Σελίδες

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Γκιάκ


Γκιάκ

Στο αρβανίτικο ιδίωμα της ελληνικής η λέξη γκιακ (το –ια- δίφθογγος,όπως στη λ. πιάνω) σημαίνει αίμα.Το θέμα είναι γκια- και –κ η συνήθης στα αρβανίτικα ονοματική κατάληξη.Με τις άλλες Βαλ-κανικές γλώσσες δεν υπάρχει καμία σχέση,συνάφεια ή επιρροή (τούρκικα: kan,λατινικά: sanguis-inis.Απ΄ το δεύτερο και,ρουμανικά: sange.Η δεύτερη λατινική λ. για το αίμα ctuor-oris φαίνεται να σχετίζεται με τις σλαβικές βαλκανικές γλώσσες,αλλά δεν ενδιαφέρει εδώ).Όσο κι αν φαίνεται παρά-ταιρο και ασύμβατο και αυτή η αρβανίτικη λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά.Ας δούμε πως:
Σε όλα τα λεξικά της ελληνικής (αρχαίας και νέας,ερμηνευτικά ή ετυμολογικά) η λέξη αίμα παραδί-δεται ως αγνώστου ή αβεβαίου ετύμου.Ο Ιωάννης Σταματάκος  όμως,μας προσφέρει μια πολύτιμη πληροφορία.Η λέξη αίμα απαντάται στην αρχαιότητα και ως γαίμα (περισπώμενα αμφότερα).Δεν παραθέτει όμως,αποδεικτικά κειμενικά αποσπάσματα.
Από την άλλη,η λέξη γαία είχε ως ισοδύναμό της την ποιητική λέξη αία (=γη,έδαφος/χώρα,πατρίς). Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι δύο λ. τυγχάνουν ομόρριζες,πιθανότατα όχι.Πάντως,νοηματικά συμπί-πτουν.
Κατά την ταπεινή επιστημονική μου άποψη,εδώ βρίσκεται και η ερμηνεία της λ. αίμα,αλλά και της λ. γκιακ.Αίμα είναι η δύναμη,η ορμή,το τράνεμα της γαίας.Το ζωοποιό ρεύμα της αρχέγονης ύπαρξης τροφοδοτεί με ενέργεια την ύλη,τις ιδιότητες και τα παράγωγά της.Απ΄την γαία/αία εξακτινώνεται στις μορφές ζωής η αρκτική και κυρίαρχη ουσία της: το γαίμα/αίμα για να αρδεύσει τις διψασμένες κι αδηφάγες εκδοχές του Όντος.Έτσι,δεν είναι καθόλου παράξενο που η λ. γίγας πηγάζει από την γαί-α.Γίγας,δεν είναι μόνο ο τεράστιος,ο πελώριος,αλλά και ο δυνατός,ο πανίσχυρος.Και είναι τέτοιος,ε-πειδή ακριβώς αιματώνεται,λαμβάνει αδιάκοπα θρεπτικά υλικά από τη μάνα γη.Κατά τον Ησίοδο, επιβεβαιωτικά,Γίγαντες είναι τα τέκνα της γης,εξ ου και το όνομα γίγας=γηγενής.Γι΄ αυτό και στην (ελληνική και παγκόσμια) μυθολογία υπάρχουν περιπτώσεις οντοτήτων με θηριώδη δύναμη μόνο και μόνο επειδή διατηρούσαν οργανική επαφή με την γαία/γη.
Να λοιπόν η σειρά:
Γαία-αία γαίμα-αίμα (γκια-κ) γίγας.Δεν ξεχνάμε ότι στην ακατέργαστη μορφή των αρβανί-τικων αναπτύσσονται τραχύνσεις (γ γκ).
Αυτή είναι η νοηματική αλληλουχία και διασύνδεση.Αυτά είναι και τα Αρβανίτικα! Όσοι διατεί-νονται ότι τα αρβανίτικα δεν είναι ελληνικά,ιδού άλλη μία ευκαιρία/πρόκληση.Ας ετυμολογήσουν το γκιακ εκτός ελληνικής.Θα ματαιοπονήσουν...

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΣ: ΓΚΙΑΚ κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Δημοσιεύτηκε Παρασκευή, 26 Δεκεμβρίου 2014 17:39
κείμενο: Χρίστος Παπαγεωργίου

Χρησιμοποιώντας την αρβανίτικη διάλεκτο, στην οποία «γκιακ» σημαίνει αίμα, αδελφικό αίμα, εκδίκηση, βεντέτα, φυλή, ο νεότατος ταλαντούχος συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος δημιουργεί διηγήματα που προκαλούν με τη σκληρότητα, την αγριάδα αλλά και τη θηριωδία ιδίως του πολέμου. Πράγματι, οι ήρωες είναι σχεδόν στο σύνολό τους μαχητές στη Μικρασία τα οδυνηρά εκείνα χρόνια της καταστροφής και προβαίνουν σε πράξεις ανατριχιαστικές, όπως: ο ένας βασανίζει και εκτελεί με τρόπο απάνθρωπο τον βιαστή και φονιά της αδερφής του, ο άλλος επιστρέφοντας βρίσκει τον πατέρα του στο κρεβάτι, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό για περίθαλψη ενός αντάρτη και παίρνει την εκδίκησή του, ο έτερος γυρίζει από τον πόλεμο ομοφυλόφιλος, όπως στη μυθολογία και την ομηρική παρακαταθήκη, ο επόμενος αρραβωνιάζεται στη Σμύρνη, πατά τον όρκο του, επιστρέφει, παντρεύεται, και με την επαναπροώθηση των προσφύγων στην Ελλάδα συναντά τη γυναίκα που αγάπησε, ο άλλος εκτελεί τον ιμάμη, και κάποιος γίνεται Νόκερ στην Αμερική αφού πολέμησε στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων και στη Μικρασία, όπου σκότωσε πολλούς, και τώρα δίνει τη χαριστική βολή στα ζώα, λίγο πριν σφαγιαστούν. Όλα αυτά με γνήσια, πηγαία και ξεκάθαρη αφηγηματική προοπτική, έτσι που και να μην το θέλει κάποιος, η ατμόσφαιρα, που ως πέπλο καλύπτει τα δρώμενα, να γίνεται γροθιά στο στομάχι, ενώ η άποψη της ιστορικού και βουλευτή να φαντάζει σχεδόν αστεία για τον θόρυβο που ξεσήκωσε, μπρος στα τερατουργήματα που ο στρατός έκανε στον συγκεκριμένο πόλεμο, για τα οποία κανείς δεν αναφέρεται, εκτός ίσως του νεότατου Παπαμάρκου, που βρίσκει το θάρρος και μιλά έξω απ' τα δόντια. Έτσι που να βγαίνει το πρώτο συμπέρασμα, το οποίο λέει πως στη μάχη δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι είναι ίδιοι, όλοι σφάζουν, σκοτώνουν, βιάζουν, καταστρέφουν, πυρπολούν, για να πάψει επιτέλους η κωμωδία περί του ευγενούς ελληνικού στρατού, όπως οι πατριώτες επιθυμούν να μας κάνουν να πιστέψουμε.
Η αφήγηση του Παπαμάρκου είναι αληθινά εκπληκτική. Κατασκευάζοντας λογοτεχνικά επεισόδια, έστω και σε υπερβατικό βαθμό καταφέρνει να κερδίσει την αποδοχή του αναγνώστη, ακόμη και σε σημεία όπου, όντως βάναυσα, περιγράφει ανομολόγητες πράξεις, που άλλοι συγγραφείς δεν τολμούν να διασκευάσουν. Η γλώσσα είναι τραχιά, αγροτική, συμπαρασύρει στο διάβα της κάθε αντίσταση, υπερβαίνει σε εκφορά τα πεπραγμένα, ξεπερνά όρια και συμβάσεις, γενικώς τροφοδοτεί μια δραματική ατμόσφαιρα που συμπαρασύρει χωρίς ενδοιασμούς, ως άκρως υπερβατική. Οι ήρωες είναι άνθρωποι τραχείς, έχουν βιώσει το βάρος της ζωής στους ώμους τους, δεν έχουν πρόβλημα να αφαιρέσουν ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος, να βιάσουν μέχρι θανάτου, να πλιατσικολογήσουν, επειδή στέλνονται εκεί για να πολεμήσουν, αδυνατούν να καταλάβουν τους λόγους, πως πρέπει να αφήσουν τα κόκαλά τους αν δεν προλάβουν να πυροβολήσουν πρώτοι. Ο Παπαμάρκος ανατρέπει όλα όσα γνωρίζουμε ως επίσημη Ιστορία, όλα όσα μας σέρβιραν χρόνια τώρα τα δικτατορικά καθεστώτα και όποιοι κατά συνθήκη δημοκράτες, όλα όσα έγραψαν στα βιβλία με τα οποία μεγαλώσαμε, όλα όσα ως ιερά και όσια διαφυλάξαμε μέσα μας και τα οποία αποτελούν ένα χοντροκομμένο, ολοκληρωμένο, συνολικό απίστευτα τεράστιο ψέμα. Και χρειάστηκε ένας συγγραφέας τριάντα ενός ετών, ο οποίος πρωτοδημοσίευσε σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, να αναποδογυρίσει το σύμπαν, να βάλει τα γυαλιά σε όλους του μεγαλοσχήμονες, να μιλήσει μια γλώσσα που άπτεται της πραγματικότητας χωρίς περιορισμούς, που, τέλος, δεν κωλώνει μπρος στους νεότευκτους μιλιταριστές και «υμνητές» της πατρίδας, της χάρης της και της μεγαλοσύνης της.
Άλλη μια τεχνική εκφοράς την οποία ο Παπαμάρκος χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα είναι η εξής: πραγματώνεται η αφήγηση και στο τέλος αντιλαμβανόμαστε πως αυτός που περιγράφει, ο ήρωας δηλαδή, μεταφέρει ό,τι έζησε σε κάποιον άλλο, στον μέλλοντα πεθερό του, σε έναν συγχωριανό, στη μητέρα του, σε μια γυναίκα του δρόμου, τέλος, σε κάποιον που υπομονετικά τον ακούει. Αυτή η πρακτική είναι ακόμη μια μικρή ανατροπή κι εμείς αισθανόμαστε αλλιώτικα, καθώς το μυστήριο λύνεται, και παράλληλα μπορούμε να μπούμε στον χώρο των διαδραματιζόμενων και να γίνουμε ένα με αυτόν που σιωπηλώς δέχεται τον καταιγισμό των γεγονότων, που ο άλλος μεταφέρει με τρόπο όχι μόνο λογοτεχνικό, αλλά συνάμα βαθιά ρεαλιστικό. Ιδίως στο διήγημα «Νόκερ», ο ρεαλισμός, κάτι παραπάνω από εκείνο που ένας αναγνώστης μπορεί να δεχθεί, αν δεν είναι υποψιασμένος, είναι απαράβατα οδυνηρός, είναι έμπρακτα τραγικός, είναι αληθινά βιωματικός.
Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιακ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να πέσει κάτω, να μη βρει τους αναγνώστες που του πρέπουν, να προσπεραστεί χάριν άλλων ελαφρότερων πονημάτων, εν κατακλείδι να δεχθεί αδιαφορία των παραληπτών, που δεν θα τον αναζητήσουν. Γιατί έτσι θα έχουμε χάσει κάτι το συγκλονιστικό, κάτι το πεζογραφικά μαγικό, κάτι το πέρα από όρια, σχεδόν προφορικό επίτευγμα, που μόνο του μπορεί να αιφνιδιάσει, να εκπλήξει και να σφραγίσει με την παρουσία του και τη δυναμική του οτιδήποτε μη θεμιτό μάς παρεσχέθη ως επίσημη Ιστορία.


ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ
(διήγημα από το παραπάνω βιβλίο)

Ποια; Αυτή που ’βαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του μακαρίτη; Αυτή είναι η θεια-Ανθή. Η χήρα που λέμε. Α, νόμιζα που την ήξερες. Όχι, όχι. Δεν τον είχε σόι.
Έλα πιο δώθε μη μας ακούνε. Με τη θεια-Ανθή που λες, είχανε ιστορία. Μου τα ’χε πει ο μακαρίτης. Ήμανε μικρότερος απ’ αυτόνα, αλλά κάναμε πολλή παρέα έναν καιρό. Προτού να φύγω να πάω στη Θήβα. Είσαι ίδιος ο πατέρας σ’, μου ’λεγε, γι’ αυτό σε αγαπάω πολύ, ρε παιδί. Είχα, να πούμε, γυρίσει ένα απόγεμα και θυμάμαι δεν είχα προφτάσει καλά καλά να κατεβώ απ’ τ’ αμάξι και περνούσε και μου λέει, άσ’ τα κι έλα να πιούμε ένα ουζάκι. Ήμανε μόλις απ’ το ταξίδι. Του λέω, ρε Κυριακούλη, να πάω να πω ένα γεια στη μάνα μ’ κι έρχομαι. Ασ’ τη μάνα σ’, μου λέει. Η μάνα πάντα περιμένει. Έλα, πάμε. Καθόμασταν, το θυμάμαι σαν τώρα στου γερο-Χρήστο, δεν θυμάμαι αν το πρόλαβες εσύ. Κει που ’ναι τώρα το ταχυδρο­μείο. Τέλος πάντων. Καθόμασταν που λες και τα συζητάγαμε και του λέω, έδωσα λόγο Κυριακούλη. Άιντε επιτέλους, ρε μπαγάσα, μου λέει, γεροντοπαλίκαρο κόντεψες. Και με ποιανού να ’χουμε το καλό ερώτη­μα; Ξένη, του λέω, απ’ τη Θήβα. Πού να την ξέρεις. Θα τη φέρω όμως, του λέω, τ αϊ-Λιος να τηνε δείτε κιόλας. Με κοιτάει. Μου λέει, ξένη ε; Γιατί, ρε, του το ’πα έτσι στα γελαστά, είχες κάνα κορίτσ’ στο χωριό τόσον καιρό να μου δώσεις και δε μου το ’χες πει; Δε μιλάει, δε λαλάει. Ρε Κυριάκο, ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου; Τι έπαθες; Τίποτα. Με κοιτάει και μιλιά. Φοβήθκα, λέω πάει, μου ’μεινε σέκος. Του πιάνω το χέρι, το σφίγγω, παγωμένο. Ώπα. Με ζώσανε τα φίδια. Βάνω και πιάνω τα κλειδιά έτοιμος να τον φορτώσω να φύ­γουμε στο νοσοκομείο. Ρε του λέω, είσαι καλά; Μίλα ρε, του λέω, τι έχεις; Μου κάνει νόημα. Κάτσε, μου λέει. Συμπάθα με, δεν είν’ τίποτα. Ρε, τι τίποτα; Σα να σε πήρε ίσκιος έκανες. Είσαι καλά; Θες να σε πάω στο γιατρό; Κάτσε, κάτσε, μου κάνει. Μια χαρά είμαι. Πα­ραγγέλνουμε ένα μεζέ, να πούμε, δεν γλωσσιάζει μπουκιά. Τον κοιτάω, τίποτα. Μια το τσιγάρο, μια το ποτήρι. Άμα είπα τίποτα άθελά μ’, Κυριάκο, του λέω, και παραξηγήθηκες να μου το πεις, να σου πω και συγγνώμη. Αλλά άμα είναι να καθόμαστε και να μη μου λες κουβέντα, να σηκωθώ να φύγω. Δεν είμαστε τίποτα παιδιά. Μην είσ’ αψύς, μου λέει. Πες του Χρήστο να μας φέρει ένα ακόμα και θα σου πω.
Το δεκαεννιά, μου λέει, που μπήκε ο στρατός στη Σμύρνη, εγώ ήμανε από τους πρώτους στην πόλη. Τι σχέση έχ’ αυτό; του κάνω. Πάψε κι άκου, μου λέει. Ήμανε που λες απ’ την αρχή. Τις δυο πρώτες μέρες έπειτα που κατεβήκαμε γινόταν ο κακός χαμός. Είχε βγει το ευζωνικό σε λάθος μεριά κι όπως πέρναγε απ’ τα σοκάκια για να ’ρθει να πέσει προς τα μας, βρήκα­νε κάτι Τούρκους φαντάρους, πέσανε κάτι ντουφε­κιές, κι ύστερα αρχίνησε και γίνηκε το μάλ’-βράσ’. Έβραζε ο τόπος να πούμε και γινήκανε πράματα ουκ ολίγα. Κι απ’ τους δυο, υπ’ όψιν. Φκιάσαμε πράματα που να μ’ τα πεις τώρα ότι τα ’καμα γω, θα σου πω εί­σαι ψεύτης. Να καταλάβεις, μου δώσανε καινούργιο όπλο, γιατί είχε σπάσει το κοντάκι. Εμ, σπάει το κοντάκι; Κι όμως. Με τόσο λύσσα βάραγα που το έσπα­σα. Ας είναι. Άμα περάσανε κείνες οι μέρες κι ηρέμη­σε το πράμα, μας παίρνουνε και μας στέλνουνε τη μονάδα τη δίκιά μου στο Καντιφεκαλιέ. Στην πόλη μέσα πάλιε, αλλά στο στρατόπεδο.
Πρώτη φορά εκεί πήραμε μια ανάσα, να πούμε. Παίρναμε και καμιά άδεια να κάνουμε την τσάρκα μας. Κι η Σμύρνη ήτανε πολιτεία. Τι Αθήνα και Σαλο­νίκη. Τις είχα δει και τις δυο στον πόλεμο, μα σαν την Σμύρνη, Γούσια, μόνο στην Αμέρικα έχει πόλεις. Αμάξια, εστιατόρια, καφενεία με κομπανίες, πράμα­τα που δε λέγεται. Περπάταγα, θυμάμαι, κι όλο σκεφτόμανε πότε να περάσει ο πόλεμος, να ξετελέψω από φαντάρος, να ’χω όλον τον καιρό δικό μ’, να τη γυρνάω μέρα νύχτα.
Ρε Κυριακούλη, του ’χα πει, να με συμπαθάς, αλλά τούτα όλα μου τα ’χεις ματαπεί. Τι σχέση έχουν; Ρε καλόπαιδο, έτσι το ’χε το συνήθειο να σε λέει άμα αρχίναγε και θύμωνε, άσε με ν’ αποσώσω. Μη με δια­κόπτεις δις στην ώρα.
Λοιπόν, τον Μήτσο του Ρέντζη που λένε, τονε ξέ­ρεις; Α μπράβο. Μ’ αυτόνα ήμανε που λες και γυρνάγαμε έτσι ένα απόγιομα σε κάτι σοκάκια πίσω απ’ την παραλία. Είχαμε άδεια απογεματινή και ψάχαμε να βρούμε να πιούμε κάνα ουζάκι να πούμε. Κι όπως περνάμε, που λες, κάτω από ’να μπαλκονάκι μας φω­νάζουν δυο κορίτσα. Επ, είπαν, πού πάτε τέτοια ώρα, ελάτε απάν’ να σας ψήσουμε έναν καφέ. Μας αγαπά­γανε, βλέπεις, τότες οι Έλληνες εκεί. Άμα χτύπαγες πόρτα Έλληνα και ζήταες νερό, σε βάνανε μέσα στο σπίτι και σου δίνανε και το κανάτι που λέει ο λόγος. Εμείς απ, κουμπωθήκαμε όμως, που λες. Γιατί κορίτσα πράμα, κι ωραία κορίτσα, να θένε να σε βάνουν έτσι στο σπίτι, μας φάνηκε παράξενο. Πουτάνες θα ’ναι, μου λέει ο Μήτσος, καλλιά να φεύγουμε. Άντε ρε, του λέω. Ό,τι και να ’ναι δεν τρώνε. Κι άμα θέλουμε σκωνόμαστε και φεύγουμε. Το άργητο είναι; του λέω.
Όντως μας ανοίξανε, από δω, μας λένε, και τι να σου πω, ρε Γούσια. Δέκα φορές μας είπανε από δω. Τόσο μεγάλο ήτανε το σπίτ’. Με τα πολλά φτάνομε σε μια σάλα, μας καθίζουνε. Είχαμε χαζέψει εμείς. Το σπίτι ήταν σαν το διοικητήριο να πούμε μεγάλο. Πιά­νο είχε, ζουγραφιές στους τοίχους γύρω γύρω, τραπέζα όλο γυαλί κι απάνω ποτήρια κρύσταλλα. Τι να σου λέω και τι να δεις. Σα χάνοι κοιτάγαμε ολόγυρα. Με σκουντάει ο Μήτσος, ρε, μου λέει, τούτες δω είν’ αρχόντισσες. Πάψε, του ’πα, μην πεις καμιά κουταμάρα. Πάψε να ιδούμε. Μας ρωτήξανε τα κορίτσα, θέτε καφέ, λεμονάδα; Λέμε μεις, καφέ. Φεύγει η μία, η πιο μεγάλη ας λέμε, γιατί κι οι δυο μικρές ήσανε σαν και μας, κι η άλλη μας δείχνει ένα ντιβάνι και λέει, καθί­στε, θα φέρει η αδερφή μ’ τους καφέδες. Κάθεται κι αυτή σε μια καρέκλα αντίκρυ και μας λέει πόσο χαίρουνταν που ’χανε έρθει οι Έλληνες στην πόλη και που σε λίγα χρόνια θα γινόντουσαν κι αυτοί κράτος με μας και τέτοια. Στο μεταξύ, γύρισε κι η άλλη μ’ ένα δίσκο με τους καφέδες σε κάτι φλιτζάνια, Γούσια, όλο κεντητά με χρώμα και σκέδια χρυσαφιά. Φάτε και λουκούμια, μας λέει, και μας τ’ ακουμπάει μπροστά.
Τα ’χαμε χάσει εμείς. Κοιτιόσαντε αυτές, γελάνε, μη ντρέπεστε λένε, πάρτε. Φχαριστώ, τους λέω γω, τέ­τοια καλοσύνη δεν έχω ματαπαντήσει. Να σας έχει καλά η Παναγιά. Στην υγειά σας, τους λέω, έτσι με το νερό. Σιγά σιγά πιάσαμε και ξεθαρρέψαμε και αρχινήσαμε την ψιλή κουβέντα. Κάποια στιγμή μας ρωτάνε από πού είστε; Απ’ το Μαλισσάτ, τους λέω γω, απ’ την Αθήνα. Ποια Αθήνα, μου λέει η μία; Για τήρα δω στο χάρτη, εσείς είστε εκατό χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, και σκώνεται ο διάολος και πάει σε μια κορνίζα στον τοίχο και μου δείχνει. Θάμαξα, λέω κοίτα κορίτσ’ πρά­μα πόσα ξέρει. Είπαμε κι άλλα πολλά και στο τέλος ντραπήκαμε που καθόμασταν τόσο μεγάλη βεγγέρα σε ξένο σπίτι κι είπαμε ψέματα ότι πρέπει να φύγουμε γιατί δήθεν έπρεπε να γυρίσουμε στο τάγμα. Ντάξει, μας λένε αυτές, να μας ξαναπεράσετε, να ναι δω κι ο αδερφός μας να σας φιλέψουμε και κάνα ουζάκι, γιατί ο καφές δεν πιάνει. Μας πάνε προς την πόρτα κι εκεί στο πλατύσκαλο, γυρνάει η μικρή και μου κάνει, θες να πάμε σινεμά; Πού να ξέρω γω τότες τι ναι ο σινεμάς; Αλλά ντράπκα, ναι, της λέω. Έλα, μου λέει, άμα μπορείς την Πέμπτη να με πάρεις να πάμε.
Την Πέμπτη όντως σινιαρίστηκα και δυο και τρεις πήγα και τη βρήκα. Μ’ ανοίγει πάλι η αδερφή της, βάστα δυο λεπτά, μου λέει, κι έρχεται η μικρή. Περι­μένω γω στην πόρτα κι όταν έρχεται χάνω τη μιλιά μου. Λουλούδ’ άσπρο. Βγαίνει κι η μεγάλη από πίσω, να την προσέχεις, μου λέει, και μην αργήσετε πολύ. Ούτε να κουνήσω το κεφάλι να πω ναι δεν μπόραγα. Έτρεμα ολόκρηος. Με πήρε αλαμπρατσέτα και βγή­καμε στο σεργιάνι κι απ’ την κουβέντα την πολλή ούτε σινεμά πήγαμε εκείνη τη μέρα ούτε τίποτα. Παγαίναμε πάνω κάτω το λιμάνι και μόνο μιλάγαμε. Σαν πήρε και σουρούπωσε, μου λέει, τράβα με σπίτι για θ’ ανησυχήσουν οι δικοί μ’. Αλλά να περάσεις κι αύριο να με πάρεις. Θα πάμε να φάμε μια πάστα. Γύ­ρισα κείνο το βράδυ στο στρατόπεδο και μ’ είχε πιάσει πυρετός που δεν κοιμήθκα ντιπ όλη νύχτα. Την επομένη όμως ξαναπήγα και την πήρα.
Μη σ’ τα πολυλογώ, πάγαινα και την έβλεπα κάθε που έβγαινα κι άλλοτε καθόμασταν στο σπίτι, άλλο­τε σεργιανίζαμε, με τα πολλά γνώρισα και τον αδερ­φό της, γιατί ήταν ορφανή και δεν είχε γονιούς, και μου λέει το και το, τι σκοπό έχεις με την αδερφή μου, γιατί πολλά σούρτα φέρτα. Εγώ την αδερφή σ’, του είπα, την αγαπάω κι ούτε που την έχω πειράξει. Μόνο στη βόλτα πάμε κι έπειτα τη γυρνάω στο σπίτ’. Αδερφός της είσαι όμως και κουμάντο κάνεις εσύ. Άμα θες να την παρατήσω ήσυχη να μου το πεις, αλλά σ’ το λέω στα ίσα, του ’πα, γω μια φορά δεν το ’χω σκοπό να την αφήσω. Γι’ αυτό να δώσουμε λόγο και με το καλό που θα τελειώσει ο πόλεμος την παίρ­νω γυναίκα. Δώσαμε τα χέρια και τα συμφωνήσαμε κι έκτοτε πάγαινα καθημερνά στο σπίτι κι όταν βγαίνα­με μου ’χαν εμπιστοσύνη και γυρνάγαμε και πιο αργά. Κι όλο, της έλεγα, να, καρτέρα λίγο να τελειώσει το πράμα και μετά θα γράψω στους δικούς μ’ να πάρου­νε το καράβι και να ’ρθουνε να περάσουμε τις βέρες.
Κι εκεί που η δουλειά πάγαινε ρολόι κι ήμασταν στα μέλια, ξαναρχίσανε τα όργανα και πάω ένα απόγιομα στο σπίτι και της λέω το και το, το σκώνουνε το τάγμα απ’ τη Σμύρνη, ξαναπαίρνουμε το δρόμο. Να μη στεναχωριέσαι, της είπα, δεν έχουνε πολλά ψωμιά οι Τούρκοι ακόμα, θα τελέψουμε στα γρήγορα. Κι έμπηξε τα κλάματα κι ούτε που σταμάταγε, μέχρι που ’ρθε κι ο αδερφός της κει που καθόμασταν και τη μάλωσε και της λέει τι κάνεις έτσ’, λες και κλαις πεθα­μένο; Θα πάει και θα ’ρθει κι όλα καλά. Έτσι είναι, λέω κι εγώ, να μου γράφεις και θα σου απαντάω κι όσο να σου φανεί θα ’μαι πίσω.
Ήρθε ο καιρός να φύγουμε και το βράδυ πριν ζή­τησα απ’ τον διοικητή και πήγα και την είδα. Κάτσα­με τα ξανάπαμε και στο τέλος με φίλησε και μου ’βαλε στην τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα, τη μάρκα την Τουρμάκ, μια τούρκικια που μ’ άρεσε. Κει που θα πας, μου λέει, να τα καπνίζεις και να με θυμάσαι.
Γούσια, γω γράμματα καλά δεν ήξερα κι όταν μου φτάνανε τα γράμματα σελίδες μου ’ρχόταν βαριά που γω δεν μπόραγα να γράψω πάνω από δέκα σει­ρές, να της πω αυτά που ’χα κατά νου. Κι έτσ’ έστελ­να μαζί με το γράμμα και ζουγραφιές που έφτιαχνα πάν’ στα πακέτα απ’ τα τσιγάρα που μου ’πεμπε με το φάκελο. Πέρναγε ο καιρός όμως και τελειωμό δεν είχε ο σκοτωμός κι άρχισε να με πιάνει εμένα η απελπισιά. Κι όταν γίνηκε και μας πήρανε φαλάγγι οι Τούρκοι κι αρχίσαμε να γυρνάμε σαν τα κοπάδια, κο­πήκανε και τα γράμματα και τα όλα. Πρόλαβα μόνο εγώ κι έδωσα σ’ έναν ντόπιο και τον διάταξα να της πάει ένα τελευταίο ραβασάκι που της έγραφα, Ανθούλα μου είμαι καλά. Φεύγουμε με τα καράβια. Θα γυρίσω πάλι. Άμα πάρεις το γράμμα μου, να ξέρεις θα σε περιμένω. Κι έπειτα φύγαμε.
Γύρισα στο χωριό κι απ’ τη δίκιά μ’ τη σειρά ήμα­νε εγώ και καμιά εικοσαριά ακόμα. Μα μήτε που μ’ ένοιαζε. Είχα μάθει που ’χε γίνει το κακό στη Σμύρνη κι ούτε που μ’ είχε μείνει ψυχή να χαρώ που ’μουνα ζωντανός κι έβλεπα τη μάνα μ’. Κι ήρθε και πέρασε καιρός κι εγώ μήτε να φάω μήτε να βγω απ’ το σπίτ’ ήθελα, κι άκουγα που ’λεγε η μάνα μ’ στη γειτονιά ότι τάχατες ήμανε άρρωστος απ’ την κακουχία και γι’ αυτό. Αλλά γω για μήνες με το ζόρι σκωνόμουνα απ’ το κρεβάτι μέχρι που ’ρχεται και με πιάνει ο πατέρα μ’ και μ’ αρωτάει τι γίνηκε και μ’ έχει φάει τέτοιο μα­ράζι. Το και το, του λέω. Με βάζει πόστο και μου λέει, τόσοι και τόσοι πεθάνανε στον πόλεμο, άντρες και παλικάρια κι εσύ κάθεσαι και μυξοκλαίς για μια γυναίκα; Θα βρεις άλλη και θα παντρευτείς και θα τα λησμονήσεις τούτα όλα. Μ’ έκανε και ντράπκα, γιατί ήμανε και μικρός ακόμα και του ’χα σέβας του πατέ­ρα μ’ Και πώς να του το ’λεγα που απ’ όσους είχα δει και πεθάνανε, κι απ’ τα χέρια μ’, και φίλους, εγώ μο­νάχα την Ανθή θυμόμανε.
Το ’μαθε κι η μάνα μ’, Γούσια, και το βάλανε αμέτι μουχαμέτι να μου βρούνε νύφη, να παντρευτώ, να μου περάσει. Και μες στο χρόνο είχα πέντε προξενιά κι όλα τα χάλαγα, μέχρι που στο τέλος φέρανε τον γούμενο απ’ το μοναστήρι να μου πει που ’ναι αμαρ­τία να σκέφτομαι ακόμα τους πεθαμένους. Κι έτσι το πήρα απόφαση κι εγώ κι έδωσα λόγο τότες και παντρεύκα τη Ρίνα. Ίσα που χόρεψα στο γάμο κι είπανε τότες που ήμανε τάχα αδέξιος στο χορό, γι’ αυτό. Είχανε πει και στον συμπέθερο ότι ήμανε απ’ τη φτιαξιά μ’ βαρύς και δε μίλαγα, κι όλα τα κουκουλώσανε.
Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρό­σφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα ’ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ’ ακούω κι εγώ και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι αθρώποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσα μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια. Πήγα, μου ’πε, έτσι όπως ήμανε με την κοσόρα στο χέρι και τους βρίσκω που τους είχανε κυκλωμένους και τους τραβάγανε και τους βρίζανε. Κι όπως κάνω να μιλήσω, να πω σταματήστε ρε ζα, την είδα, Γούσια, μου λέει. Καθότανε ξακριστά σαν παιδί δαρμένο και τήραε εμάς. Έψαχνε με τα ματάκια της κι έσφιγγε στον κόρφο ένα πάκο χαρτιά δεμένα με το σπάγκο, τον θυμάμαι που μου είπε κι έκλαψε. Πρώτη φορά είδα τον Κυριάκο να κλαίει. Με τιμώρησε ο Θεός, Γούσια, μου είπε, γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει δυο φορές λόγο για το ίδιο πράμα.
Ω ρε! Τον σηκώνουν. Ούτε το πήρα γραμμή. Είν’ η ώρα. Έλα πάμε. Θα σ’ τα πω μετά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.