Υλικά: 1 κιλό σπανάκι ή κολοκύθι χειμωνιάτικο,1 κρεμμύδι
μεγάλο ξερό,1 μάτσο φρέσκα κρεμ- μυδάκια,δυόσμος,άνηθος,λάδι,αλεύρι,αλατοπίπερο.
Εκτέλεση
Κόβουμε το σπανάκι ή το κολοκύθι [μόνο τη ψύχα],το
αλατίζουμε και το στίβουμε.Τρίβουμε το κρεμμύδι,ψιλοκόβουμε τα κρεμμυδάκια,τον
άνηθο και το δυόσμο και τα ανακατεύουμε όλα μα- ζί.Προσθέτουμε
αλατοπίπερο,λάδι,λίγο αλεύρι και νερό φροντίζοντας να γίνει ένας πηχτός
χυλός. Λαδώνουμε ένα ταψί,ρίχνουμε το χυλό,το χαράζουμε σε κομμάτια και το
ψήνουμε στους 180ο.
Η λέξη [κάτι που δεν είναι γνωστό] παράγεται απ΄ το μεσαιωνικό ρήμα μο(υ)σκεύω,που πηγάζει απ΄ το αρχαιοελληνικό μοσχεύω=μεταφυτεύω παραφυάδα (οι παραφυαδές,πριν μεταφυτευτούν, διατηρούνταν σε νερό,ήταν υγρές,μούσκεμα δηλαδή).Έτσι και τούτη η πίτα,επειδή αποκτούσε με το ανακάτεμα μια χυλοειδή,υδαρή μορφή,βαφτίστηκε με μία παραφθορά του μούσκεμα,μουσκίδι.
Και αυτή η λέξη [μουσούντα] των αρβανιτόφωνων Ελλήνων δεν είναι παρά ατόφια και μόνον ελληνική!
- Άλλη μια εκδοχή ετυμολόγησης,που ίσως είναι η ορθή,συνδέει την μουσούντα με τον χαρακτηρι- σμό μουσούν(ης).Στα αρβανίτικα μουσούνης λεγόταν ο μαυριδερός,ο πολύ μελαχρινός,αυτός που έμοιαζε με τσιγγάνο.Και η μουσούντα όταν ψηνόταν,έπαιρνε ένα σκούρο μαυριδερό χρώμα που μας επιτρέπει να συσχετίσουμε αυτές τις λέξεις/έννοιες.Μάλλον έχουν πηγάσει από τον μουτζούρη ή από τη μούργα,το πρασινόμαυρο κατακάθι του λαδιού.Μούργος λεγόταν και το,μαύρο συνήθως, ποιμενικό σκυλί.Πολύ πιθανόν τέλος,ο μουσούνης να προέρχεται ετυμολογικά από το Μισίρι [< μεσν. αραβ. Misri],την Αίγυπτο δηλαδή.Μουσουνίτσα ήταν/είναι κι ένα χωριό στην Φωκίδα με πι- θανή κατοίκηση από Αρβανίτες.Έχει επικρατήσει όμως παρετυμολόγηση για το τοπωνύμιο [< μούσα (Ουρα)νίτσα !].
Γιάννης Βασ. Πέππας,Φιλόλογος - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.