Πίνακας του Μενιδιάτη ζωγράφου Χρ. Τσεβά |
Η Μενιδιάτικη
παραδοσιακή φορεσιά
«Κάθε Ελληνική τοπική
φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων,το οποίο χαρακτηρίζει την ομάδα των
ανθρώπων που ζουν μέσα στον Ελληνικό χώρο» (Εθνογραφικά 1987).
Η Μενιδιάτικη Τοπική
Φορεσιά είναι το τέλειο σύνολο που εναρμονίζει τα χρώματα με τη συμμετρία.Έργο
χειρών των μενιδιάτικων κοριτσιών που το βράδυ ύστερα από τις ποικίλες
αγροτικές εργασίες και το νοικοκυριό στο σπίτι,κεντούσαν κάτω από το φως του
λυχναριού τη νυφική φορεσιά τους με ζήλο και προσμονή.Η φορεσιά αυτή είναι η
γνωστή σε όλους φορεσιά της Αττικής, η
‘Αρβανίτικη’. Η Μενιδιάτικη,για τους ειδικούς και τους ντόπιους,έχει αρκετές
διαφορές,αν συγκριθεί με τις άλλες περιοχές της Αττικής.Η διαφορά συνίσταται
στα χρώματα με τα οποία κεντούσαν το
‘φούντι’, δηλαδή το κάτω μέρος της φορεσιάς,τον ποδόγυρο, και τα μανίκια,δηλαδή τον ‘τζάκο’. Χρησιμοποιούσαν περισσότερες από είκοσι μεταξωτές,χρωματιστές κλωστές.
«Η φορεσιά του
Μενιδίου»,όπως γράφει η Ματούλα Στριφτού Βάθη «είναι στο σύνολό της ολόκληρη η
ιστορία της φυλής μας,κεντημένη από τα χέρια της Μενιδιάτισσας». Οι
περιηγητές,οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα πριν από την Επανάσταση του 1821,καθώς και οι ειδικοί,οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις φορεσιές της πατρίδας μας,από τον Μεσοπόλεμο και μετά,σχολιάζουν τη φορεσιά της Αττικής αποφαινόμενοι
ότι «κατεβαίνει» από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, σχετικά με το στήσιμο και
την ποικιλία των χρωμάτων και των κοσμημάτων.
«Ο Γάλλος λογοτέχνης και
φιλέλληνας Chateaubriand περιγράφει έκπληκτος το ένδυμα μιας νέας κοπέλας», η
οποία ήταν υπηρέτρια στο σπίτι όπου διέμενε. «Ήταν δε ενδεδυμένη απαράλλακτα
όπως οι αρχαίες Ελληνίδες» και συνεχίζει να απεικονίζει το ρούχο: «Το
χονδροειδές αυτό ύφασμα έχει ακόμη μεγαλύτερη ομοιότητα προς τον αρχαίο
ιματισμό των Ατθίδων».Η δε Αγγελική Χατζημιχάλη θεωρεί ότι η ενδυμασία της
Αττικής έχει την προέλευση ή ομοιάζει με τη βαρύτιμη ενδυμασία των βυζαντινών
γυναικών.
Τύχη αγαθή με οδήγησε
να βρίσκομαι στο Μουσείο μας τις πρώτες μέρες,ύστερα από τα εγκαίνια,το 1981,όταν η ‘μεγάλη’ Πόπη Ζώρα, περιεργαζόμενη τα διάφορα εκθέματα,σταμάτησε για
αρκετή ώρα μπροστά σε μια κεντημένη με σταυροβελονιά ποδιά αρραβωνιασμένης.Γύρισε και είπε στις συνεργάτιδές της ότι η κοπέλα,η οποία την κέντησε,σχημάτισε μέσα στα λουλούδια και άλλα σχέδια που σχημάτιζαν λωρίδες στο σύνολό
τους και μια σειρά από γεωμετρικά σχέδια, που μέσα σε αυτά,εκείνη διέκρινε
αμφορείς και συμβολισμούς του θεού Πάνα. Εντυπωσιάστηκα! Όταν έφυγαν,εισόρμησα
μέσα και χάζεψα την ποδιά αυτή και διεπίστωσα ότι ήταν δωρεά της κας Ανδριαννής
Κατσιγιάννη,το γένος Βαρελά. Ύστερα ρώτησα την Κατσιγιάννη σε ποιαν άνηκε η
ποδιά αυτή και μου απάντησε ότι ήταν προικιό μιας μακρινής συγγένισσάς της.Τη
ρώτησα πάλι για τις γραμματικές γνώσεις της και μου είπε: «φαντάζομαι μόνο τις
στοιχειώδεις της εποχής της». Έμεινα άναυδη και σκέφτηκα ότι οι ‘ρομαντικοί της
Ιστορίας’ επιβεβαιώνονται πιστεύοντας – και έτσι είναι – ότι οι ρίζες των
Ελλήνων ξεκινούν από την αρχαιότητα και φτάνουν,παρά τις διάφορες προσμίξεις,ως τη σημερινή εποχή.Αυτή η νεαρή Μενιδιάτισσα,γεννημένη ύστερα από την
Επανάσταση του ’21,χωρίς πολλές γνώσεις της ιστορίας μας,κεντούσε μαζί με τα
λουλούδια και αρχαία σύμβολα.
Ας έλθουμε όμως στο
θέμα μας.Σύμφωνα με τους ιστορικούς,οι Αρβανίτες εγκατοίκησαν την Αττική κατά
την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα,ενώ το δεύτερο κύμα της εποίκισης
εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Μενιδίου και η εποίκιση αυτή έλαβε χώρα κατά την
περίοδο 1580-1590.Από όσα γνωρίζουμε,οι γυναίκες του Μενιδίου ύφαιναν και
κεντούσαν μόνες τους όλη την οικοσκευή τους από τον 18ο αιώνα. Όλες ανεξαιρέτως,κεντούσαν τις βελονιές ‘μπάρëλjα’ και ‘πράπëλjα’ και τη σταυροβελονιά.Η πράπëλjα κεντιέται από την
ανάποδη,εξ ου και η ονομασία της που σημαίνει ‘πράπα’, δηλαδή, το όπισθεν
μέρος.Είναι μετρητό κέντημα και σχηματίζει αυστηρά γεωμετρικά σχέδια.Κεντιέται με κόκκινες κλωστές που σχηματίζουν μια συνεχή λωρίδα σχεδίων.Η
μπάρëλjα είναι κέντημα γραφτό.Η ονομασία της απορρέει από το ‘μπαρe’ που
σημαίνει το πρόσθιο μέρος και σε αντιδιαστολή με την πράπëλjα κεντιέται
κανονικά από την πρόσθια όψη του κεντήματος.Δεν θα αναπτύξω περαιτέρω τον
τρόπο κεντήματος της μπάρëλjα, γιατί δεν αποτελεί το θέμα της ανακοίνωσης.
Η ειδική κεντήστρα
σχεδίαζε το κέντημα στο φούντι και στο τζάκο.Ακολούθως κεντούσε το σχέδιό της
χρησιμοποιώντας σκούρα κλωστή και ‘ριζοβελονιά’. Στη συνέχεια,κάθε κοπέλα
γέμιζε το δικό της κομμάτι με πολύχρωμες κλωστές, συμβάλλοντας έτσι στην
ολοκλήρωση αυτού του θαυμαστού μωσαϊκού από χρώματα και βελονιές.
Ας προχωρήσουμε τώρα
στην εξιστόρηση των γεγονότων ως τις μέρες μας.Αρχές του 1980,μια ομάδα
γυναικών με επικεφαλής την Αθηνά Κερεστεντζή ήρθαν στις Αχαρνές και μαζευτήκαν
γύρω από τη νεαρά Χριστίνα Δαμάσκου,η οποία γνώριζε την μικρασιατική
κεντητική,με σκοπό να μάθουν την τεχνική του μικρασιάτικου κεντήματος,που
έχει επίσης βελονιές την ορθή και την ανάποδη.Σε μια από τις συναντήσεις μας κατά τον δεύτερο χρόνο,και ενώ είχαν ήδη
αρχίσει να δημιουργούνται ωραία, μικρά χειροτεχνήματα,η Σούλα Δαμάσκου μαζί με
την Ανδριαννή Κατσιγάννη συζητούσαν το θέμα της μικρασιάτικης βελονιάς.Κατά τη
διάρκεια της συνομιλίας,η Ανδριαννή λέγει στη Σούλα: «γιατί ασχολούμαστε με
την ασφαλώς πολύ ωραία βελονιά της Μικράς Ασίας και δεν αναβιώνουμε τη δική
μας;» Έτσι,απλά και πρακτικά,τέθηκε το θέμα της αναβίωσης της κεντητικής του
τόπου μας.Εδώ θα πρέπει να σας παρουσιάσω μικρό βιογραφικό των δύο αυτών
κυριών.
Η Σούλα Δαμάσκου,το
γένος Κιούση,με καταγωγή την Ελευσίνα ήρθε νύφη στις Αχαρνές.Είχε πάθος για
το κέντημα και είχε εκμάθει όλες τις παραδοσιακές βελονιές στο Τμήμα της
ακούραστης πρεσβυτέρας κας Παπουτσοπούλου.Το Τμήμα αυτό λειτουργούσε κατά
καιρούς τόσο στο Ίδρυμα της Αγγελικής Χατζημιχάλη,όσο και στο Λαογραφικό
Μουσείο των Αθηνών στην Πλάκα.Όλα τα εργόχειρά της με τις βελονιές Σκύρου,
Σαρακατσάνικης, Βυζαντινής αλλά και τις δυτικότροπες βελονιές όπως ‘poin d’
ombre’, ‘ανεβατό, ‘πλακέ’, ‘αζούρ’ κ.α., ήταν χειροτεχνήματα σε τέλεια
εκτέλεση.
Η Ανδριάννα
Κατσιγιάννη,το γένος Βαρελά,μαζί με ολιγοστούς άντρες,όπως οι Ιωάννης
Κατάρας, Γιώργος Πανουργιάς και Σπύρος Κιούσης – όλοι Μενιδιάτες με μεγάλη
αγάπη για τον τόπο τους – λίγα χρόνια πριν από την ίδρυση της Ιστορικής &
Λαογραφικής Εταιρείας Αχαρνών το 1981,έψαξαν πρώτοι για οικογενειακά κειμήλια
στα δικά τους μπαούλα και σεντούκια.Στην συνέχεια ζήτησαν την συνδρομή των
συγγενών και των φίλων.Παλιά κεντήματα,εργαλεία και είδη σπιτιού δωρίθηκαν
στο Μουσείο οικειοθελώς.Όλα αυτά αποτέλεσαν τη ‘μαγιά’ με την οποία ξεκίνησε
τη λειτουργία του το Λαογραφικό Μουσείο.Στη συνέχεια έγινε η εδραίωσή του από
τον Ορειβατικό Σύλλογο Αχαρνών που το παραχώρησε στην Ιστορική & Λαογραφική
Εταιρεία Αχαρνών.Η Ανδριαννή Κατσιγιάννη συνέχισε να εκδηλώνει το αδιάκοπο
ενδιαφέρον της και να παρακολουθεί από κοντά την πορεία του Μουσείου.Διετέλεσε, μάλιστα,Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την περίοδο
2006-2010 και είναι αυτή που έβαλε τις βάσεις για την ανακατασκευή του Μουσείου
ύστερα από τον σεισμό του 1999.Μετά,τη σκυτάλη παρέλαβε ο Γιώργος Φυτάς,που
κατά την εμπνευσμένη προεδρία του, καμαρώσαμε την πλήρως ολοκληρωμένη ανάπλαση
του Μουσείου.Αυτό τελειοποιημένο πια είναι ανοικτό στο κοινό και αποτελεί το
διαμάντι του πολιτισμού,της ιστορίας και της λαογραφίας.
Ήταν φαίνεται ευτυχής
η συγκυρία που χρειαζόταν για να ξεκινήσει η αναβίωση της τοπικής κεντητικής.Η
Σούλα Δαμάσκου δεν γνώριζε την τεχνική του κεντήματος μπάρëλjα- πράπëλjα,πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι και πολλές από τις γυναίκες του
τόπου μας το αγνοούσαν.Η Δαμάσκου ανέλαβε το εγχείρημα με μεγάλη αγάπη και
έμμονο πάθος,επαληθεύοντας προφανώς τα όσα έλεγε ο Πάουλο Κοέλιο: ‘όταν θέλεις
κάτι πάρα πολύ,όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις!’ Βασικά έψαξε στο
στενό περιβάλλον της,στη γειτονιά της,στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρό της
προκειμένου να βρει γηραιές κυρίες,οι οποίες να γνώριζαν αυτό το κέντημα.Τότε
ζούσαν ελάχιστες και μεταξύ αυτών μόνο δύο από αυτές ήταν μαθήτριες της
εμπνευσμένης εκείνης κυρίας,της Λουκίας Ζυγομαλά (1866 – 1945).Για τους μη
γνωρίζοντες,η Λουκία Ζυγομαλά ήταν μια προσωπικότητα με ανοικτούς ορίζοντες,με μεγάλη αγάπη για το κέντημα της Αττικής,η οποία και δημιούργησε Σχολή για
τις κοπέλες της υπαίθρου.Ο σκοπός της ήταν να εκμάθουν την κεντητική,ώστε οι
ίδιες να κεντούν τα εργόχειρά τους και
παράλληλα να εξοικονομούν χρήματα.Έτσι,συνέβαλε ουσιαστικά στη δημιουργία της
οικιακής οικονομίας,δεδομένου ότι τα εργόχειρά τους απέκτησαν την δυνατότητα
να πωλούνται στο Κατάστημα της Κοινοπραξίας ,στην οδό Βουλής στην Αθήνα.Η ίδια
ίδρυσε και το Μουσείο Ζυγομαλά στον Αυλώνα της Αττικής.
Η Λουκία Ζυγομαλά
έμαθε στα κορίτσια να κεντούν τη συγκεκριμένη βελονιά όχι μόνο στο φούντι ή
στον τζάκο αλλά και στα μαξιλάρια,κεντήματα για έπιπλα κ.α. ούτως ώστε να
διατηρηθεί η βελονιά επί μακρόν.Η Σούλα Δαμάσκου,αφού έμαθε πρώτα την
πράπëλjα,κάτι σχετικά βατό,στη συνέχεια έμαθε και την μπάρëλjα.Η μπάρëλjα είναι πολύ πιο δύσκολη,γιατί στα κουτάκια που σχηματίζονται, απαιτείται ύστερα από τον σχεδιασμό να
γεμίζονται είτε με τη βελονιά παραλλαγής της βυζαντινής και της ‘ανεβατού’,
είτε με πλάγιο πλακέ σε λεπτές σειρές.Όταν η Δαμάσκου έμαθε πια και τις δύο
βελονιές,η Ανδριάννα Κατσιγιάννη της έδωσε ένα φούντι από το μπαούλο της,σχεδιασμένο και κεντημένο με ρίζα. Αυτό το φούντι,για άγνωστους λόγους,είχε
αφεθεί ανολοκλήρωτο,δηλαδή ακέντητο.Έτσι,της δόθηκε η δυνατότητα να καταλάβει πως ακριβώς άρχιζε
και προχωρούσε το κέντημα.Το συγκεκριμένο μισοτελειωμένο φούντι,η Ανδριάννα
Κατσιγιάννη το δώρισε αργότερα στο Μουσείο μαζί και με άλλα κεντήματα.Εδώ
πρέπει να αναφέρω τα ονόματα των γυναικών,οι οποίες βοήθησαν με τις γνώσεις
τους τη Σούλα Δαμάσκου στις βελονιές και γενικώς στις τεχνικές τους.Ήταν η
Βασιλική Τσαμάλη, η Γιαννούλα Αλεπού και η Λίνα Μεγαγιάννη. Η ομάδα των
γυναικών,οι οποίες μαζεύτηκαν γύρω της με αγάπη και όρεξη για δουλειά είναι οι
εξής:
Άννα Βεντούρη,
Κατίνα Κιούση,
Νίκη Μαρίνη,
Μαίρη Λιόση,
Αλέκα Βαρελά,
Σοφία Σύρμα Κουμπούρη,
Βούλα Φρέσκου,
Βούλα Σταυροπούλου,
Τασούλα Μουστακάτου,
Νίκη Παπαχρήστου,
Κλειώ Μούρτζινου,
Μαρία Κατάρα,
Δήμητρα Στάση
Αντωνίου,
Πόπη Καλατζή,
Ιωάννα Πηγαδά Μίχα,
Βέτα Παρασκευοπούλου,
Τασία Γκρίτση Σίμηνα
Ιωάννα Δουλοπούλου,
Ελένη Βερτσέκου Νίκα,
Μαρί Κουτσάκη Μαρίνη,
και
Νίκη Τσίγκου Κολυβά
Η ομάδα μαζεύτηκε,όμως δεν υπήρχε ο κατάλληλος χώρος να εργαστούν.Αρχικά, έλειπε ένα μεγάλο
τραπέζι.Αυτό βρέθηκε! Ήταν η χρονιά εκείνη,που το κράτος είχε δημιουργήσει το
ΝΕΛΕ (Λαϊκή Επιμόρφωση) με υπεύθυνο για την περιοχή του Μενιδίου τον Γιώργο
Μούρτζινο, τον τότε Διευθυντή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αχαρνών.Ο πραγματικά
ευλογημένος αυτός άνθρωπος παραχώρησε τον χώρο που είχε ενοικιάσει και είχε
μέσα ένα πελώριο τραπέζι.Στον χώρο αυτόν,ένα απόγευμα την εβδομάδα,εδιδάσκοντο μαθήματα σχετικά με την τοπική κεντητική. Στα μαθήματα αυτά υπήρχαν
γνώσεις σφαιρικές περί του αντικειμένου,αλλά και προβληματισμοί.Παράδειγμα
ενός τέτοιου προβληματισμού ήταν το εξής:
Έχοντας εξασκήσει τη
βελονιά πάνω σε δείγματα,ήρθε η ώρα να γίνουν τα πρώτα κεντητά ποικίλματα.Πάνω σε ποιο ύφασμα θα εγένετο το κέντημα; Η Σούλα Δαμάσκου έψαξε και βρήκε
ύφασμα υφαντό στο κατάστημα ‘Διπλούς Πέλεκυς’, στην οδό Βουλής και σε μια
υφάντρα στον Ασπρόπυργο.Το ύφασμα αυτό έμοιαζε με αυτό του φούντι.Έτσι,σιγά-σιγά και με πολλές δυσκολίες έγινε κατορθωτή η δημιουργία των χειροποιημάτων.Τα κεντήματα ήταν άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγαλύτερα,ανάλογα με τον χρόνο που
διέθετε η κάθε κεντήτρα.Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες είχαν τις προσωπικές τους
φροντίδες.Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε επαγγελματική ενασχόληση είτε
ενδοοικογενειακές υποχρεώσεις με παιδιά, αλλά επίσης να υποδηλώνει ανεπτυγμένο
μεράκι τόσο των μαθητευομένων,όσο και της δασκάλας,η οποία κένταγε μαζί τους
το δικό της κέντημα.Το εγχείρημα αυτό όταν ολοκληρώθηκε στα δύο αυτά χρόνια
αποτέλεσε τη χαρά και το καμάρι όλων. Ποια είδη είχαν φτιαχτεί; Είχαμε φτιάξει κάδρα, σεμέν, τραπεζομάντιλα,
μαξιλάρια, λαμπατέρ, κουρτίνες κ.α. Ανωτέρω έγινε αναφορά στην εκμάθηση
σφαιρικά του αντικειμένου.Στο πλαίσιο αυτό,τη δεύτερη χρονιά, πραγματοποιήθηκε
επίσκεψη για πρώτη φορά στο Μουσείο Ζυγομαλά στον Αυλώνα.Τα εκθέματα
χειροτεχνίας προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων.Έτσι,μέσα στα δύο αυτά χρόνια,εκτός από τις γνώσεις της κεντητικής καλλιεργήθηκαν και συνέσφιξαν δεσμοί
φιλίας.Τη δεύτερη χρονιά,την άνοιξη,στο Πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής στις
Αχαρνές,στήθηκε μεγάλη Έκθεση στην κεντρική αίθουσα του 1ου Δημοτικού Σχολείο
Αχαρνών.Η αίθουσα είχε παραχωρηθεί από τον τότε διευθυντή του σχολείου,κο
Κουτσόκωστα. Το συγκεκριμένο κτίσμα ήταν δωρεά του Ανδρέα Συγγρού που
απαρτίζεται εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, και από τη μεγάλη και
ψηλοτάβανη κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων.Εκεί πραγματοποιήθηκε η Έκθεση των
εκθεμάτων επί δύο μέρες.Τα εκθέματα συγκέντρωσαν τον θαυμασμό του πλήθους,που
συνέρρευσε στο σχολείο για να τα θαυμάσει.Στον τοπικό τύπο είχε προηγηθεί
δημοσίευση της ανακοινώσεως για τις παράπλευρες εκδηλώσεις του πανηγυριού.Σε
ενίσχυση της κίνησής αυτής,το Παράρτημα Αχαρνών του Λυκείου των Ελληνίδων
τύπωσε με επιτυχία το φούντι,ώστε οι νεότερες κοπέλες, όταν θελήσουν να το
κεντήσουν,να έχουν έτοιμο και τυπωμένο το σχέδιο.Στο Λύκειο,έλαβε χώρα
επίσης εργασία μεγίστης σημασίας,αναβιώνοντας έτσι τα δυο κοσμήματα της
φορεσιάς που έχουν και κεντητική τέχνη,δηλαδή το μετωπιαίο κόσμημα,το
‘ξελίτσι’ και το ΄γιορντάνι’ που είναι επίσης και κέντημα με πέτρες.
Αργότερα,η Δήμητρα
Αντωνίου,μαθήτρια της Δαμάσκου,παρέλαβε ως δασκάλα την κεντητική εργασία.Έτσι
συνεχίστηκε το φυτώριο εκμάθησης της τέχνης και από άλλες γυναίκες,οι οποίες
καλλιτέχνησαν τα δικά τους χειροτεχνήματα. Μεταξύ αυτών η Αγαθή Νίκα, η Μαίρη
Γιώτα και η Βασιλική Στάση Πάντου. Δύο ακόμα κυρίες είναι η Γεωργία Μπαλή και η
Ντίνα Ντούρου. Η Γεωργία Μπαλή, η οποία είναι αυτοδίδακτη,κέντησε και αυτή
φούντι.Επίσης σχεδίασε η ίδια ένα φούντι,όντας επαγγελματίας σχεδιάστρια και
το έδωσε στη συνέχεια στο Λύκειο των Ελληνίδων για να το τυπώσουν.Η Ντίνα
Ντούρου κεντούσε ήδη από πιο παλιά και είχε αρκετά κομμάτια στην προίκα της.Τις βελονιές τις είχε διδαχτεί από την μοναχή Θέκλα,το γένος Βερτσέκου.
Κεντήματα αυτών των κυριών θαυμάσατε στην έκθεσή μας στον απάνω όροφο μαζί με
όλα τα άλλα.Στην δεκαετία του 1980, τελειοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε η
διδασκαλία των δύο βελονιών,ώστε η χαρά της δημιουργίας να είναι μεγάλη.Βεβαίως, οι καιροί άλλαξαν και ύστερα από
χρόνια μειώθηκε το ενδιαφέρον.
Απ΄ το παλιό Μενίδι |
Θυμάμαι ότι η Σούλα
Δαμάσκου πάντα πίστευε ότι το κέντημα έπρεπε να το γνωρίσουν και να το
αγαπήσουν κορίτσια μικρότερης ηλικίας.Στις αρχές της δεκαετίας του 1990,ένας
άλλος δάσκαλος,ο Διευθυντής του 7ου Δημοτικού Σχολείου Αχαρνών,κος Σπύρος
Αναγνωστόπουλος,άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για την παράδοση,μας καθόρισε μια
σχολική ώρα την εβδομάδα ώστε να πηγαίνουμε στο σχολείο και να δείχνουμε τις
βελονιές στα κορίτσια της έκτης δημοτικού.Δύο-τρείς από μας,με επικεφαλής τη
δασκάλα μας,η οποία είχε έρθει φορτωμένη με τετράγωνα κομμάτια ‘εταμίν’ με
πολύ μεγάλες τρύπες και αντίστοιχες χονδρές βελόνες,ώστε να γίνει η απαρχή για
την εκμάθηση της πράπëλjα με κόκκινες κλωστές,προκειμένου η κατάκτηση της
κεντητικής να γίνει ομαλότερα για τα νεαρά κορίτσια.Ο αριθμός τους ήταν
περίπου 10-15 κορίτσια,τα οποία μας κοίταγαν με μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο.Βεβαίως,το σοκ ήταν μεγάλο,όταν διαπιστώσαμε ότι τα παιδιά κοιτούσαν με
ορθάνοιχτα μάτια πως περνούσαμε την κλωστή στη βελόνα.Η εποχή ανέρχεται στα
χρόνια εκείνα που τα παιδιά στο σχολείο,ήταν ακραιφνώς ελληνόπουλα.Ρώτησα τη
μικρή μαθήτρια, στην οποία έδειχνα τη βελονιά,ξέροντας την οικογένειά της:
«δεν έχεις δει ποτέ την μαμά να ράβει κουμπιά στα πουκάμισα του μπαμπά ή ακόμα
κάποια τρυπημένη κάλτσα;» Μου απάντησε με περίσσια παιδική αθωότητα και
αφέλεια: «όχι γιατί, όταν τρυπήσουν,τις πετάμε!» Όπως καταλαβαίνετε τα παιδιά
δεν είχαν διάθεση να μπουν στη διαδικασία της εκμάθησης του κεντήματος.Τους έλειπε
παντελώς η αγάπη και η παιδεία για την παράδοση που διδάσκεται στο σπίτι.
Παρόλα αυτά δεν
απογοητεύομαι,φύσει αισιόδοξη,νομίζω ότι τίποτα δεν τελείωσε, και τίποτα δεν
έληξε.Και για του λόγου το αληθές,επειδή η ιστορία κάνει κύκλους, το
εγχείρημα της κεντητικής ελπίζω ότι θα συνεχιστεί και από άλλες γυναίκες.
Φαντάζομαι να είδατε στην Έκθεση το μισοτελειωμένο κέντημα της Ιωάννας Μίχα
Πηγαδά, η οποία αυτή την εποχή κεντά και ολοκληρώνει το φούντι,για τον
απλούστατο λόγο ότι αγαπά υπερβολικά και δοξάζει αυτό που κάνει.
Κλείνοντας,θα ήθελα
να αφιερώσω αυτήν την ανακοίνωση στην αγαπημένη εξαδέλφη,φίλη και δασκάλα μου,την Σούλα Δαμάσκου,που έφυγε πρόσφατα από την ζωή. Να ευχαριστήσω από καρδιάς
την παλιά και καλή μου φίλη,φιλόλογο και τουρκολόγο Έφη Εξίσου για τις
διορθώσεις και παρατηρήσεις της στην ανακοίνωσή μου.Ακόμη την φίλη μου Ελένη
Νίκα και τις κυρίες Μαρία Κατάρα και Ελένη Δίελα που κατανάλωσαν αρκετές ώρες
για να στήσουμε όλες μαζί την πολύ όμορφη έκθεση των εργοχείρων μας που είδατε
στον επάνω όροφο.Και τέλος να ευχαριστήσω και δημόσια τον γιο μου Δημήτρη -
Σπύρο Κολυβά που χωρίς την αμέριστη βοήθειά του στα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα
δεν θα μπορούσα να ανακοινώσω αυτήν την εργασία.Σας ευχαριστώ.
ΝΙΚΗ ΤΣΙΓΚΟΥ-ΚΟΛΥΒΑ:
Αναβίωση της κεντητικής τέχνης στο Μενίδι
10ο Συμπόσιο Ιστορίας
και Λαογραφίας,Μενίδι,20-23.11.2011
Σχετική έκδοση: Μαρία
Μαρίνη– Κουτσάκη, Η Μενιδιάτικη παραδοσιακή φορεσιά, Ιστορική και Λαογραφική
Εταιρεία Αχαρνών, 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.