ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΝΑΙΤΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Παρασκευή 7 Ιουλίου 1944
Οι ερευνητικές ομάδες της ΙΛΕΑ σας παρουσιάζουν το χρονικό της εκτέλεσης της Κωνσταντίνας Καραδήμα και του Δημητρίου Τσεβά, από τους Γερμανούς κατακτητές. Η συλλογή των πληροφοριών έγινε από αυτόπτες μάρτυρες και απογόνους των αδικοσκοτωμένων, από επιτόπιες επισκέψεις και από ενδελεχή έρευνα σε αρχεία.
Το έγκλημα των Γερμανών έγινε μεταξύ του 23ου και του 24ου χιλιομέτρου του δρόμου της Πάρνηθας, σε μια περιοχή που υπήρξε ανέκαθεν ειδυλλιακή, ευλογημένη και πολύ αγαπημένη στους Μενιδιάτες προγόνους μας, λίγο πιο πάνω από το Μετόχι της Μονής της Αγίας Τριάδας της Πάρνηθας, με τον Προφήτη Ηλία και κυρίως τον χιλιόχρονο (ερειπωμένο σήμερα προς καταισχύνη όλων μας) Άγιο Νικόλαο με τα κελιά του και τα πανηγύρια του - ακόμα και μέσα στην Τουρκοκρατία. Ο τόπος κατά καιρούς έσφυζε από ζωή κυρίως λόγω της παρουσίας των παραδασόβιων επαγγελματιών: μελισσοκόμων, τσελιγκάδων και βοσκών, ρετσινιάρηδων, καρβουνιάρηδων και ξυλοκόπων, παγοπαραγωγών, αγωγιατών, κυνηγών, κτηματιών, γεωργών, εργατών και βοτανοσυλλεκτών αλλά και Τριαδιτών καλόγερων και προσκυνητών, οδοιπόρων, στρατοκόπων και φυματικών, οπλαρχηγών, επαναστατών, ληστών και κυνηγημένων κάθε εποχής μαζί με τους διώκτες τους κάθε λογής. Εδώ υπήρχε η Κάτω Βρύση και γύρω της υπήρχε το μεγάλο μελισσομάντρι των αδελφών Θανάση, Βαγγέλη και Γιώργη Φυτά που στην ακμή του έφτανε τις 900 κυψέλες και τα μικρότερα του Κωστή Κατάρα, του Γιώργη Κιουρκατιώτη, του Στέφου Φυτά και του Νίκου Γκίκα. Ακόμα, υπήρχε και το γκρεμισμένο ασβεστοκάμινο του Κωστή Κατάρα που στοίχειωσε όταν η φωτιά κατάπιε τον τροφοδότη του Κωστή, και δυτικότερα τα κονάκια των Σφετσαίων ενώ ανατολικότερα τα κονάκια των αδελφών Μακροδημήτρη με τα γιδοπρόβατά τους. Υπήρχε ακόμα το δωματιάκι του μόνιμου φύλακα του μελισσοκομείου, ενώ στην Επάνω Βρύση ήταν το στέκι του μπάρμπα- Γιάννη Μαρίνη, του ακούραστου δηλαδή αγωγιάτη, που από το μονοπάτι και πεζός ανεβοκατέβαζε τους ασθενείς του Σανατορίου, που βέβαια ήταν καθισμένοι πάνω στα ζώα. Από εδώ περνούσε όποιος ήθελε ν’ ανέβει στην Πάρνηθά μας, ξεδιψούσε στην Επάνω Βρύση και συνέχιζε την ανάβασή του, όπως ακριβώς από εδώ ξεκινούσαν καθημερινά κι οι εργολάβοι της διάνοιξης του δρόμου στα τέλη της δεκαετίας του ’20 Κ. Καπετάνιος και Γ. Νίκας με τα κάρα, τα εργαλεία και το προσωπικό τους. Το όλο σκηνικό, συμπληρωνόταν από σποραδικά ευρισκόμενα καρβουνοκάμινα, από το σπίτι του γεωπόνου Κονιστή, (που κι αυτόν τον σκότωσαν στους πρώτους μήνες της κατοχής οι Ιταλοί, διότι παραβίασε την απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας) κι από τα ρυθμικά χτυπήματα των σκεπαρνιών των ρετσινιαραίων κι απ’ τα τραγούδια τους.
Εκείνο το πρωινό της μαύρης Παρασκευής της 7ης Ιουλίου του 1944, καμιά 20αριά Μενιδιάτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεκίνησαν νωρίς το πρωί με τη δροσιά κι ήρθαν εδώ «για να κάνουν ξύλα», όπως έλεγαν, προς πώληση στους εμπόρους ή προς ανταλλαγή με τρόφιμα (Καραδημαίοι) ή «για να κάνουν κλαριά» για να ψήσουν το ψωμί που είχε ζυμώσει η μάνα (Τσεβάδες). Όπως ακριβώς έκαναν και 2.500 χιλιάδες χρόνια πριν οι σκληροτράχηλοι Αχαρνείς καρβουνιάρηδες του Αριστοφάνη!- ενώ σε άλλα σημεία της Πάρνηθας είχαν ξεχυθεί και άλλες κομπανίες ή οικογένειες για τον ίδιο λόγο. (Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και σ’ όλη την Αττική, όπου δεν είχε μείνει δέντρο για δέντρο από ορδές πεινασμένων Αθηναίων που ξεχύνονταν για λίγα ξύλα ή λίγα χόρτα. Τότε κάποιοι έκοψαν – όχι Μενιδιάτες πάντως όπως εσφαλμένα αναφέρει ο Μουζάκης- ακόμα και τα χιλιόχρονα πλατάνια – γίγαντες της Χελιδονούς).
Τις μέρες εκείνες η Γερμανία έχανε τον πόλεμο και οι Γερμανοί βρίσκονταν σε νευρική κρίση, νιώθοντας σαν στριμωγμένα αγρίμια μακριά από τη χώρα τους. Ένα μήνα νωρίτερα, είχε γίνει η απόβαση στην Νορμανδία κι οι Σύμμαχοι προέλαυναν στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στα Βαλκάνια, οι Ρώσοι είχαν φτάσει στη Ρουμανία, η Βόρεια Αφρική είχε ξεκαθαριστεί από τους Γερμανούς, ενώ είχε συντελεστεί η απόβαση στη Σικελία και ήδη είχε καταληφθεί η Ρώμη, με τους συμμάχους να προχωρούν βορειότερα.
Στην Αττική, οι οργανωμένες ομάδες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ έκαναν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους, ήδη απ’ το 1943, ενώ δρούσαν και πολλές μικρές ακηδεμόνευτες ή όχι, πατριωτικές αντιστασιακές ομάδες. Στην Πάρνηθα, οι αντάρτες έκαναν κατά περιόδους επιδρομές κάτω από τη μύτη των Γερμανών. Ήδη, δύο φορές τον χειμώνα και το Πάσχα του 1944 είχαν «απαλλοτριώσει» εκατοντάδες αιγοπρόβατα από το κτήμα του Τατοΐου και 20 μέρες πριν είχαν ανατινάξει το Γερμανικό τραίνο με το σιτάρι, μεταξύ Μαλακάσας και Κακοσαλεσίου, σκοτώνοντας τους 5 ή 8 Γερμανούς συνοδούς. Επίσης είχαν κλέψει νύχτα και τα άλογα του φίλιππου Γερμανού διοικητή του Μενιδίου και είχαν σκοτώσει σε ενέδρα τον επικεφαλής Γερμανό αξιωματικό της φρουράς του Αυλώνα. Τρεις μέρες πριν από το γεγονός που μνημονεύουμε σήμερα, στις 4 Ιουλίου, σαμποτέρ ανατινάζουν άλλο τραίνο με κάρβουνο στον Πύργο Βασιλίσσης, στην Αγία Παρασκευή Ανάκασας. Οι Γερμανοί αγριεύουν κι εκτελούν επί τόπου 4 Έλληνες που πήγαν να πλιατσικολογήσουν το χυμένο κάρβουνο. Η εποχή ήταν τόσο άγρια που για την ιστορία και μόνο αξίζει να αναφέρουμε το μεγάλο ναυάγιο που έγινε στις 12 Φεβρουαρίου 1944 στην νησίδα Πάτροκλος της Λαυρεωτικής με τους 4.150 νεκρούς Ιταλούς στρατιώτες αιχμάλωτους των Γερμανών, που βρήκαν φριχτό θάνατο από πνιγμό, στιβαγμένοι στα αμπάρια του καραβιού που ερχόταν από την Ρόδο. Το συνταρακτικό αυτό ναυάγιο με τους χιλιάδες ατίμητους πνιγμένους αιχμάλωτους Ιταλούς, θα έμενε λησμονημένο από τη συλλογική μνήμη αν ο λόγιος Δήμαρχος Σαρωνικού Πέτρος Φιλίππου δεν αποφάσιζε να στήσει μνημείο στη μνήμη τους, και δικαίως, αφού τα θύματα ήταν 4 φορές περισσότερα από το μεγάλο ναυάγιο του Τιτανικού.
Στο συγκεκριμένο σημείο της Πάρνηθας, εκείνο το πρωί της Παρασκευής, οι καιρικές συνθήκες ήταν ίδιες απαράλλαχτα με τις σημερινές: ζέστη, τζιτζίκια που τραγουδούσαν αμέριμνα και κάπου - κάπου το βουητό απ’ τις μέλισσες που βοσκούσαν και από το τρεχούμενο νερό των ρυακιών που τότε ακόμα υπήρχαν. Η συλλογή των καυσόξυλων είχε σχεδόν τελειώσει, κι οι πατριώτες μας ετοιμάζονταν να κατεβάσουν τα «ρουπάκια» – όπως έλεγαν τα κλαδεμένα με την κοσόρα κλαδιά - πιο κάτω στους αραμπάδες και στα ζώα. Ήταν εκεί, η Κωνσταντίνα Καραδήμα με τον άντρα της Κωνσταντίνο, ο Μιχάλης Τσεβάς δεκάχρονος τότε, με τον πατέρα του Δημήτρη, ο Λάμπρος Χειλετζάρης με τον δεκάχρονο γιό του Γιάννη, ο Γιώργος Ράπτης δεκαπεντάχρονος τότε με τον θείο του Γιάννη Ράπτη, ο Παχής ο φούρναρης της πλατείας με την αδελφή του, και μερικοί ακόμα.
Σίγουρα, ήταν απλωμένοι σύμφωνα με μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων Μιχάλη Τσεβά, Γιώργου Ράπτη και Γιάννη Χειλετζάρη, μεταξύ 23ου και 24ου χιλιομέτρου κοντά «στη μεγάλη στροφή με τον μεγάλο βράχο», εκεί που σήμερα αρχίζει ο δασικός δρόμος για το Κεραμίδι. Από το 25ο χιλιόμετρο, άρχιζε η απαγορευμένη ζώνη της Πάρνηθας κι οι Γερμανοί από την κορυφή, ψηλά, τους παρατηρούσαν από το φυλάκιό τους, που είχε ως ρόλο αφενός μεν την προστασία των κεραιών του ασύρματου που είχαν εγκαταστήσει, αλλά και τη φύλαξη του Σανατορίου, που τότε το είχαν επιτάξει για τη νοσηλεία των Γερμανών στρατιωτών (για την ιστορία να πούμε ότι υπήρχε και δεύτερο γερμανικό νοσοκομείο, στο Μονομάτι 200-300 μέτρα μετά την διασταύρωση της Τατοΐου και Δεκελείας, προς το Τατόι).
Από δω και πέρα, οι μνήμες των επιζώντων γίνονται θολές. Ενώ συμφωνούν στα βασικά, στα επιμέρους θαμπώνουν. Οι Γερμανοί από ψηλά, στέλνουν προς τα κάτω μια περίπολο με αυτόματα, είτε για να κορέσουν τα δολοφονικά τους ένστικτα, είτε για να κυνηγήσουν τον Κοκορέτση που κι εκείνος μάζευε ρουπάκια, «έκανε ξύλα» δηλαδή κοντά στην απαγορευμένη ζώνη…
Μερικά μέτρα μετά το 23ο χιλιόμετρο., βρίσκεται ο Δημήτρης Τσεβάς με τον μοναχογιό του Μιχάλη, όταν σ’ απόσταση 50-100 μέτρων εμφανίζεται αγριωπός ένας Γερμανός με πλήρη εξάρτυση: Μπότες, κράνος, αυτόματο. «…Θα μας σκοτώσει…», είπε ο μικρός Μιχαλάκης στον πατέρα του και εκείνος του είπε: «…πέσε κάτω αν φοβάσαι…». Πεσμένος κάτω όπως βρισκόταν ο δεκάχρονος Μιχαλάκης, αντίκρυσε για τελευταία φορά τον πατέρα του ζωντανό… Ευθυτενή, στιβαρό και άφοβο να ατενίζει όρθιος προς τον Γερμανό και την ίδια στιγμή να δέχεται απροειδοποίητα τη ριπή του αυτομάτου στο σώμα και στο πρόσωπο κάτω από τη μύτη. « …Το αίμα πήδαγε σαν από βρύση…» θυμάται, σήμερα ο γιός του Μιχάλης, ενώ ο Γιώργος Ράπτης θυμάται πως αγκάλιασε τα πόδια του θύματος που πέθανε ακαριαία μόνο με ένα «…ωχ…!».
Καμία 80αριά μέτρα πιο κάτω, σε ένα βαθούλωμα του φυσικού ανάγλυφου, σε ένα πλάτωμα του προαιώνιου, αρχαίου μονοπατιού της Πάρνηθας, δυτικά μετά τη στροφή, η Κωνσταντίνα Καραδήμα, κολάτσιζε καθιστή με τον άντρα της Κωνσταντίνο, την ώρα που ακούστηκε η πρώτη ριπή. Ο ίδιος Γερμανός ή κάποιος άλλος, προχώρησε προς το φρύδι του δρόμου και στα τυφλά πυροβόλησε προς την «καψάλα», προς τα κάτω, εκεί που ήταν διασκορπισμένο το αναστατωμένο ανθρωπολόι. Απρόσμενα και μάλλον από εξοστρακισμό σε βράχο, μια σφαίρα βρήκε την Κωνσταντίνα κατευθείαν στην καρδιά, όπως πιστοποίησε και ο γιατρός Κ. Μπούκης. «…Κώστα με σκοτώσανε…!» πρόλαβε να πει στον άντρα της και ύστερα κατρακύλησε νεκρή 15-20 μέτρα στην πλαγιά.
…Η ώρα ήταν 10 το πρωί της Παρασκευής 7 Ιουλίου 1944...
Εκείνο το πρωί, η Σοφία ή Φίτσα Τσεβά, δεν άναψε το φούρνο με τα κλαριά που είχαν πάει να φέρουν ο σύζυγος κι ο γιός της και το ψωμί που είχε ζυμώσει, δεν φουρνίστηκε ποτέ. Ο αραμπάς που ήρθε, αντί για κλαριά είχε πάνω του το άψυχο σώμα του συζύγου της Δημήτρη Τσεβά… Τον νεκρό κατέβασαν από την Πάρνηθα τα αδέλφια Γιώργος, Θεοφάνης και Χρήστος Χειλετζάρης, άριστοι γνώστες της περιοχής και εξοικειωμένοι με το δάσος, αφού «έκαναν καμίνια» σε όλη την Πάρνηθα. Από μια τραγική σύμπτωση που η μοίρα μόνο ξέρει να ενορχηστρώνει, είκοσι μέρες αργότερα οι τρεις αδελφοί Χειλετζάρη θα έβρισκαν και αυτοί τον θάνατο, επίσης από εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, μαζί με τους άλλους επτά φτωχούς ανθρακείς στην Μόλα…
Εκείνο το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραδήμας, κι ενώ το ανθρωπολόι είχε λακίσει δικαίως προς το χωριό, επέμενε να κάθεται δίπλα στο άψυχο σώμα της γυναίκας του απορημένος, μα εκτελώντας σαν άλλη Αντιγόνη το ύψιστο χρέος προς το ταίρι του. Μέχρι, που ένας Γερμανός στρατιώτης πήγε κοντά και τον έδιωξε χτυπώντας τον με το κοντάκι του όπλου του. Ο Κωνσταντίνος ή Κώτσο- Καραδήμας, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ και πέθανε το 1970. Η Κωνσταντίνα Καραδήμα, το γένος Ιωάννη Σπαθή, άφησε 3 ορφανά: τη Μαρία, 1,5 ετών τότε, τον 9χρονο Χρήστο και τη 12χρονη Ιωάννα, που ανέθρεψε έκτοτε τ’ αδέλφια της έχοντας το ρόλο αδελφής και μάνας ταυτόχρονα. Έξι μήνες μετά, η αδελφή της δολοφονημένης Σοφία, με εξασθενημένο από τα γεγονότα και τις κακουχίες οργανισμό, πέθανε από την ανθρωποζωονόσο του άνθρακα αφήνοντας κι εκείνη 3 ορφανά.
Η Κωνσταντίνα ετάφη εθιμικά με την οικογενειακή τους νυφική γρίζα που ήταν χρυσοκέντητη και σύμφωνα με το έθιμο, πριν μπει στο μνήμα οι Καλογραναίοι (του Σαράντου) κομμάτιασαν την ενδυμασία με ψαλίδι, για να μην ανοίξουν τον τάφο οι τυμβωρύχοι.
Έξι μέρες μετά, οι Γερμανοί σκότωσαν 3 πατριώτες στο μπλόκο της Πετρούπολης και 7 μέρες μετά, στις 14 Ιουλίου έκαναν εκατοντάδες συλλήψεις ομήρων στα μεγάλα μπλόκα του Καματερού, Άνω και Κάτω Λιοσίων, Χαϊδαρίου και Σκαραμαγκά.
Δεκαέξι μέρες μετά, στις 23 Ιουλίου, οι Γερμανοί σκότωσαν στον Βουρλοπόταμο της Πάρνηθας τους 17 Σαρακατσάνους ποιμένες, αφού προηγουμένως τους υποχρέωσαν να σκάψουν οι ίδιοι τον τάφο τους (τα οστά τους βρέθηκαν τυχαία 30 χρόνια αργότερα, το 1974, σε εργασίες αμμοληψίας για την διάνοιξη του δρόμου…), ενώ στις 27 Ιουλίου εκτέλεσαν τους 7 Μενιδιάτες και τους τρείς Χασιώτες ανθρακείς στη Μόλα ανατινάζοντας με εκρηκτικά τον υπερκείμενο βράχο για να κρύψουν το έγκλημά τους για πάντα ( τα πτώματά τους βρέθηκαν από τη δυσοσμία 2-3 εβδομάδες αργότερα, όταν οι Γερμανοί είχαν εκδιωχθεί οριστικά από την Πάρνηθα και ξανανέβηκαν στο βουνό δειλά – δειλά οι συγγενείς για να τους ψάξουν). Όλους, μετά από ομηρία 3 ημερών και ανάκριση. Έτσι, εκείνο τον καταραμένο Ιούλιο του 1944 οι Γερμανοί εκτέλεσαν στην Πάρνηθα συνολικά 29 φτωχούς Έλληνες, ανθρακείς και ποιμένες, που ούτε με το αντάρτικο είχαν σχέση και ούτε έμαθαν ποτέ για ποιο λόγο τους σκότωσαν σα σκυλιά…
Τον Αύγουστο, οι Γερμανοί έκαναν εκτεταμένη εκκαθάριση στην Πάρνηθα με πολλές εκτελέσεις προς τη Χασιά, αλλά τελικά απωθήθηκαν από τις ανταρτικές δυνάμεις και στις 12 Οκτωβρίου εγκατέλειψαν οριστικά την Αθήνα.
Τα γερμανικά πιστοποιητικά θανάτου, με την ελληνική τους βεβαίωση από διερμηνέα καθώς επίσης και την πιστοποίηση για την αιτία θανάτου της Κωνσταντίνας Καραδήμα υπογεγραμμένα από το γιατρό Κ. Μπούκη, εντόπισε να πωλούνται σε παλιατζίδικα, ο καθηγητής της παθολογίας τις Ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας Γιώργος Αντωνακόπουλος, ο οποίος και τα εμπιστεύτηκε στον Δημήτρη Γιώτα και στην ΙΛΕΑ. Ο ίδιος ανακοίνωσε στο 10ο Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας και κατάλογο με περισσότερους από 160 Μενιδιάτες που πέθαναν από πείνα στους πρώτους 18 μήνες της Κατοχής. Όλα τα αρχεία είχαν φύγει από τον Δήμο Αχαρνών είτε διότι πουλήθηκαν, είτε διότι πετάχτηκαν στα σκουπίδια…
Για την Ιστορία να πούμε πως η Γερμανική Διοίκηση που έδρευε στο Τατόι και ήταν υπεύθυνη για το Μενίδι, Χασιά, Λιόσια, και Πάρνηθα στο πιστοποιητικό της ανέγραψε ψευδώς, πως ο θάνατος τους προήλθε λόγω εισόδου με δική τους ευθύνη στο 27ο χλμ της απαγορευμένης ζώνης της Πάρνηθας…!!! (ενώ όπως συγκλίνουν όλες οι μαρτυρίες τα φονικά έγιναν σε μη απαγορευμένη ζώνη μεταξύ 23ου και 24ου χλμ). Αυτό ενδεχομένως έγινε για να σκεπαστεί το έγκλημα της Γερμανικής περιπόλου και να θεωρηθούν υπεύθυνοι η Καραδήμα και ο Τσεβάς.
Μετά την τέλεση του τρισάγιου στο προαύλιο του Προφήτη Ηλία, ο γιός του εκτελεσμένου Δημητρίου Τσεβά Μιχάλης, έβγαλε από την τσέπη του και έδειξε στους παραβρισκόμενους «…το βόλι που έπεσε από το αυτί του πατέρα μου όταν πλέναμε και ντύναμε το νεκρό…». Το βόλι αυτό, η οικογένεια Τσεβά για 70 χρόνια το φύλασσε ευλαβικά μέσα στο εικονοστάσι της. Άκρως συγκλονιστική ήταν η στιγμή, που ο τελέσας το τρισάγιο πατέρας Χρήστος, παρατήρησε παρουσία όλης της συγκινημένης ομήγυρης ότι το βόλι αυτό δεν ήταν από γερμανικό αυτόματο όπλο, αλλά από πιστόλι λούγγερ των 22αρι… Έτσι, έγινε καταφανές ότι κάποιος γερμανός στρατιώτης είχε πλησιάσει τον πεσμένο κάτω και άψυχο Δημήτριο Τσεβά και του έριξε με το λούγγερ του την χαριστική βολή στον κρόταφο , κάτι που ακόμα και ο γιός του μέχρι προχθές αγνοούσε!
Το μνημείο που τοποθετήθηκε με πρωτοβουλία των συγγενών, των αυτοπτών μαρτύρων, των συμπολιτών και των μελών της ΙΛΕΑ και ήδη έτυχε της γενικής επιδοκιμασίας των συμπατριωτών μας, θα καταδεικνύει την τοποθεσία της θυσίας και τη βαρβαρότητα των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής της χώρας μας.