Υπήρχε ελληνικό έθνος πριν το 1821;
«Θέλω να με φάνε τα όρνια του τόπου μου»
Γιαννάκης Κολοκοτρώνης
Γράφει ο Ερανιστής
(http://eranistis.net/wordpress/2015/03/25/%CF%85%CF%80%CE%AE%CF%81%CF%87%CE%B5-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CF%84%CE%BF-1821/#.VbI6WyGVKmI.facebook)
Είναι δύσκολο να ορίσουμε επακριβώς τι είναι «έθνος»· σύμφωνα με τα λεξικά, ως έθνος ορίζεται ένα σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια.
Για τις ανάγκες του κειμένου, ας θεωρήσουμε ως έθνος μια «δέσμη», ένα σύνολο από «ταυτότητες». Κάπως γενικά, μπορούμε να πούμε πως οι Ρωμιοί, οι Γραικοί, μιλούσαν ελληνικά, (γλωσσική ταυτότητα) ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, (θρησκευτική ταυτότητα), πιθανότατα ήταν απόγονοι Ελλήνων Ρωμιών (φυλετική ταυτότητα), είχαν διακριτό πολιτισμό στην καθημερινή ζωή, ενδεχομένως ελληνική παιδεία, συνήθειες και ήθη (πολιτιστική ταυτότητα) και άλλα πολλά που αποτελούν αυτό που λέγεται ιστορική παρουσία ενός λαού στον χώρο και τον χρόνο.
Η Αθήνα επί οθωμανικής κατοχής
Φυσικά, οποιαδήποτε ταυτότητα προϋποθέτει τη διαφορά: τέσσερις αιώνες οθωμανικής κατάκτησης δεν στάθηκαν αρκετοί για να γεφυρώσουν το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες Ρωμιούς και τους Τούρκους. Οι ανώτερες τάξεις «τούρκευαν» βεβαίως και «φράγκευαν» κατά συρροή, ο απλός λαός όμως, συχνά, αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων στους εξισλαμισμούς. Το ρωμέικο έθνος κουβαλούσε στην πλάτη του την αρχαία Ελλάδα και χίλια χρόνια βυζαντινής αυτοκρατορίας: οι Τούρκοι παρέμειναν πάντα βάρβαροι κατακτητές. (Πολλά οφείλουν βεβαίως οι Οθωμανοί στους κυριολεκτικά αδίστακτους και πανούργους Έλληνες αξιωματούχους που καταλάμβαναν ανώτατα αξιώματα, καθώς και στον «αλλόφυλο» στρατό των γενιτσάρων – αυτά όμως είναι άλλη ιστορία).
Αναμφίβολα, μια εθνική και κοινωνική Επανάσταση αλλάζει ριζικά τις ζωές, το φρόνημα και τις συνειδήσεις των ανθρώπων και πολλοί ένιωσαν «εθνικά» Έλληνες ή Ρωμιοί μετά τον Αγώνα ή κατά τη διάρκειά του. Είναι άλλο πράγμα όμως να υπονοείς ότι περίπου ελληνικό έθνος δεν υπήρχε (το κράτος φτιάχνει το έθνος) και δημιουργήθηκε λόγω του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, και απ” τους λεγόμενους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, στη συνέχεια· κατά την εκτίμησή μου, υπήρχε, για αιώνες ολόκληρους, λαός ελληνικός με συνείδηση εθνική, ρωμέικη, κι αυτός μπόρεσε κι έκανε την Επανάσταση, όπως την έκανε. Η πραγματική σύγχυση μεταξύ θρησκείας κι εθνικότητας, ασφαλώς δεν μπορεί να μάς οδηγήσει σε συμπεράσματα περί ανύπαρκτου έθνους: δεν ένιωθαν όλοι οι Ορθόδοξοι τον εαυτό τους ως Έλληνα, (όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε στην έννοια), υπήρχαν όμως εκατομμύρια Χριστιανοί που αυτοπροσδιορίζονταν ως Γραικοί, Ρωμιοί ή Έλληνες. Η σύγκριση με την Αμερικάνικη Επανάσταση είναι τουλάχιστον ατυχής: το αμερικάνικο έθνος, ετερόκλητο κι ετερογενές όσο κανένα άλλο στην ιστορία, δημιουργείται ταυτόχρονα σχεδόν με το κράτος· συμβαίνει εδώ δηλαδή αυτό που κάπως σχηματικά λέγεται, το κράτος να δημιουργεί το έθνος.
Ένας απ” τους πιο αυστηρούς ιστορικούς της Επανάστασης του 1821, ο φιλέλληνας Γεώργιος Φίνλεϊ, γράφει: «Ιερείς και Έλληνες διδάσκαλοι μετέδωκαν την γλώσσαν και τας ιδέας των εις το μεγαλείτερον μέρος των ευπαιδεύτων τάξεων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Κατέστησαν ούτω οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, και έταξαν εαυτούς προέχοντας αντιπάλους προς τους κατακτητάς των, τους Οθωμανούς Τούρκους. οίτινες επέδραμον την Ευρώπην ως απόστολοι της θρησκείας του Μωάμεθ. Οι Έλληνες, καθ’ όλον τον χρόνον της υποταγής των εις τον ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας, ουδέποτε ελησμόνησαν ότι η γη την οποίαν κατώκουν ήτο γη των πατέρων των και ο ανταγωνισμός των προς τους αλλοφύλους δέσποτας, κατά την ώραν και της ευτελεστάτης δουλείας των, ήτο οιωνός προαναγγέλλων ότι η αντίστασίς των έμελλε ν’ απολήξη εις καταστροφήν ή εις απελευθέρωση.»
Οπωσδήποτε, δεν υπήρχε αμερικανισμός, πριν την Αμερικάνικη Επανάσταση, είναι όμως ιστορικός παραλογισμός να πούμε ότι δεν υπήρχε ελληνισμός πριν το 1821. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον να παλεύει ένας λαός για τηνεθνική ανεξαρτησία του, αν δεν υπάρχει ως έθνος. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται γενικώς ενάντια στην τυραννία, επαναστατούν έχοντας ταυτότητα, σε σύγκρουση με την ταυτότητα του άλλου -αλλιώς δεν έχουμε αγώνα. Το γεγονός ότι οι επαναστάτες στράφηκαν, «ταξικά», κι ενάντια στους ντόπιους κοτσαμπάσηδες, που συχνά ήταν πιο καταπιεστικοί από τους Τούρκους πασάδες, δεν αναιρεί φυσικά τα εθνικά χαρακτηριστικά της Επανάστασης. Ούτε η ανώτερη κοινωνική και οικονομική θέση πολλών Ελλήνων τούς μετατρέπει αυτόματα σε Τουρκολάτρες ή προδότες, επειδή τα συμφέροντα τους, συχνά ταυτίζονταν μ” εκείνα του κατακτητή: η Επανάσταση στο Μοριά στηρίχτηκε συνειδητά κι από πολλούς προκρίτους, οι οποίοι δεν σύρθηκαν απλώς στον Αγώνα, όπως πολλές φορές γράφεται. Η γενική φτώχεια και η κατάσταση του απλού λαού δεν επέτρεπαν να ξεκινήσει οποιοσδήποτε μορφή ένοπλης σύγκρουσης χωρίς τη, μερική έστω, συμμετοχή ντόπιων ισχυρών Ελλήνων. Το οθωμανικό καθεστώς ακόμα διέθετε ισχυρό στρατό και οι μνήμες από τις προηγούμενες σφαγές ήταν πολύ νωπές. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ο Μοριάς κινδύνεψε πραγματικά με μαζικό εξανδραποδισμό των Ελλήνων και Χριστιανών κατοίκων του, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Ιμπραήμ -εξ ου και το σκληρό αλλά επιβεβλημένο σύνθημα που έριξε ο Κολοκοτρώνης: Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους! Δεν ήταν απλό πράγμα μια εξέγερση και κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά.
Νομίζω τα προηγούμενα είναι αρκετά, για να φανεί ότι οι Έλληνες, ως έθνος υπό ξένη κατοχή, δεν ξεπήδησαν όπως η Αθηνά απ’ το κεφάλι του Δία. Αναμφίβολα, στοιχεία εθνικής ταυτότητας δεν μπορούν να βρεθούν σε χημικά καθαρή μορφή. Καμιά εθνική ταυτότητα δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε: ο Φίνλεϊ περιγράφει λ.χ. ξεκάθαρα, ακόμα και φυσιογνωμικά, τις φυλετικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων, Αλβανών, Βλάχων κλπ. και ταυτόχρονα κάνει λόγο για τη διαχρονική παρουσία ελληνικού «έθνους» και ελληνικής «φυλής»· (για τις επιμειξίες μεταξύ Ορθοδόξων και άλλων πολλών δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος εδώ: ο αρχαίος Ελληνισμός κι αργότερα η Ρωμιοσύνη εξελλήνισαν πλήθη ανθρώπων μεσογειακής, βαλκανικής και μικρασιατικής καταγωγής, μέσω της θρησκείας, της παιδείας και της γλώσσας, πολλούς αιώνες πριν την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους· αυτό, στην Ελλάδα, μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος και με απλές φυσιογνωμικές παρατηρήσεις σ” ένα στρατόπεδο κατάταξης νεοσυλλέκτων.) Στα πρώτα συντάγματα του νεοελληνικού κράτους, ορίζεται σαφώς ότι πολίτες του θα είναι «όσοι πιστεύουσι εις Χριστόν», ενώ η γλώσσα και η καταγωγή δεν αναφέρονται καν ως κριτήρια. Η διάταξη αυτή, ασφαλώς διευρύνει τον αριθμό των Ελλήνων πολιτών, δεν δημιουργεί όμως ολόκληρο έθνος εκ του μηδενός.
«…Όλοι οι Έλληνες και μάλιστα οι χωρικοί έχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εις τα άρματα. Σχεδόν καθείς από αυτούς έχει δύο και τρία άρματα και είναι αξιοθαύμαστοι κυνηγοί. […] Έχουσι δε και την όρασιν τόσον οξείαν και καθαράν όπου βλέπουσι τη νύχτα περισσότερον απ’ ό,τι βλέπουσιν οι Ακαδημαϊκοί της Κρούσκας την ημέραν»
(«Ελληνική Νομαρχία»)
Ο Φίνλεϊ, πάλι, με βάση και τις εκτιμήσεις του Άγγλου στρατιωτικού Μάρτιν Λικ, υπολογίζει τους Έλληνες σε 3.500.000 εκατομμύρια περίπου: «Όταν oι Έλληνες έλαβον τα όπλα, οι αριθμοί της Ελληνικής και της Τουρκικής φυλής εν Ευρώπη ήσαν, κατά πάσαν πιθανότητα, σχεδόν ίσοι, και υποτίθεται ότι ουδετέρα τούτων υπερέβαινε πολύ τα δύο εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της Ηπειρωτικής Ελλάδος, από του Ταινάρου ακρωτηρίου μέχρι του βορειοτάτου ορίου της Ελληνικής γλώσσης υπετίθετο όχι πολύ υπέρ το εκατομμύριον. Εν άλλο εκατομμύριον πρέπει να προστεθή εις τον πληθυσμόν της Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων Νήσων, της Κωνσταντινουπόλεως και των παραθαλασσίων Ελληνικών πόλεων. Εάν προσθέσωμεν εις τούτο τον Ελληνικόν πληθυσμόν της Μικράς Ασίας, των νήσων της Ασιατικής ακτής, της Κύπρου και των Παραδουναβίων Επαρχιών, της Ρωσίας και άλλων χωρών, το όλον του πληθυσμού της Ελληνικής φυλής δεν δύναται να υπολογισθή εις πλέον των τριών και ημίσεως εκατομμυρίων.» (1)
Κι αλλού: «Η δύναμις της Ελληνικής φυλής εκείτο εις τας αρχαίας κοιτίδας της Ελληνικής ελευθερίας. Εις την Πελοπόννησον, εις την Στερεάν Ελλάδα και εις τας νήσους, όχι μόνον απετέλουν την πλειονότητα του πληθυσμού, άλλα και κατείχον δημοτικήν τινα εξουσία, και μέγα μέρος της καλλιεργησίμου εγγείου ιδιοκτησίας. Προσέτι εις την Νοτίαν Ήπειρον και εις την Χαλκιδικήν της Μακεδονίας απετέλουν την πλειονότητα του γεωργικού πληθυσμού.» (1)
Ομολογία των χρόνων της Επανάστασης, για 250 γρόσια.
Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται για την δήθεν καθολική συμμετοχή των Γραικών της εποχής στον επαναστατικό αγώνα, η αλήθεια είναι, ότι χιλιάδες πλούσιοι και ισχυροί Έλληνες όχι μόνο δεν συμμετείχαν στην Επανάσταση, αλλά συνέχισαν να πλουτίζουν κατά τη διάρκειά της, ως έμποροι κι αξιωματούχοι του Οθωμανικού κράτους. Λόγου χάρη, είναι βέβαιο, πως με τις μεγάλες περιουσίες που κατείχαν οι Έλληνες των παροικιών μπορούσαν να εξοπλιστούν στρατεύματα ικανά ν” απελευθερώσουν μεγάλο μέρος του Ελλαδικού χώρου, σχετικά εύκολα, ή να σταλούν όπλα και πολεμοφόδια στις εστίες της Επανάστασης. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας αναφέρει σχετικά:
«Μὴν στοχάζεσθε λοιπόν, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, ὅτι ἐκτελεῖτε τὸ πρὸς τὴν πατρίδα σας χρέος ὅταν πέμπετε μερικὰ χρήματα τῶν συμπατριώτων σας. Ἡ ἀρετή σας εἶναι καλή, ἀλλ᾿ οἱ Ἕλληνες ἔχουσι χρείαν ἀπὸ τὴν παρουσίαν σας. Μὴν δίδετε κακὸν παράδειγμα καὶ τῶν ἄλλων, δι᾿ ἀγάπην τῆς πατρίδος, καὶ νὰ φθάσητε ὕστερον νὰ ἰδῆτε – ὃ μὴ γένοιτο, Θεέ μου! – τὴν Ἑλλάδα ἔρημον. Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι τὸ καλὸν δὲν εἶναι δύσκολον νὰ γίνῃ, ἀλλ᾿ ἡ ἀληθὴς ἀξιότης μόνον διδάσκει νὰ γίνεται καθὼς πρέπει. Αἱ εὐεργεσίαι σας εἶναι ἔργον χρηστότατον, ἀλλὰ τί ἄλλο κάμνουσι, εἰμὴ νὰ παρηγορῶσι μόνον τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνας ὁπωσοῦν, καὶ νὰ τοὺς φυλάττωσιν ὀλίγον ξέμακρα ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, ἡ ὁποία ἤθελεν σταθῆ ἀληθῶς βιαία, ἀλλὰ ἄφευκτος καὶ βεβαία ὁδὸς τῆς ἐλευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος; (3)
Στοχάζεσθε, μήπως καὶ δὲν κερδίσετε εἰς τὴν πατρίδα, ὅσα κερδίζετε μακρὰ ἀπ᾿ αὐτήν; Ἀλλ᾿ ὅσα ἂν κερδίσητε εἰς τί σᾶς ὠφελῶσι, ἂν εἶσθε ὀρφανοὶ ἀπὸ πατρίδα; Μήπως δὲν ἠθέλατε ἀποκτήσει καὶ εἰς τὴν πατρίδα σας τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, ἂν ὄντως ἠθέλατε προσπαθήσει διὰ τὸ καλόν της καὶ διὰ τὸ καλόν σας; Διατί λοιπὸν τόσας ἀποικίας καὶ αἰωνίους ξεχωρισμοὺς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σας καὶ φίλους σας ;»
Οι ελευθερωτές της Ελλάδας
Ο Γερμανός ιστορικός Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη στην «Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως» σημειώνει:«Ελευθερωταί αυτής [της Ελλάδας] υπήρξαν ουχί σοφοί, ανατραφέντες παρά την εστίαν της κλασσικής αρχαιότητος, αλλ’ άνδρες εξ ακοής μόνον την αρχαιότητα γνωρίσαντες και μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν, ουχί φρόνιμοι και εύποροι, αλλ’ άνθρωποι από ευτελούς μόλις εργασίας, από ταριχείας ορτύγων και συλλογής ελαιών αποζώντες -άνδρες ουχί του καλάμου και της θεωρίας…» (2)
Όπως ξέρουμε, δεν υπήρξε πρακτικά σοβαρή υποστήριξη του Αγώνα από τους Έλληνες του εξωτερικού, με χρήματα, άνδρες, όπλα κλπ., τουλάχιστον ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες: ο βραχίονας της επανάστασης ήταν οι αρματολοί, οι κλέφτες και κυρίως το πλήθος του απλού λαού. Αυτοί σήκωσαν το βαρύ φορτίο του Αγώνα, χωρίς τακτικό στράτευμα, χωρίς ηγέτη και κεντρική εξουσία, χωρίς βόλια και ψωμί, κάποτε μόνο με τα γυμνά σπαθιά τους. Ο ηρωισμός και η καρτερία του απλού λαού έσωσαν την πατρίδα: «Η Ελληνική Επανάστασις δεν παρήγαγεν άνδρα υπερόχου μεγέθους, ούτε πολιτικόν με τιμήν άσπιλον, ούτε στρατιωτικόν με αξίωμα επιβάλλον.Αλλ” η αληθής δόξα της έγκειται εις την αδάμαστον ενεργητικότητα και την ακλόνητον καρτερίαν του πολλού λαού». (1)
Όπως είναι γνωστό, στις μάχες συμμετείχαν ελάχιστοι γραμματισμένοι της εποχής, κι ούτε οι καπεταναίοι ζητούσαν ποτέ τέτοιες δύσκολες και σκληρές υπηρεσίες απ” τους ντελικάτους και φραγκοφορεμένους νεόφερτους. Όλοι σχεδόν οι ηγέτες της Φιλικής, εκτός ίσως απ” τον Χριστόφορο Περραιβό και κάποιους άλλους, δεν ήταν άνδρες του τουφεκιού. Η πατρίδα, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, είχε μεγάλη ανάγκη τους πεπαιδευμένους ομογενείς της. Με το που ξεσπάει η Επανάσταση, τα φιλολογικά μελετήματα φαντάζουν επικίνδυνη πολυτέλεια στα μάτια των καπεταναίων. Από το Άστρος, ο «αγράμματος» οπλαρχηγός τα γράφει χωρίς περιστροφές προς τον Αδαμάντιο Κοραή, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι:
«… Αν συγγράψης εις τους ολίγους σου χρόνους τα υψηλότερα πράγματα και η Ελλάς πέση, τις η ωφέλεια; Αν όλοι οι μετά ταύτα αιώνες στεφανώσωσι τους κόπους σου με τους λαμπρότερους επαίνους και η Ελλάς μείνη πάλιν υπό ζυγόν, ποιά δόξα; Αν συ, εις ολίγα λόγια, απαθανατιστής συγγράφων, και η πατρίς παραδοθή εις τας χείρας του αγρίου τυράννου, ή εις την διάκρισιν των ανθρωπίνων παθών, τι εκέρδισας; Η Ελλάς έχει ανάγκην σου και όλων των πεπαιδευμένων ομογενών. Λοιπόν, συμπαραλαβών όσους δυνηθής μαζί σου, ελθέ να συναγωνισθής με τους αδελφούς σου τον δικαιότατον και νομιμώτατον παρ’ όλους τους λοιπούς αγώνας του κόσμου…
Ο υιός σου Οδυσσεύς Ανδρίτσου» (2)
Την ίδια περίοδο, τον Απρίλη του 1821, προς τον Νεόφυτο Βάμβα (1) στέλνει τα εξής: «Τι τρούπωσες, ορέ Καλόγερε, αυτού στη Φραγκιά και με ευχές και κατάρες θέλεις να βοηθήσεις τη δυστυχισμένη πατρίδα; Σαν την αγαπάς έλα εδώ να ιδείς τις πληγές της και να τη βοηθήσεις!»
Πηγές
1) Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (History of the Greek Revolution, το 1861) πρώτος μεταφραστής στα Ελληνικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εκδ. Βουλής των Ελλήνων, 2008.
2) Οι επιστολές του Ανδρούτσου είναι από εδώ: Γιάννης Σκαρίμπας, Το 1821 και η αλήθεια, εκδ. Κάκτος, 1995.
3) Ελληνική Νομαρχία, http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/hellenic_polity.htm
Οι περιπέτειες της ελληνικής συνείδησης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 23/01/2005
Ο Νίκος Σβορώνος έγραψε τη μελέτη του «Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού», στα μέσα της δεκαετίας του 1960
Γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η μελέτη του Νίκου Σβορώνου Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού παρέμεινε ανέκδοτη επί τέσσερις δεκαετίες για να εκδοθεί μόλις σήμερα (εκδόσεις Πόλις). Εξετάζοντας το θέμα της συνέχειας ή ασυνέχειας της ελληνικής ιστορίας ο μαρξιστής ιστορικός οδηγείται σε ένα συμπέρασμα διαφοροποιούμενο από τις απόψεις όχι μόνο της εθνικιστικής αλλά και της μοντερνιστικής (/μαρξιστικής) θεωρίας του έθνους, το οποίο ασφαλώς θα προκαλέσει συζητήσεις.
Πώς γράφεται μια θεωρία της διαμόρφωσης του έθνους; Καθώς μια θεωρία οφείλει να είναι γενική και να περιλαμβάνει όλες τις γνωστές εκδηλώσεις ενός φαινομένου, και καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι επαρκής γνώστης της παγκόσμιας ιστορίας, μια αρκούντως πειστική (αν όχι ιδεώδης) θεωρία του εθνικισμού θα μπορούσε να γραφεί από έναν ιστορικό που, εκτός από τη διαμόρφωση του εθνικισμού στο πεδίο της δικής του ειδίκευσης, θα γνώριζε όσο το δυνατόν καλύτερα την πορεία του σχηματισμού και όσο το δυνατόν περισσότερων άλλων εθνικών μορφωμάτων.
Οι σκέψεις αυτές - αυτονόητες άλλωστε - μας έρχονται στον νου όταν συγκρίνουμε το περιεχόμενο του γραμμένου στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μόλις σήμερα εκδεδομένου βιβλίου του Νίκου Σβορώνου Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού με τις αναφορές στη νεοελληνική περίπτωση που περιέχονται στα θεωρητικά βιβλία των επιφανέστερων σήμερα μελετητών του εθνικισμού. Διότι η σύγκριση αυτή μας κάνει να αισθανόμαστε ότι, αν και οι μελετητές αυτοί έχουν ανατρέψει βασικές βεβαιότητες των εθνικιστών ιστορικών, ορισμένες πραγματεύσεις τους κάθε άλλο παρά είναι επαρκείς.
* Ιδεοληπτική ανάγνωση
Είναι φανερό ότι οι αναφορές στη νεοελληνική εθνική διαμόρφωση των Ε. Gellner, Ε. Kedourie, Ε. J. Hobsbawm, Benedict Anderson (αλλά και άλλων) στηρίζονται σε ελλιπή γνώση της νεοελληνικής ιστορίας (έλλειψη που οφείλεται κυρίως στην αδυναμία πρόσβασής τους - εξαιτίας της άγνοιας της ελληνικής γλώσσας - σε ελληνικές πηγές). Ο Kedourie, λ.χ., που δεν φαίνεται να έχει διαβάσει άλλο ελληνικό κείμενο πέρα από το γραμμένο στα γαλλικά «Υπόμνημα» (1803) του Κοραή, πιστεύει ότι ο Κοραής είναι ο πρώτος Νεοέλληνας που αισθάνεται ότι οι νεότεροι Ελληνες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Ο Anderson - συγγραφέας του περίφημου βιβλίου Φαντασιακές κοινότητες (1983), το οποίο εισήγαγε και καθιέρωσε τον χρησιμοποιούμενο κατά κόρον σήμερα όρο φαντασιακός στον περί έθνους λόγο - αντλεί τις όποιες γνώσεις του για τους Νεοέλληνες από τον... Kedourie.
Θα περίμενε κανείς ότι οι έλληνες μελετητές του εθνικισμού, οι οποίοι αναπαράγουν γόνιμα στις εργασίες τους ορισμένες από τις διαπιστώσεις των εν λόγω θεωρητικών, θα τους ανταπέδιδαν την οφειλή τους επισημαίνοντας - ως καθ' ύλην αρμοδιότεροι - τις ελλείψεις των νεοελληνικών αναφορών τους. Ομως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Απεναντίας μεταφέρουν μηχανικά στα κείμενά τους τις ανιστόρητες περί νέου ελληνισμού απόψεις των προτύπων τους. Ετσι προσλαμβάνοντας κυριολεκτικά τη νεωτεριστική άποψη ότι «δεν είναι το έθνος εκείνο που δημιουργεί τον εθνικισμό αλλά ο εθνικισμός εκείνος που δημιουργεί το έθνος» και οδηγούμενοι στην πεποίθηση ότι «το ζήτημα της μελέτης του εθνικισμού είναι πώς η ερμηνεία του να μη "μολυνθεί" από τυχόν προαποδοχή της ιδέας του έθνους», υποστηρίζουν ότι πριν από το τέλος του 18ου αιώνα δεν υπάρχουν άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες σε επίπεδο εθνότητας. «Μια "εθνική" ελληνική ταυτότητα» γράφουν «κατασκευάζεται μόνο με τον ελληνικό Διαφωτισμό».
H πεποίθηση αυτή, που διατυπώνεται ως αντίδραση προς την παπαρρηγοπούλεια άποψη της συνέχειας του ελληνισμού, όπως αυτή έχει προσληφθεί από την ελληνική εθνικιστική ιστοριογραφία, δηλώνει ότι οι εν λόγω ιστορικοί μας έχουν ελλιπή γνώση των πριν από τον ελληνικό Διαφωτισμό πηγών. Θέλω να πω ότι, αν οι έλληνες εθνικιστές ιστορικοί διάβαζαν ιδεοληπτικά αυτές τις πηγές, οι αντιεθνικιστές ιστορικοί διακατεχόμενοι από μιαν άλλη ιδεοληψία - ότι όχι μόνο οι απόψεις της εθνικιστικής ιστοριογραφίας είναι ιδεολογηματικές αλλά και οι πηγές στις οποίες στηρίζονται αυτές οι απόψεις είναι αναγκαστικά αναξιόπιστες - απαξιούν να τις διαβάσουν ή, αν διαβάσουν κάποιες από αυτές, τις ερμηνεύουν όχι λιγότερο ιδεοληπτικά μέσα από τις προδιαγραφές των θεωρητικών τους σχημάτων.
* Θεωρία και πραγματικότητα
Οι αντιεθνικιστές ιστορικοί αποφεύγουν να συνομιλήσουν ακόμη και με τον μη εθνικιστή Σβορώνο (διότι τις απόψεις που περιέχονται στο Ελληνικό έθνος ο Σβορώνος τις είχε ήδη διατυπώσει συνοπτικά σε προηγούμενα έργα του). Και αυτό ίσως γιατί - υποθέτω -, καθώς ο Σβορώνος είναι μαρξιστής (απορρίπτει, όπως και αυτοί, «τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα, έκφραση μιας φυλής ή ενός μεταφυσικού "λαϊκού πνεύματος", μιας "ψυχής"») και πιστεύει ότι η δημιουργία του έθνους «υπακούει σε κάποια ιστορική νομοτέλεια και βρίσκεται σε στενή εξάρτηση με τους κοινωνικούς παράγοντες που κινούν την ιστορία», η αντίκρουση των απόψεών του θα προϋπέθετε μια συζήτηση περί θεωρίας του έθνους η οποία στην ελληνική περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποφύγει το θέμα της ιδιαιτερότητάς της και το θέμα των πηγών που μαρτυρούν αυτή την ιδιαιτερότητα, μια συζήτηση που θα απαιτούσε γνώση της μεταβυζαντινής και της βυζαντινής ιστορίας ανάλογη με εκείνη του Σβορώνου.
Και κατά τούτο κυρίως διαφέρει ο Σβορώνος από τους εν λόγω ιστορικούς. «Εκείνο που δεν ανέχεται ο ιστορικός» λέει σε μια συνέντευξή του (1988) «είναι η τυφλή μίμηση έτοιμων μεθοδολογικών σχημάτων, χωρίς να εξετάζεται αν ταιριάζουν στην πραγματικότητα που ερευνάται». Μια τέτοια ιστορική αντίληψη προϋποθέτει την πεποίθηση ότι η ιστορία δεν κατανοείται από δεύτερο χέρι, δηλαδή μόνο από τη βιβλιογραφία, ότι ο ιστορικός πρέπει να κάνει και πρωτογενή έρευνα. Οπως σημειώνει ο Σπ. I. Ασδραχάς στα εύστοχα «Προλεγόμενά» του στο Ελληνικό έθνος, «στον Σβορώνο η θεωρία υπόκειται ως ιστορικό σκεπτικό, δεν αναδύεται και, πολύ περισσότερο, δεν εκτοπίζει την "οντολογία" της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι, αν το κείμενο αυτό γραφόταν σε κοντινότερούς μας καιρούς, θα είχε την ίδια "φιλοσοφία της σύνθεσης", παρά την άνθηση των ερευνών και των συνθετικών δοκιμών γύρω από την έννοια και την πραγματικότητα του έθνους». Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος της διαφωνίας του Σβορώνου με τη μαρξιστική, μάλιστα κομματική, λογιοσύνη, οι απόψεις της οποίας ως προς το θέμα της ιστορικής πορείας του ελληνισμού ήταν παρόμοιες με αυτές των σημερινών θεωριοκρατούμενων ιστορικών.
* Λανθάνουσα συνέχεια
Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να τεθεί δεν είναι ποιες θα ήταν οι απόψεις του Σβορώνου στο θέμα της συνέχειας ή ασυνέχειας του ελληνισμού αν είχε διαβάσει ορισμένες από τις νεότερες θεωρίες περί έθνους, αλλά ποιες θα ήταν για το θέμα αυτό - και ίσως όχι μόνο γι' αυτό - οι απόψεις του Gellner, του Hobsbawm, του Kedourie, του Anderson ή άλλων, αν είχαν διαβάσει το Ελληνικό έθνος του Σβορώνου.
Αλλωστε ο Σβορώνος, που δεν αγνοούσε τις ως τον θάνατό του (1989) διαμορφώσεις της θεωρίας, είχε ήδη απαντήσει στη βεβαιότητα της σημερινής θεωρίας ότι ο εθνικισμός προηγείται του έθνους. H διαφωνία του με τους αριστερούς συντρόφους του (που τη δεκαετία του 1940 διατύπωναν με λιγότερο σοφιστικό τρόπο αυτό που έχει αναπτυχθεί σήμερα σε περίτεχνη θεωρία) ήταν - σημείωνε το 1988 - ότι «είχαν μπερδέψει, όπως γίνεται συχνά ακόμη και τώρα, το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας εθνότητας με το πολιτικό αίτημα του εθνικού κράτους». Εχοντας εισαγάγει στη συζήτηση τη δική του μαρξιστική ανάγνωση του εθνικισμού με κύριο χαρακτηριστικό της οπτικής του τη διασύνδεση του κοινωνικοοικονομικού παράγοντα με τον πολιτισμικό στη μακρά διάρκεια, ο Σβορώνος αμφισβητεί και το 1988 τη θεωρία ότι η έννοια του έθνους γεννήθηκε από την αστική τάξη. «H σύνδεση της αστικής τάξης» λέει «είναι με την έννοια του εθνικού κράτους όχι με την έννοια του έθνους, που την έχουν διαμορφώσει πολύ πριν οι διάφοροι λαοί».
Ο Σβορώνος, διαφορετικά από τους θεωριοκρατούμενους ιστορικούς, δεν πιστεύει ότι όσα υποστηρίζουν οι άνθρωποι με διαφορετική ιδεολογία ή άποψη από τη δική του είναι αναγκαστικά όλα λανθασμένα. Διαφοροποιείται από την εθνικιστική βεβαιότητα της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, ωστόσο ανιχνεύει την ύπαρξη λανθάνουσας «πολιτιστικής και ως ένα σημείο εθνολογικής συνέχειας», η οποία από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα συντηρεί υποσυνειδησιακά την ελληνικότητα, για να ανακτήσει ο ελληνισμός σταδιακά τη συνειδητότητά του από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, σε μια νέα ιστορική πορεία που θα διαρκέσει ως τις αρχές του 19ου αιώνα και θα διαμορφώσει «σε συντελεσμένο έθνος» τον νέο ελληνισμό. Ο ορατότερος και αποφασιστικότερος συντηρητής της πολιτισμικής συνέχειας ήταν η εξελισσόμενη ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή ελληνική γλώσσα, η οποία με τη «συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία της» επέτρεψε την ανάκτηση αυτής της συνειδητότητας.
* Γλώσσα και κόσμος
Με το Ελληνικό έθνος ο Σβορώνος δεν επιχειρεί μια συνθετική αφήγηση της ελληνικής ιστορίας αλλά παρακολουθεί την πορεία της ελληνικότητας προσδιορίζοντας τα κύρια χαρακτηριστικά των διαφόρων σχηματισμών από τους οποίους πέρασε το ανθρώπινο σύνολο που ονομάζεται ελληνισμός έως ότου φτάσει στη διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας. Αν θέλαμε να εντάξουμε την προσέγγισή του στο πλαίσιο των ποικίλων προσεγγίσεων για το έθνος και τον εθνικισμό των τελευταίων πενήντα χρόνων - αρχεγονικές, παλαιικές, μοντερνιστικές, εθνοσυμβολικές, μεταμοντερνιστικές - θα λέγαμε ότι ο Σβορώνος προοικονομεί τις εθνοσυμβολικές. Απορρίπτοντας την ιδέα της φυλετικής σύστασης του έθνους και συσχετίζοντας τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα με την πολιτισμική παράδοση, ο Σβορώνος μάς δίνει μιαν άποψη για την πορεία του ελληνισμού πειστικότερη από εκείνη των κυρίαρχων σήμερα στη χώρα μας, στο πανεπιστημιακό επίπεδο, μοντερνιστικών και μεταμοντερνιστικών σχημάτων, μιαν άποψη που ενισχύεται από τις πρόσφατες μελέτες των εθνοσυμβολιστών (Perry Anderson, Α Zone of Engagement, 1992 Α. D. Smith, Nationalism, 2001), όπως και από πρόσφατες παρατηρήσεις της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εξελικτικής ψυχολογίας για τον σημαντικό ρόλο των πολιτισμικών στοιχείων και του αισθήματος στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης. Αλλά και που βρίσκει μιαν απροσδόκητη (ακούσια βέβαια) συνηγορία από τις μεταμοντερνιστικές απόψεις για τη γλώσσα ως απόλυτο διαμορφωτή της πραγματικότητας. Διότι αν «δεν υπάρχει εκτός γλώσσας», όπως υποστηρίζουν οι απόψεις αυτές, αν τον κόσμο μου τον ορίζει η γλώσσα μου, και αφού δεν υπάρχει μία, παγκόσμια, γλώσσα αλλά πολλές και διαφορετικές, τότε η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, που είναι αδιαμφισβήτητη, θα πρέπει να συντηρεί εκείνο που ο Σβορώνος περιγράφει ως λανθάνουσα ελληνική συνέχεια.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.