Σελίδες

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Εύθυμες (αρβανίτικες) ιστορίες απ΄ τον Βαρνάβα

και μερικές βαρναβιώτικες ιστορίες


Οι αυθεντικές,λαϊκές ιστορίες από έναν τόπο,μια μικροκοινωνία αποτυπώνουν με ενάργεια τα χρώ- ματα των χώρων,του χρόνου,των ανθρώπων και των σχέσεών τους μεταξύ τους,αλλά και με το (νομοτελειακά διαμορφούμενο και εξελισσόμενο) περιβάλλον τους,δίνοντας μια πρώτης τάξεως η- θογραφική καταγραφή.Απ΄ την πολύχρονη λαογραφική έρευνά μου στον Βαρνάβα έχει συγκεν- τρωθεί και ένα τέτοιο σημαντικό υλικό,που μαζί με παραμύθια,όπως τα κατέγραψα στο χωριό μας, τοπικές παραδόσεις,δοξασίες και θρύλους σκοπεύω να παρουσιάσω σε αυτοτελή σχετική έκδοση.
  Εδώ,παρουσιάζω τέσσερις πραγματικές ιστοριούλες,γραμμένες στις 25-1-1986,με απόλυτη αγάπη και σεβασμό προς τους ήρωές τους.Ένα μικρό δείγμα στάσεων,αντιλήψεων και συμπεριφορών (συ- μπαθών εν πολλοίς) των παλαιότερων γενεών,που βυθίστηκαν ανεπίστρεπτα στη μαγευτική σιγα- λιά του περασμένου.
     1.  η γκρεμενίτσα*
Ήτανε πολύ μικρός**,καθώς μια μέρα ο παππούς του ο ΚωτσηΚόλλιας (Κώστας Κόλλιας) τον πήρε να πάνε στη Σκάλα του Ωρωπού,στο Μονοπώλιο,για αλάτι.Φορτώθηκαν με την ξυλεία για κατασκευή αλετριών και με τα πόδια λοιπόν,απ΄ τον Βαρνάβα στο Μαρκόπουλο,όπου πούλησαν την ξυλεία,κι από κει στη Σκάλα.Αγόρασαν το αλάτι,πετρέλαιο για τα λυχνάρια και κίνησαν να επιστρέψουν.Στον Κάλαμο ξαπόστασαν.Σιγούρεψαν τα ψώνια σ΄ ένα πόστο και μετά πήγαν σ΄ ένα καφενείο.
Κάθησαν σ΄ ένα τραπέζι με γνώριμους πατριώτες κι άρχισε η κουβέντα.Εκεί λοιπόν,ξαφνικά,λέει ένας Καλαμιώτης στον ΚωτσηΚόλλια:
«Ρε Κώτσιο,το κιέσε νονιέ γκρεμενίτσε*** νε γκι;»
(«Βρε Κώστα,θα ΄χεις καμιά πέτρα στον κόρφο;»)
Και πράγματι τότε,ο τραχύς Αρβανίτης έβγαλε απ΄ τον κόρφο μια πέτρα.Την κουβάλαγε πάνω του για κάθε περίπτωση,όλη μέρα.

* Τις ιστορίες 1 και 2 μου τις είχε πει ο παππούς μου Γιάννης Τουρκαντώνης.Χρησιμοποιώ τον ανάλογο τρόπο αφήγη- σης.
* * Ο παππούς μου είχε γεννηθεί το 1895.Κοιμήθηκε το 1994.
* * * γκρεμενίτσε: άσπρη πέτρα,σα σβώλος αλάτι.Με το ίδιο όνομα απόκρημνη περιοχή του Βαρνάβα,προς τον Αι Γιώρ- γη.Προφανώς,το τοπωνύμιο χρησιμοποιόταν και συνεκδοχικά.

2.  η μπρέκα *

Μια μέρα,όταν ήταν ναύτης,καθόταν μ΄ έναν άλλον Αρβανίτη,απ΄ το Κάστρί **,και κουβέντιαζαν πάνω στο καράβι:
«-Ρε Γιανν,ατά τσε θάνε γιούβε νέκε για Αρβανίτ,πο για ανάκατα με Ελληνικά!»,του ΄πε ο Καστριώτης.
(«-Ρε Γιάννη,αυτά που μιλάμε εμείς δεν είναι Αρβανίτικα,αλλά είναι ανακατεμένα με Ελληνικά!»)
«-Ψε νέκε γιαν Αρβανίτ;»,ρώτησε ο παππούς.
(«-Γιατί δεν είναι Αρβανίτικα;»)
«-Παντελόνι,σι αθόν τι;»      («-Το παντελόνι,πώς το λες εσύ;»)
«-Παντελόνι.»
«-Παντελόνι για Ελληνικά,νέκε για Αρβανίτ.»
(«-Παντελόνι είναι Ελληνικά,δεν είναι Αρβανίτικα.»)
«-Μη,σι αθόνι;»               («-Μα,πώς το λένε;»)
«-Μπρέκε ***

*Η ιστορία τούτη δεν έχει βέβαια απόλυτη σχέση με τον Βαρνάβα,είναι ενδεικτική όμως του τρόπου σκέψης και κάποιου προβληματισμού των παλιότερων Αρβανιτών,συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των Βαρναβιωτών.
* * Πιθανόν,το αρβανιτοχώρι Κάστρο της Βοιωτίας.
* * *Μπρέκε: (Βράκα): το αντρικό ένδυμα κάτω από τη μέση.Οι Αρβανίτες δεν χρησιμοποιούσαν βράκες,αλλά φουστανέλλα και τέλος παντελόνι.Μπρέκα έλεγαν και το σώβρακο.Προφανώς,πριν καθιερωθεί στον λόγο τους ο όρος παντελόνι,αρκέστηκαν για να το δηλώνουν στον οικείο γι΄ αυτούς τύπο βράκα-μπρέκα.

3.   ο μαυροσκούφης *

Ο άντρας της τσατσα-Μαλιώς (θείας Μαρίας),ο Νικουλής,πέθανε όταν αυτή είχε μωρό στην κοιλιά.Στο αγοράκι που γεννήθηκε δώσανε το όνομα του μακαρίτη του πατέρα του.
Το παιδί μεγάλωσε,πήγε φαντάρος,τον ρίξανε μαυροσκούφη.Στην πρώτη άδειά του,καθώς τον είδε η καημένη η μάνα του με το μαύρο σκούφο,του ΄πε με μαράζι:
«Α,ρε ντιάλιθ ιμ,εντίνε τσε γιέσε ιβάρφ εδέ γκ΄ αγιό τε βένε ξούλιε τεζέζε.»
(«Αχ,βρε παιδί μου,το ξέρανε που ΄σαι ορφανός και γι΄ αυτό σου βάλανε μαύρο σκούφο.»)

*  δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΠΕΣΣΑ,Αθήνα,τ. 9,2/1986,σελ. 408.

4.  κολόνα στη μέση του δρόμου

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε λαϊκατζής.Απ΄ αυτούς τους γραφικούς με τις τρίκυκλες μοτοσικλέτες (φωτο- γραφία).΄Όμως δεν ήτανε και κάνας οδηγός της προκοπής,ίσα-ίσα φημιζότανε για την ατζαμοσύνη του.
Λες και τον γλωσσοφάγανε τον άνθρωπο,μια μέρα πήγε κι έπεσε σε μια κολόνα της ΔΕΗ,απ΄ τις παλιές τις ξύλινες.Η κολόνα μάλιστα κόπηκε στα δύο και στη θέση της βάλανε μιαν άλλη,τσιμεντένια.Εδώ που τα λέμε όμως,η κολόνα ήτανε αρκετά έξω από το δρόμο και μάλλον δεν έφταιξε σε τίποτα η γλωσσοφα- γιά.
Δεν ξέρω πού απέδωσε ο μπαρμπα-Γιάννης τα αίτια του τρακαρίσματος,πάντως οργίστηκε τρομερά,
βλαστήμησε και φώναξε τούτα τα λόγια,που όλοι τα θυμούνται και χαμογελούν:
«Τε κίφσεν Σιερμερίσε*σα μπεν παλιοκερατάι με νιε παράνομι κολόνε τσε κέινε βάνε νε μες τε δρόμιτ!»
(«.............,πώς τα έχουνε κάνει κάτι παλιοκερατάδες με μια παράνομη κολόνα που έχουνε βάλει στη μέση του δρόμου!»)
Από τότε όλοι τον φωνάζανε ΓιαννΣιερμερή **.Του ΄μεινε και του ΄γινε παρατσούκλι ***.

* Η Αγία Μαρία,δηλαδή η Παναγία.
* * Όταν έφτιαχνα το σπίτι μου στην περιοχή Λιούγκε του Βαρνάβα,είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον μπαρμπα-Γιάννη.Είχε δυο κτήματα δίπλα στο δικό μου κι ερχόταν για ξερά ξύλα,κατάλληλα για τη σόμπα.Επρόκειτο για έναν ευγενέστατο και γλυκύτατο άνθρωπο.Δυστυχώς,λίγο μετά έφυγε χτυπημένος από άδικη αρρώστια.
* * * Οι Βαρναβιώτες,όπως κι όλοι οι Αρβανίτες,αρέσκονταν,ακόμα και σήμερα,στη χρήση παρωνυμίων (παρατσού- κλια),όπως και υποκοριστικών.Τακτική και συμπεριφορά που χρήζει ιδιαίτερης μελέτης παρουσιάζοντας ξεχωριστό εν- διαφέρον.

Δείτε,ακόμα,σχετικά: Από το χιούμορ των Αρβανιτών

Γιάννης Βασ. Πέππας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.