Η όμορφη αυτή φωτογραφία απεικονίζει τους γονείς μου στην κατασκευή του νέου σπιτιού τους. Οι γονείς μου (Βασίλης και Ελένη) παντρεύτηκαν το 1957.Στην φωτογραφία 2 φαίνεται το αρχικό σπίτι που οικοδομούσαν ώστε να παντρευτούν,φωτογραφία του 1955,όπως υπολογίζω.Γι΄ αυτήν τη δεύτερη φωτογραφία (περικοπή από αεροφωτογραφία) έχω παρουσιάσει ξεχωριστή δημοσίευση που μπορεί κανείς να την δει εδώ. Εκεί λοιπόν,στη φωτογραφία του 1955,φαίνεται ο μαχαλάς του παππού μου,Κωνσταντίνου Πέππα (Κωτσησημάκος).Αριστερά,ήταν το μακρυνάρι του παππού, ένα-δυο δωμάτια για τους ανθρώπους κι ένα δωμάτιο για τα ζώα.Τον παππού δεν τον πρόλαβα, πέθανε το 1957.Η γιαγιά η Βαγγελιώ πέθανε το 1966,όταν ήμουν 5 χρονών,κι έχω κάποιες θολές αναμνήσεις απ΄αυτήν.Θυμάμαι,πήγαινα στο δωμάτιό της,μ΄ έπαιρνε αγκαλιά μέσα στα σκεπάσμα-τα και μου έλεγε διάφορα.Η γιαγιά μίλαγε μόνο αρβανίτικα,δεν ήξερε ελληνικά.Δεξιά στη φωτο-γραφία είναι το,νεόδμητο τότε,σπίτι του θείου μου Δημήτρη,αδερφού του πατέρα μου.Στη μέση, υπό κατασκευή,το σπίτι του πατέρα μου.Ένα μονόχωρο δωμάτιο κάτω με εξωτερικό τούρκικο καμπινέ και δυο δωμάτια από πάνω,με μονοκόμματη σκάλα.Αυτή η διάταξη χώρου ήταν άβολη όμως,κι έτσι τα δύο πάνω δωμάτια,τα "καλά",ας πούμε,τα χρησιμοποιούσαμε σπάνια και μόνο άνοιξη-καλοκαίρι.Στην ουσία,δηλαδή,το σπίτι μας ήταν αυτό το κάτω μακρόστενο δωμάτιο.Στα 35 περίπου τετραγωνικά του στριμωχνόταν η ζωή της οικογένειας,μέχρι που έβγαλα το Δημοτικό (1973).Για να "ανοιχτούμε" σ΄ ένα πιο βολικό χώρο,με καλύτερη οργάνωση δραστηριοτήτων,ο πατέρας αποφάσισε,μετά τον θάνατο της γιαγιάς,να χτίσει ένα πιο λειτουργικό σπίτι.Γκρεμίζει το μακρυνάρι του παππού,φτιαγμένο με πέτρα και σκεπασμένο με πλάκες της περιοχής,με "ντράζες" ή "ντράσσιες" (ο τόπος εξόρυξης και συλλογής τους,προς την παραλία του χωριού,λέγεται και σήμερα Ντράζεζα),και φτιάχνει στη θέση του ένα άνετο,σουλουπωμένο 4άρι με εσωτερική ευρωπαϊκή τουαλέτα.Απ΄ την αρχική φάση οικοδόμησης αυτού του νέου σπιτιού προέρχεται η πρώτη φωτογραφία.Στην εξωτερική σκαλωσιά βρίσκονται οι γονείς μου.Μαζί τους η γειτονοπούλα πρωτοξαδέρφη μου Βαγ-γελιώ.Οι γονείς δεν βρέθηκαν στο χώρο εργασιών για το φωτογραφικό στιγμιότυπο,αλλά επειδή δούλευαν,εκτελώντας χρέη εργατών.Η οικονομική ανέχεια της εποχής δεν επέτρεπε στους χωρι-κούς να προσλάβουν εργάτες στις όποιες δουλειές τους.Γι΄ αυτό και οι μάστορες τότε δεν διέθεταν συνεργείο.Είχαν μόνο τα εργαλεία τους.Την βοηθητική εργασία (φτιάξιμο λάσπης,κουβάλημα υλικών κι ό,τι άλλο) το αναλάμβαναν και επιτελούσαν οι ίδιοι οι "εργοδότες",οι οποίοι απ΄ την ανάγκη είχαν καταστεί πολυπράγμονες.Στην μέσα πλευρά της σκαλωσιάς υπάρχει ο κτίστης (κιούσης,στ΄ αρβανίτικα),ο Χρήστος Μήλιος.Αυτός ήταν απ΄ τους παραδοσιακούς τεχνίτες της πέτρας,της Ηπείρου,απ΄ το ΒορειοΗπειρώτικο χωριό Αλίκο,νομίζω.Από διηγήσεις παλαιοτέρων διασώζονται πληροφορίες ότι υπήρχε κινητικότητα μεμονωμένων ατόμων πριν τον πόλεμο απ΄ τη Βόρεια Ήπειρο (Ελλήνων και Σκιπετάρων) προς τον Βαρνάβα,λογικά και προς τα γύρω χωριά. Φαίνεται,τα αρβανίτικα βοηθούσαν σ΄αυτό... Αυτά τα άτομα πρόσφεραν περιορισμένες εργασίες, εποχικές ή όχι,κι έφευγαν.Αυτή η πρώιμη εργασιακή μετακίνηση κόπηκε οριστικά με το ερχομό του πολέμου.Ο Χρήστος Μήλιος είχε έρθει,νέο 16χρονο παλικάρι τότε,να δουλέψει στα μέρη μας ως πετράς και κιούσης.Είδε και λιμπίστηκε μια νεαρή Βαρναβιωτοπούλα,τη Φανιώ Κόλλια (αδερ-φή του ΑποστολΛευτέρη) και γύρισε στους γονείς του να τους πει πως θα την ζητήσει.Αυτοί,όμως, αρνήθηκαν και τότε σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα: τους είπε πως θα ξαναπάει στην Ελλάδα μαζί με την κωφάλαλη από μηνιγγίτιδα αδερφή του Αθηνά για να την γιατρέψει! Πράγματι,έφερε περιπε-τειωδώς (μέσα σ΄ ένα βαρέλι) την αδερφή του,αλλά κάπου εκεί ξέσπασε ο πόλεμος,έκλεισαν τα σύνορα και τα δύο αδέρφια εγκλωβίστηκαν εδώ. Το εμπόλεμο καθεστώς που ίσχυσε στη συνέχεια με την Αλβανία δεν τους επέτρεψε να επιστρέψουν ποτέ στην ιδιαίτερη πατρίδα τους,ούτε καν ως επισκέπτες. Όταν έγινε άρση του εμπολέμου κι άνοιξαν πάλι τα σύνορα (επί Πασόκ) ο ΧρηστοΜή-λιος είχε πεθάνει.Είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Φανιώ,απέκτησαν πολλά παιδιά (εξι,νομί-ζω),που παντρεύτηκαν όλα στον Βαρνάβα,με αποτέλεσμα να υπάρχει σήμερα στο χωριό πλήθος απογόνων αυτού του επίμονου ερωτικού μετανάστη.Η Αθηνά δεν παντρεύτηκε,έζησε έως βαθέος γήρατος,προστατευμένη στην αγκαλιά της μεγάλης οικογένειας που δημιούργησε ο αδερφός της. Μετά το 1991,όταν εκδηλώθηκε η μαζική εισροή ΒορειοΗπειρωτών και Αλβανών στη χώρα μας, συγγενείς των Μήλιδων από το Αλίκο ήρθαν κατά διαστήματα στα εδώ ξαδέρφια τους,στην αναζή-τηση μιας καλύτερης μοίρας,όπως και ο ΧρηστοΜήλιος πριν 5-6 δεκαετίες. Μ΄ έναν απ΄ αυτούς μάλιστα,τον Ηλία,πετράς και κιούσης,συνεχιστής της παράδοσης,είχα την ευκαιρία να συνεργα-στώ στο υπό κατασκευή τότε σπίτι μου.Ο Ηλίας βρίσκεται από 25ετίας στη Νέα Υόρκη...
Πολλά σπίτια έχτισε ο ΧρηστοΜήλιος στον Βαρνάβα.Και του πατέρα μου.Υπήρχε η νοοτροπία στην κοινότητα της αλληλοϋποστήριξης.Μια άλλη εκδοχή της κολιγιάς,ας πούμε,έστω κι αν ήταν άπειρος ή ατζαμής ο νέος μάστορας.Θυμάμαι,ο πατέρας μου ανέθεσε τα βαψίματα των κουφω-μάτων του νέου σπιτιού του σ΄ ένα παιδαρέλι,ήταν η πρώτη του δουλειά,τον Αντώνη Πέτρου (Σκρέκης).Τα ίδια τα κουφώματα,επειδή δεν υπήρχε ξυλουργός στον Βαρνάβα,τα "έδωσε" σ΄ έναν νέο μαραγκό απ΄ το Γραμματικό,πρώτη δουλειά και γι΄ αυτόν,τον Σπύρο Κόλλια.Και το "ρίξιμο της πλάκας" το εμπιστεύτηκε σ΄ έναν νέο οικοδόμο,δευτερανίψι του,τον Βασίλη Πέππα (Σπάγγος).Όπως είπα παραπάνω,τα παλιά σπίτια διέθεταν δίριχτη πλακόστρωτη σκεπή που ένας θεός ξέρει τι μόνωση και τι ασφάλεια παρείχαν,αν συνέβαινε αυτό... Στα νέα σπίτια,κατασκευασμένα μετά το 1960-65,με σχέδια μηχανικών πλέον,κυριαρχούσε απόλυτα η αρχιτεκτονική (και ισοπεδωτική) αντίληψη και αισθητική της ταράτσας (αλλά ας μην σταθούμε τώρα σ΄ αυτήν την κοινωνιολογική διάσταση).Τις ταράτσες (πλάκες,τις λέγαμε τότε) τις κατασκεύαζαν με μπετόν χρησιμοποιώντας τον "πρόγονο" της σημερινής αυτοκινούμενης μπετονιέρας,της βαρέλας.Και αυτό το μηχάνημα το έλεγαν μπετονιέρα,είχε τέσσερις μικρές ρόδες για να μεταφέρεται,ήταν βενζινοκίνητο και συνο-δευόταν από ένα αναβατόριο,που μπορεί να έφτανε ως και στα πέντε μέτρα ύψος.Τέτοια μπετο-νιέρα είχε κι ένας Βαρναβιώτης,ο Σπύρος Μαντάς,που μεσαρούνησε στην κατασκευή οικοδομών της ευρύτερης περιοχής μέχρι τον ερχομό και την επικράτηση της "βαρέλας".Αυτή η μπετονιέρα λοιπόν,ήταν ένας κάθετος περιστρεφόμενος κάδος (όπως αυτός των πλυντηρίων ρούχων),ανοιχτός στις δυο πλαϊνές πλευρές του.Στην μία πλευρά,στο ένα άνοιγμά του υπήρχε ένας υποδοχέας που σ΄ αυτόν άδειαζαν οι εργάτες τα υλικά,άμμο,χαλίκι,τσιμέντο.Ο μπετονιέρης πατούσε το κατάλληλο κουμπί στο ενσωματωμένο στη μπετονιέρα χειριστήριο,ο υποδοχέας σηκωνόταν κι άδειαζε τα υλικά μέσα στον περιστρεφόμενο με ταχύτητα κάδο.Το "φόρτωμα" υλικών στον υποδοχέα γινόταν με καρότσια.Ένας εργάτης με τενεκέ έριχνε νερό στον κάδο,στο παρασκευαζόμενο μείγμα.Όταν ο μπετονιέρης έκρινε ότι το μπετόν ήταν έτοιμο,σταματούσε τον κάδο και,απ΄ την άλλη πλευρά του,προς την οικοδομή,εκεί που ήταν στημένο το αναβατόριο,διοχέτευε μ΄ ένα πτυσσόμενο ενσω-ματωμένο "λούκι" το φρέσκο μπετόν στον κάδο του αναβατορίου.Με το χειριστήριο οδηγείτο αυτός ο κάδος ψηλά,στην ταράτσα.όπου άλλοι εργάτες ξεφόρτωναν το περιεχόμενό του στα δικά τους καρότσια και το άδειαζαν όπου τους έλεγαν "τα μαστόρια",οι οικοδόμοι.Η όλη εργασία ήταν επίπονη,εξουθενωτική κι έπρεπε με συνεχή ροή να ολοκληρωθεί στον πρέποντα χρόνο ώστε το μπετόν να μη στεγνώσει,αλλά να δέσει/σφίξει αρμονικά και ομοιόμορφα.Για μας τα πιτσιρίκια, ήταν γλέντι,όταν "ρίχνανε πλάκα".Άρχιζε απ΄ την προηγούμενη,όταν στηνόταν δίπλα στην οικο-δομή η μπετονιέρα και υψώνονταν οι ράγες του αναβατορίου.Σε μικρή απόσταση τα φορτηγά άφηναν τα υλικά και οι ιδιοκτήτες γέμιζαν με νερό τα ανάλογα βαρέλια.Παίζαμε με τα βουναλάκια της άμμου.Ένα τούβλο γινόταν στη φαντασία μας αυτοκίνητο και χαράζαμε με αυτό ελικοειδείς δρόμους πάνω στην άμμο.Αν βάζαμε δεύτερο τούβλο πάνω στο πρώτο,αποκτούσαμε "φορτηγό". Απίστευτα ταξιδέματα σε πολύβοους κόσμους με τόσο συνηθισμένα μέσα...! Όταν τέλειωνε το "ρίξιμο" μπορεί ο ιδιοκτήτης να τραπέζωνε οικοδόμους κι εργάτες.Υπήρχαν και θεατές,εκτός απ΄ τα αχόρταγα παιδιά,στην όλη διαδικασία.Οι συγγενείς του ιδιοκτήτη,αλλά και όποιος άλλος ήθελε. Έφερναν γλυκά και λικέρ ή κονιάκ.Επειδή ζαχαροπλαστεία δεν υπήρχαν,συνηθίζονταν πίτες,τη-γανίτες ή σπιτικά κέικ. Στο τέλος,όλο το πλήθος,εργαζομένων και παρευρισκομένων,κατανάλωνε ικανοποιημένο τα κεράσματα σκορπώντας ευχές! Ο πρωτομάστορας με μικρές τάβλες έφτιαχνε έναν επιβλητικό σταυρό και τον κάρφωνε σε εμφανές σημείο στη σκαλωσιά της ταράτσας.Πάνω του κρέμαγαν λευκά μαντήλια που ΄χε φέρει ο κόσμος,συγγενείς και άλλοι.Ή μικρές χρωματιστές πετσέτες.Πανελλαδικό έθιμο με αρχαίες ρίζες,καλοτυχίας,προκοπής και ευγονίας.Όταν ξεκαλού-πωναν την ταράτσα,ο σταυρός παραδινόταν στον ιδιοκτήτη.Αυτός,κρατούσε ένα μαντηλάκι,για το εικονοστάσι του νέου σπιτιού.Τα άλλα,τα μοίραζε στους οικοδόμους.Μπορεί να τα χρησιμοποιού-σαν ως χειρομάντηλα,αλλά και σαν αυτοσχέδια "πηλήκια" στη δουλειά τους,να μην τους χτυπάει ο ήλιος ή ο αέρας.
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.