ΕΛΕΝΗ, Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΡΕΑΣ
ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΒΑΝΙΤΙΣΣΑ ΖΩΓΡΑΦΟ
ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ-ΑΛΤΑΜΟΥΡΑ
Γράφει ο Γιάννης Βασ.
Πέππας,Φιλόλογος
Η ιστορική μυθιστορία αποτελεί
ιδιαίτερο και ιδιόμορφο λογοτεχνικό κλάδο.Καλείται να συνταιριάξει τα
ιστορικά δεδομένα και την ψυχολογική διείσδυση του συγγραφέα μέσα σ’ αυτά,όχι
τόσο ως κατάθεση έμπνευσης,ενόρασης και μηνύματος του λογοτέχνη όσο κυρίως ως
ανασύνθεση επίπονη και αυστηρώς προσεγμένη του ιστορικού πεπραγμένου.Το
μυθοπλαστικό φτερούγισμα του συγγραφέα λαμβάνει πορεία πτήσης από το σωζόμενο
αποδεικτικό,κατατοπιστικό υλικό,τα ντοκουμέντα,που όσο διασταυρωμένο και
πλούσιο είναι,τόσο περιορίζει το ξέφρενο και αυθαίρετο του δημιουργού.
Ο Σπύρος Μελάς (Ο Γέρος του Μωριά) και
η Πηνελόπη Δέλτα (Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος,Στα μυστικά του βάλτου)
έχουν ασχοληθεί με λαμπρό αποτέλεσμα με το είδος.Φυσικά δεν ήσαν οι
μόνοι.Μυθιστορήματα και νουβέλες με ιστορικό υπόστρωμα μας έχουν δώσει και ο
Μυριβήλης (Η ζωή εν τάφω),ο Βενέζης (Το Νο 31328),ο Καζαντζάκης
(Καπετάν Μιχάλης,Αδελφοφάδες),η Δ. Σωτηρίου (Οι νεκροί
περιμένουν) κ.ά.
Αλλού το ιστορικό
υλικό κυριαρχεί μετατρέποντας ουσιαστικά το συγγραφέα σε καταγραφέα-αφηγητή κι
αλλού μειονεκτεί,ελλείπει,κατά κανόνα λόγω προβληματικών,αδύναμων,μισερών πηγών,επιβάλλοντας έτσι στη
γόνιμη σκέψη,φαντασία,μα και σωφροσύνη (μέσω της σφαιρικής και απροκάλυπτης
ιστορικής προσέγγισης) του συγγραφέα να παρεμβάλλει πιθανά συμπληρώματα μα
και ουσιαστικές παρεκβάσεις.
Όταν ο λογοτέχνης σχετίζεται λίγο ή
περισσότερο με το κεντρικό του θέμα,πρόσωπο ή χρονική περίοδο η προσπάθειά του
καθίσταται ευχερής (Να θυμηθούμε εδώ την περίπτωση της Μ. Ιορδανίδου με
σημαντικά έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο).Όσο όμως η σχέση αυτή απουσιάζει
ή μηδενίζεται,η απόπειρα της μυθιστορηματικής διήγησης δυσχεραίνεται.Να
τονίσουμε εδώ ότι ο ιστορικός άξονας αυτών των περιπτώσεων δεν
είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε εξαιρετικά ή πασίγνωστα στοιχεία του
παρελθόντος ή διάσημα πρόσωπα.Ας θεωρήσουμε το “ιστορικό” με την ευρεία
έννοιά του:Πράγματα,άνθρωποι,εποχές,καταστάσεις που πέρασαν και άγγιξαν με
την όποια δυναμική τους τη ροή της καθημερινότητας με περιορισμένη ή όχι
εμβέλεια.
Η Ρέα Γαλανάκη για τέσσερα γεμάτα χρόνια
συγκέντρωνε υλικό για την πρώτη Ελληνίδα ζωγράφο,την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα.Ταξίδεψε
σε ιταλικές πόλεις, ενημερώθηκε σε αρχεία,βιβλιοθήκες με προσωπικές επισκέψεις
ή μέσω συνδρομής τρίτων.Συνομίλησε με πλήθος κόσμου,τόσο
απογόνους της ζωγράφου,όσο και διαφωτιστές της ζωής και της εποχής της.Η
πολύχρονη και πολύμοχθη προσπάθειά της απέδωσε το μυθιστόρημα
«ΕΛΕΝΗ, Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ το
1998 κι έφθασε ήδη σε ικανοποιητικό αριθμό επανεκδόσεων.Η Ελένη Μπούκουρα
γεννήθηκε στις Σπέτσες.Από νωρίς διαφάνηκε το ζωγραφικό της ταλέντο που η
εύπορη οικογένεια Μπούκουρα το υποστηρίζει.Διδάσκεται ζωγραφική στην
Αθήνα,με ιδιαίτερα μαθήματα,από τον Ραφαήλ Τσέκολι.Ο
Ιταλός ζωγράφος αναζητούσε στην Ελλάδα κατάλληλες τοποθεσίες,υγιεινές περιοχές
για να αντιμετωπίσει την ασθένεια (φυματίωση) της κόρης του.Είχε φθάσει στην
Αθήνα,όπου εργαζόταν ως δάσκαλος
ζωγραφικής,έχοντας ζήσει προηγούμενα για κάποιο διάστημα στην
Κέρκυρα.Ο Ιταλός καλλιτέχνης ενεπλάκη δραστικά στα πολιτικά και κοινωνικά
γεγονότα της εποχής.Συμμετείχε δε στην κίνηση του 1843 για την απόδοση
συντάγματος απ΄ τον Όθωνα.Στις εφημερίδες της εποχής αναφέρεται ως Τσέκολης ή
Τσάκολας.Στο «Σχολείο των Τεχνών»,που ίδρυσε στην Αθήνα,η νεαρή Ελένη,ως
γυναίκα που ήταν και σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής,αδυνατούσε να
φοιτήσει.Μεταβαίνει στην Ιταλία για συνέχιση των ζωγραφικών σπουδών
της.Φθάνει εκεί κατά την επανάσταση ενάντια στο σκληρό
βασιλέα (του τότε κρατιδίου των Δύο
Σικελιών) Φερδινάρδο Β΄,ισπανικής καταγωγής.
Η Ελένη αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε άντρα
για να μπορέσει να ξεπεράσει και την εκεί υπάρχουσα προκατάληψη κατά των
γυναικών,προκειμένου να μπορέσει να σπουδάσει την τέχνη της.Δίνει εξετάσεις στη
σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων,εδρεύουσα σε μοναστήρι του Αγ. Ισιδώρου,στα περίχωρα
της Ρώμης, όπου και εισάγεται.Σύντομα βραβεύεται το έργο της «Απελπισία».
Περιδιαβαίνει την Ιταλία και εγκαθίσταται στη
Φλωρεντία.Εκεί ξανασυναντά το μεγάλο έρωτα της ζωής της,τον αρχιτέκτονα-ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα.Από μητέρα Ελληνίδα ο Αλταμούρα (τη Σοφία Περηφάνου)
είχε γοητεύσει την Ελένη ήδη από το πρώτο στάδιο της παραμονής της στην
Ιταλία,όταν τον είχε πρωτογνωρίσει στη Νάπολη ως θερμό επαναστάτη κατά του
Φερδινάρδου.Εξαιτίας αυτής της δράσης ο Αλταμούρα είχε καταδικαστεί ερήμην σε
θάνατο και διέφευγε σε βορειότερες ιταλικές περιοχές.Η Ελένη κι ο Αλταμούρα
ζουν μαζί για 3 χρόνια.Είχαν
αποκτήσει ήδη δύο παιδιά,τον Ιωάννη και τη Σοφία,όταν
παντρεύτηκαν.Ως νόμιμο ζευγάρι απέκτησαν και τρίτο παιδί,τον Αλέξανδρο.Η
Ελένη αναγκάζεται να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα με τα μεγαλύτερα παιδιά
της,καθώς ο Αλταμούρα την εγκαταλείπει και φεύγει με την Αγγλίδα φίλη του
Τζέιν Χέι και τον μικρό Αλέξανδρο.Η Ελένη διαγράφει μια λαμπρή καλλιτεχνική
πορεία ως ζωγράφος,συνεχώς όμως φθίνουσα λόγω των ψυχολογικών της προβλημάτων
ένεκα του χωρισμού της.Ο γιος της Ιωάννης ακολουθεί τα καλλιτεχνικά της
βήματα και καταξιώνεται ως σημαντικός ζωγράφος.Επιστρέφοντας απ’ τις σπουδές
του στην Κοπεγχάγη επιδεικνύει ένα έξοχο ταλέντο.Ο Ιωάννης Αλταμούρας θεωρείται και σήμερα
από τους αξιολογότερους Έλληνες ζωγράφους.Δυστυχώς όμως ασθενεί και πεθαίνει
νεότατος.Πεθαίνει και η αδελφή του Σοφία.Η Ελένη κλείνεται ερμητικά στον εαυτό
της.Καταφεύγει στις Σπέτσες,όπου και ζει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της
μοναχικά.Μετατρέπει μια παλιά αποθήκη σε κατοικία και συναντά ελάχιστο
κόσμο.Η παλιά οικονομική ευμάρεια των Μπουκουραίων δεν υπάρχει πια.Η Ελένη
μπαίνει στη μετά τη ζωή,ζωή,όπως εύστοχα διατυπώνει η Ρ. Γαλανάκη.Καίει
τα έργα της!Μετά το θάνατό της ο αδερφός της Αναστάσης θα βρει μέσα στα χαρτιά
της κάποια λίγα σχέδια καθώς και το τελευταίο της δημιούργημα,«το στοιχειό
του σπιτιού των Σπετσών»,μια μικρή μπλε και μοβ ακουαρέλα που απεικονίζει
έναν Αρλεκίνο με μεσαιωνικό κοστούμι τρέχοντας στον αέρα με στιλέτο και μάσκα,ανεμίζοντας έναν
κοντό μανδύα.
Ίδια αισθήματα,όπως του Σάντρο,πρέπει να ΄χαν
δημιουργηθεί και στους υπόλοιπους Σπετσιώτες.Είχαν φθάσει να θεωρούν την
απόκοσμη Ελένη και μάγισσα.Γι΄ αυτό και όταν πέθανε,στις 20 Μάρτη
1900,ημέρα Δευτέρα,τη θάβουν άρον-άρον προτού προφθάσουν να έρθουν απ΄ την
Αθήνα οι συγγενείς της.Σφραγίζουν μάλιστα και το σπίτι της!
Η Ελένη στην Ιταλία υπέγραφε τα έργα της ως
«Κανένας».Η αναγκαστική μεταμφίεσή της τής δημιουρ- γούσε μιαν εσωτερική
σύγκρουση.Μη μπορώντας να είναι αυτό που πραγματικά ήταν,αισθανόταν ασφυκτι- κά
πιεσμένη.Η υπογραφή της «Κανένας» έδειχνε τόσο την αγχωτική διάσταση της κρυφής,διπρόσωπης
ζωής της, όσο και την καλλιτεχνική αντίδραση του ελεύθερου
δημιουργού:αδυνατώντας να δηλώσει ανεμπόδι- στα,άνετα την
εσωτερική της έκφραση δεν αρκείται σε μια
μεσοβέζικη,απατηλή,ημιδιαφανή εκπροσώπηση-παρουσία,αλλά επιλέγει την
αξιοπρεπή ανωνυμία «Κανένας».
Η Ρέα Γαλανάκη στάθηκε απέναντι στην
πρωταγωνίστριά της με μεγάλο σεβασμό,σοβαρότητα,μα και
τρυφεράδα.Αγκάλιασε,ένιωσε την καλλιτέχνιδα,συμπάθησε (συν+πάσχω) τη
γυναίκα,άκουσε το λόγο και τη σιωπή της.Η επιλογή του τίτλου του βιβλίου της,«Ελένη, ή ο κανένας»,δείχνει πως δεν
σκιαγράφησε μόνο σε ιστορικό,χρονολογικό επίπεδο την
Ελένη,αλλά την κοίταξε κατάματα στην καρδιά και την ψυχή.Δεν υπήρξε η Ρ.
Γαλανάκη ο ψυχρός,ανέκφραστος,αντικειμενικός έστω ψηλαφητής και αξιολογητής του
αρχειακού υλικού και των προφορικών πληροφοριών,μα ο
θερμός ευαίσθητος δέκτης κάποιων παλμών από τη ζωή
μιας προηγούμενης γυναίκας που λαχτάρησε,κόπιασε,αγάπησε,πόνεσε,ταξίδεψε σε γη
κι αστέρια και αφέθηκε τέλος στην πανάρχαια ριζική δύναμη της μοίρας...
Αυτό το τελευταίο στοιχείο,που
και η Ρ. Γαλανάκη αφήνει να
διαχυθεί σ΄ όλο το μυθιστόρημά της, δεν είναι καθόλου άσχετο με την αρβανίτικη
καταγωγή και την αρβανίτικη ιδεολογική,πνευματική συ- γκρότηση της
Ελένης.Η Ελένη Μπούκουρα,όπως φανερώνει και το όνομά της (ιμπούκουρ=όμορφος,εύρω- στος
στα αρβανίτικα) ήταν αρβανίτισσα,όπως κι όλοι οι Σπετσιώτες
άλλωστε.Η Ρ. Γαλανάκη,που απ’
το επίθετο δεν διακρίνεται αρβανίτικη προέλευσή της,επιδεικνύει μιαν
αξιοθαύμαστη εντιμότητα και ειλικρίνεια στην οικοδόμηση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας
της Ελένης,μα και στην καταγραφή του Σπετσιώτικου αρβανίτικου περιβάλλοντος,που
τη διαμόρφωσε και το οποίο εξέφραζε.Έτσι,δεν δι- στάζει να χαρακτηρίσει το αίμα
της Ελένης αρβανίτικο (σελ. 65),το πείσμα της αρβανίτικο (σελ.
87),τη φάρα της φυσικά αρβανίτικη (σελ. 116), τις ρίζες της ως
καθαγιασμένες αρβανίτικες (σελ. 140) και τις Σπέτσες αρβανίτικο
νησάκι (σελ. 161).
Η Ελένη προσδιορίζεται ως έφηβη Αρβανίτισσα
(σελ. 36),πεισματάρα Αρβανίτισσα (σελ. 102),ως Ελληνοαρβανίτισσα
(σελ. 129),ως Ελληνοαρβανίτισσα μάνα (σελ. 161),ως Ελληνοαρβανίτισσα
δειλή,στις στιγμές της αδυναμίας της (σελ. 181),και ο Ιωάννης Αλταμούρας ως Ελληνοαρβανίτης
γιος της Ελένης (σελ. 166).”Ως Αρβανίτισσα και ως Ελληνίδα” (σελ.
169) η Ελένη αισθάνεται εξόριστη,αποδιωγμένη απ΄ τους δικούς της,αν δεν επισημοποιήσει τη σχέση της με τον Αλταμούρα.Ο οποίος Αλταμούρας την αντιλήφθηκε μόνο ως ”Ελληνίδα και ουδέποτε ως
Αρβανίτισσα” (!)(σελ. 171).
Στα παιδικά όνειρα της Ελένης σαρκώνονται Αρβανίτες,χριστιανοί
και οθωμανοί (σελ. 190).Αρβανίτες,Ναυπλιώτες απασχολούν τη σκέψη του Καπετάν Μπούκουρα
(σελ. 27).Αρβανίτισσες μοιρολογίστρες κλαίνε την Κυρά-Λένη στην ανάπαψή
της (σελ. 215).
Η Ελένη αντλεί ζωή,δύναμη “από
την αρβανίτικη,την άγραφή μας γλώσσα” (σελ.
166) για ν΄ αντιμετωπίσει την αρρώστια του γιου της Ιωάννη.Σκέφτεται πως η
δυναμική που αποπνέει το “αρβανίτικο νησάκι” των
Σπετσών ίσως στάθηκε αφορμή που πήγε κι έζησε εκεί τα τελευταία του χρόνια ο “Ελληναρβανίτης
γιος της”,“παρά
στην ελληνική Αθήνα” (!) (σελ. 166),στην οποία Αθήνα όμως,κατά τις ταραχές
της 3-9-1843,ακούγονται “ελληνικά και αρβανίτικα” (σελ. 51).
Τα αρβανίτικα είναι η γλώσσα που μίλαγαν όλοι οι Σπετσιώτες (σελ.
11),ορθόδοξοι Αλβανοί κυνηγημένοι παλιότερα
από μουσουλμάνους Τουρκαλβανούς (σελ. 13).Μπορούσε όμως ν΄
ανακαλύψει κανείς και “τις Ελληνοαρβανίτισσες οικοδέσποινες...να
μιλούν...με θαυμαστή καλλιέπεια την καθαρεύουσα γλώσσα” (σελ. 190).Στα
αρβανίτικα ο Γιάννης Μπούκουρας διηγιόταν τις περιπέτειές του στα παιδιά του
(σελ. 20),αρβανίτικα και τα κελεύσματά του πάνω στο “Θαλάσσιο Ίππο”,το καράβι του
(σελ. 205).Η μικρή Ελένη αντιλαμβάνεται στα πρώτα
καλλι- τεχνικά βιώματά της πως η ζωγραφική είναι πέρα απ΄ τις “αρβανίτικες
και ελληνικές της λέξεις” (σελ. 32).Στις πρώτες δυσκολίες της όμως στην
Ιταλία αναρωτιέται μήπως πρέπει να “ξαναγυρίσει στα αρβανίτικα και τα
ελληνικά” (σελ. 78).
Η Σπετσιώτισσα Αρβανίτισσα ζωγράφος,όπως απεικόνισε η ίδια τον εαυτό της. |
Η ιδεολογία,ο πολιτισμός,το σκέπτεσθαι της
Αρβανιτιάς στιγμή δεν εγκατέλειψε την Αρβανίτισσα Ελένη.Δεν θα μπορούσε να
γίνει κι αλλιώς μιας κι απ΄ τη γέννησή της,σ΄ όλη την πορεία της ζωής της ως το
τέρμα,το βίωμα της Σπετσιώτικης μήτρας,το αρβανίτικο φέρεσθαι των
δικών της,η διάπλαση του χαρακτήρα της και η διαμορφωμένη κοσμοθέασή της
χτίσθηκε και συνεχώς ανατροφοδοτούνταν με τα ξεχωριστά παλικαρίσια
χαρακτηριστικά της φάρας!
Η Ρ. Γαλανάκη συνέλαβε
εύστοχα αυτές τις σταθερές προσλαμβάνουσες της Ελένης
και τις πέρασε τόσο στην ψυχολογική σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριάς της,όσο και
σε επεισόδια πλοκής του κειμένου της:ο αδελφός της Ελένης Αναστάσης
δεσμεύεται απέναντί της με “μπέσα”,την οποία και τηρεί με ιερότητα (σελ. 118,177).Στη
μπέσα τους ορκίζονται οι Σπετσιώτες αφηγούμενοι τη
φωτιά στο σπίτι της Ελένης (σελ. 238).Η ενέργεια της τιμημένης,καθοριστικής ρίζας ως οπτασιακός ή ενσυνείδητος “Αρβανίτης
Πατριάρχης”,ως “ανελέητος ίσκιος” (σελ. 186),έρχεται να θαμπώσει κάθε
άλλο βερνίκι περαστικών καθημερινοτήτων.
Το αρβανίτικο έθιμο (σελ. 111) μπορεί
να συμπορεύτηκε με το ελληνικό ή κι εντελώς πρόσκαιρα με το φράγκικο,μα
επικράτησε τέλος μόνο,ως θέσμιση του κόσμου και των ισορροπιών της
Ελένης.Θεωρεί ότι ο γιος της Ιωάννης τραβάει για σπουδές στη θαλασσινή Δανία
εκδικούμενος,σε μιαν παθιασμένη,ανομολόγητη,ασύνειδη ίσως αρβανίτικη βεντέτα
(σελ. 144-145),“τις χερσαίες αναζητήσεις του Σαβέριο”,του πατέρα
του.Όλος ο αρβανίτικος ηλιοκεντρικός,παγανιστικός στοχασμός και στάση
ζωής,όλη η “ελληνοαρβανίτικη δεισιδαιμονία” (σελ. 157) διαχέεται
στη σκέψη,στη ζωή και τέλος στις κατασταλαγμένες μοναχικές επιλογές της
Ελένης.
Η φύση δεν γίνεται αντιληπτή ως όμορφος διάκοσμος,ως
άλλος συνυπάρχων,μα ως βασικός όρος ζωής και ηθικής!Μαθαίνει από τα μικράτα
της η Ελένη τη λατρεία της θάλασσας,όχι γιατί ο ναυτικός πατέ- ρας της ζει και
πλουταίνει απ΄ αυτήν,μα γιατί είναι ένα άγιο στοιχειό!Καμιά φορά οι αρβανίτικες
διηγήσεις παρουσίαζαν τη θάλασσα ως αποφασιστικό κριτή και δικαστή της μοίρας
των ναυτικών.Ένας καβαλάρης χάρος με τρίαινα στο χέρι (σελ. 23)!Οι μοιρολογίστρες
κλαίγοντας τη Μεγάλη Κυρά,όπως αχνοφέγγει στις αναμνήσεις της Ελένης (σελ. 17),κλώθουν το μυστήριο,πολύπλοκο πάλεμα των
δυνάμεων της ζωής.Μπαίνοντας στη μετά τη ζωή,ζωή της η Ελένη
νιώθει ότι “μπαίνει στο χορό των ανεράϊδων” (σελ. 198).Δεν είναι καθόλου
λαογραφική η προσέγγιση της Ρ. Γαλανάκη στο ιστορικό της πλαίσιο,αν και τα
στοιχεία της αρβανίτικης λαο- γραφίας θηλυκώνουν ταιριαστά με τα παλιά συμβάντα και τους γεωγραφικούς χώρους.Είναι
πλησίασμα δυναμικό και ατόφιο.Είναι το σωστό ψηλάφισμα των συλλογισμών της
Ελένης που καδράρισαν τη ζωή της.Να ένα δείγμα:Κατατρύχεται η Ελένη που η αγάπη
της για τον Αλταμούρα την οδηγεί στο να κάνει δύο παιδιά μαζί του
αστεφάνωτη.Για να μαλακώσει τη “γονεϊκή κατάρα”
(σελ. 168) τον παντρεύεται ασπαζόμενη τον καθολικισμό.Όλος ο ιδεολογικός ιστός
της φάρας, όλο το πλέγμα αξιών της αρβανίτικης ντομπροσύνης σχίζεται και
αμαυρώνεται! Έννοιες όπως η τιμή,η πίστη,η ευθύτητα,η
σταθερότητα καταρρακώνονται!Η Ελένη
εξαρχής σπεύδει στον σπασμωδικό
εξιλασμό: ονομάζει τον πρωτότοκο γιο Τζοβάννι
Μαρία Κριζίνι,ζητώντας έτσι άφατη συγγνώμη απ΄ τον πατέρα της Ιωάννη
(Τζοβάννι),τη μητέρα της Μαρία (Μαρία) και όλη τη φάρα των
Χρυσιναίων,μια και το πραγματι- κό επίθετο του σογιού δεν ήταν το κατοπινότερο
παρατσούκλι Μπούκουρας,αλλά Χρυσίνης (Κριζίνι)!Ως Χρυσίνη εξάλλου
υπογράφει στα τελευταία της η αυτοενοχοποιούμενη Ελένη (σελ. 179).Οι ενοχές
της για την παράβαση των οσίων της αρβανίτικης ιδεολογίας βαραίνουν με την
αποτυχημένη της αγάπη–γάμο,εκλογικεύονται με το θάνατο των δύο “νόθων” παιδιών
και αναζητούν ξαλάφρωμα στη νησιώτικη απομόνωση.Οι συχνές επισκέψεις στα
μοναστήρια των Σπετσών μοιάζουν με ύστατη συγγνώμη προς την προδομένη
Ορθόδοξη ανατροφή της!Φουρτουνιασμένη η ζωή ως κι ο θάνατος της Ελένης.Της
αρβανίτισσας Ελένης.Μα και της βαθιά Ελληνίδας!Μεγάλη η προσφορά του νησιού
της στην πατρίδα.Αγωνιστές και το σόι της. Πολεμιστής ο πατέρας της.Στον Αγώνα
άπλωνε τα κανόνια στο πλοίο του και το στράτευε στις όπου ναυμαχίες.Χαλαλίζοντας
εμπόριο,χρήματα,κέρδη.Η σημαία και δίπλα της άλλη μία,αυτή με το δι- κέφαλο αετό
(σελ. 15).Δίδαξε ο Γιάννης Μπούκουρας,ο Σπετσιώτης Αρβανίτης καραβοκύρης,την
άσβεστη φιλοπατρία στην κόρη του Ελένη.Σκεφτόταν το μεγάλο και ιερό χρέος
των δασκάλων ο καπετάν-Γιάννης να δείξουνε τι τρανό κι
ωραίο πράγμα είναι αυτή η Ελλάδα,τι γιγάντια απλωσιά που έχει στο βάθος των χρόνων και πόσο της πρέπει ψηλότερη θέση και μοίρα (σελ. 22).Όταν ήρθε η ώρα να
μείνει στα ξένα η Ελένη ένα λόγο της έστερξε μονάχα:“Να θυμάσαι ότι είσαι
Ελληνίδα” (σελ. 191).Κι η Ελένη δεν λησμόνησε ποτέ το ιερό πρόταγμα.Το
περήφανο Ελληνικό αρβανίτικο συνειδητό της την οδήγησε ως το τέλος.Και το
μετάγγισε και στα παιδιά της.Αυτά που ζήσανε μαζί της.Πέρασε τα βλογημένα
μπόλια του πατέρα της και στο γιο της Ιωάννη Αλταμούρα.Όταν αυτός ζωγράφιζε
τη “Ναυμαχία των Πατρών”,που κοσμούσε το Υπουργείο Ναυτικών,και παρέστησε τον
Μιαούλη όρθιο στην πλώρη με κόκκινο ζωνάρι και φέσι να διαφεύγει μέσα από τις
οβίδες,στο μυαλό του είχε τον παππού του το ναύτη,τον πολεμιστή Έλληνα,όπως
του τον είχε σταλάξει στην καρδιά η πατριώτισσα Ελένη,η μάνα του (σελ.
174-175).
Ορθώνεται στο ανάγνωσμα του βιβλίου μια
πραγματική,σαρκωμένη Ελένη Μπούκουρα.Μία ατόφια,απτή γυναίκα.Τη
νιώθει κανείς και στις εκδηλώσεις και
στις σκέψεις της.Η Ρ. Γαλανάκη επιχείρησε βαθιά μακροβούτια στο ψυχισμό της γυναίκας/ηρωίδας της.Την πόνεσε,τη χάιδεψε,την αναπαράστησε με γλύκα
και πνοή. Έδωσε τη δυναμικότητά της,την κοριτσίστικη λαχτάρα της,τη γυναικεία
πλήγωσή της,την αρβανίτικη φλόγα της,την ελληνική ψυχή της.
Κι αν την παρουσίασε σεβαστική,ταπεινή στην
πανάρχαια ριζική δύναμη της μοίρας,δεν το ΄κανε επειδή διαπίστωσε ανατολίτικη
μοιρολατρία στην Ελένη, μα γιατί διείδε τη σύμφωνα με τις αξίες της φάρας της
πορεία: αγωνιστικότητα,τόλμη,ελευθερία,μα και συμβάδισμα με το θέλημα της
ανώτερης δύ- ναμης.Κόντρα στους ανθρώπους και σε όλα μπορούμε να πάμε,διδάσκει
ο Αρβανίτης Πατριάρχης,κόντρα στη σοφία της φύσης δεν μπορούμε
κι ούτε να το επιχειρούμε!
“Οι δικοί μου ταξιδιώτες κάνουν τον κύκλο
τους για να επιστρέψουν ακριβώς στα μέρη από τα οποία απέπλευσαν.Ταξίδι δε
νοήθηκε ποτέ,αν στο τέλος του δεν συμπέσει με την έναρξή του,με την εστία που
οι μακρινοί γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειές της και αναγνωρίζονται από το
καθετί –αυτό ανέκαθεν το ήξερε η γυναικεία αγάπη...Έρχονται όμως εκείνοι,μου
κρατάνε συντροφιά...Φορές τους ικετεύω να με πάρουνε μαζί τους,αφού μόνη μου
είναι αμαρτία να φύγω.Δεν με παίρνουν.Να μη στενα- χωριέμαι,λένε,να μη
βιάζομαι,δεν τελειώνει αυτό το ταξίδι” (σελ. 201).
[δημοσιεύτηκε σε: Άρβανον,τ. 7 (7-9/99),σελ. 18-21.
Γιάννης
Βασ. Πέππας,
Απρίλης 1999
Μια εκπαιδευτική,"μαιευτική" απόδοση του βιβλίου από την ίδια τη συγγραφέα,εδώ
Ακόμα,δείτε δύο ταινίες σχετικές με την Ελένη Μπούκουρα:
Μια εκπαιδευτική,"μαιευτική" απόδοση του βιβλίου από την ίδια τη συγγραφέα,εδώ
Ακόμα,δείτε δύο ταινίες σχετικές με την Ελένη Μπούκουρα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.