Σελίδες

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης

 

Ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης 

Η παιδική και εφηβική ηλικία του Μάρκου Μπότσαρη - Ο Μπότσαρης Αρχιστράτηγος των Σουλιωτών - Η δράση του από την αρχή της Επανάστασης του 1821 ως τη μάχη του Πέτα (1822) – Ο ηρωικός θάνατός του

Ένας από τους σημαντικότερους ήρωες του 1821 ήταν ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης ο οποίος πρόσφερε πολλά στον Αγώνα, αν και σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας (9 Αυγούστου 1823). Μεγάλη προσφορά του Μάρκου Μπότσαρη ήταν και το «Ελληνοαρβανίτικο Λεξικό» που έγραψε σε ηλικία μόλις 19 ετών (1809).  
 Θα ξεκινήσουμε όμως με τη ζωή του Σουλιώτη ήρωα και την έντονη πολεμική δράση του πριν την Επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της.


Μάρκος Μπότσαρης: από το Σούλι στην Κέρκυρα

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους και αγνότερους ήρωες του 1821. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790. Ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτου Γιώτη. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονταν στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας. Για τα παιδικά του χρόνια οι πληροφορίες είναι ασαφείς και συγκεχυμένες.
Κατά μία εκδοχή έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον θρυλικό καλόγερο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Κούγκι το 1803 και, σύμφωνα με τον Ματθαίο Παρανίκα, σπούδασε στη Σχολή Μονοδενδρίου στα Ζαγοροχώρια.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1799 ακολούθησε τον πατέρα του Κίτσο στο Βουργαρέλι των Τζουμέρκων, όπου έμεινε περίπου για τέσσερα χρόνια. Ενδιάμεσα, πήγαινε στα Γιάννενα στον Αλή πασά. Μετά την παράδοση του Σουλίου το 1803 και τις διώξεις των Σουλιωτών που ακολούθησαν, ο νεαρός Μάρκος πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Αλή πασά στη Μονή Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804. Κατόρθωσε όμως να φύγει μαζί με τον πατέρα του και με λίγους Σουλιώτες για την Πάργα. Όμως οι κάτοικοι της Πάργας, μετά από εντολή του Αλή δεν τους δέχτηκαν και έτσι μαζί με τον πατέρα του πήγαν στη, γαλλοκρατούμενη τότε, Κέρκυρα.
Εκεί, υπηρέτησε στο Σύνταγμα «Ηπειρωτών και Πελοποννησίων» που ιδρύθηκε από τη γαλλική διοίκηση, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του Εκατόνταρχου. Είναι πιθανό, στο νησί των Φαιάκων ο Μάρκος Μπότσαρης να βελτίωσε τις γραμματικές του γνώσεις και να έλαβε μαθήματα ιταλικής γλώσσας.

Στο μεταξύ χώρισε από την πρώτη σύζυγό του λόγω απιστίας και το 1810 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Χρυσούλα, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου. Του άρεσε η μουσική και παρά το γεγονός ότι δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις έγραψε ένα λεξικό της «Ρομαϊκής και Αρβανητηκοίς Απλής», πιθανότατα μετά από παραίνεση του Γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Φ. Πουκεβίλ. Ο Μπότσαρης χάρισε στον Πουκεβίλ το Λεξικό και αυτός με τη σειρά του, το πρόσφερε στη Βιβλιοθήκη του Παρισιού το 1819. Αυτή ήταν και η μόνη "γαλλική συμμετοχή" στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη... Το 1813 ο Μάρκος επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε στον πύργο του Κουρτ Πασά, στον Κακόλακκο Πωγωνίου. Ο πύργος παραχωρήθηκε στον Μπότσαρη από τον Αλή πασά, ο οποίος το 1815 τον διόρισε αρχηγό σε ολόκληρη την περιφέρεια.

Όταν ο Αλή πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Σουλιωτών υποσχόμενος ότι θα τους αφήσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Τις σχετικές διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Μάρκος Μπότσαρης, που εκλέχθηκε Αρχιστράτηγος από τους συμπατριώτες του. Ο Μπότσαρης κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο την παραχώρηση και των 60 χωριών του Σουλίου και του οχυρού της Κιάφας, αλλά και χρηματοδότηση (200.000 γρόσια) από τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες πολέμησαν, όπως πάντα άλλωστε, γενναία και με επιτυχία, όχι μόνο στο Σούλι, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου.
                    
Η δράση του Μάρκου Μπότσαρη κατά την Επανάσταση του 1821

Ο Μπότσαρης συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 από τις αρχές της. Στις 3/7/1821 νίκησε τους Τούρκους στο Κομπότι και λίγο αργότερα, μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες εξουδετέρωσε κοντά στα Δερβίζανα σώμα 1.500 Τούρκων, ενώ τον Νοέμβριο του 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία της Άρτας. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την οικογένειά του που είχε παραμείνει στον Κακόλακκο. Τον Μάρτιο του 1822 πήγε στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς, για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση. Τότε πέτυχε να απελευθερωθεί η οικογένειά του ως μια μορφή ανταλλαγής, με τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821. Ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο, αλλά έστειλε την οικογένειά του στην Ανκόνα της Ιταλίας. Κατά τη διαμονή του στον Μοριά ο Μάρκος Μπότσαρης γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον επηρέασε. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη, πολιτικού κατέλαβε διάφορα αξιώματα, προκαλώντας όμως την αντίδραση άλλων οπλαρχηγών.

Το καλοκαίρι του 1822 πήρε μέρος στην εκστρατεία που οργάνωσε ο Μαυροκορδάτος στην Ακαρνανία και την Ήπειρο με σκοπό να βοηθήσει τους Σουλιώτες. Στα τέλη Ιουνίου 1822 μαζί με τους Γάτσο, Καρατάσο, Ίσκο, Βλαχόπουλο και 1.200 περίπου πολεμιστές κατευθύνθηκαν από το Κομπότι προς το Σούλι. Κοντά στην Πλάκα όμως, στις 29 Ιουνίου βρέθηκαν αντιμέτωποι με υπέρτερη τουρκική δύναμη υπό τον ικανότατο Κιουταχή και διαλύθηκαν. Παρ' όλα αυτά ο Μπότσαρης με 32 συντρόφους του έφτασε στο Πέτα και πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη της 4ης Ιουλίου 1822. Μαζί με τον Γεώργιο Βαρνακιώτη και Αλέξιο Βλαχόπουλο ήταν από τους τελευταίους που αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης. Μετά την ήττα στο Πέτα το Σούλι καταλήφθηκε από τους Τούρκους και οι υπερασπιστές του κατέφυγαν στη νότια Ελλάδα. Φεύγοντας από το Πέτα, ο Μ. Μπότσαρης πήγε στο Μεσολόγγι. Προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης παρατείνοντας της διαπραγματεύσεις με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Άγο Βαστιάρη (Οκτώβριος 1822) μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις από τον Πελοπόννησο. Στις 12 Οκτωβρίου 1822 η κυβέρνηση τον ονόμασε Στρατηγό.
Η ενέργεια αυτή όμως προκάλεσε αντιδράσεις άλλων οπλαρχηγών και έτσι η κυβέρνηση προχώρησε σε αθρόες προαγωγές Σουλιωτών και Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στον ίδιο βαθμό. Ο Μάρκος Μπότσαρης πικράθηκε, για να μη βλάψει όμως την Επανάσταση δεν αντέδρασε. Σε σύσκεψη όμως των Σουλιωτών οπλαρχηγών, αφού έφερε το διάταγμα στα χείλη του ως ένδειξη σεβασμού το έσκισε λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».

Η κάθοδος του πασά της Σκόδρας στο Καρπενήσι

Στη διάρκεια του 1823 ο Μπότσαρης ασχολήθηκε αρχικά με επιχειρήσεις παρενόχλησης των εχθρών. Σύντομα όμως η Επανάσταση αντιμετώπισε νέο κίνδυνο με την κάθοδο στην Ελλάδα του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά Μπουσάτλι, γνωστότερου ως Μουσταή πασά, της Σκόδρας με 10.000 Τουρκαλβανούς. Στις 14 Ιουλίου ο Μπότσαρης συμφιλιώθηκε με τους Τζαβελλαίους και ξεκίνησε με 1.250 άνδρες για το Καρπενήσι όπου βρισκόταν ο Μουσταή. Λίγο νωρίτερα είχε φτάσει στην Κεφαλονιά ο λόρδος Βύρων, ο οποίος έστειλε στο Μεσολόγγι άνθρωπό του για να συναντήσει τον Μπότσαρη και να του επιδώσει συστατική επιστολή του Μητροπολίτη Ιγνάτιου. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός χάρηκε πολύ γιατί ο Βύρων, η άφιξη του οποίου στην Ελλάδα είχε αναγγελθεί ως πολύ μεγάλο γεγονός, ήθελε να συναντήσει πρώτο αυτόν απ’ όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Σε επιστολή του προς τον φίλο του Ανδρέα Μεταξά που βρισκόταν στην Κεφαλονιά, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε την 1η Αυγούστου 1823, μεταξύ άλλων: «Με ευχαρίστησαν όσα μου λέγατε περί των διαθέσεων του λόρδου Μπάιρον απέναντι της χώρας μας. Η συμβουλή που εδώσατε εις τον μιλόρδον να επιστήσει την προσοχή του επί της Δυτικής Ελλάδος μου επροξένησε την ζωηροτέραν ευχαρίστησιν και είμαι ευγνώμων δια τας συνεχείς σας προσπαθείας δια τον τόπο μας. Δοκιμάζω αληθινήν χαράν δια την προτίμησίν που επέδειξε προς τους γενναίους μου συμπατριώτας, τους Σουλιώτας, δια της τιμής να τους εκλέξει δια να αποτελέσουν την φρουράν του…». Παράλληλα ενημερώνει τον Μεταξά για τις ενέργειές του: «Ο πασάς της Σκόδρας επροχώρησεν από τον Ασπροπόταμον (Αχελώο) και τα Άγραφα προς το Καρπενήσι. Βαδίζομεν προς συνάντησίν του. Είμεθα κύριοι των σημαντικοτέρων σημείων και ελπίζω ότι ο εχθρός θα αποκρουσθεί».
Οι ελληνικές δυνάμεις σκόπευαν να εμποδίσουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών προς την Αιτωλοακαρνανία. Ο Μπότσαρης και οι άλλοι οπλαρχηγοί που έφυγαν από το Μεσολόγγι ενώθηκαν με τα σώματα του Σαδήμα και του Γιολδάση και έφτασαν στον Σοβολάκο. Εκεί βρήκαν τον Καραϊσκάκη που ήταν άρρωστος και πήγαινε στον Προυσό για θεραπεία, ο οποίος τους έδωσε, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, απαισιόδοξες πληροφορίες για το πλήθος των εχθρών και τη μαχητική τους αξία, αλλά ο Μπότσαρης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν εκεί και να χτυπήσουν τον Μουσταή. Στις 4 Αυγούστου 1823 έφτασε στην περιοχή του Καρπενησίου ισχυρή προφυλακή των εχθρικών δυνάμεων υπό τον Τσελελεντίν μπέη και ακολούθησε ο κύριος όγκος τους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να επιτεθούν εκ του συστάδην. Ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δεν εγκατέλειψε την ιδέα της επίθεσης και αποφάσισε να εφαρμόσει ένα παράτολμο σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, θα «χτυπούσαν» τους επικεφαλής των εχθρικών δυνάμεων. Αν αυτοί δολοφονούνταν ή αιχμαλωτίζονταν, οι υπόλοιποι θα έμεναν αδρανείς. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο αλλά ριψοκίνδυνο σχέδιο. Ο Μ. Μπότσαρης κατέλαβε με 800 άνδρες το Μικρό Χωριό. Στο Μεγάλο Χωριό έστειλε τους Τζαβελλαίους, τον Λάμπρο Βέικο και τον Γ. Κίτσο. Η εμπροσθοφυλακή του εχθρού κατείχε τα Πλατάνια, το δε κύριο σώμα τα Λιβαδάκια του Καρπενησίου και το Κεφαλόβρυσο.
Για να μάθει περισσότερα στοιχεία για τους εχθρούς, ο Μ. Μπότσαρης έστειλε στο αντίπαλο στρατόπεδο τους Τούσια Μπότσαρη, Αθανάσιο Κουτσονίκα και Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, οι οποίοι τη νύχτα της 7ης Αυγούστου 1823 εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, την ενδυμασία τους και τη γνώση της αλβανικής γλώσσας κατάφεραν να μάθουν πολύτιμες πληροφορίες που τις μετέφεραν στον Μ. Μπότσαρη. Αυτός αποφάσισε να επιτεθούν την επόμενη μέρα. Έστειλε τον Ζυγούρη Τζαβέλλα με 450 άνδρες για να επιτεθούν στα εχθρικά στρατεύματα στα Πλατάνια και ο ίδιος με τους υπόλοιπους θα χτυπούσαν τον Μουσταή στα Λιβαδάκια. Πριν την επίθεση, έστειλε με τον γραμματέα του Βασίλη Γούδα επιστολή στον Μεταξά με την οποία τον ενημέρωνε για την επιχείρηση που σχεδίαζε και του ζητούσε να στείλει χρήματα στην οικογένειά του στην Ανκόνα. Παράλληλα έγραψε και στον λόρδο Βύρωνα: «…Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών από έξι μέχρι επτά χιλιάδας, στρατοπεδευμένου σιμά εις αυτό το μέρος. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω μαζί με μερικούς εκλεκτούς άνδρας μου δια να έλθω προς απάντησιν της εξοχότητάς σας…». Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου 1823 λίγο πριν οι Έλληνες ξεκινήσουν την επίθεση συνέλαβαν ένα χωρικό που ερχόταν από το εχθρικό στρατόπεδο. Αυτός τους ενημέρωσε ότι άλλοι 8.000 άνδρες είχαν φθάσει στα Πλατάνια. Ο Μ. Μπότσαρης μετά από αυτό έδωσε συνολικά 800 άνδρες στον Τζαβέλλα και αυτός κράτησε 450.
  

Ο ηρωικός θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου πλέον, οι Σουλιώτες επιτέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο και άρχισαν να εξοντώνουν με τα σπαθιά τους τους αντιπάλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει, αφού οι επιδρομείς μιλούσαν μεταξύ τους, μετά από εντολή του Μάρκου Μπότσαρη, μόνο αλβανικά. Κάποιοι μάλιστα, βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για επίθεση είπαν: «Χατάς (λάθος). Δεν είναι γκιαούρηδες. Γυρίστε πίσω». Τότε ο Μάρκος Μπότσαρης που βρισκόταν κοντά στις σκηνές των πασάδων είπε: «Δεν είναι χατάς. Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους». Παράλληλα έδωσε εντολή στον σαλπιγκτή να σαλπίσει επίθεση. Πανικόβλητοι οι Αλβανοί φώναζαν: «Έρδε Μάρκο Μπότσαρη». Στις τάξεις των Αλβανών επικράτησε πανικός. Κάποιοι σκοτώθηκαν από άλλους Αλβανούς μέσα στη σύγχυση που προκάλεσε η χρήση της αλβανικής γλώσσας απ’ τους Σουλιώτες και άλλοι άφηναν τα όπλα τους ως λάφυρα και το έβαζαν στα πόδια. Πολλοί πιάστηκαν στον ύπνο, κυριολεκτικά, και σφάχτηκαν. Όταν συνήλθαν, κάποιοι Αλβανοί πυροβολούσαν προς τους Σουλιώτες, ο σαλπιγκτής των οποίων σκοτώθηκε. Και ο Μάρκος Μπότσαρης όμως δέχτηκε μια σφαίρα στη βουβωνική χώρα. Συνέχισε όμως να μάχεται, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Μάλιστα, μπήκε σε μια σκηνή και συνέλαβε τον παλιό του γνώριμο Άγιο Βασιάρη και έναν ακόμα ανώτερο αξιωματικό. Δεν του έφταναν όμως αυτά, ήθελε να συλλάβει και τον Μουσταή. Ο πασάς όμως ήταν τυχερός. Ενώ οι Σουλιώτες μάχονταν με τους Αλβανούς, ο Τσελελεντίν μπέης με 3.000 άνδρες έφτασε στην σκηνή του και τον απομάκρυνε. Οι Τουρκαλβανοί του Τσελελεντίν οχυρώθηκαν πίσω από μία μάντρα και άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως εναντίον Σουλιωτών και Αλβανών! Ο Μάρκος Μπότσαρης με τον αδελφό του Κώστα, τον ξάδελφό του Τούσια και 200 Σουλιώτες όρμησαν προς τη μάντρα. Ο Μάρκος θέλοντας να δει πόσοι βρίσκονται πίσω της, αναπήδησε μέχρι την άκρη της και σήκωσε πάνω από αυτή το κεφάλι του: «Ένας αράπης ο σωματοφύλαξ του Αλβανού αρχηγού, τον είδε και τον επυροβόλησεν αμέσως με την πιστόλαν του. Η σφαίρα ευρήκε τον Μπότσαρην εις τον δεξιόν οφθαλμόν και ο ήρως έπεσε καταγής. Εβαρέθηκα (χτυπήθηκα), αδελφοί, είπεν» (Διονύσιος Κόκκινος).
Αμέσως οι συμπολεμιστές του τον σκέπασαν με χλαίνη και τον κάλυψαν για να μην τον δουν οι Σουλιώτες. Για αντίποινα έσφαξαν τον αξιωματικό που είχαν αιχμαλωτίσει και άρχισαν να υποχωρούν. Ο Τσελελεντίν αντιλήφθηκε την κίνηση αυτή και κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων. Μετά από μερικές συμπλοκές, ο αξιωματικός του Μ. Μπότσαρη Ιωάννης Τσαούσης, άνοιξε πέρασμα συντρίβοντας μια ομάδα Αλβανών ιππέων. Στη διαδρομή, ο Μάρκος Μπότσαρης πέθανε. Ο πόνος και η οργή που προκλήθηκε στους Σουλιώτες, ήταν τέτοιος που έσφαξαν αμέσως τον Άγο Βασιάρη, που ο Μάρκος Μπότσαρης ήθελε να κρατήσει ζωντανό. Αρχηγός των Σουλιωτών εκλέχθηκε ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης. Η πομπή ήταν συγκλονιστική. Ο Μάρκος Μπότσαρης τοποθετήθηκε σαν να ίππευε, με δεμένο το κεφάλι το οποίο ήταν στηριγμένο σε φούρκα, πίσω από τη σέλα. Μετά από μια σύντομη στάση στη Μονή Προυσού, η πομπή κατέληξε στο Μεσολόγγι. Εκεί την επόμενη μέρα, 10 Αυγούστου 1823 μέσα σε κλίμα οδύνης τάφηκε ο Μάρκος Μπότσαρης.

Απολογισμός της μάχης του Κεφαλόβρυσου

Δυστυχώς η απώλεια του Μάρκου Μπότσαρη ήταν τεράστια. Ένας από τους γενναιότερους και πιο αγνούς ήρωες του 1821 έχασε τη ζωή του σ’ αυτή. Κατά τα άλλα, οι Αλβανοί είχαν 1.500 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Σουλιώτες είχαν 60 νεκρούς και 42 τραυματίες. Από το πεδίο της μάχης αποκόμισαν πλούσια λάφυρα: 4 σημαίες, 1.600 ντουφέκια, 1.800 πιστόλια, 300 σπαθιά, 1.200 άλογα και πολλά μουλάρια.

Το Ελληνοαρβανίτικο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη

Όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ένα Ελληνοαρβανίτικο Λεξικό, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1809.Με έκπληξη πριν καιρό ακούσαμε από έναν από τους κριτές και επαΐοντες, όπως θεωρούνται, γνωστού τηλεπαιχνιδιού να λέει ότι έγραψε «Γαλλοαρβανίτικο Λεξικό» και μάλιστα ότι αυτό το ξέρουν λίγοι. Βέβαια λίγοι το ξέρουν, αφού δεν υπάρχει. Στη σύνταξη του Λεξικού τον βοήθησαν ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.                                                           
                                                     

Πηγή: https://www.protothema.gr/stories/article/1426774/o-markos-botsaris-kai-to-ellinoalvaniko-lexiko-pou-egrapse/



Διαβάστε - Κατεβάστε

Γεώργιος Γαζής, Βιογραφία Μάρκου Μπότσαρη

Δείτε (youtube): 

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης: ἕνας ἰδανικὸς Ἥρωας - Γρηγόρης Κοσσυβάκης


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ: «Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής»

 Ένας από τους σημαντικότερους ήρωες του 1821 ήταν ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης ο οποίος πρόσφερε πολλά στον Αγώνα, αν και σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας (9 Αυγούστου 1823). Μεγάλη προσφορά του Μάρκου Μπότσαρη ήταν και το «Ελληνοαρβανίτικο Λεξικό» που έγραψε σε ηλικία μόλις 19 ετών (1809). Με το «Ελληνοαρβανί-τικο Λεξικό» του Μ. Μπότσαρη που επανεκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, θα ασχοληθούμε εδώ.
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Χώρισε από την πρώτη σύζυγό του λόγω απιστίας και το 1810 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Χρυσούλα, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου. Του άρεσε η μουσική και παρά το γεγονός ότι δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις έγραψε ένα λεξικό της «Ρομαϊκής και Αρβανητηκοίς Απλής», πιθανότατα μετά από παραίνεση του Γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Φ. Πουκεβίλ. Ο Μπότσαρης χάρισε στον Πουκεβίλ το Λεξικό και αυτός με τη σειρά του, το πρόσφερε στη Βιβλιοθήκη του Παρισιού το 1819. Αυτή ήταν και η μόνη "γαλλική συμμετοχή" στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη... Το 1813 ο Μάρκος επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε στον πύργο του Κουρτ Πασά, στον Κακόλακκο Πωγωνίου. Ο πύργος παραχωρήθηκε στον Μπότσαρη από τον Αλή πασά, ο οποίος το 1815 τον διόρισε αρχηγό σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Ο Μάρκος Μπότσαρης και το «Ελληνοαλβανικό Λεξικό» που έγραψε
Όπως αναφέραμε,ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ένα Ελληνοαρβανίτικο Λεξικό, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1809, ενώ το 1980 κυκλοφόρησε έκδοσή του από την Ακαδημία Αθηνών, σε επιμέλεια του Τίτου Γιοχάλα. Αυτή η έκδοση τυγχάνει άκρως απαράδεκτη και επικίνδυνη,αφού παραποίησε τον τίτλο σε "Ελληνοαλβανικό Λεξικό" και θεωρεί τα αρβανίτικα,αυτή την διάσωση της Ηπειρώτικης διαλέκτου της Αρχαίας Ελληνικής,ως κάτι ξένο,αλβανικό,άρα και τους Έλληνες Αρβανίτες ως αλλοεθνείς,ως Σκιπετάρ... Αυτή η νοσηρή αλβανοφροσύνη διατρέχει όλο το έργο του Γιοχάλα,προσφέροντας έτσι εξαιρετικές υπηρεσίες στην ανθελληνική προπαγάνδα.
 Στη σύνταξη του Λεξικού τον βοήθησαν ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.
Θα παρουσιάσουμε κι ένα μικρό τμήμα του Λεξικού, συγκεκριμένα με «δάνεια»  από την ελληνική. Ο ίδιος ο Τίτος Γιοχάλας, γράφει:
«Εντύπωσιν προξενεί ο μεγάλος αριθμός ελληνικών λέξεων, αι οποίαι εμφανίζονται ως γλωσσικά δάνεια εις το αλβανικόν τμήμα του Λεξικού. Εκ των ελληνικών τοιούτων λέξεων άλλα μεν δύνανται να θεωρηθούν ως αρχαιότερα δάνεια εις την Αλβανικήν προ της καθόδου των Αλβανών προς Νότου και εγκαταστάσεως αυτών εις την Ελλάδα (ήτοι προ του ΙΔ’ μ.Χ. αι.), άλλαι δε είναι νεώτεραι και μάλιστα ορισμέναι εξ αυτών διαλεκτικαί». Θυμίζουμε ότι οι αλβανικές λέξεις που χρησιμοποι-ούνται σήμερα στην ελληνική γλώσσα,είναι το πολύ 15… Από τις εκατοντάδες ελληνικές λέξεις των αρβανίτικων  που υπάρχουν στο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη παραθέτουμε μερικές:
adhiqi<αδικία, aghathò<αγαθό(ς), àlfa<άλφα, amarti<αμαρτία, àmvon<άμβων(ας), àngjëll<άγγελος, aspidhe<ασπίδα, dhàskall<δάσκαλος, dhèmon<δαίμων, dhìpllò<διπλό, dhrak<δράκος, eksusi<εξουσία, eliqi<ηλικία, faji<φαΐ, filjaqì<φυλακή, folè<φωλιά, fos<φως, fotì<φωτιά, idholl<είδωλο, ipakoi<υπακοή, kapnò<καπνός, jatrò<γιατρός, lèfter<ελεύθερος, miros<μύρο, naft<ναύτης, laf<ελάφι, perìstèr<περιστέρι, ritor<ρήτορας, sofò<σοφός , stoli<στολή, therjò<θεριό, θηρίο, zoghràph<ζωγράφος, zoi<ζωή, taks<τάξη κ.ά. (Ο Γιοχάλας επέλεξε το αλβανικό αλφάβητο για την απόδοση των αρβανίτικων,έτσι για να καταλαβαίνουμε πού το πάει ο καθένας...)
Κατά τ΄ άλλα τ΄ αρβανίτικα δεν είναι Ελληνικά...


Ακολουθεί κείμενο από: https://arvanitis.eu/books/markou-botsari-lexikon-tis-romaikis-ke-arvanitikis-aplis.html


ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ: «Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής»

   — Ο Τίτος Γιαχαλάς ισχυρίζεται, ότι η μελέτη του, βασίζεται στα χειρόγραφα του Μάρκου Μπότσαρη, τα οποία χάρισε ο Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρει την ιδιόγραφη σημείωση «Ce lexique est ecrit de la main de Marc Botzari a Corfou 1809 devant moi. Pouqueville».  
— Σύμφωνα με την μελέτη, ο Πουκεβίλ γνώρισε τον Μάρκο Μπότσαρη όταν ήταν σε ηλικία 19 χρονών και ζούσε στη Κέρκυρα. Εκεί, προέτρεψε τον 19χρονο Μπότσαρη να συντάξει το Λεξικόν της ΡωμαΛικής και Αρβανήτηκης Απλής. Τον νεαρό Μάρκο βοήθησαν, ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.

  Στο χειρόγραφο του Μπότσαρη συμπεριλαμβάνεται και ένα είδος ελληνο-αρβανίτικης μεθόδου άνευ διδασκάλου με ελληνο-αρβανίτικους διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και δυσανάγνωστα. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανόν είχε διδαχθεί ή από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή στη Μονή του Προφήτη Ηλία.

  — Ο καθηγητής Γιοχάλας δεν μπορεί να αποφύγει ουσιώδεις αντιφάσεις, όταν για παράδειγμα δέχεται ότι, ΑΦΕΝΟΣ  ο Μάρκος Μπότσαρης κατέγραφε τις Ελληνικές λέξεις και στη συνέχεια οι παραπάνω συγγενείς του, του έδιναν τη μετάφραση στα Αλβανικά, ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΕΓΡΑΦΕ ΟΛΑ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ  και  ΑΦΕΤΕΡΟΥ αυθαίρετα να πιθανολογεί, ότι η μητρική του γλώσσα ίσως ήταν η Αλβανική.
Ως προς τις Αλβανικές λέξεις του λεξικού, ο Γιοχάλας σημειώνει ότι ανήκουν στη Τόσκικη διάλεκτο της Νότιας Αλβανίας, με έντονες επιρροές από την Ελληνική γλώσσα.

Εγώ από τη πλευρά μου, θα επισημάνω για άλλη μια φορά, ότι από πάππον προς πάππον, η μητρική μας γλώσσα ήταν και είναι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ και καλά θα κάνουμε όλοι, να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε με τη τεχνητή διάλεκτο ανάγκης, που ήσαν τα αρβανίτικα. Να θυμίσω ότι οι Αρβανίτες των Αρβάνων (και όχι της Αρμπέρ των Αρμπερίστε) υπήρξαν πολεμιστές επί Βυζαντίου, στρατολογημένοι να ελέγχουν την αρχαία Εγνατία οδό που διέσχιζε την νότιο σημερινή Αλβανία και το σημερινό κρατίδιο των Σκοπίων και ότι σε ολόκληρη τη Νότιο Αλβανία, Από τα σημερινά Τύρανα και Εμπασάν και κάτω, όλοι οι κάτοικοι ήσαν Έλληνες και μιλούσαν μόνο Ελληνικά. Αν σήμερα κάποιοι θέλουν να αγνοούμε στοιχειώδεις γνώσεις της Ελληνικότητάς μας, όπως είναι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ως μητρική μας γλώσσα, τότε χάνει κάθε νόημα, η Ελληνική υπόσταση της Βόρειας Ηπείρου ανά τους αιώνες!!!!!! Η περιοχή των Αρβάνων, ήταν για αιώνες η καρδιά και ραχοκοκαλιά της Ελληνικής Βόρειας Ηπείρου. Είναι φαιδρό, να ομιλείται σήμερα ακόμα η Ελληνική στη Νότια Αλβανία και να χανόμαστε στη κατασκευασμένη προσωρινότητα ανάγκης των κακώς αποκαλούμενων «αρβανίτικων».

Κατεβάστε

1. Ψηφιακό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών

ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΑΥΤΟΓΡΑΦΟΥ)





Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Σπύρος και Ευθυμία Δήμα, Βαρνάβας 1952

 


Σπύρος και Ευθυμία Δήμα.

Πιθανόν,πριν τον πόλεμο.
Αρχείο Θοδωρή Τσιμίνη.
(Βαρνάβας Αττικής)

Δημήτρης Ευθυμία
Φωτογραφία είναι μετά τον εμφύλιο και πενθούν για για τον γιο τους Γιάννη ο όποιος ήταν θύμα πολέμου και έφυγε τον Αυγούστου του 1952,στο στρατ/κο νοσοκομείο!!!

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Δήμητρα Παπαθεοδώρου, Ο χορός και το τραγούδι στην Αρβανίτικη κοινότητα των Λιμνών Αργολίδας (2006)


 Διπλωματική Εργασία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Κατεβάστε την πατώντας εδώ


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Απλές αλήθειες για το αρβανίτικο δημοτικό τραγούδι

 

Η Δόμνα Σαμίου,σε αυτό το βίντεο-ντοκουμέντο του 1976,αποδεικνύει με απλό και γλαφυρό τρόπο ότι το αρβανίτικο δημοτικό τραγούδι ήταν στην ουσία ανύπαρκτο.
Πάνω σε δεδομένους γνωστούς μουσικούς σκοπούς οι δίγλωσσοι αρβανιτόφωνοι Έλληνες προσάρμοζαν απλοϊκά δίστιχα λαϊκής [να την πω έτσι] δομής,ταιριασμένα στο φτωχό ΒορειοΗπειρώτικο ιδίωμά τους: τα αρβανίτικα.
Οι Έλληνες Αρβανίτες δεν είχαν κανένα,μα κανένα,λόγο να φτιάξουν ξεχωριστό δημοτικό τραγούδι.Είναι τόσο απλό...


Δείτε το βίντεο (youtube) πατώντας εδώ

Μπροστά στην Εκκλησία,1949

 

Μια πολύτιμη φωτογραφία για την ιστορία του Βαρνάβα Αττικής. Ο παπα-Θανάσης μπροστά στην εκκλησία του χωριού. Ο παπα-Θανάσης ήταν απ΄ το Γραμματικό Αττικής και λειτουργούσε εδώ κατά την δεκαετία του 1940 (έχουμε έτσι ένα χρονολογικό πλαίσιο της φωτογραφίας). Μάλιστα,μία Βαρναβιώτισσα,η Λουκία Πέππα,είχε δεθεί τόσο με τις κόρες του ώστε είχε γίνει σχεδόν ψυχοκόρη του.
Ο παπάς αυτός έσωσε τον Βαρνάβα από ένα ολοκαύτωμα: στις 22/9/1944,ημέρα Παρασκευή,οι Γερμανοί μάζεψαν όσους Βαρναβιώτες βρήκαν στο χωριό στο νότιο εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας για εκτέλεση,ως αντίποινα. Ανάμεσα τους η 15χρονη τότε μητέρα μου Ελένη,η 5χρονη αδερφή της Μαγδαληνή και η μάνα τους (γιαγιά μου) Τασιά. Η παρέμβαση κυρίως του παπα-Θανάση κι ενός Μαραθωνίτη διερμηνέα απέτρεψαν το μακελειό. Παραμένει δυσεξήγητο πως οι δολοφονικοί της Βέρμαχτ μεταμελήθηκαν από έναν Ορθόδοξο ρασοφόρο...
Μετά ήρθε ο παπα-Χρήστος.Ο ιερέας ήταν απ΄ την Εύβοια, υπηρέτησε στον Βαρνάβα την δεκαετία του 1950,ως το 1965 περίπου,και μετά ήρθε ο Ακάκιος,καταγόμενος απ΄ τους Παξούς.
Μία κόρη του παπα-Χρήστου,η Μαγδαληνή,παντρεύτηκε τον Τάσο Κατσίκη (ΤασΓκούμα).
Αριστερά πρέπει να ΄ναι ο Βαγγέλης Σκουβαράς,τότε που εικονογραφούσε τον ναό με φανταστικές ολοτοίχιες αγιογραφίες,αυτός ο Βαρναβιώτης Μιχαήλ Άγγελος. Δεξιά,λογικά,κάποιος φίλος του Σκουβαρά: ή ο Βαγγέλης Τσιμίνης (ΒαγγελΜαλαμούλης) ή ο Κώστας Πέτρου (ΚωτσηΠαναής) ή ο Σάββας Κούρτης.
Οι Αρβανίτες Βαρναβιώτες έκτισαν αυτόν τον εκπληκτικό ναό το 1861. Οι ίδιοι κοιμόντουσαν σ΄ ένα δωμάτιο και στο διπλανό είχαν τα ζώα τους,αλλά τον ναό τους τον έφτιαξαν,τηρουμένων των αναλογιών,υπέρλαμπρο.Αυτό το διαμάντι λαϊκής αρχιτεκτονικής κάποιοι "ξύπνιοι" το γκρέμισαν γύρω στα 1982 κι έφτιαξαν στη θέση του άλλον που είναι σήμερα ετοιμόρροπος. Έτσι,ο Βαρνάβας είναι σήμερα το μόνο χωριό στον Χριστιανικό κόσμο που δεν έχει εκκλησία...
Τα παραπέτια δίπλα στη σκάλα,τα πρόλαβα,τα θυμάμαι. Το υπέρθυρο και την περιτοίχιση όχι.

Pantelis Kakaris
Tο χωριό το έσωσε ο Αλέκος Χρυσούλας από τον Μαραθώνα αυτός ήταν γερμανοτσολιάς και πρέπει να είχε δύναμη στα τάγματα ασφαλείας της περιοχής,ήταν συγγενής του προπάππου μου Θωμά Κάκαρη. Όλοι οι γέροι στο σόι αυτό μας ελεγαν, το χωριό το έσωσε αυτός.

Maria Gosma Κύριε Πέππα καλή σας ημέρα. Σας συγχαίρω για τις ενδιαφέρουσες αναρτήσεις που κάνετε.
Αν μου επιτρέπετε, ως βέρα Γραμματικιώτισσα, θα ήθελα να σας πω ότι ο παππά - Θανάσης είναι από τον Βαρνάβα, αλλά έμενε στο Γραμματικό και ιερουργούσε όλα τα χρόνια εκεί. Η φωτογραφία που έχετε αναρτήσει είναι ο Άγιος Αθανάσιος του Γραμματικού, πρώην Πολιούχος του χωριού μας.
Πάντα να είστε καλά!





Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Εὐάγγελος Λεμπέσης - Ἡ Τεραστία Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ

 


Εὐάγγελος Λεμπέσης - Ἡ Τεραστία Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ

Τὸ πλέον γνωστὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγέλου Λεμπέση, δημοσιεύτηκε ἀρχικὰ στὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν» τὸ ἔτος 1941 μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πολεμικὴ συζητήσεων κριτικῶν καὶ ἀντιπαραθέσεων στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς. Εἶναι γεμάτο ἀπὸ ὀξυδερκεῖς παρατηρήσεις πάνω στὸ τεράστιο θέμα τῆς βλακείας στὶς σύγχρονες κοινωνίες. Εἶναι μακροσκελές, στὴν καθαρεύουσα, ἀλλά, κατὰ κρίσιν ἀγαθοῦ, ἀνδρὸς ἀξίζει τὸν κόπο νὰ διαβαστῇ καὶ νὰ γίνει κτῆμα ὅλων.

Πρόλογος

Ἁπλὴ ὑποσημείωσις ἐξ ὀλίγων γραμμῶν εἰς ἄλλην μελέτην μου ἡ παροῦσα μικρὰ ἐργασία ἐξελίχθη εἰς τὸ ἀνὰ χείρας δοκίμιον χάρις εἰς τὴν παρώθησιν τοῦ διαπρεπεστάτου νομικοῦ καὶ ἀγαπητοῦ φίλου Διευθυντοῦ τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», κ. Ν. Π. Θηβαίου. Εἰς αὐτὸν ἑπομένως τὸν ἀνεξάντλητον εἰς ἐμπνεύσεις καὶ εἰς παντοειδῆ πρωτοτυπίαν ἐπιστήμονα καὶ συγγραφέα ὀφείλεται τόσον ἡ συγγραφή, καθὼς καὶ ἡ δημοσίευσις εἰς τὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἑλλήνων Νομικῶν», ὡς καὶ ἡ ἐνταῦθα ἀναδημοσίευσις τῆς παρούσης μικρᾶς πραγματείας. Ὀφείλομεν χάριτας εἰς αὐτόν, ἀπὸ κοινοῦ συγγραφεὺς καὶ ἀνανῶσται, διὰ τὴν σύντομον αὐτὴν ἐντρύφησιν εἰς τὸν χλοερὸν τοῦτον κόσμον μιᾶς κατηγορίας συνανθρώπων, τῶν ὁποίων ἡ κοινωνικὴ σημασία ἔχει δεινῶς ὑποτιμηθῆ καὶ τῶν ὁποίων τὰ δικαιώματα εἶναι ἐξησφαλισμένα οὐ μόνον -φεῦ!- ἐν τῷ βασιλείῳ τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον ἐπὶ τοῦ χλοεροῦ τούτου πλανήτου!

Ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος δοκιμίου οὐδεμίαν προεργασίαν γνωρίζω καὶ συνεπῶς δέον νὰ κριθῶ ἐπιεικῶς, ὡς πάντη στερούμενος «βοηθημάτων». Τολμῶ ἐν τούτοις νὰ φρονῶ, ὅτι τούτων οὐδόλως παρίσταται ἀνάγκη, διότι ἀληθῶς ἐξαιρετικῶς μέγας εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀμέσου κοινωνικοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἐλαχίστη ἡ ἐκ τῆς ἐλλείψεως γραπτῶν βοηθημάτων στενοχωρία τοῦ γράψαντος.

Ὡς πρὸς τὴν μέθοδον τέλος δέον νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι κατεβλήθη ἐνδελεχὴς προσπάθεια, ὅπως αὕτη εἶναι αὐστηρῶς ἐπιστημονική. Διότι πράγματι - ὡς ἐλπίζω ν᾿ ἀποδειχθῇ - πλὴν τῶν ἄλλων δεδικαιολογημένων ἀξιώσεων, τὰς ὁποίας δύναται νὰ ἔχῃ παρὰ τῶν λοιπῶν ἀτυχῶν συνανθρώπων, ἡ εὐτυχὴς καὶ παντοδύναμος κοινωνικὴ κατηγορία, ἥτις ἐξετάζεται ἐνταῦθα, εἶναι καὶ ἡ ἀξίωσις ν᾿ ἀποτελέσῃ σοβαρώτατον θέμα σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ χειρισμοῦ.

Θὰ ἔπρεπεν ἴσως, ἐκ λόγων εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἀποτελοῦντας τὸ θέμα τῆς παρούσης μελέτης δυνάστας τῆς ἀνθρωπότητος ν᾿ ἀφιερωθῇ αὕτη εἰς αὐτούς. Ἐκ λόγων δικαιοσύνης ὅμως ἀφιεροῦται - καὶ οὐκ ἐπ᾿ ἐλάχιστον, πρὸς διδαχήν των - εἰς τοὺς δυναστευομένους: δηλονότι εἰς τοὺς εὐφυεῖς!

I

Εἰς τὴν πολυπληθῆ κατηγορίαν τῶν βλακῶν προσάπτεται ἀσφαλῶς ἄδικος καὶ ἐπιστημονικῶς ἐσφαλμένη μομφή, ὅταν οὗτοι χαρακτηρίζονται εἴτε ὡς ἄχρηστοι καὶ περιττὸν βάρος τῆς κοινωνίας, εἴτε ὡς παρασιτικοί, ἐκφράζεται δὲ συχνὰ ἡ ἀνόητος, ὡς θὰ ἴδωμεν, εὐχὴ ὅπως οὗτοι ἐκλείψουν. Τὸ πρόβλημα τῶν βλακῶν δὲν εἶναι ἐν τούτοις ἁπλοῦν ὅταν ληφθῇ πρῶτον ὑπ᾿ ὄψιν ἡ στερεὰ καὶ ἀπολύτως ἀναγκαία θέσις, ἣν οὗτοι ἐπαξίως κατέχουν ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ. Οἱ βλᾶκες διαιροῦνται οὕτως εἰς δυὸ ὅλως ἀντιθέτους μεταξύ των «ὁμάδας», διεπομένας ὅμως ἀμφοτέρας ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ νόμου, τοῦ διαφορισμοῦ. Ἡ πρώτη ἐκ τούτων ὁμὰς καταλαμβάνει ὡς γνωστὸν τὰς ὑποδεεστέρας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις, ἤτοι εὑρίσκεται εἰς τὰς κατωτάτας βαθμίδας τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ. Πόσον εὐεργετικὴ διὰ τὴν κοινωνίαν εἶναι ἡ ὁμὰς αὕτη εἶναι περιττὸν νὰ τονισθῇ, διότι ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκμετάλλευσις καὶ ἄνευ ἐκμεταλλεύσεως δὲν θὰ ὑπῆρχε πολιτισμός. Εἰς δὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ: Ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ ὑπῆρχε διαφορισμός, διότι ἀντὶ τῆς ἀνισότητος, θὰ ὑπῆρχεν ἰσότης, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ἄνω, δηλαδὴ θὰ ἦσαν ὅλοι εὐφυεῖς, ὅπερ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ διαφορισμοῦ τὸ αὐτό: ὡς νὰ ἦσαν ὅλοι βλᾶκες· διότι ὁ διαφορισμὸς ἀπαιτεῖ ῥητῶς καὶ εὐφυεῖς καὶ βλάκας, περικοπτωμένων δὲ οἱονδήποτε ἐκ τῶν δυὸ τούτων σκελῶν του, αἴρεται ὁλόκληρος. Ἄνευ δέ, κατ᾿ ἀκολουθίαν, τοῦ διαφορισμοῦ, καθισταμένου δυνατοῦ μόνον διὰ τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς τῶν βλακῶν, δὲν ὑπάρχει κοινωνία. Τοιαύτη λοιπὸν ἡ τεραστία κοινωνικὴ σημασία τῶν βλακῶν, ἥτις ἄλλως τε ὑπὸ πάντων ἀναγνωρίζεται, μολονότι μόνον εἰς τὸν κοινωνιολόγον εἶναι ἐπιστημονικῶς γνωστή.

II

Ἡ κατὰ τῶν βλακῶν καταφορὰ προκαλεῖται ἄλλως τε ὑπὸ τῆς δευτέρας ὁμάδος αὐτῶν, πλέον ἐνοχλητικῆς τῆς πρώτης, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἡ καταφορὰ αὕτη, ἐφ᾿ ὅσον ἐμφανίζεται ὡς λογικὴ κρίσις, εἶναι ἀκοινωνιολόγητος, ἤτοι ἀντεπιστημονική. Κατηγοροῦνται δηλαδὴ οἱ βλᾶκες τῆς δευτέρας ταύτης κατηγορίας ὅτι παναξίως κατέχουν σπουδαίας ἐν τῇ κοινωνίᾳ θέσεις. Ἀλλ᾿ ἡ κρίσις αὕτη προδίδει πλήρη μίας ὡρισμένης μορφῆς τοῦ διαφορισμοῦ ἄγνοιαν. Ἡ μορφὴ αὕτη δεδομένη μὲ φυσικὴν ἀναγκαιότητα ὡς ὁ νόμος τοῦ διαφορισμοῦ εἶναι ὁ στοιχειώδης κανών: «δέκα βλάκες καθ᾿ ἑνὸς εὐφυοῦς· δέκα ἀνίκανοι καθ᾿ ἑνὸς ἱκανοῦ· δέκα ἀδύνατοι καθ᾿ ἑνὸς ἰσχυροῦ κ.ο.κ.». Τὸ φαινόμενον τοῦτο, κλασσικόν, τυπικὸν καὶ αἰώνιον ἀφ᾿ ἧς ὑπάρχει ἀνθρωπίνη κοινωνία, δι᾿ ὅλης τῆς Ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, δύνανται νὰ εἶναι «τυχαῖον»; Ἀλλὰ τυχαῖον εἶναι ὅ,τι ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβῃ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Οὐδέποτε ὅμως ὅ,τι πρὸ πολλοῦ ἔχει συλληφθῇ εἰς τὸν θεμελειώδη νόμον τοῦ διαφορισμοῦ. Καὶ τὸ μὲν ψυχολογικὸν ἐλατήριον τοῦ συνασπισμοῦ τῶν ὁπωσδήποτε «κάτω» κατὰ τῶν ὁπωσδήποτε «ἄνω» εἶναι δεδομένη διὰ τοῦ ressentiment.

Ὁ συνασπισμὸς τῶν βλακῶν ἐνταῦθα εἶναι μηχανικὴ ὀργάνωσις βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἐλαχίστης προσπαθείας» πρὸς ἀντιμετώπισιν ἰσχυροτέρας δυνάμεως εἰς τὸ πρόσωπον τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ ἑνός. Ἡ ὀργάνωσις αὕτη περιωρισμένης ἐκτάσεως καλεῖται κοινωνιολογικῶς κλίκα (clique).

2. Ἡ ἔμφυτος τάσις τοῦ βλακός, ἐξικνουμένη συχνότατα εἰς ἀληθῆ μανίαν ὅπως ἀνήκῃ εἰς ἰσχυρὰς καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας πάσης φύσεως ὀργανώσεις, ἐξηγεῖται πρῶτον μὲν ἐκ τῆς εὐκολίας τῆς ἀγελοποιήσεως, εἰς ἣν μονίμως ὑπόκειται, λόγω ἐλλείψεως ἀτομικότητος (ἐξ οὗ καὶ τὸ μῖσος τοῦ κατὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ ἀτομικισμοῦ), δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ ἀτομικοῦ ζῳώδους πανικοῦ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου μονίμως κατατρύχεται, ἐκ τοῦ δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθῃ εἰς τὸ παντὸς εἴδους προλεταριᾶτον. Ἀποτελεῖ δὲ ἡ τάσις αὕτη ἀμάχητον σχεδὸν τεκμήριον περὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς πνευματικῆς του ἀναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεῖται αὐτόματος συρροὴ βλακῶν εἰς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, αἴτινες, ἐὰν μὲν εἶναι συμφεροντολογικαί, διατηροῦν τοὐλάχιστον τὴν σοβαρότητα τῶν συμφερόντων των, ἐὰν ὅμως εἶναι «πνευματικαὶ» περιέρχονται σὺν τῷ χρόνῳ εἰς πλήρη βλακοκρατίαν. Εἰς τὸ φαινόμενον τοῦτο ὀφείλει τὸν ἐκφυλισμόν του λ.χ. ὁ μασσωνισμός, oι ἁπανταχοῦ Ῥοταριανοὶ ὅμιλοι, ὅλοι oι «πνευματικοί» σύλλογοι, καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ... Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν!. Ἑπόμενον εἶναι κατόπιν τούτων, ὅτι ὅπως ἡ λεγεὼν τῶν βλακῶν ὠθεῖται ἀκατανικήτως πρὸς τὴν ἀγέλην καὶ πρὸς τὰς πάσης φύσεως ὀργανώσεις, οὕτω ὑφίσταται ἀκατανίκητον ἕλξιν ἀπὸ τὰς παντὸς εἴδους ἀγελαίας ἀντιατομικὰς καὶ ὁμαδιστικὰς θεωρίας, ἀπὸ τοῦ πάσης φύσεως παρεμβατισμοῦ ἢ διευθυνομένης οἰκονομίας ἢ 4ης Αὐγούστου μέχρι τοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ (ἄλλοι εἶναι οἱ ἐκμεταλλευταὶ τῶν θεωριῶν αὐτῶν). Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀτελεύτητος καὶ αὐστηροτάτη ἐπιλογὴ βλακῶν εἰς τὰ ὁμαδικὰ συστήματα ἡ ὁποία, τῇ βοηθείᾳ μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καὶ ὡς πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν καθεστὼς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καὶ ἐξόχως ἀντιπαθητικὴ εἰς τοὺς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἰδία ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικὰς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέσει συμφέροντα μὲ τοὺς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καὶ ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τοὺς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διὰ τὰς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρὸς τὰς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαὶ συγκεντρώσεις καὶ causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καὶ διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος.

III

3. Ἀλλὰ πόθεν εἶναι δεδομένη ἡ πραγματικὴ δυνατότης τῆς ἀποτελεσματικῆς δράσεως τῆς βλακικῆς ἀγέλης; Ἡ δυνατότης αὕτη εἶναι δεδομένη ἀπολύτως ἀντικειμενικῶς καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ ψυχολογικοῦ ἐλατηρίου (τοῦ ressentiment), τὸ ὁποῖον ἄλλως οὐδεμίαν θὰ εἶχε κοινωνικὴν δρᾶσιν καὶ ἀκολούθως κοινωνιολογικὴν σημασίαν. Εἶναι δεδομένη ἐκ τῆς μοιραίας θέσεως τὴν ὁποίαν κατέχουν εἰς τὴν κλίμακα τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ οἱ βλᾶκες, θέσεως εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἀναντικατάστατοι, διότι εἶναι θέσις ὑποδεεστέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως ἀπαραίτητος διὰ τὸν ὅλον κοινωνικὸν μηχανισμόν, ὁ ὁποῖος βασίζεται ἀπολύτως εἰς τὰς κατωτέρας αὐτοῦ βαθμίδας. Εὐκρινέστατα διαφαίνεται ἡ ἐξάρτησις αὕτη τῶν ἀνωτέρω βαθμίδων καὶ προσώπων ἀπὸ τῶν κατωτέρων τοιούτων, ὅπου αὕτη λαμβάνει μορφὰς καθαρῶς ἐκβιαστικάς, τὰς ὁποίας γνωρίζουν πάντες οἱ κοινωνικοὶ ἄνθρωποι. Ὡς παράδειγμα δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ἡ παρέλκυσις ἢ ὁ ἐνταφιασμὸς μίας ὑποθέσεως εἰς οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν ὑπὸ κατωτέρων ὑπαλλήλων, ἡ ἔκδοσις ἐντάλματος συλλήψεως κατὰ καταζητουμένου ἐκληματίου, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ κατώτερα ἀστυνομικὰ ὄργανα εἶναι ἀλληλέγγυα πρὸς αὐτὸν κλπ.

4. Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καὶ προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῷ καθίσταται ἀπολύτως νοητὴ καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διὰ κοινοῦ μεταξὺ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρὸς τὰ ἄνω καὶ παραλύσεως τῶν τυχὸν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρὸς ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τὸ φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα. Ὅτι τὴν ἐξέλιξιν ταύτην οὐδεὶς δύναται νὰ σταματήσῃ εἶναι φανερόν, ὅσον εἶναι φανερὰ ἡ νομοτελειακὴ συνάρτησις τῶν ὡς ἄνω δεδομένων. Κατὰ τὴν αὐτὴν συνάρτησιν τὸ φαινόμενον συνεχίζεται: «ἑνὸς βλακὸς προκειμένου μύριοι ἕπονται», ὁ δὲ οὕτω ἀνελθὼν βλὰξ θὰ προωθήσῃ ὁ ἴδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα ἑαυτοῦ, μέχρις ὅτου ἡ μία βιαία ἔξωθεν ἐπέμβασις, ὑπαγορευομένη ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἄλλου τινὸς κοινωνικοῦ ὀργανισμοῦ, ἢ ὁ φυσικὸς ἐκφυλισμὸς ἑνὸς τοιούτου ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἔσω, ἐπιφέρει θεμελιώδη τινὰ ἀνατροπὴν ἢ καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν τερματισμὸν τοῦ βίου τοῦ ἐκφυλισθέντος ὀργανισμοῦ. Οὕτω λ.χ., εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἡ τὸ 1910 ἀνελθοῦσα κοινωνικὴ ὁμὰς ἀνέτρεψε τὴν ἱεραρχίαν τῶν ἀξιῶν καὶ τῶν προσώπων καὶ ἐντὸς τοῦ παλαιοκομματισμοῦ, καταστήσασα δυνατὴν τὴν ὑπεφαλάγγισιν τῶν παλαιῶν αὐτοῦ ἀρχηγῶν ὑπὸ νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.)

5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καὶ ὀργανώσεως, ἄνευ «κλίκας», ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καὶ μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπὸ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμὸν ὡς καὶ οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τὰς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαῦται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκειά των ἢ νὰ εἶναι πλεονεκτικὴ ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτοῦσαι πραγματικὰ προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων, καὶ ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς, ἀνατρέπονται καὶ κρημνίζονται εἰς τὴν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καὶ ὑπὸ μεγάλου τινὸς ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἐπιδιώξῃ σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικὰ καὶ διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ.

Ο causeur συνάδελφος τοῦ ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ἀληθῆ κοινωνικὴν μάστιγα, διότι ὡς causerie ἐκλαμβάνει τὸ νὰ λέγῃ εἰς τοὺς χειμαζομένους συνανθρώπους τί ἀνέγνωσεν εἰς τὰς ἐφημερίδας, τί ἤκουσεν εἰς τὸ ραδιόφωνον καὶ τί τοῦ εἶπον διάφοροι καθ᾿ ὁδόν, ἐξικνούμενος ἔστιν ὅτε εἰς τὰ σχόλιά του, ὅταν ἀποφασίσῃ νὰ σχολιάσῃ εἰς δυσθεώρητα ὕψη ὀξυδερκείας καὶ πνευματικῆς χάριτος: ὅτι λ.χ. κατὰ τὴν νύκτα ἀναμφιβόλως ἐπικρατεῖ σκότος, τὴν δὲ βροχὴν ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἡ ὑγρασία... Εἰς ταῦτα προστίθεται ἐνίοτε καὶ ἡ «προστατευτικὴ» στάσις αὐτοῦ ἔναντι τῶν πνευματικῶς ἀνωτέρων του, σκοποῦσα τὴν ὑποτίμησιν αὐτῶν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου κλπ.

IV

6. Ἐνδιαφέρον εἶναι τέλος ἐνταῦθα τὸ φαινόμενον μερικῶν εὐφυῶν ἀνθρώπων, οἵτινες, ἐνστικτωδῶς διαισθανόμενοι τὸν κοινωνικῶς ἀνυπέρβλητον ρόλον τῶν βλακῶν καὶ τὴν λαμπρὰν κοινωνικὴν αὐτῶν σταδιοδρομίαν - ἐν τῇ «χρυσῇ» μέσῃ ὁδῷ τῆς μετριότητος ἐννοεῖται - ἀποφασίζουν νὰ ὑποδυθοῦν τὸν ρόλον αὐτόν, ὅπως ἀνέλθουν διὰ τῆς μεθόδου τῆς «νύσσης», ὡς αὕτη εὐφυέστατα ἀποκαλεῖται παρὰ τῷ λαῷ. Ἀλλ᾿ ὁ ρόλος οὗτος εἶναι ἐξαιρέτως δύσκολος ἐκ δυὸ λόγων: Πρῶτον ὑποκειμενικῶς ἡ ὕπαρξις πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ζωῆς ἔχει ὡς γνωστὸν ἀναποτρέπτους ἀντανακλάσεις ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς φυσιογνωμίας, αἴτινες μὲ τὴν τελειοτέραν ὑπόκρισιν, δύσκολον εἶναι ν᾿ ἀποκρυβοῦν, πλὴν τῆς περιπτώσεως καθ᾿ ἣν εἶναι δεδομένον τάλαντον μεγάλου ἠθοποιοῦ. Ἡ ἁπλὴ παρουσία τοῦ εὐφυοῦς ἀνθρώπου εἶναι κατὰ κανόνα διὰ τὸν βλάκα εἰς τὸ ἔπακρον προκλητική. Τὸ ψυχολογικὸν σύμπλεγμα τῶν συναισθημάτων, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξαπολύει παρ᾿ αὐτῷ εἶναι τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς μὲ ἐκεῖνο τοῦ καταδιωκομένου καὶ πανικοβλήτου ζῴου ἢ ἀνθρώπου, ἐν καταστάσει φυγῆς ἢ ἀμύνης. Τὸ μῖσος, ὁ φόβος, ὁ φθόνος μετὰ τοῦ θράσους συμπλέκονται κατὰ τρόπον, δηλοῦντα διὰ τὸν ἐξησκημένον ὀφθαλμὸν σαφῶς εἰς πᾶσαν φράσιν, ἰδίᾳ ὑποτιμητικὴν ἢ μειωτικήν, τὴν κατάστασιν ἀμύνης. Δεύτερον ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ βλακός, ἡ ἔνστικτος καχυποψία αὐτοῦ εἶναι τοιαύτη, ὥστε ἡ ὑπόκρισις τοῦ εὐφυοῦς ν᾿ ἀποβαίνῃ ματαία, ἡ δὲ πραγματικὴ εἰλικρίνεια αὐτοῦ νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπόκρισις. Ὁ βλὰξ ὡς πλησιέστερος πρὸς τὸ ζωϊκὸν βασίλειον, ἔχει τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν οὕτω ἀνεπτυγμένην, ὥστε ν᾿ ἀδυνατῇ νὰ διαγνώσῃ ἢ νὰ ἐννοήσῃ συλλογισμοὺς καὶ λογικοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ εὐφυοῦς, βασιζομένους ὄχι εἰς τὸ ἔνστικτον ἀλλὰ εἰς τὴν διάνοιαν. Ἄοπλος καὶ ἀνυπεράσπιστος ἔναντι τῶν ψυχρῶν ὑπολογισμῶν τῆς ξένης διανοίας, ἧς ὁ μηχανισμὸς τυγχάνει εἰς αὐτὸν νοητικῶς ἀπροσπέλαστος, μίαν μόνην ἄμυναν διαθέτει, ἀκριβῶς ὅπως τὸ ζῷον καὶ ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος: τὴν ἔνστικτον καχυποψίαν. Οὕτω ἐξηγεῖται καὶ ἡ φυσικὴ καὶ πνευματικὴ κατωτερότης τῶν λαῶν, οἵτινες ἐμπνέονται βασικῶς ὑπὸ τῆς καχυποψίας, ἣν αὐταρέσκως ἐκλαμβάνουν ὡς εὐφυΐαν. Ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων οἵτινες οὐδεμίαν ἀνάγκην ἔχουν αὐτῆς, ὡς ἀντιλαμβανόμενοι νοητικῶς τὸν κόσμον. Ἐκ τούτων ἐπίσης φαίνεται σαφῶς, ὅτι ἡ καχυποψία καὶ ἡ ἀπότοκος αὐτῆς πονηρία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον τῆς εὐφυΐας ὡς πρὸς τὸν ὅλον αὐτῆς ἐκτοπιζομένης πάντοτε ὑπὸ τῆς δευτέρας. Λέγομεν ἀντίθετος μόνον ὡς πρὸς τὸν ρόλον, διότι ἡ διάνοια δὲν εἶναί τι τὸ ἀνεξάρτητον ἢ ἀντίθετον τοῦ ἐνστίκτου, ἀλλὰ τοὐναντίον ἡ ἀνάπτυξις καὶ ὁ διὰ λογικῶν μέσων πλουτισμὸς αὐτοῦ εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ πάντοτε κατεύθυνσιν.

7. Πονηρία εἶναι ἡ ἐνεργητικὴ ὄψις τῆς καχυποψίας καὶ τὸ δεύτερον στάδιον αὐτῆς, ἤτοι ἡ δρᾶσις αὐτῆς, δρᾶσις ὅμως ζωϊκῶς ἀμυντικῆς φύσεως, διότι προϋποθέτει τὴν πνευματικὴν κατωτερότητα καὶ τὴν πνευματικὴν ἀμηχανίαν τοῦ βλακός, ὡς ζῴου ἐνστικτώδους καὶ πνευματικῶς πανικοβλήτου. Ἡ ἁπλὴ καχυποψία εἶναι ἄμυνα παθητικῆς φύσεως, καθ᾿ ὃ μὴ ἐνεργοῦσα ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἡ πονηρία εἶναι ἄμυνα ἐνεργητικῆς φύσεως, διότι ἀποτελεῖ ἐγκεφαλικὴν ἐνέργειαν, σχηματισμὸν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, ἀγόντων εἰς πράξεις («τὸν ἐγέλασε» κ.λπ.) καὶ συνεπῶς ἐνεργεῖ ἐπὶ ἄλλων ἀτόμων. Ἄσχετον τὸ ζήτημα τῆς βλακώδους ποιότητος τῶν συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων. Ἡ χρησιμοποίησις ἤδη τῶν βλακωδῶν τούτων συλλογισμῶν καὶ συμπερασμάτων, μὲ μιὰν λέξιν τῆς πονηρίας, χρησιμοποίησις ὅμως γενικώτερον ψυχολογικῶς ἐπιδρῶσα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἀτόμου, ἤτοι χρησιμοποίησις αὐτῆς ἐν συνδυασμῷ μὲ στοιχεῖα κατωτάτης πνευματικῆς ὑποστάθμης (κολακεία, ψεῦδος, ῥᾳδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, συμπαθὴς μορφὴ τοῦ βλακὸς ἀκόμη, ἐπίκλησις τῆς πολυτεκνίας του, προσφορὰ ἀνηθίκων καὶ εὐκόλων ὑπηρεσιῶν εἰς τὸ κολακευόμενον πρόσωπον, χαφιεδισμός, ξεσκονίσματα, τὸ «ποιεῖν τὸν καραγκιόζην», ἢ τὸν gigolot, χειροφιλήματα πρὸς τὸν «Ἐθνικὸν Κυβερνήτην», ἐκφωνήσεις λόγων, συρραφὴ κολακευτικῶν στίχων, μεταφορὰ λαχανικῶν, κλπ.

8. Ἂν ὁ βλὰξ καταφεύγει εἰς τὴν ἐπιτηδειότητα λόγω τῶν πενιχρῶν πνευματικῶν του μέσων ἐκ τῆς αὐτῆς ἐλλείψεως ἀνωτέρων πνευματικῶν μέσων, ὠθεῖται καὶ πρὸς τὴν ἀπάτην. Ἀπάτη εἶναι ὡς γνωστὸν ἡ ἀποσιώπησις τῆς ἀληθείας ἢ ἡ παράστασις ψευδῶν πραγμάτων ὡς ἀληθῶν. Ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ ὁρισμοῦ αὐτῆς συνάγεται ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ἀνάγεται εἰς τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος, διότι πᾷς ἄνθρωπος δύναται νὰ παραστήσῃ ψευδῶς πράγματα ὡς ἀληθῆ καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ βλάξ, ἀλλ᾿ εἰς τὴν εὐπιστίαν τοῦ θύματος. Ὅτι λοιπὸν καταφεύγει εἰς αὐτήν, ὡς διανοητικῶς εὐκολώτερον μέσον ὁ βλὰξ ἐπειδή, στερούμενος εὐφυΐας, εἶναι ἀνίκανος νὰ μεταχειρισθῇ ἔντιμα μέσα, εἶναι αὐτονόητον, διότι ἔντιμα μέσα ὡς δυσκολώτερα, χρησιμοποιεῖ μόνον ὁ κεκτημένος πραγματικὴν ἀτομικὴν ἀξίαν. Πόθεν λοιπὸν προέρχεται ἡ εὐρέως διαδεδομένη ἀντίληψις, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι βλάξ, ἀλλ᾿ ἀναγκαίως εἶναι εὐφυής, ἀντὶ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως, ἐξ ἧς ἀντιθέτως προκύπτει, ὅτι ὁ ἀπατεὼν ὄχι μόνον ἀποκλείεται νὰ εἶναι εὐφυής, ἀλλ᾿ εἶναι ἀναγκαίως βλάξ; Ἡ ἀντίληψις αὕτη προέρχεται ἐκ τῆς «θεωρίας» τοῦ βλακὸς περὶ τῆς εὐπιστίας. Εἰθισμένος ὁ βλὰξ νὰ «σκέπτεται» οὐχὶ διὰ τοῦ νοητικοῦ μηχανισμοῦ, ἀλλὰ διὰ χονδροειδῶν ἔξωθεν ἐντυπώσεων, δὲν ἐρευνᾷ τὰς αἰτιοκρατικὰς σχέσεις, ἀλλὰ περιορίζεται εἰς τὸ γεγονὸς μίας ἐπιτυχούσης ἀπάτης, γεγονὸς ἐξ οὗ καὶ μόνου συνάγει τὴν βλακείαν τοῦ θύματος καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ ἀπατεῶνος. Ὅτι ἡ ἀπάτη δὲν ὀφείλεται εἰς εὐφυΐαν ἀνελύθη, νομίζομεν ἐπαρκῶς. Ὅτι ὅμως ἡ εὐπιστία τοῦ θύματος ἀποτελεῖ βλακείαν, τοῦτο εἶναι ἀληθὲς μνημεῖον βλακικῆς «διανοίας» καὶ πολιτιστικῆς ὑποστάθμης. Διότι ἡ εὐπιστία ἑνὸς ἀτόμου, ὡς προϋποθέτουσα τὰ ἄλλα ἄτομα ὡς ἔντιμα καὶ συνεπῶς ὡς εὐφυᾶ, εἶναι ἀσφαλῶς τὸ μέγιστον τῶν τεκμηρίων τῆς πνευματικῆς του ἀναπτύξεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅσον ὑψηλότερον ἐπὶ τῶν βαθμίδων τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἵσταται ἓν ἄτομον ἢ εἷς λαός, (οἱ Εὐρωπαῖοι ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἀνατολίτας) τόσον περισσότερον εὔπιστος εἶναι. Ὁ τελευταῖος τῶν βλακῶν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξαπατήσῃ ἕνα Κὰντ ἢ ἕνα Μπετόβεν καὶ ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων ἕνα Εὐρωπαῖον... Τὸ μειδίαμα τοῦ οἴκτου,τὸ ὁποῖον ρίπτουν οἱ «ἀφελεῖς κουτόφραγκοι», δημιουργοὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ἐξουσιασταὶ τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν δυστυχῶν «ἐξύπνων» τῆς Μεσογείου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἂς εἶναι καὶ ἡ τιμωρία τῶν βλακῶν καὶ διὰ τὴν «θεωρίαν» των ταύτην!

V

9. «Ὅτι ὁ βλάξ, ἀκολουθῶν τὴν ἔνστικτον αὐτοῦ καχυποψίαν, εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, τοῦτο εἶναι ἀναμφισβήτητον, θέτει δὲ αὐτὸν ἐν τῷ Κοινωνικῷ βίῳ εἰς «ἀνωτέραν» μοῖραν λ.χ. τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ἐνστικτώδης κόσμος ἔχει ὑποστῆ νοσηρὰν ἀτροφίαν, ἔναντι τοῦ διανοητικοῦ αὐτοῦ κόσμου, ὅστις ἔχασε πᾶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῆς πραγματικότητος. Ἐὰν δεχθῶμεν, ὡς ὑποχρεούμεθα, πρῶτον ὅτι τὸ ἔνστικτον εἶναι ἀλάθητον, καθ᾿ ὃ ἀνεξήγητον καὶ ἄφθαρτον, δεύτερον ὅτι ὁ κόσμος τῶν ἐνστίκτων εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν φυσικῶς ὑγιὴς κόσμος, τρίτον ὅτι ἡ κοινωνία ὡς συνέχεια τῆς φύσεως εἶναι ὑγιὴς ὀργανισμός, ἀπαρτιζόμενος ὑπὸ ὑγιῶν ἀτόμων, τότε τὸ συμπέρασμα περὶ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ βλακὸς ἐπὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ἐν τῇ κοινωνίᾳ, εἶναι συμπέρασμα ἀναγκαστικὸν καὶ ἀνέκκλητον, ἐπαληθευόμενον ἄλλως τε, κατὰ φυσικὴν ἀναγκαιότητα, ὑπ᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν λαῶν. Τὸ ὅτι οἱ μεταφυσικοὶ ἐπεκράτησαν (ὄχι ἤνθισαν) εἰς ἐποχὰς παρακμῆς τῶν κοινωνιῶν δὲν εἶναι τυχαῖον. Ὁ βλάξ, ὡς ἐλέχθη καὶ ἀνωτέρω, διαισθανόμενος ἐν τῇ καχυποψίᾳ του τὴν ἐπίθεσιν ἐκ μέρους τοῦ εὐφυοῦς, εἶναι θεμελιωδῶς ἐντὸς τῆς πραγματικότητος, διότι διαισθάνεται ὀρθῶς τὸν κίνδυνον νὰ περιέλθῃ κοινωνικῶς εἰς τὴν κάτω τάξιν. Ἐὰν διὰ τῆς καχυποψίας αὐτῆς καὶ μόνης προστατεύεται ἔναντι τοῦ φυσικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ του, τοῦτο εἶναι ἄλλο ζήτημα. Φανερὸν εἶναι, ὅτι τὸ ἔνστικτον ἀποτελεῖ μέσον προσανατολισμοῦ καὶ στοιχειώδους ἀμύνης εἰς τὸν πρωτόγονον ἄνθρωπον, ὄχι ὅμως μέσον κατισχύσεως καὶ ὑπεροχῆς ἐν προηγμένῃ κοινωνίᾳ μετὰ προηγουμένου κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ καὶ ἀναπτύξεως τῶν νοητικῶν του ἀνθρώπου μέσων, τῶν ὁποίων ἡ κατ᾿ ἄτομα ἀνισότης εἶναι ἐξ ἴσου φυσικῶς δεδομένη. Ὁ βλὰξ ὁμοιάζει ἐνταῦθα τὸ ζῷον, τὸ ὁποῖον ἐξ ἐνστίκτου γνωρίζει νὰ διαφεύγῃ πάντα κίνδυνον, πλὴν ἀνωτέρας ὠμῆς βίας, εἰς τὴν ζούγκλαν, εἰσερχόμενον ὅμως εἰς κεντρικὴν ὁδὸν μεγαλουπόλεως, εὑρίσκεται αἰφνιδίως ὑπὸ τοὺς τροχοὺς αὐτοκινήτου. Τοῦτο εἶναι ἄγνωστος καὶ ἀκατανόητος εἰς αὐτὸ μηχανή, βασιζομένη βεβαίως κατὰ τελευταῖον λόγον εἰς τὸ ἔνστικτον τοῦ ἀνθρώπου, κατασκευασθεῖσα ὅμως διὰ τῆς διανοίας του. Πῶς ἤδη οἱ πνευματικῶς κατώτεροι ἄνθρωποι εὑρίσκονται ὑπὸ τοὺς τροχοὺς διαφόρων κοινωνικῶν «αὐτοκινήτων», - τοῦτο δεικνύει ἡ θέσις αὐτῶν εἰς τὴν κάτω τάξιν. Τὴν «μηχανὴν» αὐτὴν εἶναι βεβαίως ἀδύνατον νὰ διαφύγῃ καὶ ὁ βλάξ, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἄνοδος εἶναι αὐστηρῶς ἐντὸς ὡρισμένων πλαισίων περιωρισμένη. Ὅτι δὲ τέλος ὁ μεταφυσικὸς οὐδὲ τὸ ζῷον, οὐδὲ τὸν βλάκα δύναται νὰ περιπλέξῃ εἰς τροχούς, τοῦτο εἶναι εὐνόητον ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι οὗτος φέρεται ἐπὶ τοῦ Πηγάσου...

VI

10. Ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴν προέλευσιν τῶν βλακῶν διαπιστοῦται ὅτι ἡ παραγωγὴ βλακῶν δὲν εἶναι ταξική. Ἡ πονηρὰ φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὡρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο προνόμιον. Ἐπεδαψίλευσεν ἴσως ὡς φαίνεται, εἰς τὴν ἑκάστοτε ἄνω τάξιν τοὺς διασκεδαστικωτέρους ἁπλῶς τύπους βλακῶν, ἀλλὰ δὲν ἐστέρησεν οὐδεμίαν ἄλλην κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς των. Ὁ βλὰξ ὑπουργός, ὁ ἀγόμενος καὶ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων του καὶ τὰ μέλη ἑνὸς ἐργατικοῦ σωματείου, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλεύεται ὁ πονηρὸς ἐργατοκάπηλος, ἀποτελοῦν δυὸ ἀντίθετα παραδείγματα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ βλακεία δὲν ἔχει ταξικὴν τὴν πατρίδα.

Ψυχολογικὰ δὲ εἶναι κυρίως τὰ περιεχόμενα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὰς ποικιλίας καὶ παραλλαγὰς μεταξὺ τῶν βλακῶν. Ὁ fils a papa τῆς ἄνω τάξεως, ὁ ὁποῖος λόγω φυσικῆς ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του κόσμου, λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἀτελεύτητον σειρὰν τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς οἰκογενείας του, στερούμενος δὲ καὶ ἰδίας πνευματικότητος, καταντᾷ εἰς τὸ τέλος τύπος χωρὶς τὴν ἐλαχίστην προσωπικότητα, ὀνομάζεται ὑπὸ τῆς τάξεώς του ἐπιεικέστατα «καλὸ παιδί», εἰς δὲ τὴν ἀντικειμενικὴν διάλεκτον θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποκληθῇ «εὐπρεπὴς βλάξ», ἐνῷ τὸ «τέκνον τοῦ λαοῦ» εἰς τὴν αὐτὴν περίπτωσιν ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ εὐφυεστέρου καὶ κυριολεκτοῦντος λαοῦ δραστικώτατα «κόπανος». Σημαντικῶς αὐστηροτέρα εἶναι ἑπομένως ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ ἐντὸς τῆς κάτω τάξεως: ἐνῷ λ.χ. ὁ fils a papa εἰς τὴν μαθητικὴν ἡλικίαν τυγχάνει τῆς ἀγωγῆς, τῶν μορφωτικῶν μέσων καὶ τῶν περιποιήσεων τῆς τάξεώς του καὶ παραμένει ψυχικῶς ἀμείωτος, ὅπερ ἐπαυξάνει τὴν γελοίαν αὐτοπεποίθησίν του εἰς πρεσβυτέραν ἡλικίαν, δυνάμενος νὰ φθάσῃ ἀνενοχλήτως καὶ εἰς ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἡ δὲ ἀτομική του ὕπαρξις ὡς μὴ ὤφειλε, εἶναι γνωστὴ ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Ἀντιθέτως τὸ τέκνον τοῦ λαοῦ καὶ σκληρώτερον χειραγωγεῖται ὑπὸ τῶν γονέων του καὶ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ἐν τῷ σχολείῳ μέχρι πλήρους ψυχικῆς ἐξουθενώσεως διὰ σκληρᾶς ὑποτιμήσεως, προπηλακισμῶν, φαρσῶν, ὕβρεων καὶ βιαιοπραγιῶν καὶ δυσκολώτερον εἶναι κατόπιν τούτων ν᾿ ἀνέλθῃ τὴν κοινωνικὴν κλίμακα, ὁ δὲ βλὰξ τῶν λαϊκῶν τάξεων οὕτως καὶ συμπαθέστερος εἶναι καὶ ἄγνωστος καὶ ἀκινδυνώτερος καὶ ὀλιγώτερον γελοῖος, καθ᾿ ὃ σεμνότερος καὶ ἐστερημένος τῆς αὐτοπεποιθήσεως ἢ ἐπάρσεως τοῦ βλακὸς τῶν ἄνω τάξεων, εἰς τὸν ὁποῖον λόγω ἀτροφίας τοῦ βουλητικοῦ του καὶ τῆς μαλθακότητος τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος προστίθεται ἔστιν ὅτε καὶ ἀηδὴς γυναικωτὸς χαρακτήρ. Ἑνιαῖον ὅμως εἶναι τὸ πνευματικὸν προλεταριᾶτον πάσης ταξικῆς καταγωγῆς.

VII

11. Ἡ ἠθικὴ τέλος σχέσις μεταξὺ βλακὸς καὶ ἐπιτηδείου ἢ ἀπατεῶνος εἶναι ἀπροσδοκήτως διάφορος τῆς ἣν ἐκλαμβάνει συνήθως ἡ «κοινὴ γνώμη». Ὁ συνήθης κοινωνικὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ τὸν ἐπιτήδειον καὶ τὸν ἀπατεῶνα ὡς ἀνηθίκους μέν, ἀλλ᾿ ὡς ὑποδιαιρέσεις τοῦ εὐφυοῦς. Ὅλως τὸ ἀντίθετον ὅμως συμβαίνει: ὁ ἐπιτήδειος καὶ ὁ ἀπατεὼν εἶναι ἀκριβῶς ὑποδιαιρέσεις τοῦ βλακός. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Εἴπομεν ἀνωτέρω ὅτι ἡ πονηρία, ἐκτὸς ἐὰν εἶναι μέσον ἀμύνης τῶν εὐφυῶν οὐχὶ κατὰ τῶν βλακῶν ἀλλὰ κατὰ τῆς πονηρίας των, ἀποτελεῖ φυσικὴν ἰδιότητα τῶν βλακῶν καὶ δὴ φυσικὴν συνέπειαν τοῦ γεγονότος, ὅτι, λόγω ἀτροφίας τοῦ νοητικοῦ των μηχανισμοῦ, ἀποτελεῖ αὕτη τὴν μόνην ἄμυναν αὐτῶν κατὰ πάσης ἔξωθεν ἐπιθέσεως. Ἀπὸ τῆς διαπιστώσεως τῆς ἀληθείας ταύτης μέχρι τῆς ἀκολούθου ἀληθείας ὑπάρχει ἓν καὶ μόνον βῆμα: ὅτι μόνον ὁ πνευματικῶς ἀνάπηρος ἔχει ἀνάγκην τῆς ἐπιτηδειότητος καὶ τῆς ἀπάτης διὰ νὰ προωθηθῇ ἢ νὰ ἐπικρατήσῃ. Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀξίας ἔχει ἀνάγκην νὰ γίνῃ ἐπιτήδειος ἢ ἀπατεών. Ἡ καθημερινὴ κοινωνικὴ πεῖρα διδάσκει ὅτι τὰ ἐπίθετα ταῦτα οὐδέποτε κατώρθωσαν νὰ «κολλήσουν» εἰς ἀνθρώπους πραγματικῆς ἀξίας, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν ὑπῆρξαν μισητοί, ἐχαρακτηρίσθησαν ἴσως ὡς «κακοί», ὡς «καταχθόνιοι», ὡς «γόητες», ὡς «τορπιλληταὶ» ἢ ὡς «λιβελλογράφοι», οὐδέποτε ὅμως ὡς ἐπιτήδειοι ἢ ἀπατεῶνες, καὶ ὅταν ἀκόμη ὑπῆρξαν συντηρητικοὶ εἰς τὰς σχέσεις των μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων καὶ κατώρθωσαν πάντοτε νὰ προωθηθοῦν ἢ νὰ ἐπικρατήσουν. Ἀπόλυτος ἐσωτερικὴ συνέπεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας τοῦ βλακὸς εἶναι ἄλλως τε ὄχι μόνον ἡ ἀγελαία του τάσις, ὄχι μόνον ἡ προώθησίς του «πλάτην μὲ πλάτην» μὲ τὴν λεγεῶνα τῶν ὁμοίων του, ὄχι μόνον ἡ προσφυγὴ εἰς τὰ εὐτελέστερα μέσα τῆς ἐπιτηδειότητος, τὴν ἔλλειψιν ἀντιθέτου γνώμης, τὴν προσφορὰν εὐκόλων καὶ ἀνηθίκων ἐκδουλεύσεων καὶ τὴν κολακείαν, ἀλλὰ καὶ ἡ συστηματικὴ ἀποφυγὴ πάσης συγκρούσεως καὶ πάσης μάχης. Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ βλάξ, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ ἐπιτηδείου ἢ τοῦ ἀπατεῶνος, ἐξαναγκασθῇ νὰ δώσῃ μάχην, θὰ δώσῃ αὐτὴν διὰ τῶν πνευματικῶς εὐκολοτέρων καὶ συνεπῶς τῶν ἀνηθικωτέρων «ὅπλων»: τοῦ ψεύδους, τῆς διαστροφῆς, τῆς ρᾳδιουργίας καὶ τῆς συκοφαντίας.

Ἐξ οὗ ἕπεται τὸ ἀκλόνητον δόγμα: καὶ ἡ ἀνηθικότης εἶναι ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῶν βλακῶν!