Καλικάντζαροι στη λαϊκή παράδοση των
αρβανιτοφώνων Ελλήνων
Η παράδοση των αρβανιτοφώνων
Ελλήνων ήταν/είναι πλούσια σε μύθους,δοξασίες,προλήψεις, συνήθειες,τακτικές και καθημερινές πρακτικές.Μέσα
απ΄ τη λαογραφική συγκρότηση όλων αυτών των αντιλήψεων και του τρόπου ζωής
μπορεί να προβάλει όχι μόνο το χρώμα,αλλά κι ο παλμός της κοινωνικής οργάνωσης
της φάρας μας,μια οργάνωση πολυσχιδής,αλλά καθόλου χαλαρή. ιεραρχη-μένη με σέβας κι αξίες κι όχι από
περιστασιακές συγκυρίες.
Οι Αρβανίτες υπήρξαν πάντα ενεργητικοί.Αγωνιστές και πολεμιστές. στη βιοπάλη,μα και στον
πόλεμο.Το ‘λεγε η καρδιά τους και σε φασαρία και σε θέματα τιμής,και στην
αξιοπρέπεια του σο-γιού και της φυλής,μα και στο εθνικό καθήκον. Η λεβεντιά και
η παλικαροσύνη τους δεν ήταν ποτέ χωρίς τίμημα.Η αποκοτιά,το φιλότιμο,η ανδρεία
και η γενναιότητα τούς στοίχιζε.Πλήρωναν με το αίμα τους,το κορμί τους,τη ζωή
τους.Μπεσσαλήδες και ντόμπροι.Ευθείς και πολλές φορές αδιάλ-λακτοι.Η
συμπεριφορά τους αυτή οδηγούσε συχνά σε απώλειες τόσο μεμονωμένων ατόμων,όσο
και ευρύτερων ομάδων.Θύματα όλοι τους είτε της υπεράσπισης της προσωπικής ή
οικογενειακής υπό-ληψης είτε του πολεμικού καθήκοντος.
Η ανάγκη προστασίας και διάσωσης της ομάδας,είτε ήταν μια μικρή ή μεγάλη
οικογένεια είτε α-κόμα ολόκληρη φάρα ως και συγκροτημένοι συμπαγείς Αρβανίτικοι
πληθυσμοί,απαιτούσε και επέ-φερε εκ των πραγμάτων μιαν ατσάλινη φυλετική-κοινωνική
συνοχή,μιαν απόλυτα σφυρηλατημένη ενότητα που εξασφάλιζε στοιχειωδώς τη
συνέχεια.Η οργάνωση της καθημερινότητας και η φροντι-σμένη τακτοποίηση και
διευθέτηση των αναγκών κάθε ατόμου μέσα στα Αρβανίτικα πληθυσμιακά σύνολα
συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης της φάρας.
Οι Αρβανίτικες παραδόσεις σε ένα βαθμό καταδεικνύουν την κοινωνικότητα
των φορέων τους, αυτή που ήταν και όπως ήταν.Η κοινωνιολογική προσέγγιση των
Αρβανιτών,της ζωής τους και της οργανωμένης συμβίωσής τους είναι ως σήμερα σχεδόν
ανύπαρκτη.Προβάλλει δε,επιτακτικό το χρέ-ος καταγραφής αυτών των πτυχών.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος παράγοντας,ιδιαίτερα σημαντικός,που αποκαλύπτεται
απ’ τη μελέ-τη των Αρβανίτικων παραδόσεων: η ιδεολογία,η κοσμοαντίληψη,ο βαθύτερος
στοχασμός,ο πολιτι-σμός.Σίγουρα η ολοκληρωμένη παράθεση όλου αυτού του πολιτιστικού
σώματος θα οδηγήσει σε εκ-πληκτικά συμπεράσματα.Στο βάθος του χρόνου,όχι του
απώτατου θέλω να ελπίζω,στέκεται κελευ-στικά η μνήμη και το φως των προγόνων
επιζητώντας την αποκάλυψη και την καταξίωση.Μέσα από τούτη τη σειρά των
κειμένων επιχειρείται μία πρώτη και βασική διείσδυση στις αντιλήψεις και την
κοσμοθέαση των Αρβανιτών.
Οι δαίμονες,τα δαιμόνια,τα ξωτικά,τα αερικά δεσπόζουν στις Αρβανίτικες
παραδόσεις.Πίσω απ’ την πρώτη-πρώτη αντιμετώπιση των θρύλων αυτών υπάρχει μια
σπουδαία ρίζα,βαθιά χωμένη στο χρόνο,που οδηγεί στους προχριστιανικούς καιρούς
και στην πανάρχαια φλόγα μας.
Οι Κάλλκες υπήρξαν δαιμονικές μορφές που γέμιζαν με τις σκανταλιές τους
τα ατέλειωτα βρά-δυα των παππούδων μας.Εκεί,στο απόκαμα της μέρας,δίπλα στα
δαδιά που σπίθιζαν και τους αέρες που βίτσιζαν τα παλαθούρια και κάνανε τα
γκάγκαρα να χτυποκοπάνε,οι ξωμάχοι και οι τσοπανα-ραίοι ξεκουράζοντας τα κανιά
τους και στεγνώνοντας στα κούτσουρα της βάτρας τα μουλιασμένα τους δάχτυλα,καλούσαν
τα παλιά πνεύματα των αγωνιστών,τα παλληκάρια που πέσανε πολεμώ-ντας τον Τούρκο
και τον εχθρό,τις αγάπες και τα ντασούρια τους. καλούσαν τα ξωτικά και τα δαιμό-νια να τους
γλυκοκατεβάσουν τον ύπνο απ’ τις βέτουλιες,να πέσουν αλαφρά στα χράμια της
νερο-τριβής,να πάρουν πέντε στάλες ύπνο και ξεκούραση.Το χάραμα τούς περίμενε
άλλη μια τρεχάλα με το μόχθο για να βγει το στάρι,το ζυμάρι και το τουλούμι.
Ας χωθούμε και μεις στο χώρο της μαυροκαπνισμένης εστίας,να πάρουμε θέση
πάνω στις πολύ-χρωμες,πολύπλεκτες κουρελούδες κι ας ακούσουμε τη γιαγιά να
απογειώνεται στον αστρικό κόσμο της συνείδησης και του μύθου...
1. Ήτανε δυο προκομένες γειτόνισσες.Στήριγμα του σπιτιού.Άντρες στη δουλειά.Το σπίτι να ’ναι λαμπίκο κι άμα χρειαστεί να δώσουνε χέρι στο κορφολόγημα,στο ξινάρισμα,στο λιομάζεμα,πα-ντού.Η μια,καπάτσα και τετραπέρατη.Η ξυπνάδα
της πάντα στραμμένη στο καλό και ποτέ στη βλάψη του γείτονα.Κι η άλλη
ανοιχτόμυαλη,μα τόσο καλή που απ΄ την καλοσύνη της ξεγελιότανε και συχνά βρισκόταν
χαμένη.
Κατά το δειλινό,προτού κλειστούνε στο σπίτι να τραπεζώσουνε άντρα και
παιδιά,να κόψουνε το φουρνισμένο καρβέλι,ν΄ απλώσουνε τα κρεμμύδια,τις θρούμπες
και το ζεστό τραχανά,κουβεντιά-ζαν στη γκουρεγιάστα για τις δουλειές της
αυριανής.Είπανε τα πολλά και διάφορα,κανονίσανε ν΄ ανάψουνε και το φούρνο για
το ψωμί της βδομάδας.
Μπορεί κάθε σπίτι
να ΄χε το δικό του φούρνο.Στην εσωτερική αυλή,όπως οριζόταν απ’ το
γκάρδι, μπροστά στο οίκημα να υπήρχανε και πατητήρι και καστόρα κι η τρακάδα κι
ο φούρνος κι όλα τα χρειαζούμενα.Μπορεί να ΄τανε όμως και φούρνος της
γειτονιάς.Να τον μοιραζόντουσαν κάμποσα σπίτια και να τον φροντίζανε.Μπορεί
πάλι ο ιδιοκτήτης του φούρνου να εξυπηρετούσε και τους γύ-ρω.Τότε,όσοι είχανε
ψήσει ή φουρνίσει,του δίνανε ένα μπόλικο κομμάτι απ΄ το ταψί ή το μερίδιο που
΄πρεπε απ’ τα καρβέλια.
Είχε πεζούλι δίπλα ο φούρνος,ν΄ ακουμπήσουνε οι πινακωτές,ν΄ ανοίξουνε
οι μισάλες να βγει το δουλεμένο προζύμι,να σπρωχτεί μέσα στο φούρι που ΄καιγε
απ΄ τις μαζεμένες καψάλες του πεύκου και του πουρναριού.Ντάνα εκεί και οι κλαδεμένες κλάρες της ελιάς,που κάνανε την καλύτερη κι ά-καπνη φωτιά,τα ξερά
κομμάτια από κάνα λύσι,κάνα ίλκι,καμμιά κοκορέτσα και γκοριτζιά.Ακόμα, πετιότανε
στο φούρνο ό,τι άχρηστο υλικό ξύλου.Δίκαιοι οι γείτονες.Κανόνιζαν τα ξύλα του
σπιτιού για τη βάτρα,το καζάνι και την πυροστιά.Μα κανόνιζαν και τα ξύλα του ομαδικού φούρνου.Παρά-πονο ποτέ.
Κανόνισαν λοιπόν οι γειτόνισσές μας ν΄ ανάψουνε σούρπα-σούρπα το φούρνο.Έπρεπε νωρίτερα βέβαια να
σηκωθούνε να ζυμώσουνε.Να πλάσουνε στην ξύλινη σκάφη τ΄ αλεύρι και το νερό.Να
μετρήσουνε τ΄ αλάτι και να κανονίσουνε μαγιά και σουσάμια.Ν΄ ανάψουνε τα
κούτσουρα και να τα πυρώσουνε.Όταν θα ’χει ανέβει
ο ήλιος τα καρβέλια να ‘ναι αχνιστά και ζεστά,να μπορούνε ν΄ απλωθούνε στις
άλλες δουλειές.
Οι πονηρές οι Κάλλκες όμως,ακούσανε την κουβέντα τους.Οι Κάλλκες είχανε
τρομερή αδυναμία στο ζυμάρι.Κλέβανε κι άλλα τρόφιμα απ’ τις πονίτσες και τις
αποθήκες,τα κιούπια και τα σακιά,αλ-λά για το ζυμάρι τρελαινόντουσαν.Τι κάνανε
τότε οι αθεόφοβες.Μέσ΄ στο κατράμι της νύχτας πάνε στο παράθυρο της πρώτης
γυναίκας.
-Σήκω γειτόνισσα να
ζυμώσεις,να ψήσεις! Καμωθήκανε πως ήτανε η φιλενάδα που καλούσε για τη
δουλειά του πρωινού.Θέλανε να εξαπατήσουνε τη νοικοκυρά,να αρχίσει το ζυμάρι
μέσα στη νύχτα κι όταν κατέβει ν΄ ανάψει το φούρνο να της το αρπάξουνε.Άμα
άχνιζε ο ήλιος οι Κάλλκες λακίζανε και χανόντουσαν.Μόνο στο σκοτάδι κάνανε
τις βρωμοδουλειές τους.“Έτσι
όπως είναι αγουροξυπνημένη η γυναίκα,θα μπερδευτεί και θα ζυμώσει πριν την
αυγή” σκεφτήκανε με το πονηρό μυαλό τους οι άτιμες.
Η Αρβανίτισσα όμως ήτανε κοφτερό μυαλό.Δε μπερδεύτηκε απ΄ το πρώτο
ξύπνημα.Πήρε χαμπά-ρι τις κάλλκες και το παιχνίδι τους.Ήτανε μαύρη νύχτα όμως,
κι έπρεπε να τις αποφύγει.Αν έμεναν σπίτι,μπορεί να κάνανε μαγαρισιά.Έπρεπε να
τις ξεγελάσει μέχρι να ξημερώσει.Σηκώθηκε,ετοίμα-σε τη σκάφη,μάζεψε τα υλικά,
μα καμώθηκε πως κάτι λείπει.
-Τι
τρέχει γειτόνισσα και δε προχωράς; ρωτήσανε οι κάλλκες που δεν
είχανε μυαλό στο κεφάλι παρά μόνο για παγαποντιές.
-Να,αύριο
λέω να φορέσω την καλή φορεσιά μου,αποκρίθηκε η
ξύπνια γυναίκα.Να βάλω τα νυφικά μου ρούχα.Είναι
γιορτή και πρέπει να ‘μαι καλοντυμένη.Έχω στη μάνα μου όμως τα πιο πολλά απ’
τα γιορτινά.Πώς να ντυθώ το πρωί να βγω στο δρομί; Μου λείπει το φούντι.
-Θα
στο φέρουμε εμείς μάνι–μάνι,είπανε οι κάλλκες
και ξαμολύθηκαν.Μετά από λίγο επέ-στρεψαν με το φούντι.Μα η γυναίκα πάλι δεν
έπιανε δουλειά.
-Σκάμ
σαγιάτσενε.Τε μα σίλνι εδέ ατ.(Δεν έχω ούτε τη
σαγιάτσα.Να μου τη φέρετε κι αυτή.)Να σου πάλι οι κάλλκες να φέρουνε τη σαγιάτσα.Βιαστικά
κουβαλήσανε κι αυτή.
-Σκάμ
κατρέμπενε.Σέλ’ μι εδέ ατ.(Δεν έχω ούτε τη κατρέμπα.Να
μου φέρετε κι αυτή.)
Πέρα–δώθε οι κάλλκες να φέρουνε το ρουχισμό.Η ώρα πέρναγε κι η ξύπνια Αρβανίτισσα
καμω-νότανε ότι πάντα κάτι ακόμα έλειπε.Μια τσαρίχιετ,μια γκούνεν,μια ποδέν,μια
ξελίτσεν,μια γκιορ-ντάνετ,μια μαντίλλιεν,μια το ένα,μια το άλλο,πέρασε η ώρα
κι έφυγε το σκοτάδι.Οι κάλλκες γίνανε μπουχός.Η ξύπνια νοικοκυρά γλύτωσε*.
Αφρίσανε απ΄ το κακό τους οι πειραχτήρες κάλλκες.Να σου την άλλη νύχτα
πάλι,πήχτρα το σκο-τάδι,στην άλλη γειτόνισσα.Το ίδιο τροπάρι.
-Σήκω
γειτόνισσα να ζυμώσεις,να ψήσεις.Τούτη η
Αρβανιτοπούλα όμως ήτανε καλή κι απονή-ρευτη.Νόμισε πως ήταν η φιλενάδα της και
χωρίς να πολυσκεφτεί αρχίζει το ζύμωμα.Μόλις πλάστη-κε καλά και γερά το πλούσιο
ζυμάρι ορμάνε οι κάλλκες,το αρπάζουνε κι εξαφανίζονται.Βγάλανε το άχτι τους κι
η αγαθή γυναίκα έμεινε σύξυλη και παραπονεμένη.
2. Ο μύλος ήταν βασικός στόχος για τις κλεψιές που κάνανε οι κάλλκες.Οι
μυλωνάδες αργά ή γρή-γορα καταλάβανε το πρόβλημα κι ασφαλίσανε σφιχτά πόρτες
και παράθυρα.Έτσι κάλλκες δεν ξα-ναμπόρεσαν να μπούνε τις νύχτες στο μουλί.Άρχισαν
να κυνηγάνε τους χωρικούς,που φέρνανε το στάρι στο μουλί για το άλεσμα.
Ένας κακόμοιρος χωρικός είχε βρει πράγματι το μπελά του.Πήγαινε ήσυχα κι
ωραία το σταράκι του στο μουλί,στο δρόμο της επιστροφής όμως ορμάγανε οι
κάλλκες,διψασμένες πάντα για αλεύρι και ζυμάρι,του αρπάζανε τα σακιά κι έμενε
ο χωρικός μας γυμνός απ΄ την πραμάτεια του πάνω στο ξαλαφρωμένο μουλάρι.Πρώτο,
δεύτερο φόρτωμα,το κακό συνεχιζότανε.
Ο μόχθος για το αλεύρι δεν ήταν καθόλου λίγος.Ξεκινάγανε με τα πρώτα
φθινοπώρια να οργώ-σουνε τη μάνα γη.Έσκιζε βαθιά τις άρες τους το ξύλινο υνί
και η καλόγνωμη φοράδα ακόπιαστα τραβούσε τις τριχιές.Τότε ήτανε ακόμα ξύλινο
τ΄ αλέτρι με μονό υνί και το όργωμα ήθελε γερά μπράτσα.Άμα σκάλωνε στις φόφιλιες ή σε κάνα μεγάλο γκούρι,τ΄ αλέτρι πάταγε,κομμάτια ξύλου σπάγανε,ο ξωμάχος βλαστήμαγε,έδινε να μαλακώσει το ζώο και να ξαναβάλει στ΄ αυλάκι τη
με-γάλη ακίδα.
Άμα πηγαίνανε καλά τα πράγματα και δεν πλακώνανε περίεργα κι άγνωστα
ζωύφια να φαρμα-κέψουνε το σπόρο,να φάνε το στάχυ και να κατσιάσουνε το
βλογημένο παιδί της λάσπης,στο Θε-ριστή ανοιγόντουσαν οι γυναίκες με το βαθύ
μισοφόρι,το φακιόλι να μαζεύει τις όμορφες κοτσίδες και τα χοντρά τσουράπια μην
τις δαγκώσει κάνα τσαπί και κάνα γκιάρπερι.Ήτανε γλέντι ο θε-ρισμός.Με τραγούδι
ομαδικό,καλαμπούρι και κουτσομπολιό για όλα τα συμβάντα του χωριού.Άρχι-ζε και
νωρίς,γιατί οι εποχές τότε ήτανε γόνιμες και τα χώματα χωρίς δηλητήρια.Απ΄ τις
αρχές του Ιούνη τα δρεπάνια δουλεύανε.Μόνο στις 14 του μήνα,που γιόρταζε ο
Άγιος Ελισσαίος,το θέρισμα σταμάταγε.Ήτανε η μέρα αυτή η αργία του θερισμού.Ο Άγιος έμοιαζε ο
προστάτης των σταχυών. Ποιος ξέρει τι λόγος έφερε τη γιορτή.Μετά,η ταλαιπωρία
στ΄ αλώνι.Το ζώο να γυρίζει γύρω στο παλούκι,ο γεωργός να λιχνίζει
παρακαλώντας το μαλακό,γλυκό αέρα και να βρίζει το καύσι του για τα
στραβοπατήματά του.Ώσπου να μαζευτεί στα λινά τσουβάλια ο ξεχωρισμένος καρπός του
στα-ριού να πάει στο νερόμυλο.
Και να σου ΄ρχονται τώρα οι αναθεματισμένες
κάλλκες να στο κλέβουνε πάνω στο ζώο σου και μπροστά στα μάτια σου! Τούτη τη
φορά όμως ο χωριάτης μας έφτιαξε σχέδιο για την επιστροφή του. Φόρτωσε
δεξιά–ζερβά τα σφιχτοδεμένα σακιά,καβαλάει κι αυτός στη μέση στο σαμάρι και
κρύβει τη κεφάλα του μέσα στη κατσιούλα της κάπας.Κούμπωσε καλά τα ανοίγματα κι
ίσα που κανόνισε να υπάρχει ένα μικρό φως στα μάτια του να βλέπει τι γίνεται.
Προχώραγε το μουλάρι κι άνθρωπος δε
ξεχώριζε.Σακιά πέρα-δώθε και στη μέση μια όρθια σι-γκούνα με τη κουκούλα
κατεβασμένη.Εκεί,στο ρέμα με τα πλατάνια οι κάλλκες είχαν στήσει την κλόπα
τους.Ήρθε το μουλάρι,μα παραξενεύτηκαν.Άνθρωπος καθόλου! Αυτό τις ανησύχησε.Οι
κάλ-λκες δεν είχαν μυαλό.Μόνο κουταμάρες ξέρανε να κάνουνε.Σου λέει,για να
λείπει ο αφέντης του ζώου,κάτι τρέχει.Ανεβαίνουνε στο μουλάρι και
ψαχνόντουσαν.Ο χωρικός παρέμενε ακίνητος σαν κολώνα.
Θες κετέ,θες αντέ εδέ κατσιούλιεζα νε μέστ.Ζότι γκα βάτε;Πράπε νε μουλί!
(Σακί από δω, σακί από κει και μια κατσιούλα
μεσ’ στη μέση.Το αφεντικό που πήγε; Πάλι πίσω στο μύλο!)
Τρέχανε πίσω στο μουλί οι χαζοκάλλκες,δε
βρίσκανε το χωριάτη.Τρέχανε στο μουλάρι,που όλο ζύγωνε στο χωριό,πάλι δεν τον
βρίσκανε.Τρέχανε πάνω–κάτω χωρίς αποτέλεσμα,ώσπου το ζώο κι ο πονηρός χωρικός
μας φτάσανε στα σπίτια. Οι κάλλκες χώθηκαν μεσ΄ στο δάσος και περιμένανε πια το
καινούργιο τους θύμα.
Να πούμε εδώ ότι τούτες οι δοξασίες,που
΄ναι καταγραμμένες στη ΒΑ Αττική, συναντιώνται και σ΄ άλλα
αρβανιτομέρη.Υπάρχουν δε και σε παραλλαγές.Στα χωριά της Θήβας το
τραγουδάκι–απορία από τις κάλλκες το συναντάμε ως εξής:
Καλλκανίδα,Καλλκασίδα,φ΄τς αντέ,φ΄τς κετέ,Πανογόπουλι νε μες.
(Καλλκανίδα,Καλλκασίδα,φρστ εδώδε,φρστ εκείθε κι ο
Παναγούλης μεσ΄ στη μέση).
Η προσφώνηση Καλλκανίδα-Καλλκασίδα σώζεται
και στην Αττική,αλλά χωρίς άλλους συνοδευ-τικούς στίχους,σύμφωνα με τα ευρήματα
τουλάχιστον τούτης της έρευνας.Δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. θα λέγαμε ότι αποτελεί
επιφωνηματική αναγγελία.Θαρρείς ότι οι κάλλκες αυτοονοματίζο-νται και
αλληλοπροσφωνούνται.Σίγουρα αυτές οι λέξεις εξυπηρετούν μετρικούς σκοπούς σε
ένα εί-δος ασμάτιου που παρεμβαλλόταν στην παραμυθική διήγηση.Το φαινόμενο αυτό
είναι απόλυτα συ-νηθισμένο στη λαϊκή παράδοση μέσα στο χρόνο,αλλά ακόμα και σε
έντεχνα λογοτεχνήματα.
Η λέξη φ΄τς (φëτς) είναι ηχοποίητη,όπως το θρόισμα,ο φλοίσβος,ο
παφλασμός, το γάβγισμα.Σαν να λέμε μπαμ,κρακ,πουφ,σπλατς,φραστ και άλλα
τέτοια.Αποδίδει και εκφράζει τη γρήγορη,ανάλα-φρη κίνηση.Το βιαστικό
πέταγμα.Στην περίπτωσή μας δηλαδή,οι κάλλκες πεταγόντουσαν μια στο δεξί μέρος
του σαμαριού,στα φορτωμένα σακιά,μια στ΄ αριστερό,στ΄ άλλα σακιά,ψάχνοντας
αγω-νιωδώς τον άνθρωπο,το αφεντικό του ζώου.Φëτς από δω λοιπόν,φëτς κι από κει.
Η λέξη μάλιστα διαθέτει και ονοματικά
παράγωγα.Φέιστα είναι η σινάμενη–κουνάμενη,η επιδει-κτική γυναίκα,κατά
κανόνα αδύνατη,αχαμνή,που όμως μεγαλοκρατιέται και το δείχνει όλο αυτό στο
δρόμο καθώς περπατά.Λέγοντας μια γυναίκα φέιστα την υποτιμούμε,ο
προσδιορισμός αυτός λειτουργεί αρνητικά.Το αντίστοιχο αρσενικό προσδιοριστικό
είναι φιτσέντζος. δηλαδή
αντράκι,μα-γκάκος, ο κουνιστός και λυγιστός από υπεροψία και μόνο.Χλευαστικό
φυσικά και το φιτσέντζος.
· Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας νοικοκύρης και θα
πήγαινε στο μύλο.Φόρτωσε πέρα–δώθε σ΄ ένα μουλάρι δύο τσουβάλια στάρι κι αυτός
στη μέση του σαμαριού.Ο μύλος,στο ρέμα,του άλεσε τον καρπό.Είχε μείνει
τελευταίος όμως και νύχτωσε.Ο μύλος έκλεισε,ο αφεντικός φόρτωσε κι έφυγε.Στο
δρόμο τού παρουσιάστηκαν καλικάντζαροι και λέγανε: «Θες κετέ,θες αντέ,κατσούλεζα νε μεστ, γκα
βάτε ζοτ;» «Πράπε νε μουλί»,έλεγε ο νοικοκύρης που ΄χε κουκουλωθεί κάτω απ΄ την
κα-τσούλα,την οποία φόραγε.Δυο–τρεις φορές επαναλήφθηκε το σκηνικό,ώσπου έφτασε
σπίτι του: «Μόι πλιάκε,σέλε νι ούρε κετού» (Βρε γρια,φέρε ένα δαδί εδώ),ζήτησε απ΄ τη γυναίκα του να τον βοηθήσει
και πέταξε το δαδί στους καλικάντζαρους.
Κατά μία εκδοχή χτύπησε έναν,που τον περιποιήθηκαν,έγιανε
και ξανάφυγε.
n Παραθέτω στη συνέχεια την προηγούμενη
ιστορία από μιαν άλλη πηγή,όπως την κατέγραψα σε λαογραφική έρευνά μου στον
Βαρνάβα Αττικής,το χωριό μου,το 1987.Προφορική διήγηση,εντε-λώς λιτή
έκφραση,δίχως το παραμικρό πλουμίδι.Δυστυχώς δεν διέσωσα το όνομα του
αφηγη-τή,αν και το πιθανολογώ εκ των προσώπων που τότε συμμετείχαν δημιουργικά
στην έρευνα. Σημασία, όμως,έχει η ίδια η συλλογική παράδοση,η κοινή μνήμη και
δευτερευόντως το πρόσωπο-φορέας τους.Σημειώνω πως στην ακολουθούσα μαρτυρία δεν
γίνεται λόγος για Κάιλκα (=Καλι-κάντζαρο),αλλά για Λιάμια,τη γνωστή αρχαιοελληνική
Λάμια.Αποδεικνύεται,έτσι,για
μια ακό-μα (απειροστή) φορά η οργανική,ριζική σχέση των αρβανιτοφώνων της
Ηπείρου με το βαθύτα-το,προχριστιανικό υπόστρωμα του Ελληνικού πολιτισμού.Σε ένα
άλλο επίπεδο (λαογραφικό) καταφαίνεται η σύμφυση,αλληλοκάλυψη και συμπλοκή
όλων αυτών των πλασμάτων της γό-νιμης κι ανήσυχης λαϊκής αντίληψης,φαντασίας
και συνέχειας σ΄ ένα κοινό κορμό/σώμα ιδεών, πεποιθήσεων και επιδράσεων που
τρεφόταν από (και όσο) τον αγροτοκτηνοτροοφικό,φυσιοκε-ντρικό χαρακτήρα της
τότε κοινωνίας.
Να,λοιπόν,η ιστορία από τον Βαρνάβα (στα
αρβανίτικα,πρώτα,και με την νεοελληνική απόδοσή της):
Ις νι πλιάκου εδέ βάτε νε μουλί τε μπλιούαν.Δρόμιτ τσε βιν, ιντόλι νι λιάμιε.
–Θες
κετού,θες αντέ,κατσούλιεζα νε μεστ,ζότι κου για;
Πράπα
νε μουλί,ιθόι πλιάκου λια νε μουλάρ.Πρίρεϊτ λιάμια εδέ βέι νε μουλί,νούκου ετσόν πλιάκνου,βιν μέτα εδέ αρούν.
–Θες
κετού,θες αντέ,κατσούλεζα νε μεστ,ζότι κου για;
Πράπα
νε μουλί,ιθόι πλιάκου.Γκα τα σιούμετε τε χέρα αρούιτι πλιάκου νε στεπί.
-Πλιάκα,πλιάκα,νι
ούρε κετού.Εδά πλιάκα νι ουρ.Εακεντρόι πλιάκου ούρενε λιάμιεσε,γκα κέμπετε.Ουλακίς
λιάμια εδέ βάτε αντέ τσε βιν.
Ήταν ένας
ηλικιωμένος και πήγαινε στον μύλο να αλέσει.Στο δρόμο που πήγαινε του βγήκε
(παρουσιάστηκε) μια λιάμια.
-Θέση
(σακί) εδώ,θέση (σακί)εκεί,(κάπα με) κουκούλα στη μέση,ο αφέντης πού είναι;
Πίσω
στον μύλο,είπε ο γηραιός [που ήταν] πάνω στο μουλάρι.Γυρνάει (επέστρεψε) η λιά-μια
και πήγε στον μύλο,δεν βρήκε τον γέρο,ήρθε ξανά (πάλι) και έφτασε [το φορτωμένο
ζώο].
-Θέση
(σακί) εδώ,θέση (σακί)εκεί,(κάπα με) κουκούλα στη μέση,ο αφέντης πού είναι;
Πίσω
στον μύλο,είπε ο γέρος.Από τις πολλές τις φορές έφτασε ο γέρος στο σπίτι.
-Γριά,γριά
[στην γυναίκα του],(φέρε) ένα δαυλί
εδώ.Του έδωσε η γριά ένα δαυλί.Το κέ-ντραρε (εκτόξευσε) ο γέρος το δαυλί της
λιάμιας,στα πόδια (της).Λάκισε η λιάμια και πήγε εκεί που [=απ΄ όπου] ήρθε.
3. Κάτι παλαιοί
είχαν κλέψει ένα ζωντανό κι είχαν πάει σε μια ρεματιά κι είχανε βάλει φωτιά και
το ψένανε.Πήγανε οι καλικάντζαροι,μαζεύανε,λέει,βατράχια και τρώγανε.Αυτό το
ένα πήγε εκεί που του μύρισε και του έλεγε:
-Κου ετσιόβε τι άτε, μπαρμπάτς; (-Πού το βρήκες
συ αυτό,θειούλη;)
-Άντε πόστε,γκα λιούμι. (-Εκεί πέρα,στο ποτάμι.) Κι έβαλε τα χέρια
πάνω,το σκούπαγε και το έγλυφε.
Οι άλλοι
καλικάντζαροι συνέχιζαν,μάζευαν βατράχια και τρώγανε,αυτός καθόταν εκεί κι
έγλυφε.Τι να του κάνει ο γέρος...
-Σι τα θομ τι,μπαρμπάτς; (-Πώς σε λένε σένα,θειούλη;)
-Ντόσια βέτε. (-Κάηκα μόνος μου.)
Εκεί που του ΄πε
αυτό είχε ένα ξύλο,σα σκεπάρνι (πρεπούσε) κι έσπρωξε τα κάρβουνα
της φωτιάς προς τα πάνω του.Οι καλικάντζαροι ήταν μαλλιαροί,όλο τρίχες,κι
αρπάξανε τα μαλλιά του και και-γότανε.Έβαλε τις φωνές.Του μιλήσανε οι άλλοι,του
λένε:
-Τι έχεις;
-Ντόσια βέτε. (Εννοώντας τον άνθρωπο που τον έκαψε,για να τον τιμωρήσουν.)
-Αφού ντόσια βέτε,τσε τε τε
μπέιμε νέβε. (-Αφού κάηκες μόνος σου,τι να
σου κάνουμε μεις).Και δεν πήγαν να τον βοηθήσουνε.
Οι τρεις ιστορίες,που παρουσιάστηκαν πιο πάνω,για τους Καλικάντζαρους
(Κάλλκες ή Καλκανί-δες),όπως διασώθηκαν στη μνήμη παλιών αρβανιτοφώνων,προέρχονται
απ΄ το χωριό μου,τον Βαρ-νάβα Αττικής,και είναι απόσπασμα παλαιότερης εκτεταμένης
λαογραφικής έρευνας που σύντομα θα εκδόσω.
Κράτησα στην καταγραφή,με την αρμόζουσα λογοτεχνική πινελιά,το ατόφιο
του ανεπιτήδευτου προφορικού λόγου,όπως τον άκουσα,όπως μου μαρτυρήθηκε.
Στην δεύτερη ιστορία μάλιστα,παραθέτω τρεις ακόμα σχετικές εκδοχές της,απόδειξη
γνήσιας λα-ϊκότητας,καθώς η δυναμική ρίζα της παράδοσης είχε περάσει στη γόνιμη
και δημιουργική συλλογική φαντασία.
Στην τρίτη ιστορία παρατηρούμε ανακατεμένο τον Ομηρικό Οδυσσέα και το
πώς εξαπάτησε τον Κύκλωπα Πολύφημο.Ο ξύπνιος χωρικός αποδόθηκε ως πολυμήχανος,αποτελεσματικός
Οδυσσέας και ο άξεστος,κτηνώδης Καλικάντζαρος ως βραδύνους Πολύφημος! Όλα
ταιριαστά,όλα ένα,όλα ελ-ληνικά!
Σημειώνω,τέλος,σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνά μου,ότι οι Βαρναβιώτες
ρίχνανε στά-χτη στα
χωράφια,στα σκόρδα,που φεύγανε οι Καλικάντζαροι,την ημέρα των Φώτων,που πέφτει
ο Σταυρός στο νερό,να ξορκίσουν τα παγανά.
Δείτε-ακούστε (youtube):
Μανώλης Βαρβούνης: η αληθινή ιστορία των Χριστουγέννων
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Μανώλης Βαρβούνης: η αληθινή ιστορία των Χριστουγέννων
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας
* Στις παραδόσεις για τους καλικάντζαρους,τους ανατίθεται πολλές
φορές,προτού προσβάλουν τον άνθρωπο,να μετρήσουν τις τρύπες ενός
κόσκινου,πράγμα γι΄ αυτούς ακατόρθωτο (αφού δεν ξέρουν να μετρήσουν πάνω από το
δύο και συνεχώς μπερδεύονται,ώσπου ξημερώνει και οι καλικάντζα-ροι,όντα της
νύχτας,σπεύδουν να εξαφανιστούν!).Τούτος ο Αρβανίτικος θρύλος,που εδώ παρουσιά-ζουμε,δεν είναι παρά εκδοχή-παραλλαγή των παραδόσεων αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.