαννάκη έπεσε στην εικόνα του Καραϊσκάκη που βρισκόταν πάνω απ΄ τον μαυροπίνακα. Κοίταγε τον ήρωα και του φάνηκε πως ήταν ο καινούργιος δάσκαλος.Έβλεπε το μαχαίρι σφηνωμένο στο σελάχι του και ανατρίχιασε.Νόμιζε πως θα έβγαινε ο Καραϊσκάκης-δάσκαλος απ΄ τη ζωγραφιά και θα ακόνιζε το σπαθί του πάνω απ΄ τα κεφάλια τους.Τον φαντάστηκε μέσ΄ στην τάξη με το άλογο.Να περνάει θρανίο-θρανίο να κοιτάει τα τετράδια.Κι όποιος είχε κάνει λάθος στην ορθογραφία,χρουπ! να του κόβει το κεφάλι με το σπαθί.Πάγωσε το αίμα του!
-Εσένα πως σε λένε;
Δεν είναι δυνατόν!Ο Καραϊσκάκης-δάσκαλος μιλούσε σ΄ αυτόν!Ο Γιαννάκης τον κοιτούσε αποσβο- λωμένος.
-Καλά,αφού δεν θέλεις να πεις τ΄ όνομά σου,θα μας διαβάσεις αυτά τα γράμματα;ρώτησε πάλι ο δάσκαλος και έφερε το δάχτυλό του πάνω στην ανοιγμένη σελίδα στο βιβλίο του Γιαννάκη.Υπήρχε ένα μεγάλο γ και δίπλα ένα α.Από κάτω, κάτω απ΄ το γ ακριβώς,πάλι ένα μεγάλο τ και δίπλα πάλι ένα α.Πιο κάτω τα τέσσερα γράμματα ήσαν μαζί: γάτα.Στη μισή πάνω σελίδα δέσποζε η χρωματιστή ζωγραφιά μιας γάτας.Είχε μπροστά της ένα άσπρο κουβάρι και το γάντζωνε με τα νύχια της.
-γ και α;επέμεινε ο δάσκαλος.
-γα,απάντησε ξεψυχισμένα ο Γιαννάκης με κατεβασμένο το πρόσωπο.
-Πολύ ωραία,πάμε τώρα κι από κάτω. τ και α;
-τα,είπε λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά ο μικρός.
-Όλο μαζί;και το μέτωπο του δάσκαλου τεντώθηκε αναμένοντας.
Η καρδιά του Γιαννάκη πέταγε.Σ΄ όλη την τάξη είχε ρωτήσει αυτόν! Θα το ΄λεγε τ΄ απόγευμα στη μάνα του.Ο φόβος του τον κράταγε πάντα μαζεμένο.Με την άκρη του ματιού του έπιασε τα δάχτυλα του Τασούλη ιδρωμένα να στριφογυρίζουνε το στυλό.Μετά κοίταξε πάλι τα γράμματα.Πρώτη φορά σήμερα του φαινόντουσαν τόσο μεγάλα.Σαν αρκούδες! Νόμισε πως θα όρμαγαν απ΄ το χαρτί πάνω του.Τα ΄βλεπε να μετακινιούνται.Το γ πήγαινε και καθότανε πάνω στο α.Το τ έφευγε στη γωνία της σελίδας.Τα δύο α ενωνόντουσαν σε ένα.Η ζωγραφιά κα- τέβαινε κάτω και σκορπούσε τα γράμματα πέρα-δώθε.Η λέξη γάτα έσπασε και το κουβάρι ξετυλίχτηκε.Θυμήθηκε τη δικιά τους γάτα,τη μάτσια,δεν της είχανε βγάλει ξεχωριστό όνομα,που πράγματι μια φορά είχε κόψει τα κορδόνια απ΄ τα καλά παπούτσια του μπαμπά.Από τότε ποτέ η μαμά δεν την ξανάφησε να κάτσει μέσα στο σπίτι.
Η μάτσια τους έπιανε ποντίκια.Την είχε παρακολουθήσει τόσες φορές να τα παιδεύει.Τα χτύπαγε μαλακά με το μπροστινό πόδι,τα μπρουμάτιζε,τ΄ άφηνε να φύγουν λίγο και μετά τα ξανάπιανε,τα ψιλοδάγκωνε και τέλος τα πήγαινε μέσ΄ στα λουλούδια να τα φάει.
Είχε φέρει ένα καταΐφι μια φορά ο μπαμπάς που το ΄χε κερδίσει στη δηλωτή. «Μισό εσύ,μισό ο Κωστάκης», του ΄χε πει.Είχε φάει το μισό,αλλά το άλλο το ΄κρυψε με το χαρτί πίσω απ΄ τη μουριά.Όταν γύρισε ο αδελφός του,δεν του το ΄δωσε.Άφησε να περάσει λίγη ώρα και πήγε να πάρει τον κρυμμένο θησαυρό του. Βρήκε τη μάτσια να ΄χει χώσει τη μουσούδα της και να γλείφεται.Δε θύμωσε,αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.Δεν ήθελε να διώξουν και να κακομεταχειριστούν τη μάτσια.
-Όλο μαζί,είπε νευριασμένα αυτή τη φορά ο δάσκαλος.
Ο Γιαννάκης κοίταξε τη λέξη,κοίταξε τη ζωγραφιά.Είδε τη μάτσια του στο βιβλίο και χαμογέλασε.Όταν καθόταν στη γκουρεγιάστα της γιαγιάς ανέβαινε στα γόνατά του και χουζούρευε.
-Μάτσια,είπε δυνατά και χαρούμενα.
Για μια στιγμή έγινε απότομα σιωπή.Μετά τα παιδιά γέλασαν όλα μαζί,δυνατά,νευρικά.Ο δάσκαλος έμεινε άναυδος.Δεν κατάλαβε τι είπε ο μικρός,νόμισε πως κορόιδευε,πως είπε κάτι κακό.Ήξερε πως στο χωριό μίλαγαν αρβανίτικα,μα δεν φανταζόταν πως και τα μικρά παιδιά θα τα χρησιμοποιούσαν.Ο Γιαννάκης λύθηκε την ώρα εκείνη,το γέλιο των συμμαθητών του τον χαλάρωσε,γέλασε κι εκείνος κι ο Τασούλης παράτησε το στυλό του ξαλαφρωμένος.
Ο δάσκαλος άνοιξε το χέρι του και κοπάνησε μια γερή σφαλιάρα στον Γιαννάκη.Αυτός πρώτα ξαφνιάστηκε και μετά πόνεσε.Έβαλε δυνατά τα κλάματα.Τ΄ άλλα παιδιά τα ΄χασαν.Θόλωσαν όλα μεμιάς.Ο Καραϊσκάκης ανακατεύτηκε με τη γάτα,τα γράμματα με τον «κύριο»,ο νέος δάσκαλος με την κυρία-Σμαρώ.Ο στυλός έπεσε απ΄ το χέρι του Τασούλη στο πάτωμα,μα εκείνος ούτε κουνήθηκε.Ένα κόκκινο σημάδι φούσκωνε στο μάγουλο του μικρού μαθητή και η σελίδα του βιβλίου μπροστά του μούσκευε στα δάκρυα.Έτσι όπως έπεφταν χοντρά και πολλά στο χαρτί,αλλοίωναν τα χρώματα,διαθλούσαν τις γραμμές,χάλαγαν την παιδική εικόνα.Ο Γιαννάκης δεν άντεχε αυτό που ΄χε γίνει.Ο φόβος είχε ξαναγυρίσει.Τον πλάκωνε πανικός.Οι αγαπημένες του φαντασίες γκρεμίστηκαν.Ήθελε μόνο να φύγει.
Πετάχτηκε απ΄ το θρανίο,βγήκε έξω κι έτρεξε σπίτι του.Κάθισε στα μέσα σκαλοπάτια της αυλής,σκούπαγε τη μύτη του κι έκλαιγε παραπονεμένα,χαμηλά,γεμάτος πίκρα.Η γάτα του πρόβαλε μέσα απ΄ τις τριανταφυλ-λιές.Ήρθε πάνω του,τον κοίταγε,άπλωσε το πόδι τηςτην πήρε,την έσφιξε στην αγκαλιά του, ακούμπησε το πρόσωπό του στ΄ αυτιά της.
-Μάτσια μου,σπαρτάρισε κλαίγοντας και την έσφιγγε,μάτσια μου!
Το απόγευμα,που γύρισε ο Βασίλης με τη γυναίκα του και το μεγάλο τους γιο απ΄ τις ελιές,βρήκε τον μικρό ακόμα στα σκαλιά με τη γάτα.Ήταν η χρονιά του καρπού φέτος και τα λιόδεντρα με τα λιόφυτα κόντευαν να σπάσουν απ΄ το μπερικέτι.Ξεκίναγαν νωρίς με τα ζώα,πρώτο φως,φορτωμένες οι λινάτσες,τα τσουβάλια,η σκάλα,τα χεροτσούγκρανα.Στο πήγαινε καβαλίκευε κι ο Κωστάκης που από πέρσι τους βοήθαγε στη συγκομιδή.Στην επιστροφή φόρτωναν κι όσα τσουβάλια άντεχε η Ντορή και η γαϊδούρα της γιαγιάς και μαζευόντουσαν κατάκοποι σούρουπο.
Ανήσυχος πλησίασε το γιο του,φοβήθηκε μην είχε τίποτα,τον ρώτησε.Έμαθε τα γεγονότα.Η Ελένη είδε δεύτερη το παιδί και το άρπαξε.Η οικογένεια βρέθηκε σε αναστάτωση.
 Όταν βγήκε το βράδυ ο Βασίλης στην πλατεία,έψαξε το δάσκαλο.Το χωριό ήταν απομονωμένο και η συγκοινωνία αραιή και άβολη.Δίπλα στις αίθουσες του σχολείου είχαν προνοήσει οι κατασκευαστές για ένα σπιτάκι για τον δάσκαλο. Τέτοιο υπήκοντά στην εκκλησία για τον παπά.Ο «κύριος» όμως είχε νοικιάσει ένα κανονικό σπίτι στο χωριό,του Γιώργου Δήμα,που ΄χε μεταναστεύσει μαζί με τους άλλους,κι έτσι το σπιτάκι είχε διατεθεί στον καινούργιο δάσκαλο.
    Σ’ ένα ξύλινο τραπέζι,στο καφενείο της Γιούλας,είδε τον «κύριο» με έναν άγνωστο να πίνουνε καφέ.Φαντά-στηκε πως αυτός θα ΄ταν ο καινούργιος δάσκαλος.Του συστήθηκε και του ζήτησε να μιλήσουν για λίγο.Βγήκαν έξω,κάτω από τις μουριές της Γιούλας.Η πλατεία ήταν αφώτιστη και κάποιες μικρές ψιχάλες είχαν αρχίσει να έρχονται.Η κορδέλα του Κώτσιου στρίγκλιζε λίγο πιο πίσω κόβοντας τα κούτσουρα για τις σόμπες.Οι χωριάτες κοίταγαν μέσα απ΄ τα τζάμια των καφενείων.
-Δε σε κορόιδεψε το παιδί δάσκαλε,απολογήθηκε ο Βασίλης.Μάτσια θα πει γάτα.Δεν είπε τίποτα κακό.Πήγε να κουμπώσει το σακάκι του,αλλά στάθηκε.Κάτω απ΄ τη δεξιά τσέπη υπήρχε ένα μικρό μπάλωμα.Αν το κούμπωνε,έτσι όπως θα μαζευόταν το ύφασμα,μπορεί να φαινόταν.Το άφησε ανοικτό.Κοίταξε τα παπούτσια του,έπειτα κοίταξε και του δάσκαλου.Ήταν ωραία παπούτσια με ένα σχέδιο από πάνω και στρογγυλά κορδόνια.
Ο Βασίλης σεβόταν τους μορφωμένους.Πίστευε ότι ήσαν κάτι ανώτερο.Δεν είχε τελειώσει ούτε το Δημοτικό κι αυτό τον στενοχωρούσε.Διάβαζε κι έγραφε κανονικά κι ο λόγος του ήταν στρωτός.Είχε ταξιδέψει λίγο,στην ουσία εκεί κοντά στο χωριό του.Απ΄ τα δέκα του δούλεψε στο Τατόι,στο βασιλικό κτήμα, μέχρι που πήγε ναύτης.Τον πρόσεχε ο μεγάλος του αδελφός,δύο χρόνια διαφορά.Κάθε Σάββατο ερχόταν ο πατέρας τους,ο πολεμιστής της Μικρασίας,μ΄ ένα καρβέλι,ελιές,κρεμμύδια.Όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να τα φροντίσουν μόνοι τους. Στο ναυτικό υπηρέτησε στον Πόρο και το Φάληρο.Είδε άλλα πράγματα,καινούργια,απίστευτα.Έμαθε τον κινηματογράφο,τ΄ αεροπλάνο.Ήθελε τα παιδιά του ν΄ αλλάξουν ζωή.Διατήρησε από τότε έναν απόλυτο σεβα-σμό για κάθε τι ανώτερο,εξελιγμένο,πολιτισμένο.Όσο κι αν τον πείραξε το χτύπημα του παιδιού του,δεσμευό-ταν από μια συστολή.
-Δεν πρέπει να μιλάτε τούρκικα,είπε απότομα ο δάσκαλος.Σε λίγο πάμε στο 1970,πλησιάζει το 2000 κι εσείς μιλάτε τούρκικα!
-Δεν είναι τούρκικα,αρβανίτικα είναι δάσκαλε.
-Δεν ξέρω τι είναι,ελληνικά δεν είναι πάντως.Εδώ είναι Ελλάδα και πρέπει να το καταλάβετε.Μια ώρα απ΄ την Αθήνα και δε μιλάτε ελληνικά...
-Έλληνες είμαστε δάσκαλε,αντιγύρισε ο Βασίλης.
-Πρέπει να σταματήσει αυτό,είπε ο δάσκαλος και γύρισε κατά την πόρτα του καφενείου.Ανέβηκε τα σκαλιά.
-Δάσκαλε,τον σταμάτησε ο Βασίλης.Ο δάσκαλος γύρισε και τον κοίταξε επιτιμητικά.Μην ξαναπλώσεις χέρι στο γιο μου.

*****
Έσπρωξε απότομα και βιαστικά την πόρτα και μπήκε μέσα.Έβρεχε.Ο Καραϊσκάκης αγέρωχος πάνω απ΄ τον μαυροπίνακα.Η τάξη βουβή.
-Καλημέρα παιδιά,τους χαιρέτησε.
Σηκώθηκαν όλοι μαζί,σα νευρόσπαστα:-Καλημέρα.
Τίναξε τα μανίκια του,χτύπησε δυνατά τα πόδια του,σταγόνες κύλησαν στο πάτωμα.
Άρχισε να τους μιλάει για τη βροχή.Για το καιρικό φαινόμενο,για τα αισθήματα που δημιουργεί,για τη μετεωρολογία.Είχε σκεφθεί να κάνει μια γενική εισαγωγή και μετά να ισορροπήσει τα πράγματα. Καταλάβαινε πως είχε παραφερθεί.Ήταν καινούργιος γι΄ αυτόν τούτος ο κόσμος.Άγνωστος.Έπρεπε να τον γνωρίσει.Μετά τη συνάντησή του με τον Βασίλη ο «κύριος» του μίλησε για πολλή ώρα.Είχε οργανώσει λοιπόν το σημερινό μάθημα.Μιλούσε και γελούσε.Το ακροατήριό του σιγά-σιγά ζεσταινόταν κι ανταποκρινόταν.Έβλεπε τον Γιαν-νάκη όμως χλωμό και λυπημένο.Το πρόσωπό του κοίταγε κάτω.Άφησε να περάσει αρκετή ώρα ακόμη,όταν του απηύθυνε το λόγο:
-Ο φίλος μας από δω δεν μας είπε χθες το όνομά του.Εγώ όμως έψαξα και έμαθα πως τον λένε Γιάννη.Και κάτι μου λέει πως θα παίζει πολύ καλή μπάλα.
-Εγώ παίζω καλύτερα,πετάχτηκε πειραχτήρι ο Στέφας.
-Την καλύτερη μπάλα την παίζει ο Γιάννης.Ε,Γιάννη; Ο μικρός παρέμενε ακίνητος,σκυφτός,χλωμός.
-Να σου πω,έφερε ο δάσκαλος το χέρι του στην πλάτη του μικρού,εχτές αφήσαμε κάτι στη μέση. Μπερδευ-τήκαμε εκεί με διάφορες λέξεις και δε μου είπες στο τέλος αυτό που σε ρώτησα.Μιλούσε χαρωπά,παιδιάστι-κα,κουνούσε και το σώμα του δίνοντας ένα γενικότερο ρυθμό στην ομιλία του.Ήθελε να τους κερδίσει.
-Θέλεις λοιπόν,φίλε μου Γιάννη,να μου πεις τη λέξη που σε ρώτησα;
Ο Γιαννάκης δεν άκουγε.Ήθελε να πήγαινε κι αυτός για ελιές.Ήθελε να παράταγε το σχολείο.Ήθελε να ζού-σε η άλλη γιαγιά του και να του μίλαγε μόνο και πάντα αρβανίτικα κι ας μη τα καταλάβαινε όλα.Μισούσε το δάσκαλο.Τον ενοχλούσε το χέρι του στους ώμους του.Θυμήθηκε τη μάτσια του και μετά τον παππού του που αρρώστησε στο Σαγγάριο.Ξανάβλεπε το μουστάκι του,τη χωρίστρα.στ΄ αυτιά του άρχισε ν΄ ακούγεται ο Κο-λοκοτρώνης και μετά είδε τον πατέρα του που γύρισε χτες το βράδυ αργά στο σπίτι στενοχωρημένος και τσα-ντισμένος,όλο κάπνιζε και δε μίλαγε.
Δεν ήθελε να βλέπει ο Γιαννάκης τον πατέρα του έτσι,γιατί τον αγαπούσε πολύ.Τον έβλεπε να κουράζε-ται,αλλά ποτέ να μην του αρνιέται τις ιστορίες που κάθε τόσο του άρεσε ν΄ ακούει απ΄ αυτόν.Του άρεσε στο βαρύ κρύο να χώνεται κάτω απ΄ τη βελιέντζα και να ζεσταίνεται πάνω στο σώμα του.Του άρεσε να τον ακούει να ροχαλίζει.Εχτές όμως τον είδε τόσο χάλια και λυπήθηκε.Νόμιζε πως αυτός ήταν η αιτία.Αυτός όμως τον αγάπαγε,πολύ-πολύ-πολύ.
Δεν έκλαψε.Μόνο δάκρυα κύλησαν.Έπεφταν οι σταγόνες στο ξύλο του θρανίου.Ο δάσκαλος τα είδε.Τράβη-ξε αργά το χέρι του.Προσπάθησε να βάλει μια τάξη στο μυαλό του.Αισθάνθηκε ξαφνικά πολύ μόνος μέσα στην τάξη.Ένιωσε ότι ήταν μακριά,πολύ μακριά απ΄ αυτά τα πιτσιρίκια.Δυο δάκρυα ακόμα έπεσαν στο θρανίο.Ο δάσκαλος έμενε ακίνητος.Ένιωσε μόνος,πολύ λίγος.Σχεδόν άχρηστος.           

 Γιάννης Βασ. Πέππας.Βαρνάβας,Σεπτέμβριος 1998

Κατεβάστε το διήγημα ως pdf:  Γ. Β. Πέππας,Η μάτσια



 * Απ΄ τη συλλογή διηγημάτων «Ου γιαμ Αρβανίτ».Δημοσιευμένο στα περιοδικά ΑΡΒΑΝΟΝ,Αθήνα,τ. 4 (10-12/1998),σσ. 33-37 και ΕΝΔΟΧΩΡΑ,Αλεξανδρούπολη,τ. 60 (12/1998),σσ. 127-132.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.