Ἡ λέξη τῆς πομακικῆς γιά τόν Σαρακατσάνο καρακατσ΄άνιν /
karakatšanin (βλ. Πέτρος Δ. Θεοχαρίδης,Πομακοελληνικό λεξικό, Αίγειρος,Θεσσαλονίκη
1996) πρέπει ὁπωσδήποτε νά συνδεθῇ μέ τήν ἐπίσης πομακική λέξη καρακτσ΄άν /
karaktšan (= βλάχος),πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι ἡ βασική σημασία τῆς ὀνομασίας,ἔτσι ὅπως χρησιμοποιεῖται
γιά νά δηλώσῃ ποιμενικούς πληθυσμούς,πρέ- πει νά εἶναι «βοσκός»,«τσοπάνος».
Τό ἐνδιαφέρον στίς πομακικές λέξεις εἶναι ὅτι διατηροῦν τό
προφανῶς πρωτογενές ἀρκτικό κα- καί δέν τό τρέπουν σέ σα-,ὅπως γίνεται στίς
περισσότερες διαλέκτους και ἰδιώματα τῆς νέας ἑλληνικῆς.Ἐν τούτοις, ὑπάρχουν καί
στήν νεοελληνική περιπτώσεις ὅπου τό ἀρκτικό κ- διατηρεῖται [πρβλ. Σαρακατσάνος
(= ἕλληνας κτηνοτρόφος πού ζῆ νομαδικά),Σαρακατσιάνος,Καρακατσάνος, Καρακατσιάνος•
Σαρακατσάνης (=σκηνίτης κτηνοτρόφος),Καρακατσάνης].
Φθάνουμε ἐδῶ σ᾿ ἕνα σημεῖο «ἀντιλεγόμενον»,διότι ἡ δυνατότητα
μιᾶς τέτοιου εἴδους τροπῆς στήν νεοελληνική τοῦ κ- πρό τοῦ α,προφανῶς μέσῳ
τσιτακισμοῦ,κατά τό σχῆμα κα- > τσα- > σα-,ἔχει ἀποκλεισθῆ ἀπό την ακαδημαϊκή
γλωσσολογία,μέ τήν ἐπίκληση τῆς ἀπόλυτης ἄποψης ὅτι «ο τσιτακισμός του /k/ τελείται μόνο προ των
προσθίων φωνηέντων {e, i}» (βλ. Θ. Μωυσιάδης,Ετυμολο- γία,Εισαγωγή στη Μεσαιωνική
και Νεοελληνική Ετυμολογία,Ελληνικά γράμματα,2005, σ. 123-124.)
Διαφορετική ἄποψη ἔχει ἤδη ἐκφράσει ὁ Δ. Οἰκονομίδης,ὁ ὁποῖος,
ἀναφερόμενος στό φαινόμενο τοῦ τσιτακισμοῦ στήν ποντιακή διάλεκτο (βλ.
Γραμματικὴ τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου τοῦ Πόντου,1958,σ. 90-91),ἐντοπίζει την μεταβολή
κ > τσ ὄχι μόνο πρό τῶν i καί e,ἀλλά καί πρό τοῦ a: «τσαμμώνω (Χαλδ. κ.ἀ.)
< καμμώνω (= καμμύω) Ὄφ. [...] τσάντσαρος (Χαλδ.) < κάγκαρος (Ἐσρ.) ἡ ἀράχνη,[...]
τσαντζαρεύω < καγκαρεύω (Ἐσρ.) παρὰ τὸ τσάντσαρος < κάγκαρος (Ἐσρ.) [...]
ἀδελφίτσα < ἀδελφίκα = ἀδελφούλλα,θειίτσα < θειίκα ὑποκ. τοῦ θεία [...] μαννίτσα
< μαννίκα (παρ᾿ ὃ καὶ μαννάκα) = μαννούλλα,[...] Ἀννίτσα < Ἀννίκα [...]
Μαρίτσα καὶ Μαρίκα [...] τσαραφίζω (Χαλδ. κ.ἀ.) < σκαριφίζω (ἀρχ.) [...] ἥφτετσα
< ἥφτεσκα παρατ. τοῦ ἅφτω (= ἀνάπτω)...».
Ἕνα παράδειγμα καί μόνο, αὐτό τοῦ ἐπιρρήματος καλικούτσα,καλικότσια,καλιακούτσα,καλ΄ια- κόσα,γκαλιγκότσια,gαλαgούτσια, γκαλιαγκούτσια,καλικούτσι,καλιγκότσι,καλιγούτσι,καλιβούτσι, καλ΄ιμπότσι κ.λπ. (= περιβάδην,ἱππαστί,ἐπί παιδίων φερομένων ἐπί τῶν ὤμων)
δείχνει ὅτι ὁ τσιτα- κισμός τοῦ κ πρό τοῦ α εἶναι ἕνα φαινόμενο παλαιότατο καί εὐρύτατα
διαδεδομένο,ἀναγόμενο σέ μιά περίοδο πού στό ἐσωτερικό τῆς γλώσσας μας κυριαρχοῦσε
μιά ἄνευ προηγουμένου πολυδιά- σπαση.
Ἔτσι μόνο μπορεῖ νά ἐξηγηθῇ τό γεγονός ὅτι ἡ νέα ἑλληνική
παρουσιάζει δίπλα στούς τύπους καλικούτσα,γκαλιγκότσια κ.λπ. τούς ταυτόσημους
ζαλικούτσα,ζαλικότσα,ζαλουκούτσια Πελοπν. Δεδομένου δέ ὅτι βάσει τῶν παραπάνω
μποροῦν νά ἐτυμολογηθοῦν μέ ἀσφάλεια τά εὐρέως διαδε- δομένα ζαλίκα,ζαλίγκα,ζαλούκα
(=καβάλλα στόν ὦμο || φορτίο πλάτης), ζαλικιά, ζαλιά (=φόρτωμα
στήν πλάτη),ζαλικώνω –ομαι,ζαλώνω –ομαι (= φορτώνω –ομαι) κ.λπ., ἕπεται ὅτι ἔχουν
ὑπάρξει στο παρελθόν φωνητικές ἐξελίξεις στό ἐσωτερικό τῆς γλώσσας μας,τίς ὁποῖες
μόλις τώρα ἀρχίζουμε νά ἀνιχνεύουμε και νά πιστοποιοῦμε.
Κανονικά,καί μόνο τό γεγονός τῆς ἐμφάνισης τῆς «παράδοξης»
τροπῆς κα- > σα- στά Καρακατσάνος > Σαρακατσάνος θά ἔπρεπε νά ἀποτελῇ ἔνδειξη
ἱκανή να ἀποθαρρύνῃ τούς εὔκολα καί ἀβασάνιστα προσφεύγοντες στήν ἐπικουρία τοῦ
τουρκικοῦ kara (= μαῦρος)· οὔτε οἱ Σαρακατσάνοι ὑπῆρξαν ποτέ μαῦροι,ὅπως δέν ὑπῆρξαν ποτέ
κουτσοί / κακομοίρηδες ἤ küçük (= μικροί) ἤ κάτοικοι τῆς ὑποτιθέμε- νης «küçük
Vlah» (= δῆθεν «Μικρῆς Βλαχίας») οἱ Κουτσόβλαχοι.
Σ᾿ ἕνα παλαιότερο ἄρθρο μας, σχετικό μέ την ἐτυμολογία τῆς
λέξης «Κουτσόβλαχοι»,ἐπισημαίναμε: «Ἡ μακρόχρονη μελέτη τῆς γλώσσας μας βάσει τῆς
«ἐνδοσυγκριτικῆς μεθόδου» μᾶς ἔχει πείσει ὅτι φωνητικές ἀλλαγές ἐπισυμβαίνουσες
στό ἐσωτερικό μιᾶς καί τῆς αὐτῆς γλώσσας (π.χ. θέλω νά > θενά > θά) ὁδηγοῦν
συχνά στήν δημιουργία νέων τύπων ἤ καί λέξεων πού ἐνίοτε ἀδυνατοῦμε νά τίς
συσχετίσουμε μέ αὐτές ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθαν.
Αὐτή νομίζουμε εἶναι καί ἡ περίπτωση τῆς λέξης «Κουτσόβλαχοι»,πού
θεωροῦμε ὅτι,κατ᾿ ἀναλογίαν πρός τό ἐμφαῖνον τήν ποιμενική τους ἰδιότητα «Μπαστουνόβλαχοι»,πρέπει νά προῆλθε ἀπό ἀμάρ- τυρο *Κλουτσόβλαχοι / *Κλιτσόβλαχοι,ἤτοι αὐτοί πού
φέρουν στό χέρι τήν χαρακτηριστική τῆς ἐνασχόλησής τους κλίτσα ἤ κλούτσα [πρβλ.
καί κλοτσόβεργα (= ράβδος ποιμενική μετά γκλίτσας) Μακεδ. (Πιερ.)].
Μιά ἁπλῆ παράθεση τῆς πανσπερμίας τῶν ἑλληνικῶν τύπων γιά
τήν γκλίτσα ἀρκεῖ γιά νά μᾶς πείσῃ γιά την πιθανότητα μιᾶς τέτοιας φωνητικῆς ἐξέλιξης:
κλίτσα,γκλίτσα,ἀγκλίτσα,κλούτσα, gλούτσα,ἀgλούτσα,σκλίτσα,σγγλίτσα,σκλιόκα,ἀγκραΐτσ΄α,κλίτσιος,κλοῦτσος,γκλίτσ΄ος,gλοῦτσος, γλοῦτσος,ἀγκλιτσάρ᾿,gλούκα, κλόκα κ.λπ.
Παρ᾿ ὅλο πού θά μπορούσαμε νά ἑρμηνεύσουμε την ἀποβολή τοῦ
ὑγροῦ στά *Κλουτσόβλαχοι > Κουτσόβλαχοι ὡς ἀνομοιωτικοῦ χαρακτῆρα (λόγῳ τῆς ὕπαρξης
και δεύτερου λ στό β΄ συνθετικό «βλάχοι»),ἐν τούτοις ἡ ὕπαρξη ἁπλῶν τύπων χωρίς
ὑγρό,ὅπως ἀγκούτσα Στερελλ. ἀgούτσ΄α Εὔβ., ὑποβάλλει τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ πτώση τοῦ
ὑγροῦ εἶναι δυνατόν νά ἐπισυνέβη καί «ἀπό τοῦ αὐτομά- του»,κάτι πού ἡ κρατοῦσα
νεογραμματική ἀντίληψη θά ἀπέκρουε μετά βδελυγμίας.»
Ὅπως στήν περίπτωση,λοιπόν,τῶν *Κλουτσόβλαχων ἤ
Μπαστουνόβλαχων,ἔτσι καί σ᾿ αὐτήν τῶν Καρακατσάνων ἤ,ἐπί τό πομακικώτερον,*Καρακτσάνων,θά
ἀναζητήσουμε τήν καταγωγή τοῦ ὀνόματός τους στο ἐσωτερικό τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς,σέ
μιά λέξη γιά την ράβδο πού ὑπῆρξε σῆμα κατατεθέν τῆς ποιμενικῆς τους ἰδιότητας.
Αὐτή ἡ λέξη,ἄν δέν ἀπατώμεθα,εἶναι ἡ λέξη καρκατσούνα (=
μακρύ ξύλο,ματσούκα) ἀπ᾿ τήν ὁποία μέ πτώση τοῦ ὑγροῦ καί ἀντιμετάθεση φθόγγων
προκύπτει ἡ κατσουκάνα (= γωνιῶδες ἄγκιστρο κατασκευασμένο ἀπό κλαδί ἐλιᾶς),πρβλ.
καί κατσουκάνι (= εἶδος πρόχειρου μπαστουνιοῦ,γάντζος), κατσούκανο (= κυρτό ξύλο
μέ τό ὁποῖο ἀποσύρουν τό ψωμί ἀπ᾿ τόν φοῦρνο),κατσουκανώνω (=ἀγκυλώνω),κατσουκνίδα
/ κατσοκνίδα (= ἡ τσουκνίδα) κ.λπ.Καί μόνο οἱ τελευταῖοι τύποι,πού μνη- μειώνουν πρωτογενεῖς
τύπους τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κνίδη,σχεδόν βοοῦν ὅτι ἡ γερμανική γεωμετρι- κή σκέψη
δέν ἔκανε τεράστια ζημιά μόνο στήν οἰκονομία,ἀλλά καί στήν μελέτη τῆς γλώσσας,ἔτσι πού ἔχει θεσπίσει αὐστηρούς ἕως ἀπαραβίαστους
φωνητικούς νόμους πού (ὑποτίθεται ὅτι) διέπουν τήν ἐξέλιξή της.
Ἡ πραγματικότητα,μέ τήν παράλληλη ὕπαρξη τύπων ὅπως
κατσουκνίδα,τζουγκρανήθρα,ἀτζουκνί- δα,τσουκουνίδα,τσουκνίδα,τζ᾿νίθρα,τσ᾿κνίδα,σκνίθρα,σκνίθθα,κνιδέα,κνιθέα,κιντέα,κινθέα,κουντέα,κ.λπ., ἀ.ἑ. κνίδη,δείχνει σ᾿ ὅσους ἐπιμένουν ἀκόμα νά
πιστεύουν στά μάτια τους πῶς μορφοποιοῦνται στή ζωντανή ζωή οἱ λέξεις,μέσα ἀπό
τήν πανσπερμία παράλληλα σωζομένων τύπων,πού μαρτυρεῖ βέβαια μια παλαιότατη
πολυδιάσπαση.
Μέσα ἀπ᾿ αὐτήν τήν πολυδιάσπαση προέκυψε καί ἀπό τήν
καρκατσούνα τῶν Καρ(α)κατσάνων ἡ ἁπλοποιημένη κατσούνα (= βέργα,μαγκούρα),ἡ
γρατσούνα (= ξύλο με κεκαμμένο τό ἕνα ἄκρο, μαγκούρα || γάντζος),ἡ κατσόνα (=
γκλίτσα βοσκοῦ),τό κατσόνι (= ραβδί μέ ἄγκιστρο στο ἕνα ἄκρο),ὁ κάτσουνας (=
ξύλινο ἤ σιδερένιο ἄγκιστρο,κλαδί δέντρου),τό κατσουνέρι (= μικρό κοντό ραβδί),ὁ
κάτσινας (= ξύλο ἀγκιστρωτό μέ τό ὁποίο κόβουν τόν καρπό τῶν δέντρων),τό
κάτσινο (= ἡ βουκέντρα),ὁ κάτσινος (= ἡ βουκέντρα) -πού δέν θά μοῦ φαινόταν παράξενο
ἄν ταυτίζονταν μέ τόν δῆθεν «προελληνικό» κότινον τῶν ἀρχαίων- καί ἄλλα ὧν οὐκ ἔστι
ἀριθμός.
Ἀλλά ἡ καρκατσούνα,βάσει τῆς ὁποίας ἐπιχειρήσαμε να ἐτυμολογήσουμε
τό ὄνομα τῶν Καρ(α)κα- τσάνων,εἶναι πιθανώτατα συγγενής καί πρός τό ἀρχαῖο
μακεδονικό γάρκα, πρβλ. τό τοῦ Ἡσυχίου «γάρκαν• ῥάβδον.Μακεδόνες»,γιά τό ὁποῖο
θά χρειαστῇ μιά εὐρύτερη και διεξοδικώτερη ἀναφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.