Το ψωμί στους Αρβανίτες
Οι αρβανίτισσες
νοικοκυρές φρόντιζαν να μην λείπει ποτέ το ψωμί από τα σπίτια τους.Ζύμωναν δύο
με τρεις φορές την εβ-δομάδα από πέντε τουλάχιστον ψωμιά με σταρένιο
αλεύρι. Χρησιμοποιούσαν προζύμι και μέχρι «να ανέβουν» τα ψωμιά, τα τοποθετούσαν
στην πινακωτή σε καθαρές υφαντές
πετσέ-τες,τις μεσάλες,και αφού
έκαιγαν καλά τον φούρνο,τα «έρι-χναν» με το φουρνόξυλο για να ψηθούν.Έφτιαχναν
και ένα μικρό ψωμί την προπύρα,που
ψηνόταν πρώτο και ζεστό όπως ήταν το πήγαιναν στους ηλικιωμένους γονεις,όπως
και μικρά κουλούρια για τα παιδιά του σπιτιού.Πάντα κρατούσαν λίγο ζυμάρι και
με αυτό έφτιαχναν τηγανόπιτες σε
καυτό λάδι που τις έτρωγαν με πετιμέζι ή πρόσθεταν λίγο τυρί και λάδι και
έφτιαχναν τυρόψωμο.
Το πρώτο προζύμι
πιάνονταν πάντα με τον αγιασμένο
βασιλικό του Σταυρού,τον Σεπτέμβριο. Βουτούσαν τον βασιλικό σε χλιαρό
νερό.Σε ένα πήλινο δοχείο με ένα κουτάλι ανακάτευαν μια χούφτα αλεύρι,λίγο
αλάτι και το ευωδιαστό νερό.Τον χυλό που γινόταν τον σταύρωναν με τον βα-σιλικό
τρεις φορές,σχημάτιζαν το σχήμα του σταυρού με τα κλωνάρια του βασιλικού και
τον σκέπαζαν με υφαντή πετσέτα.Όση ώρα τα έκαναν αυτά,έψαλαν το απολυτίκιο της
ημέρας.Παλιές Αρβανίτισσες με ήθος και σεβασμό στην παράδοση! Σ΄ όλες τις χαρές
και στις λύπες έκαναν ψωμιά διαφορετικά «κεντημένα» κάθε φορά.Στους γάμους
πρόσφεραν στον γαμπρό και στην νύφη κεντη-μένη κουλούρα με σύμβολα ευγονίας,την κουλούρα του γάμου,ενώ στους
συγγενείς πρόσφεραν μικρές κουλούρες κεντημένες και αλειμμένες με μέλι.Το Πάσχα
οι πεθερές έστελναν στις αρρα-βωνιασμένες νύφες τους την κοσόνα,το τσουρέκι της Λαμπρής δηλαδή,με το κόκκινο αυγό.Το ίδιο
και οι νονές στα βαφτιστήρια τους.Ποτέ δεν ξεχνούσαν και το χρέος τους προς τον
Θεό.Έφτιαχναν πρόσφορα και
αρτοκλασίες για την υγεία της οικογένειας τους.Τέλος,πάντα θυμόνταν και τους κεκοιμισμένους
ανθρώπους τους.Στα μνημόσυνα πρόσφεραν κουλούρια όπου έβαζαν απάνω σφρα-γίδα με
σταυρό.
Ετυμολογία
Το ψωμί (αρχ. άρτος) είναι βασικό είδος τροφίμου με ιδιαίτερη
θρεπτική αξία.Ανήκει στην παρα-δοσιακή διατροφή,ιδιαίτερα αυτής των φτωχών.Το
ψωμί είναι η βασική τροφή στην Ευρώπη,αλλά και στους πολιτισμούς της Αμερικής,
της Μέσης Ανατολής (όπου έχει σχήμα πίτας) και της Βόρειας Αφρικής,σε αντίθεση
με την ανατολική Ασία, όπου η βασική τροφή είναι το ρύζι. Γνωστό και ως «η ουσία της ζωής»,το ψωμί
παρασκευάζεται εδώ και 30.000 χρόνια. Θεωρείται η πλέον πλήρης και φτηνή τροφή
και θεωρείται βασικό βοηθητικό τρόφιμο σε περιόδους ακραίας διατροφικής
ένδειας.
Η λέξη στην
αρχαιότητα: ο
ψωμός (του ψωμού) [άλλον δε ποτε των συνδείπνων ιδών επί τω
ενί ψωμώ πλειόνων όψων γευόμενον … έφη, Ξεν. Απομν. 3.14.5. – εοικέναι αυτούς τοις παιδίοις,ά τον ψωμόν
δέχεται μεν,κλαίοντα δε, Αριστ. Ρητ. 3.4.3.] σήμαινε,για την
ακρίβεια,όχι ολόκληρο καρβέλι, αλλά κομμάτι του και ονομάστηκε έτσι επειδή
τριβόταν,εύκολα δημιουργούνταν ψίχουλα,από το ρήμα ψώω=τρίβω.Από αυτό το ρήμα
προέρχεται και το κύριο όνομα Ψωφίδα που δήλωνε περιοχή (κατ΄ επέκταση και
τον εκεί αναπτυγμένο οικισμό) παραγωγής άμμου.Οι πιο γνωστές Ψωφίδες της
αρχαιότητας βρίσκονταν στην Αρκαδία και την Αττική,η δεύτερη εκεί που είναι
σήμερα το χωριό Κάλαμος,μάλιστα δεν
είναι ξεκάθαρο αν το Αμφιαράειον
(Αμφιάρειον) υπαγόταν στον δήμο του Ωρωπού
ή αυτόν της Ψωφίδας.
Στα μεσαιωνικά
χρόνια ο ψωμός μετατράπηκε σε
ουδέτερο: το
ψωμίον > ψωμίν,απ΄ όπου και το σημερινό ψωμί.
Βυζαντινή μπρούτζινη σφραγίδα αρτοποιείου. Επιγραφή: ΠΡΟΚΛΟΥ. 7ος-8ος αιώνας. |
Το ψωμί από
κριθάρι ονομαζόταν μάζα,ενώ από στάρι άρτος [άρτος τρισκοπάνιστος,Βατραχομ.
35].Παραδόξως τα λεξικά της αρχαίας αδυνατούν να ετυμολογήσουν τον άρτον,ως
αμφιβόλου ρίζας! Η ρίζα αρτ- απ΄ την οποία παράγονται πλήθος ονομάτων και ρημάτων,και για τον
άρτο (αρτίχρι-στος,αρτοδαισία,αρτοκλασία,αρτοζήτης,αρτοπωλία,αρτοσπογγίτης,αρτοστροφέω,αρτοκοπέω
κ.λπ.), δηλώνει πληρότητα,ολοκλήρωση,συμπλήρωση,κατάρτιση,ωφελιμότητα,αίσθηση υγείας,αλλά και χρονικά το: μόλις τώρα,μόλις πριν
λίγο (άρτι).Δηλαδή,η ρίζα εκφράζει,ευθέως ή μεταφορικώς,την έν-νοια της εκπλήρωσης του βασικού,της
ακεραιότητας,της κάλυψης του οφειλόμενου,της μεστότη-τας και της τελείωσης.Το
ρήμα: αρτιόω
= περαίνω τι,περατώ,φέρω εις πέρας,συμπληρώ,τελειώνω.Ο άρτος,επομένως,ονομάστηκε έτσι,επειδή διατροφικά πληρούσε τις κύριες ανάγκες.Ήταν και παρα-μένει,έστω
και με υποκατάστατά του,κύρια πηγή ενέργειας,αναντικατάστατη τροφή και
απαραίτη-το υλικό στο τραπέζι του φαγητού.Η
άρτια διατροφή προϋπόθετε/προϋποθέτει τον άρτο! Υπάρ-χουν μάλιστα,προς απόδειξη της
σπουδαιότητας του ψωμιού/άρτου,παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις που όχι μόνο το
εξισώνουν/ταυτίζουν με την έννοια της τροφής,αλλά και με την ίδια τη ζωή! (Δου-λεύει
για να βγάλει το ψωμί του – Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι – Δεν έχω ψωμί να φάω –
Τελείωσαν τα ψωμιά του κ.λπ.)
Το ψωμί στα
αρβανίτικα λεγόταν μπουκ,λέξη με καμία προφανή φωνητική/ ηχητική σχέση με τα ψωμός, μάζα, άρτος, αλλά
απολύτως ταυτιζόμενη εννοιολογικά με τον άρτο.Ας
το δούμε:
Αφαιρώντας την
συνήθη κατάληξη ονομάτων –κ στα αρβανίτικα,μας μένει το θέμα μπου- ,που δεν είναι παρά το βου- με την γνωστή τραχύτητα/εκτράχυνση
των αρβανίτικων.Με την ρίζα βου- είχα εκτεταμένα κι αναλυτικά ασχοληθεί στην εργασία μου: Μπούας (διαβάστε την πατώντας εδώ).Μεταφέρω εδώ το τμήμα που είναι
χρήσιμο για να καταλάβουμε γιατί οι αρβανιτόφωνοι Ηπει-ρώτες Έλληνες βάφτισαν το
ψωμί βου-κ → μπου-κ :
Το
όνομα βους δεν αποδιδόταν μόνο στο γνωστό ζώο,αλλά ίσως και από τον όγκο,το
εκτόπισμα και την επιβολή αυτού του ζώου είχε πάρει τον χαρακτηρισμό του
εξέχοντος,του πρωτεύοντος,του ηγεμονικού.Δεν αποκλείεται,βέβαια,να συνέβη το
αντίθετο: το ουσιαστικό βους (με τα κυριαρχικά σημασιολογικά συστατικά του) να
ονομάτισε το ζώο κατ΄ αναλογί-αν.Εκτιμώ ως ισχυρότερο και βάσιμο το δεύτερο.Στα
αρχαία κείμενα,αν δεν αναφέρεται το γένος του ζώου,θεωρείται ότι μιλάμε για το
θηλυκό (η βους= αγελάδα).Έτσι,συχνά ο Όμη-ρος προς δήλωση του αρσενικού βοός προσθέτει
λέξη (ταύρος βους Ιλ. Ρ 389 ή βους
άρσην).Απ΄ τον Όμηρο πάλι παίρνουμε πληροφορίες για τα χρόνια εκείνα
σημαντικές για τους βόες και αποδεικτικές του γιατί τους δόθηκε αυτό το
επιβλητικό όνομα.Χρησίμευαν λοιπόν ως μέτρο εκτίμησης και αποτίμησης (λέβητ΄
άπυρον,βοός άξιον Ιλ. Φ 885. Κάποια νύμφη λαμβάνει ως μερίδιο [προίκα;]
εκατό βους Ιλ. Λ 211. Βλέπε και τα σχετικά επίθετα: τεσσεράβοιος [=ισάξιος με
τέσσερα βόδια], εννεάβοιος [=ισάξιος με εννιά βόδια], δωδεκάβοιος [=ισάξιος με
δώδεκα βόδια], εκατόμβοιος [=ισάξιος με εκατό βόδια].Τόση είναι η κεφαλαιώδης
σημασία της θηλυκής βοός που φτάνει να
δηλώνει μεταφορικά την μη-τέρα! (Συναντάται η υποδήλωση και στον Πίνδαρο –Η 4. 253- και στον Αισχύλο –Αγαμέμνων 1125-).
Το βους στην
σύνθεση (ως πρώτο συνθετικό,ως βου- ) εκφράζει την υπερβολή,το
μεγάλο ή τερατώδες.Έτσι,έχουμε: βουβαύκαλος (ο πολύ άσωτος),βούβρωστις
(η μεγάλη πεί-να),βουγάιος (ο υπερβολικά καυχησιάρης),βούπαλις (η δεινή,σκληρή
πάλη/μά-χη),βούπεινα
(η βουλιμία),βούσυκον
(το μεγάλο χονδροειδές σύκο),βούφορτος (πολυφορτωμένος),βούλιμος
(ο έχων βουλιμία),βούπαις (μεγάλο,μεγαλόσωμο παι-δί),βουχανδής
(που μπορεί να χωρέσει μεγάλη ποσότητα).Δεν είναι τυχαίο ότι το άλογο του
μεγάλου Αλεξάνδρου λεγόταν Βουκεφάλας (Στράβων 698, Πλούταρχος
«Αλέ-ξανδρος»,61).Ανήκε σε Θεσσαλική φυλή ίππων (Βουκέφαλοι) με αυτοκρατορικό
παρά-στημα.
Εκτός
από όλα τα παραπάνω,όμως,που μας βοηθούν να καταλάβουμε την προέλευση του
ηγετικού προσωνυμίου Μπούα(ς) στις κοινότητες των αρβανιτοφώνων Ελλήνων
της Η-πείρου,πρέπει να σταθούμε και στην αρχαιοελληνική λέξη βούα
= αγέλη,ομάδα παιδιών.Ο αρχηγός της βούας εκαλείτο βουαγόρ (= βούα + άγω).Βούα και βουαγόρ είναι λέξεις των Λακεδαιμονίων,κατά τον Ησύχιο.Ο αγελάρχης
λεγόταν και βουαγός
(απαντάται σε πολλές Λακωνικές επιγραφές), αλλά και βοαγός (απαντάται,ομοίως,σε
πολλές Λακωνικές επιγραφές).Εκτιμώ ότι αυτή η ομάδα Δωρικών λέξεων της Λακωνίας
ανήκει στα λογικά και απ΄ ευθείας παράγωγα του «βους».Μικροκοινωνίες ατόμων με
κοινά χαρακτηριστικά και ηγετική διαχείρισή τους.Αν το μεταφέρουμε στους
Αρβανίτες (αυτούς τους Δωριείς του Βορά): η
φάρα και ο μπούας της!
Η ρίζα βου- (στα αρβανίτικα: μπου- ),λοιπόν,δήλωνε το κεφαλαιώδες,το σημαντικό,το υπέρ-τερο,το ηγετικό,το
πρώτιστο.Τι πιο φυσικό,επομένως,με αυτήν να δηλωθεί το πλέον βασικό συστατι-κό της
τροφής,άρα και της ζωής: το ψωμί !! Γίνεται φανερό ότι η λ. μπουκ δεν δήλωνε το
προϊόν ζύμωσης που έχει ψηθεί στον φούρνο,αλλά την μέγιστη αξία του για την
ζωή· δεν όριζε παρασκεύα-σμα,αλλά αξιολογούσε την χρησιμότητα και τη βαρύτητά
του.Έτσι,έχουμε ένα επίθετο που μέσα απ΄ την καθημερινή χρήση
ουσιαστικοποιήθηκε (βλέπε: κάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό!). Στην ίδια
κατηγορία ανήκαν τα επίθετα της αρχαίας πατρίς (πατρίς γη) και κέλης (κέλης ίππος)
που κατέληξαν ως ουσιαστικά.
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος – Συγγραφέας
Διαβάστε ακόμα,σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.