Ας δούμε άλλη μία αρβανίτικη παροιμία: εγκαρπετσέου
μπούτσα λιέπουριτ.
Η απόδοση είναι: ξεπέρασε/προσπέρασε η σκύλα τον λαγό.
Η
παροιμία αποτυπώνει την παραβίαση του λογικού πλαισίου.Η σκύλα (το σκυλί,το
κυνηγόσκυλο) κυνηγάει τον λαγό για να τον πιάσει.Αυτή είναι η φυσική τάξη και η
λογική ακολουθία.Όχι για να τον προσπεράσει.Δεν υπάρχει νόημα σε αυτή την
εκδοχή,του προσπεράσματος του σκύλου.Αυτή την παράλογη συνθήκη καταγράφει η
παροιμία.Εκφέρεται όταν κάποιος άνθρωπος πει ή πράξει οτιδήποτε υπερβαίνει τα
λογικώς παραδεδεγμένα.Είναι αυτό που λέμε σήμερα «βάζεις το κάρο μπρο-στά από το άλογο».
Ετυμολογία
Ας δούμε και τις λέξεις της παροιμίας.
Λιέπουριτ: γενική ενικού του ουσιαστικού λιέπουρ = λαγός.Συνεπώς,εδώ έχουμε μία σύνταξη κατά γενική.Το –ι- μετά το λ είναι ψιλό,αδύναμο και
μάλλον καταχρηστικό.Στα παράγωγα αρβανίτικα επώνυμα Λέπουρης ή Λέπουρας το –ι- αυτό απουσιάζει.Ομοίως και στο αρβανιτοχώρι
Λέπουρα της Κεντρικής Εύβοιας.Το όνομα αποτελεί άλλο ένα λατινικό δάνειο,απόρροια
της μακράς παρου-σίας Ρωμαίων στην Ήπειρο.Στα λατινικά ο λαγός ονομάζεται lepus (lepus
–oris,πρόκειται [κατά τον Ουάρρωνα] για μεταφορά στα λατινικά της Ελληνικής
λέξης λέπορις,Αιολικός τύπος του λαγώς. Ακόμα: lepus marinus=είδος θαλασσινού
ψαριού,lepusculus ή lepusclus=λαγουδάκι και lepus=ο α-στερισμός του λαγού) και στα λατινογενή ρουμάνικα iepus.
Μπούτσα: ενώ ο σκύλος ονομαζόταν με το αρχαιοελληνικό κιέν (κύων)
το θηλυκό γένος του ζώου έφερε αυτή την ιδιότυπη ονομασία.Πιστεύω ότι από αυτή
την αρβανίτικη λέξη προέρχεται και η γνωστή λαϊκή (αργκό) ονομασία του
πέους.Κατά τα λεξικά η λέξη μπούτσα είναι άγνωστης ετυ-μολόγησης και δίδονται
διάφορες πιθανολογήσεις προέλευσής της.
Προφανώς,οι λεξικογράφοι αγνοούν αυτή την αρβανίτικη
λέξη.Ο λόγος που χαρακτήριζαν έτσι πα-ρομοιαστικά και εν πολλοίς χαριτολογικά οι Αρβανίτες το
πέος είχε να κάνει με την σκύλα,όταν βρίσκεται σε οίστρο και αναζητεί
παθιασμένα το ζευγάρωμα.Υπήρχε και μία κατάρα/βρισιά προς γυναίκα: μπούτσα
κιόρα = σκύλα στραβή,να περιφέρεσαι δηλ. άσκοπα και καταραμένα σαν τυφλό σκυλί.
Θυμίζει την,ανάλογη σχεδόν,αγγλική βρισιά προς άντρα: son
of the bitch=γιος της σκύλας,σκύλας γιε.Η ταύτιση της αρβανίτικης μπούτσα και
της αγγλικής bitch (=σκύλα,λύκαινα,αλεπού και ακόμα πόρνη,τσούλα,κακιά γυναίκα.Σημείωση Γ.Β.Π.: ίσως,τελικά,η έννοια εκφράζει την ερωτική ενστι-κτώδη θηλυκή φύση)
δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και δεν την θεωρώ τυχαία.Έχουμε να
κά-νουμε με κοινές γλωσσικές ρίζες,όχι
ινδοευρωπαϊκές φυσικά,αλλά αποδεικτικές της προϊστορικής εξάπλωσης των
Ελλήνων.Ας μείνουμε όμως εδώ.
Εγκαρπετσέου: αυτή τη λέξη (εδώ στο τρίτο ενικό του παθητικού [;] αορίστου)
ομολογώ ότι δεν την έχω συναντήσει,στον βαθμό που κατέχω τα αρβανίτικα,έξω από
τούτη την παροιμία.Εκτιμώ ότι δεν εκφράζει απλά την έννοια του
προσπερνώ/ξεπερνώ,αλλά κάτι βαθύτερο.Πρώτα όμως,οφείλεται μια διόρθωση:
μετέφερα εδώ την λέξη,όπως την είχα καταγράψει [βιαστικά] κατά την λαογραφική
έρευ-νά μου στον Βαρνάβα.Το σωστό είναι: Ε
(γ)καρπετσέου (= τον προσπέρασε.Το προτασσόμενο ε απο-τελεί αδύναμο τύπο της προσωπικής
αντωνυμίας).
Το σκυλί της παροιμίας δεν ξεπερνά χωρικά,χιλιομετρικά να
το πούμε,τον λαγό,αλλά τον αφομοι-ώνει σ΄ ένα ιδεολογικό επίπεδο,στο οποίο κινείται
όλη η παροιμιακή έκφραση.Έχουμε μία ανατρο-πή και αντιστροφή της λογικής
σειράς.Η επόμενη έννοια όχι μόνο ξεπερνά την προηγούμενη,αλλά τελικά την απαλείφει
επιφέροντας μία ανάποδη συνθήκη,έναν παραλογισμό.Η παροιμία είναι μία αποτύπωση
του παράλογου.Το σκυλί που κυνηγά,απορροφά την ιδέα του θηράματός του,την
καταπίνει,την καρπούται.Ο
καρπός,στην αρχαιότητα,είχε και την σημασία του αποτελέσματος,του επακόλουθου
(έως και της απελευθέρωσης,για τους δούλους).Εξάλλου και η έννοια του
προσπερνώ/ξεπερνώ δεν έχει μόνο την γραμμική κυριολεκτική σημασία,αλλά και την
μεταφορική,της ενσωμά-τωσης.Όταν λέμε ξεπερνώ μια κατάσταση,εννοούμε ότι την
χωνέψαμε,την κατακτήσαμε,την οικειο-ποιηθήκαμε και μπορέσαμε να την βάλουμε στην
άκρη,την ξεπεράσαμε.Να λοιπόν τι σημαίνει το ε (γ)καρπετσέου [με εκτράχυνση του
κ → γκ]: καρπώθηκε!
Είναι πολύ πιθανή όμως,και μία άλλη εκδοχή: οι
αρβανιτόφωνοι χρησιμοποιούσαν το ρήμα σκαπε-τίς ή σκαρπετσιέν ( < σκάπτω) για
να δηλώσουν την έννοια του ξεπηδάω,προσπερνώ.Εδώ έχουμε μια δευτερογενή
σημασία: δεν δημιουργώ τάφρο,αλλά την υπερπηδώ.Το σκάπτω ερμηνεύεται διττά:
δημιουργώ σκάμμα για διάφορους λόγους,αλλά ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα
υπέρβασής του.Το σκάπτω/σκαπετίς υποκρύπτει-εμπερικλείει την έννοια του
υπερβαίνω,ξεπηδάω,προσπερ-νώ.Η ρίζα σ΄ αυτήν την εννοιολογική ομάδα είναι η (s)qap- κατά τον
Ι. Σταματάκο,απ΄ την οποία προκύπτει και το ρήμα κάπτω,που σημαίνει τρώω γρήγορα,χάφτω,καταπίνω
(δες τι έγραφα παρα-πάνω).Ήδη απ΄ την αρχαιότητα μαζί με την λ. σκάπετος υπήρχε
και η λ. κάπετος,παρουσιαζόταν δηλ. αποβολή του –σ- .Έτσι και στα
αρβανίτικα,ανάλογα με την περιοχή,την ελευθεριότητα έκφρα-σης (αν υπέπιπτες σε
γραμματικά,συντακτικά ή άλλα λάθη,δεν έτρεχε και τίποτα.Ο κύριος και ο σοβαρός
κώδικας επικοινωνίας ήταν πάντα τα Ελληνικά) και την προφορά,είναι δυνατόν να
συνα-ντήσουμε το ρήμα χωρίς το αρχικό σ- (καρπετσέι).
Αυτά είναι τα Αρβανίτικα!
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος
Εγκαρπετσέου: = επήδησε, ξεπέρασε τον λαγό πηδώντας απ'ο πάνω του.
ΑπάντησηΔιαγραφή