Σελίδες

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Οι Γερμανοί πυρπολούν τον Άγιο Θωμά (Λιάτανι) Βοιωτίας,26-7-1944 pdf

Κάτι πολύ καλό συμβαίνει στον Άγιο Θωμά Βοιωτίας, ένα χωριό στα σύνορα με την Αττική! Μια δραστήρια ομάδα δημιουργικών,ευγενικών κι ανήσυχων κατοίκων του (γνωρίζω δύο απ΄ αυτούς) σαρκώνουν την αγάπη τους για την γενέθλια γη με απτό έργο: καταγράφουν την ιστορία του τόπου τους,θησαυρίζουν την αρβανί-τικη παράδοσή τους,αναδεικνύουν τον σημερινό ζω-ντανό παλμό του χωριού,ενεργοποιούνται διαδικτυα-κά,ανοίγουν πόρτες και παράθυρα αλληλεπίδρασης.Ένα αξιέπαινο παράδειγμα μίμησης!
Το 2018 η συγκεκριμένη ομάδα κοινοποίησε στα Μ.Μ. Δικτύωσης ένα λιτό,αλλά αποκαλυπτικό,ηλεκτρονικό αρχείο (pdf) για το φονικό πέρασμα των Γερμανών κατακτητών από τον Άγιο Θωμά και την ευρύτερη περιοχή το καλοκαίρι του 1944.Των Γερμανών που σήμερα,75 χρόνια μετά,βιώνουμε μια άλλου είδους καθηλωτική επικυριαρχία τους (γιατί άραγε...;).Το pdf αυτό,ξεκαθαρίζεται,αποσκοπεί να γνωστοποιήσει ένα λίγο-πολύ άγνωστο επιπλέον ανοσιούργημα της Ναζιστικής κτηνωδίας,κι όχι να διασώσει αναλυτικά και πλήρως το ιστορικό γεγονός (ίσως κατοπινά).
Συμπράττοντας στην θέληση της άξιας Λιατανιώτικης ομάδας,επικροτώντας και διαφημίζοντας την λαμπρή δράση και προσφορά της,αναδημοσιεύω κι από τούτο τον ιστότοπό μου το τομίδιο στενάχωρης μνήμης και συνεχούς αποφασιστικότητας.

Διαβάστε - Κάντε λήψη:

Γιάννης Βασ. Πέππας

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Το Ντόρμπερι του Βαρνάβα


Το Ντόρμπερι του Βαρνάβα

Στην μεγάλη λαογραφική έρευνά μου για την γενέτειρά μου,τον Βαρνάβα Αττικής,ιδιαίτερα με είχαν απασχολήσει κάποια τοπωνύμια,η προέλευση και η σημασία τους.Ένα απ΄ αυτά ήταν το Ντόρμπερι,το βόρειο άκρο (προς τον Κάλαμο) της παραλίας του Βαρνάβα.Είχα περάσει,βλέπεις,ένα όμορφο καλοκαίρι εκεί (1981),ολοκληρώνοντας τον πρώτο χρόνο της φοιτητικής ζωής μου!
Η περιοχή είναι ένα τριγωνικό ίσιωμα (Λάκα Ντόρμπερι) ανάμεσα σε δυο λοφίσκους,το Μα-λιεζί [Β] και το Μπαριμπάρδε [Ν].Η μικρή κοιλάδα διαρρεόταν από ρέμα που ξεκίναγε απ΄ τις πηγές του Αϊ Γιώργη και κατέληγε στη θάλασσα.Όταν φούσκωνε το ρέμα μετατρεπόταν σε ορμητικό,καταστροφικό ποταμό.Η αρδευόμενη λάκα ήταν γόνιμη και καρπερή.Έτσι,οι Βαρναβιώτες (όσοι είχαν λαχίδια εκεί) την αξιοποιούσαν με μποστάνια,μεγάλα περιβόλια και σπορές δημητρι-ακών.Η μεγάλη απόσταση (13 χλμ.),όμως,της παραλίας απ΄ το χωριό αποτελούσε πρόβλημα.Ειδικά η ανηφορική επιστροφή ήταν μαρτυρική,για ανθρώπους και ζώα.
Στην κορφή του τριγώνου της λάκας,σε ψήλωμα,βρισκό-ταν πηγή.Την πηγή αυτή την γνώρισα με υδραυλική βά-να.Είναι αξιοπερίεργο και χαρακτηριστικό ότι στα δύο άκρα της παραλίας του Βαρνάβα βρισκόντουσαν φυσικές πηγές.Η άλλη υπήρχε στο Σκάλωμα,κοντά στην πέτρινη μονόχωρη καλύβα του Μιλτιάδη Αδάμη.Ένας μικρός λάκ-κος ήταν,διαμέτρου 50 εκατοστών περίπου,που ανάβλυζε ακατάπαυστα καθαρό νερό! Ένα μαστόρικο ρυάκι,σε πολ-λά σημεία του φτιαγμένη η μικρή κοίτη του με πλάκες,για να μην χαλάει από ζώα ή άλλους λόγους,οδηγούσε το λαγαρό  νερό σε δυο-τρεις στέρνες και  χαμηλότερα σε λε-μονιές και περιβόλια του καλοκαιριού.Στο τέλος ενωνόταν με το διπλανό ρέμα που χυνόταν στη θάλασσα.Για να φτάσεις στην πηγή διέσχιζες ένα στριφτό ανισοϋψές μονοπάτι 150-200 μέτρων μέσα από πολλές ιδιοκτησίες.Η φυσιογνωμία αυτής της διαδρομής (και ο τρόπος συλλογής του νερού) την καθιστούσε δύσκολη ακόμα και για ζώα,αν ήθελε κανείς να κουβαλήσει νερό με δοχεία.Απ΄ την μικρή γούβα της πηγής δε,έπρεπε να  αφαιρείς προσεκτικά το νερό λίγο-λίγο μ΄ ένα κύπελλο για να μην θολώσει.Αν αγγιζόταν ο ρηχός αμμώδης βυθός της μικρής πηγής,η άμμος αναδευόταν,το νερό λάσπωνε και χρειαζόταν κάμποσος χρόνος να κατακάτσουν οι προσμείξεις και να καθαρίσει το ανάβρυσμα. Αργότερα,έκτισε σπίτι κοντά στο σημείο ο Φιλ. Παπανικολάου και το,έτσι κι αλλιώς δυσπροσ-διόριστο και δυσπρόσιτο,στίγμα της γραφικής πηγής μηδενίστηκε.Σήμερα,η φυσική πηγή στο Σκά-λωμα,μια δυνατή εστία χαράς των παιδικών μας εξερευνήσεων,δεν ξέρω καν αν υπάρχει και αν ναι,σε τι κατάσταση βρίσκεται…
Η πηγή στο Ντόρμπερι,για να ξανάρθουμε στο κεντρικό ζητούμενό μας,ήταν πνιγμένη μέσα σε θηριώδη πλατάνια και οργιώδη βλάστηση! Σ΄ αυτό το ζουγκλοειδές σκηνικό ξεδιπλωνόταν παλιό μονοπάτι που κατέληγε στον Αϊ Γιώργη.Αυτό χρησιμοποιούσε ο Πέτρος Αλεξίου (ΠετροΝτέγκος) για να μεταφέρει με τα ζώα του απ΄ το περιβόλι του,κοντά στο ξωκλήσι,τα ολόφρεσκα μυρωδιαστά ζαρζαβατικά προϊόντα του στους παραθεριστές της παραλίας.Εκεί,στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980,η παραλία του Βαρνάβα ανάσαινε ακόμα με παλιούς ρυθμούς,αφάνταστους και ίσως αδια-νόητους για τη νέα γενιά.Χωρίς ηλεκτρικό,χωρίς τηλέφωνο,χωρίς άσφαλτο… Με τα τελευταία απο-μεινάρια μιας καθημερινότητας,μιας αθωότητας και μιας ιδεολογίας ζωής που θάβονταν αμετάκλη-τα μέσα στην παχιά σκόνη του χρόνου…
Η μεγάλη φονική πυρκαγιά το καλοκαίρι του 1984 καρβούνιασε τα πάντα απ΄ το στρατόπεδο,λίγο έξω απ΄ το χωριό,ως το ακρογιάλι στον Ευβοϊκό.Μαζί,κάηκε κι ό,τι είχε απομείνει παλλόμενο απ΄ τον κόσμο του παλιού Βαρνάβα.Η πηγή του Ντόρμπερι σταδιακά μεταλλάχθηκε: έγινε κόμβος,όπου δι-ασταυρώνονται τέσσερις-πέντε ασφαλτόδρομοι! Ξεφύτρωσε ένα ψηλό αντλιοστάσιο.Κατοπινά,α-ναγέρθηκε ναΐσκος (αφιερωμένος στην Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο).Όλη η απλωσιά,μέσα στα πλατάνια,πλακοστρώθηκε.Κι εκεί που χόρευαν ελκυστικά νεράιδες,οργανώνονται τώρα μουσικοχο-ρευτικές εκδηλώσεις.Άλλαξαν τα πράγματα…
Το τοπωνύμιο
Ένα ζεστό φθινοπωρινό απόγευμα του 1986 μιλούσα με τον Δημήτρη Τσιμίνη (ΜητσοΜα-λαμούλη) στο καφενείο του Αποστόλη Θεοδωρή (σημερινή Στοά) αναζητώντας πληροφορίες για την προέλευση τοπωνυμίων του Βαρνάβα.Ως προς το Ντόρμπερι μου ανέφερε μιαν ολοκληρωμένη ιστορία,που,όμως,αμελώντας να την καταγράψω άμεσα,δεν διέσωσα τις λεπτομέρειές της.Σε γενι-κές γραμμές,θυμόμουν: υπήρχε ένα στοιχειό στην πηγή που απειλούσε/έτρωγε τους ανθρώπους.Κάποιος,κάποτε κατάφερε να γλυτώσει απ΄ το σαρκοβόρο  μένος του θηρίου χρησιμοποιώντας επιτήδεια το χέρι του (το χέρι στα αρβανίτικα λέγεται ντόρε).Απ΄ αυτό το καθοριστικό,τόσο λεπτό και ζωτικό σημείο της παραδομένης μέσα απ΄ τα χρόνια συλ-λογικής κατασκευής κατέληξε να πάρει το συγκεκριμένο όνομα η περιοχή: Ντόρμπερι!
Θα πέρναγαν 33 γεμάτα χρόνια για να συναντούσα και πάλι συγκροτημένη εκδοχή του τοπικού θρύλου! Προερχόταν τώρα (καλοκαίρι 2019) από τον 82χρονο Βαγγέλη Πέτρου (Λιάρης).Η διήγηση του Β. Πέτρου δεν ήταν επικεντρωμένη στο Ντόρμπερι,αλλά σε άλλη περιοχή του Βαρνάβα με φυσική πηγή,το ΧονιΛιόσιτ (=η χούνη[:πηγή] του Λιόση).Η διαφορά αυτή είναι εντελώς ασήμα-ντη.Η ουσία βρίσκεται στην ίδια τη δυναμική παράδοση,που η λαϊκή φαντασία και οι φυσικές συνέπειες των προφορικών παραποιήσεων από παππού σε εγγονό μπορεί κάθε φορά να την προσάρμοζαν/«κόλλαγαν» σε κάποια άλλη περιοχή.Το βασικό νόημα στις καταθέσεις τόσο του Δημ. Τσιμίνη,όσο και του Β. Πέτρου είναι κοινό,ταυτίζεται.Οφείλω,εδώ,να σημειώσω δύο καίριες παρατη-ρήσεις:
1.Το επώνυμο Λιόσης δεν υπάρχει,ούτε ποτέ υπήρξε,στους δίγλωσσους Ηπειρώτες που εγκατα-στάθηκαν περί το 1770-1780 στον,κατά τα φαινόμενα,ερημωμένο/ερειπωμένο Βαρνάβα.Προφανώς, πρόκειται για επώνυμο Αρβανιτών που έζησαν στην περιοχή προηγούμενη,παλαιότερη,περίοδο.Οι άνθρωποι φεύγουν,τα τοπωνύμια αποτελούν ενίοτε μορφή τοπικών θρύλων. διαχέονται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα,ριζώνουν στη συλλογική μνήμη!
2.Έχω ακράδαντη την πεποίθηση/βεβαιότητα ότι και αυτός ο θρύλος για το στοιχειό (φίδι) της πηγής/του νερού,καθώς και άλλες λαογραφικές παράμετροι του παλιού Βαρνάβα (όπως το,λη-σμονημένο σήμερα,δρώμενο «του αράπικου χορού» ή «τα τετζερέδια του Φλεβάρη» ή οι Απο-κριάτικες «μασκαρεμένεςγριές») αποτελεί ατόφια μεταφορά ηθογραφίας και κοσμοθεώρησης από την ακρινή Χαονία της Ηπείρου,κοιτίδα των Αρβανιτών προγόνων μας,πράγμα που θα τεκμηριώσω παρακάτω.Οι αρβανιτόφωνοι του Βαρνάβα,στα περίπου 200 χρόνια που βρίσκονται σε τούτο τον ο-ρεινό τόπο,δεν δημιούργησαν εδώ πολιτισμικό οικοδόμημα και παρακαταθήκη.Κουβαλούσαν επί αιώνες στις σκληρές περιπλανήσεις τους,από τα βουνά του Ηπειρώτικου Αρβάνου ως την τελική μόνιμη εστία τους στον νότο,τον ατσαλένιο οπλισμό τους: Ελληνική εθνική συνείδηση,πίστη στον Χριστό και την Παναγιά,κοχλάζουσα διαχρονία πολιτισμού από τα βάθη των Μυθολογικών απαρ-χών!
Ο Βαγγέλης Πέτρου,λοιπόν, μου ΄πε τούτη την ιστορία:

Κάποτε,τα παλιά τα χρόνια,στον Βαρνάβα,σε μιαν ορεινή περιοχή που την έλεγαν Χονελιόσιτ,ζούσε ένας βοσκός.
Στην ίδια περιοχή ζούσε και ένα τεράστιο φίδι που ο βοσκός όχι μόνο το ήξερε,αλλά το είχε και φίλο.Το θεωρούσε προστάτη του κοπαδιού του και το άφηνε για πολλά χρόνια να τριγυρίζει ανάμεσα στο κοπάδι του και να το ταΐζει καθημερινά με άφθονο γάλα.
Ο βοσκός είχε ένα γιο έφηβο που πήγαινε μερικές φορές και τον βοηθούσε στο άρμεγμα του κοπαδιού.Ο πατέρας είχε πει στο παιδί του να αγαπάει το φίδι,γιατί είναι φίλος και προστάτης,όμως στο παιδί δεν άρεσε αυτή η φιλία και αυτή η κατάσταση.
Μια μέρα που το φίδι έπινε αμέριμνο γάλα από μια μεγάλη καρδάρα,ο νέος πήρε ένα τσεκούρι και έκοψε 1 μέτρο από την ουρά του φιδιού.Το φίδι γύρισε αστραπή για να τον καταπιεί.Το μισοκατάφερε,γιατί το παιδί τελευταία στιγμή άνοιξε τα χέρια του και το φίδι δεν μπορούσε να τον καταπιεί εντελώς.Το παιδί φώναζε βοήθεια και ο πατέρας του έτρεξε εκεί.Βλέποντας τι γινόταν φώναζε στο φίδι:
-Ρε μικ (φίλε),ρε μικ.Το φίδι του απάντησε:
-Ντιάλι γκρεν, μπίστι πρερ, τσε μικεσί ίστε αγιό; (το παιδί φαγωμένο, η ουρά κομμένη, τι φιλία είναι αυτή;)
Ο πατέρας είπε στο γιο του να κλείσει τα χέρια για να τον καταπιεί το φίδι.Μετά γρήγορα με ένα μαχαίρι έσκισε την κοιλιά του φιδιού και το παιδί βγήκε σώο πριν σκάσει μες την κοιλιά του φιδιού.

Το στοιχειό (της πηγής) του νερού
Το νερό αποτελεί βασικό συστατικό της ζωής.Χωρίς αυτό ζώα και φυτά,ο έμβιος κόσμος,δεν υφίστανται,παύουν να υπάρχουν,θνήσκουν.Αυτή η αναγκαιότητα οδήγησε τον άνθρωπο εξ αρχής κοντά σε πηγές πόσιμου νερού,όπου έπρεπε να το μοιραστεί και με άλλα ζώα,κυριαρχούμενα από συμπαντικά ένστικτα,άγρια,ανταγωνιστικά,επικίνδυνα,δολοφονικά.Η πρόσβαση στο νερό,και πολύ περισσότερο η κατοχή και η διαχείρισή του,ισοδυναμούσε με αγώνα επιβίωσης.
Απ΄ αυτήν ακόμα την τόσο πρώιμη φάση προέρχονται αρχέγονες μνήμες που μορφοποιήθηκαν σιγά-σιγά σε θρύλους,μύθους,παραδόσεις,τραγούδια,παραμύθια,χορούς,τελετές,έθιμα,μυστικά και μυστήρια,θεούς,ξωτικά και δαίμονες.Αλλού διατηρήθηκαν ατόφιοι (οι) πυρήνες της βίας,της φρί-κης,του θανάτου και του αλλόκοτου. αλλού,πάλι,εξομαλύνθηκαν σε (πιο) ήπιες αφηγήσεις,άσχετες με την αφετηρία παραφθορές,τροποποιήσεις και μεταλλαγές και αλλού,τέλος,συνδυάστηκαν αρχι-κά μοτίβα με φανταστικές επινοήσεις δίνοντας αποτελέσματα πρωτόγνωρης τέχνης.
Στο Δημοτικό μας τραγούδι (και σε άλλα,βέβαια,σημεία του ελληνικού λαογραφικού χώρου) εί-ναι πλούσια τα ευρήματα με τέτοιο περιεχόμενο.Συνήθως τα έχουν κατατάξει στις παραλογές.Αν όμως,λάβουμε υπόψη τις ομοιότητες τους με άλλους κύκλους,τα βασικά γνωρίσματα,καθώς και την όλη πνοή τους,την ποιητική τεχνική,ίσως θα ήταν πιο ορθό να παραδεχτούμε τον ηρωικό θρυλικό χαρακτήρα των τραγουδιών αυτών,ανεξάρτητα από το μερικές φορές χριστιανικό επίστρωμά τους.

Αυτό,γιατί άγιοι της Ορθοδοξίας (κατά βάση ο Αϊ Γιώργης) εμφανίζονται να σκοτώνουν το θεριό (φίδι ή δράκος) της βρύσης (πηγαδιού),σε μιαν ολότελα αλληγορική μεταστροφή: το ζείδωρο νερό συμβολίζει την Χριστιανική φωτοδότρα αλή-θεια και το στοιχειό/φίδι/δράκος την σκοτεινή απειλητική εω-σφορική άρνησή της.Σε βαλκανικό επίπεδο,τα τραγούδια του τύπου αυτού τα έχουν πλησιάσει με το γνωστό σε άλλους λα-ούς τύπο για το θρυλικό ήρωα (Ντόιτσιν,Γκέργκι Ελέζ Αλία κ.ά.) που,αν και άρρωστος (πληγωμένος από χρόνια),σηκώνε-ται,παλεύει και νικάει θεριόμορφο ξένο.Στα τραγούδια των άλλων βαλκανικών λαών έχουν μπει αρκετά ιστορικά και ημι-ιστορικά στοιχεία,γι’ αυτό ο ελληνικός τύπος δείχνει να είναι πιο κοντά στη θρυλική,παραμυθιακή μορφή της διήγησης.   
Σε άλλη εκδοχή εμφανίζεται ως υπόθεση του τραγουδιού η αρπαγή νέου με δόλο από το στοιχειό (φίδι) του πηγαδιού.Παρόμοια ή και κοινά στοιχεία έχουν ορισμένα τραγούδια του ακριτικού κύκλου («Το σκότωμα του θεριού»,«Οι εννιά αδελφοί και το στοιχειό του πηγαδιού»),ιδίως με έναν τύπο του «Κολυμβητή»,που,ίσως όχι ορθά,έχει θεωρηθεί σαν απλή παραλογή.
  Τις απαρχές αυτής της εκδοχής του τραγουδιού ο Ν. Πολίτης τις εντοπίζει σε αρχαιοελληνικό μύθο με θέμα το πέταγμα δαχτυλιδιού στη θάλασσα και την εύρεσή του από νέο (Μίνωας και Θησέας,Φόβιος και Κλεόβοια,περιδέραιο της Αρμονίας).Το επεισόδιο αυτό είναι γνωστό σε τραγού-δια,παραδόσεις,παραμύθια ευρωπαϊκών λαών.Σαν ποιητικό προϊόν (τραγούδι) στα Βαλκάνια το έχουν συγκρίνει με το Ρουμάνικο «Scorpia» (ο Σκορπιός),υπογραμμίζοντας και τις διαφορές: στον ελληνικό τύπο λείπει (όχι πάντα) το μοτίβο για το σκότωμα του στοιχειού.Στον ελληνικό βο-ρειοηπειρωτικό (κοιτίδα των Αρβανιτών) λαογραφικό χώρο η εκδοχή της αρπαγής νέου από στοιχειό του νερού σπανίζει πολύ.
Τέλος,προέκυψε,ως συνήθως,η πιο ανάλαφρη,σχεδόν χαρούμενη (διατηρώντας,ωστόσο,τα μακά-βρια φρικιαστικά χαρακτηριστικά),παραλλαγή: η ερωτική! Ας δούμε ένα τέτοιο τραγούδι.Προέρχεται απ΄ την Ύδρα και χορεύεται ως Συρτός (μπορείτε να το ακούσετε πατώντας εδώ):

Το γυάλινο πηγάδι

Άιντες κι αμάν αμάν, το μάθατε τι έγινε,
το μάθατε τι έγινε στο γυάλινο πηγάδι;
Θεριό εφανερώθηκε τον κόσμο για να φάει.
Γυναίκας ρούχα φόρεσε, γυναίκας πασουμάκι,
γυναίκα πάει και κάθεται στο γυάλινο πηγάδι.
Ξεπλέκει τα σγουρά μαλλιά και κάθεται και κλαίει
κι ο γιος του ρήγα πέρασε και τήνε χαιρετάει.
– Τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
– Η αρρεβώνα μου ’πεσε στο γυάλινο πηγάδι
κι όποιος θα πέσει να τη βρει γυναίκα θα με πάρει.

Του παραμυθένιου αυτού τραγουδιού παραθέτουμε μιαν ακόμη παραλλαγή από την κοντινή στην Ύδρα απέναντι περιοχή της Πελοποννήσου.Οι πιο ανεπτυγμένοι στίχοι της αναδεικνύουν καλύτερα τη μυθοπλασία του τραγουδιού.Το «γυάλινο πηγάδι» ίσως είναι παραφθορά ή κακή ακρόαση του όρου «τ΄ Αϊ Γιάννη το πηγάδι», κάτι λογικό μια που ο Αϊ Γιάννης συνδέεται τόσο με το νερό όσο και με τους θυσιασμένους άντρες.

Το μάθατε τι έγινε στ’ Αϊ-Γιάννη το πηγάδι;
Εφανερώθη ένα στοιχειό και τρώει τους αντρειωμένους.
Όλους τους νιους τους έφαγε κι όλους τους αντρειωμένους,
της χήρας γιος απόμεινε και κείνον θα τον φάει.
Γυναίκεια ρούχα φόρεσε, γυναίκεια πασουμάκια,
γυναίκεια πάει στην εκκλησιά, γυναίκεια προσκυνάει,
γυναίκεια παίρνει αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι,
γυναίκεια βγήκε κι έκατσε στ’ Αϊ Γιάννη το πηγάδι
κι άπλωσε τα ξανθά μαλλιά και χύνει μαύρα δάκρυα.
Κι ο νιος τήνε λυπήθηκε, στέκει και τη ρωτάει:
– Τι έχεις κόρη και θλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;
– Η αρρεβώνα μου ’πεσε μέσα εις το πηγάδι
κι όποιος βρεθεί και βγάλει τη άντρα θα τόνε πάρω.
– Σώπα κόρη, μη θλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα
κι εγώ θα πάω να τη βρω κι εγώ θα στήνε φέρω.
Και κατεβαίνει ο νιούτσικος την αρρεβώνα νά βρει,
βρίσκει τα φίδια πλεχταριές και τις οχιές πλεγμένες.
– Τράβα κόρη μ’ την άλυσο, βγάλε μ’ από τον Άδη.
– Εγώ δεν είμαι λυγερή, εγώ δεν είμαι κόρη,
εγώ είμαι κείνο το στοιχειό που τρώει τους αντρειωμένους
κι εκεί που μπήκες νιούτσικε έξω δεν ξαναβγαίνεις.

Να πούμε,ακόμα,ότι στην Ήπειρο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι διαδεδομένη η πίστη για παρουσία φιδιών σε νεκροταφειακούς χώρους.Στη Βήσσανη (χωριό 55 χλμ. από τα Γιάννε-να,ανήκον στο Δήμο Πωγωνίου) μάλιστα πιστεύουν ότι τα φίδια της περιοχής τους,σε αντίθεση με αυτά του βορείου Πωγωνίου, δεν έχουν κέρατα (ενδεχομένως υπονοούν το θηλυκό φύλο τους και τον αποκλειστικά χθόνιο χαρακτήρα τους στο επίπεδο του φαντασιακού).Στη γειτονική Αρίνιστα (σημ. Κτίσματα) του Πωγωνίου κάποτε στολίζουν και τους σταυρούς των τάφων με ανάγλυφα φίδια.Πρέπει να αναφέρω ότι στα Βησσανιώτικα παραμύθια στον κάτω κόσμο οδηγεί μια σκά-λα,την οποία καλύπτει μια βαριά πλάκα με χαλκά,που υποδηλώνει ταφόπετρα.Αυτός όμως ο κάτω κόσμος μας θυμίζει πολύ τον μυθικό παράδεισο ή την Εδέμ των Γραφών.Εκεί υπάρχουν,κατά τις διηγήσεις,χρυσά σπίτια,πολλοί θησαυροί και μια μηλιά που ανήκει σε ένα θηλυκό πνεύμα,τη Λά-μια.Εκεί είναι και το αθάνατο νερό,αλλά μόνο η Λάμια γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται.Σ' αυτά τα παραμύθια η Λάμια παρουσιάζεται ως αγαθοποιόν ον (Hahn 1864).Πίσω απ' αυτές τις αντιλήψεις κρύβεται η πίστη για τον πρωταρχικό τάφο ή τον «ομφαλό της γης».
Ως προς τη σημασία όλων αυτών των παραμυθιακών μοτίβων θα ήθελα να επισημάνω εδώ τη διαπίστωση ότι παρόλο που τα παραμύθια θωρούνται δευτερεύουσας σημασίας ακόμα και από τις παραδοσιακές κοινωνίες,όμως πολλά από τα μοτίβα τους τα συναντάμε σε πολύ σοβαρές τελε-τουργίες (έθιμα κοινωνικής συνοχής κ.λπ.) που συνδέονται με την ενίσχυση και ανασυγκρότηση της κοινότητας (χωριάτικο πανηγύρι-χορός,θυσία κ.λπ.) και με την αναπαραγωγή της οικογένειας και της συγγενειακής ομάδας (γάμος).
Παραμένοντας στο Ηπειρώτικο,κατά τόπους,όπως στη Βήσσανη,φαντασιακό,να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα πνεύμα,το οποίο παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση σαν θηλυκό,στην πραγματικότητα όμως έχει ερμαφρόδιτο χαρακτήρα,καθώς είναι αύταρκες και αυτοαναπαραγόμε-νο.Κύριο σύμβολο και συνήθης ενσάρκωση αυτού του πνεύματος είναι το φίδι, το οποίο στην πορεία μετασχηματίζεται σε σπείρα (σαλιγκάρι).Στον χορό το ερμαφρόδιτο φύλο του φιδιού υποδηλώνεται και με τη συμμετοχή ανδρών και γυναικών σε έναν κύκλο.Ο χορός αυτής της μορφής αποτε-λεί,εμφανώς,έκφραση του αμφιπλευρικού και γυναικοκρατικού συστήματος οργάνωσης των Βησ-σανιωτών,όπως εξελίχθηκε τον τελευταίο αιώνα και που οφείλεται στην απουσία (μεγάλο ξενιτεμό) των ανδρών στα αστικά κέντρα και την αποκλειστική απασχόληση των γυναικών στη γεωργία.
Επιπλέον στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη σχέση του θηλυκού/ερμαφρόδιτου πνεύματος-φιδιού της γης με το χορό αυτόν είναι το βαρύ,ουσιαστικά ιερατικό ντύσιμο των γυναικών με τα σαγιάκια και τους ντουλαμάδες που φτάνουν σχεδόν ως τη γη,ο τρόπος πιασίματος των χεριών,που φέρνει σε στενή επαφή τα σώματα (μίμηση κορμού του φιδιού) και δεν επιτρέπει γρήγορα και μεγάλα βή-ματα,ο αριθμός και ο συνδυασμός των βημάτων.Ακόμα η κυματοειδής κίνηση του ίδιου του σώματος και των ώμων των χορευτών,παράλληλα με τα κυματοειδή βήματα μπρός-πίσω.Τέτοιους χορούς παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές της χώρας,όπως είναι ο χορός της τράτας στα Μέγαρα με το ιδιόμορφο και αρχαϊκό τρόπο πιασίματος των χορευτών,ανάλογος με εκείνον στο Πωγώνι.Αλλά και οι χοροί των Αρβανιτών της Αττικής όπου οι κοπέλες ή οι νιόνυφες είναι ντυμένες με βαριές ενδυμασίες (Μαρία Μιχαήλ-Δέδε 1988).Πρόκειται για σύστημα αποκρυσταλλωμένο πριν από πολλούς αιώνες.Την αρχαϊκότητα αυτή αποκαλύπτει και η παρατήρηση των ειδικών ότι τα τραγούδια του Πωγωνίου,που ανήκουν συνήθως στην πεντάφθογγη κλίμακα,διατηρούν στοιχεία που μας οδηγούν στο Φρύγιο ή Δώριο μέλος του 7ου π.Χ. αιώνα (Λάβδας 1958,πρβ. και Στούπης 1962).
Άλλωστε,κατά κανόνα στην Ήπειρο επικρατούν οι αργοί χοροί (Μπίκος 1969).Οι μεγάλοι χοροί είναι αργοί,γιατί δεν είναι εύκολη η γρήγορη κίνηση,χωρίς να χαλάσει η γραμμή.Είναι χοροί συνήθως μεικτοί με περισσότερους από πενήντα χορευτές,που διευκολύνουν το σχηματισμό της σπείρας.Ο τύπος αυτός του τελετουργικού χορού με τη σπείρα κυριαρχεί σε όλο το Πωγώνι (Atzaka 1984).
Ας επιστρέψουμε στο Ντόρμπερι του Βαρνάβα.Όπως παρατηρεί κανείς μετά/μέσα απ΄ αυτήν την ενδεικτική,αλλά,εκτιμώ,περιεκτική και πολύπλευρη αναφορά,ο Βαρναβιώτικος θρύλος δεν αποτελεί περιστασιακή και τυχαία ευφάνταστη τοπική κατασκευή/επινόηση,αλλά εντάσσεται με πλήρη αρ-μονία σ΄ ένα ακτινωτό σύμπαν Ελληνικού νοείν και φέρεσθαι,με βαθιές ρίζες και στέρεα δια-χρονία.Μεταφέρθηκε δε,μέσα από πολύκαιρο ταξίδι,ευλαβικά και στοργικά,απ΄ τα πατρικά βουνά του Ηπειρώτικου Αρβάνου.
Ετυμολογία
Εκτός από το Ντόρμπερι,στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει και το Ούλμπερι (περίπου 3 χλμ. μετά  το Καπανδρίτι,πηγαίνοντας προς Κάλαμο).Ουλκ στα αρβανίτικα σημαίνει άγριο ζώο,θηρίο,τέρας, αλλά και λύκος.Μπορεί το Ούλμπερι να αποτελεί παραφθορά της λ. Όλυμπος (παραδίδεται  και ως Ούλυμπος) που δηλώνει φωτεινή,λαμπερή (προφανώς λόγω της σώρευσης χιονιού. βλ. και τα ταυτόσημα: Λευκά Όρη,Άλπεις,Βαρδούσια) κορφή σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής και νησιω-τικής Ελλάδας και να μην έχει σχέση με ουλκ (θα ήταν,λογικά,τότε Ούλκμπερι),που θα το ερμη-νεύαμε ως τόπο ζωής και δράσης άγριων ζώων/λύκων.
Παραθέτω αυτόν τον συλλογισμό αναζητώντας τη σημασία του δεύτερου συνθετικού (-μπερι) στο τοπωνύμιό μας.Εκτιμώ,εν τέλει,βάσιμα ότι πρόκειται για (απαρεμφατικό; μετοχικό;) τύπο του ρήμα-τος μπέιν =ποιώ,πραγματοποιώ,πράττω,κάνω,δημιουργώ,κατασκευάζω.Στον Αόριστο το ρήμα υ-πάρχει ως μπέρα =έκανα.Οπότε: Ντόρμπερι =αυτό που έκανε με το χέρι (διά χειρός ποιήσαι/πεποι-ηκέναι).Θυμίζω πως η βαρύτητα του θρύλου εστιαζόταν στην αξιοθαύμαστη αντίσταση του νεαρού γιού με το χέρι/χέρια του,ώστε να μην τον καταπιεί το τεράστιο φίδι.Θα μπορούσαμε,ακόμα,να εκλάβουμε το  -μπερι ως λεξικό επίθημα,ανάλογο του –ποιός (βλ. κακοποιός,γελωτοποιός,φαρ-μακοποιός,ειρηνοποιός κ.λπ.),το οποίο δηλώνει αυτόν που πράττει-προκαλεί-επιφέρει ή κατα-σκευάζει ό,τι αναφέρεται στο α΄ συνθετικό.Με βάση αυτό,θα λέγαμε ντόρμπερι =χεροπράκτης.Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη (σελ. 1946) συναντάμε τη λέξη χερομάχος,λαϊκός τύπος για τον χει-ρώνακτα,αυτόν που εξασφαλίζει τη διαβίωσή του με την σωματική εργασία (βλ.,ακόμα,και χερο-δύναμος).Επομένως,στην γλωσσοπλαστική δυνατότητα του λαού μας υπάρχουν δόκιμες τέτοιες φόρμες.Ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο σχετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις  ορίζεται η σημασία του τοπωνυμίου.
Ας σταθούμε,για να ολοκληρώσουμε,και στο α΄ συνθετικό: ντορ- (ντόρε) =χέρι.Μιλώντας για τα αρβα-νίτικα κινούμαστε στο χώρο του Ηπειρώτικου ιδιώ-ματος της αρχαίας Ελληνικής. αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.Άλλες αρβανίτικες λέξεις ευθέως συνάπτο-νται με ελληνικά γλωσσικά ριζώματα (αρχέγονα ή μεταγενέστερα/διαμορφωμένα) κι άλλες (όπως η ντορ[ε]) πηγάζουν από παράγωγες έννοιες ή δευ-τερεύουσες συσχετίσεις.Αυτό το φανταστικό παιχνί-δισμα γλωσσικής-νοητικής δοσοληψίας έφτασε ως τα χρόνια του Μεσαίωνα! Ντόρε (ντόρ-ε. –ε είναι η κατάληξη ή,κατ΄ άλλους,ενσωματωμένο το άρθρο, dor-e) λοιπόν,δεν είναι παρά το δώρον (dor-on),λέξη προερχόμενη απ΄ το ρήμα δίδωμι,η οποία εκφράζει κατά βάση αυτό που δίνεται (συντακτική περίπτωση σύστοιχου αντικειμένου),αλλά και, δευτερευόντως,το μέσο/όργανο με το οποίο δίνεις,δηλαδή το χέρι,γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει παρά μόνον με το χέρι! Τα άνω άκρα μας επιτελούν τις συναλλακτικές κοινωνικές λειτουργίες δοσίματος και λήψης.
Για την ακρίβεια δώρον δεν ονομαζόταν ολόκληρο το χέρι (συνεκδοχικά θα συνέβαινε κι αυτό), αλλά μόνον το τμήμα απ΄ τον  καρπό και κάτω,η παλάμη. δηλαδή,ο ευρύτερος χώρος των δακτύ-λων που διαθέτει όλη την κινητική και χειριστική λεπτότητα,δυνατότητα και πολυπλοκότητα που οδηγεί τον άνθρωπο στο να υπερέχει των άλλων ζώων.Πραγματικά,η παλάμη μας αποτελεί ένα δώρο Θεών!
Το δώρον ως  παλάμη/χέρι συναντάται και στα αρχαία Αρκαδικά και Λακωνικά (βλ. λεξικό Ιω. Σταματάκου) κι ακόμα ως τέτοια (παλάμη) χρησιμοποιόταν ήδη απ΄ τα χρόνια του Ομήρου (εκκαιδεκάδωρος = μήκους δώδεκα παλαμών) ως μέτρο μήκους,αντί της συνήθους παλαιστής (επί τρία δώρα φέρειν μήκος τε και ιθύν, Νίκ. Θηρ. 398 και Πλίνιος 35. 14.).
Λογικά,η λέξη χειρ θα υπήρξε κατοπινή της λ. δώρον,όταν θα προέκυψε η ανάγκη σαφέστερης και πιο ολοκληρωμένης απόδοσης του πλέγματος χειρισμών,χρείας και χρήσης των άνω άκρων μας.Έτσι,στα πολύτιμα αρβανίτικά μας διασώζεται άλλος ένας πανάρχαιος και ιδιαίτερος λεκτικός τύπος της υπέροχης γλώσσας μας.
Σε τούτον τον ρεαλιστικού λόγου και βαθύτατα πατριωτικό ιστότοπό μου έρευνας και τεκμη-ρίωσης,όσο είναι δυνατόν,αποδεικνύω την ελληνικότητα των αρβανίτικων,ένα παραμελημένο γλωσ-σικό απομεινάρι των αρχαιοελλήνων Ηπειρωτών,ένας ανεξερεύνητος ριζικός κώδικας επικοινωνίας που διάβηκε δεκάδες αιώνων για να μεταφέρει πανάρχαιες Ελληνικές μήτρες.Τα άγια αρβανίτικά μας μια δράκα κωμικών τύπων,πλατζουρίζοντας αξιοθρήνητα στο τέλμα της αμορφωσιάς και ιδι-οτέλειάς τους,ματαιοπονούν να τα παρουσιάσουν εκτός Ελληνικής γλώσσας (και τους αρβανίτικης καταγωγής Έλληνες ως τάχατες εθνοτική μειονότητα).
Να,λοιπόν: ας ετυμολογήσουν (εν προκειμένω) την αρβανίτικη λέξη ντόρ[ε] εκτός του Ελληνικού σκέπτεσθαι,φρονείν και λέγειν…

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας