Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Όταν πάνε να εμφανίσουν τα αρβανίτικα ως μειονοτική γλώσσα...

 Θέλετε κι άλλα "μειονοτικά" αρβανίτικα; Ορίστε.
Είναι γνωστό ότι άτομα,κύκλοι και υπηρεσίες πασχίζουν να κατασκευάσουν μειονότητες στην Ελλάδα. Αξίζει να προσέξετε στο θέμα και μια έρευνα για τη μητρική γλώσσα στην Ελλάδα. Είναι του 2001,την είχα δημοσιεύσει στις 4 Ιανουαρίου 2014 από εδώ και,φυσικά,υπάρχει πάντα στο αρχείο μου. Σ΄ αυτήν λοιπόν,0,1% των Ελλήνων δήλωσε ως μητρική τους γλώσσα την ...αλβανική.
Ίσως είναι αυτοί οι αρβανίτες που αλληθωρίζουν προς Τίρανα.Ίσως.
Πάντως,έχουμε κι ένα μέτρο της απήχησης της αλβανικής προπαγάνδας στη χώρα μας: 0,1%,δηλαδή περίπου 10.000 άτομα.Αλλού,στην ίδια έρευνα,ο αριθμός ανεβαίνει στις 80.000. Η αξιολόγηση των ευρημάτων της έρευνας τυγχάνει χοντροκομμένη,παραπειστική και πλανημένη,καθώς θεωρεί την Ηπειρώτικη διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής (=αρβανίτικα) ως άλλη,ξένη γλώσσα. Η διατρανωμένη κι αποδεδειγμένη ελληνική εθνική συνείδηση των Ελλήνων Αρβανιτών σκορπίζει στον άνεμο το ανθελληνικό χαρτοβασίλειο της φυλετικής αμφισβήτησής τους.
Αξίζει,τέλος,να τονιστεί η ευκολία που έρευνα κι εφημερίδα ...ορίζουν τα αρβανίτικα ως μειονοτική "γλώσσα".

Η γλωσσική μας ποικιλία

Pieter Bruegel the Elder's Building the Tower of Babel (1553)

Το "ευρωπαϊκό έτος γλωσσών 2001" κοντεύει να τελειώσει και κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με τις "άλλες" γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα. Την τιμή των όπλων σώζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πανελλαδική έρευνα της V-PRC, που φέρνουμε σήμερα για πρώτη φορά στη δημοσιότητα. 

Η χρονιά που διανύουμε έχει κηρυχθεί από την Ε.Ε. και το Συμβούλιο της Ευρώπης «ευρωπαϊκό έτος γλωσσών». Σύμφωνα με το σχετικό επεξηγηματικό υλικό, στόχος αυτής της κίνησης είναι «ο εορτασμός της γλωσσικής ποικιλίας της Ευρώπης» και η υποστήριξη της εκμάθησης περισσότερων γλωσσών από τους ευρωπαίους πολίτες, με βάση την αντίληψη ότι «η γλωσσική ποικιλία αποτελεί στοιχείο κλειδί για την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και για το μέλλον της» και «όλες οι γλώσσες που μιλιούνται στην Ευρώπη αποτελούν μέλλον της πολιτιστικής της κληρονομιάς και του μέλλοντός της». Οι παραπάνω διατυπώσεις, διευκρινίζεται, δεν αφορούν μονάχα τις επίσημες γλώσσες των ευρωπαϊκών κρατών αλλά κάθε όργανο γλωσσικής επικοινωνίας -των «περιφερειακών, μειονοτικών, κλασικών και νοηματικών γλωσσών» συμπεριλαμβανομένων. 


Συμμετέχοντας με τον τρόπο μας σ’ αυτό το γιορτασμό, δημοσιεύουμε σήμερα τα αποτελέσματα μιας πρωτότυπης έρευνας που πραγματοποίησε τον Σεπτέμβριο στη χώρα μας η γνωστή εταιρεία δημοσκοπήσεων V-PRC. Θέμα της, η ομιλία (ή έστω κατανόηση) μειονοτικών γλωσσών και τοπικών διαλέκτων της ελληνικής από τους σημερινούς έλληνες πολίτες και τους άμεσους προγόνους τους. Πρόκειται για τμήμα της τακτικής έρευνας που πραγματοποιεί -για ποικιλία θεμάτων- κάθε εξάμηνο η συγκεκριμένη εταιρεία, και το οποίο φέτος επεκτάθηκε, με την ευκαιρία του «ευρωπαϊκού έτους», και σε ζητήματα γλωσσοπολιτισμικής ποικιλομορφίας. Ως δείγμα χρησιμοποιήθηκαν, με προσωπικές συνεντεύξεις, 1.200 νοικοκυριά σε όλη τη χώρα. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι -για τεχνικούς και ουσιαστικούς λόγους- δεν στάθηκε δυνατό να περιληφθούν σε αυτή τα (πομακόφωνα και τουρκόφωνα) μειονοτικά χωριά της Θράκης.

Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν δύο φαινομενικά αντιφατικές τάσεις. Από τη μια, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (98 %) δήλωσαν αυθόρμητα (σε ανοιχτή ερώτηση, χωρίς προκαθορισμένη λίστα επιλογών) ως μητρική τους γλώσσα της ελληνική. Από τους υπόλοιπους, ένα 0,4% τη ρωσική, άλλοι τόσοι την ποντιακή, 0,3% την τσιγγάνικη, 0,2% την τουρκική, από 0,1% την κυπριακή, την αλβανική, τη γαλλική και τη βλάχικη, ένα 0,2% έδωσε διάφορες άλλες απαντήσεις και 0,3% δεν απάντησαν. Από την άλλη, ωστόσο, στην κλειστή ερώτηση (με προκαθορισμένο πίνακα) σχετικά με τη γνώση και ομιλία άλλων «τοπικών διαλέκτων ή γλωσσών», ένα 30% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά. Το 17,2% των απαντήσεων αφορά διάφορες ελληνικές διαλέκτους (κρητικά, κυπριακά, σαρακατσάνικα, ποντιακά, κ.ά.), ενώ ένα 12,1% μη ελληνικές γλώσσες και διαλέκτους (τούρκικα, ρωσικά, αρβανίτικα, σλαβομακεδόνικα, βλάχικα, ιταλικά, βουλγάρικα κ.λπ.). 

Τα ποσοστά αυτά αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό όταν πρόκειται για γλώσσα ή τοπική διάλεκτο που οι ερωτώμενοι «δεν μιλούν αλλά καταλαβαίνουν» - επειδή αυτή μιλιέται (ή μιλιόταν) σε αξιοσημείωτο βαθμό στο άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον (η περίπτωση της ιταλικής, που διδάσκεται μαζικά σε φροντιστήρια, αποτελεί προφανώς την εξαίρεση στον κανόνα, όπως δείχνουν και τα εξαιρετικά ψηλά ποσοστά της στην περιοχή της πρωτεύουσας). Το ποσοστό των ελληνικών διαλέκτων ανεβαίνει εδώ στο 33,1% και των μη ελληνικών στο 17,4%. Με δυο λόγια, σχεδόν ένας στους τρεις από τους ερωτηθέντες (29,5%) δήλωσε ότι μιλά ή καταλαβαίνει κάποια από τις συγκεκριμένες γλώσσες - κάτι παραπάνω από ένας στους τέσσερις (26,2%), αν εξαιρέσουμε τα ιταλικά.

Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η γεωγραφική διασπορά των απαντήσεων. Οι γνώστες και ομιλητές της αρβανίτικης, λ.χ., είναι συγκεντρωμένοι στην Αττική, την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Αυτοί των βλάχικων στην Κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ηπειρο, των σλαβομακεδόνικων στη Δυτική και δευτερευόντως την Κεντρική Μακεδονία, των τούρκικων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ενδιαφέρουσα είναι η συγκέντρωση όσων καταλαβαίνουν τα πομάκικα αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή της πρωτεύουσας (πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για εσωτερικούς μετανάστες από τη Ροδόπη) και -αντίστροφα- των τσιγγάνικων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οσο για τα ρώσικα, η συγκέντρωση των ομιλητών τους (αλλά και όσων τα καταλαβαίνουν) ως επί το πλείστον στα πολεοδομικά συγκροτήματα Αθήνας και Θεσσαλονίκης θα πρέπει να ερμηνευτεί με δυο εναλλακτικούς τρόπους: σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να βρισκόμαστε μπροστά σε ρωσόφωνους «παλιννοστούντες» από την πρώην ΕΣΣΔ, ενώ σε κάποιες άλλες μπροστά σε «γηγενείς» που έμαθαν τα ρωσικά με τον κλασικό τρόπο, ως ξένη γλώσσα και πρόσθετη επικοινωνιακή δεξιότητα.

Μια επισήμανση είναι εδώ απαραίτητη, όσον αφορά τη σημασία των στοιχείων που προκύπτουν από την έρευνα. Αυτό που η σφυγμομέτρηση της V-PRC πιστοποιεί με το σαφέστερο δυνατό τρόπο, είναι η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα της παράλληλης ομιλίας αυτών των γλωσσών με την ελληνική, σήμερα, στη χώρα μας. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρήσουμε τα συγκεκριμένα νούμερα ως αντιπροσωπευτικά των αντίστοιχων πραγματικών συνολικών μεγεθών, ιδίως όσον αφορά τις λεγόμενες «λιγότερο διαδεδομένες» (ή «μειονοτικές») γλώσσες. Για μια σειρά λόγους, ο αριθμός των ελλήνων πολιτών που γνωρίζουν, μιλάνε ή καταλαβαίνουν αυτές τις γλώσσες δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε μια τέτοια έρευνα με την ίδια αξιοπιστία που καταγράφεται λ.χ. το ποσοστό εκμάθησης και ομιλίας της αγγλικής, της γαλλικής ή της γερμανικής -διαδικασία κοινωνικά ρυθμισμένη και η οποία υπακούει σε ενιαίους λίγο-πολύ κανόνες σε όλη την επικράτεια. 

Πρώτα και κύρια, οι «λιγότερο ομιλούμενες» γλώσσες, ως κατάλοιπα μιας παραδοσιακής γλωσσοπολιτισμικής ετερότητας, παρουσιάζουν κατά κανόνα μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης σε συγκεκριμένες περιοχές -ακόμη και οικισμούς- με αποτέλεσμα να αυξάνεται γεωμετρικά η πιθανότητα στατιστικών αποκλίσεων όταν το δείγμα είναι απλώς αντιπροσωπευτικό (και, οπωσδήποτε, μικρό). Ας πάρουμε, λ.χ., τη χαρακτηριστική περίπτωση των 9 ατόμων που ρωτήθηκαν από την έρευνα που μελετάμε στα βόρεια της πρωτεύουσας (ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού της περιοχής, σε σχέση με αυτόν της χώρας). Ενας ανάμεσά τους γνωρίζει τουρκικά, τα οποία μιλούσε και ο πατέρας του, με αποτέλεσμα η ομιλία της γλώσσας στη συγκεκριμένη περιοχή να «πιάσει» το (εξωπραγματικό) 11,1%. Ευτυχώς, βέβαια, η πραγματικότητα αποκαθίσταται όταν κάνουμε τη σύγκριση με το γεγονός ότι το ποσοστό του ίδιου δείγματος που «δεν μιλά αλλά καταλαβαίνει» την εν λόγω γλώσσα είναι μηδέν τοις εκατό: κατά πάσα πιθανότητα, μιλάμε για ατομική περίπτωση και όχι για αντιπρόσωπο του σκληρού πυρήνα μιας δίγλωσσης πληθυσμιακής ομάδας. Εξίσου αποκαλυπτική είναι η σχέση των ίδιων ερωτηθέντων με τα αρβανίτικα, που μιλιούνται παραδοσιακά στη συγκεκριμένη περιοχή: τρεις στους εννιά (33,3%) είχαν πατέρα αλβανόφωνο, κανένας όμως (και) μητέρα -με αποτέλεσμα κανείς τους να μη μιλά τη γλώσσα και μόνο ένας να την καταλαβαίνει. Η στατιστική απόκλιση από την πραγματικότητα (με όλη την ποικιλία των πιθανών συνδυασμών) είναι προφανής. 

Ένας δεύτερος παράγοντας στρέβλωσης έχει να κάνει όχι με τις αναπόφευκτες τεχνικές αδυναμίες κάθε στατιστικής έρευνας, αλλά με τη διαθεσιμότητα των ερωτώμενων να πουν την αλήθεια πάνω σε ζητήματα στα οποία η κυρίαρχη ιδεολογία της κάθε εποχής έχει προσδώσει έντονα θετική ή αρνητική φόρτιση. Τα διψήφια νούμερα όσων δηλώνουν ότι μιλάνε ή έστω καταλαβαίνουν τα αρβανίτικα, αποκαλύπτουν μια πολύ μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με αντίστοιχες παραδοχές για τα βλάχικα, τα σλαβομακεδόνικα ή -πολύ περισσότερο- τα βουλγάρικα. Δεδομένου ότι εμπειρικά δεν επιβεβαιώνεται μια τόσο μεγάλη διαφορά ζωτικότητας μεταξύ των παραπάνω «λιγότερο ομιλούμενων» γλωσσών, κατά πάσα πιθανότητα έχουμε να κάνουμε με παράπλευρες επιπτώσεις της σημασιοδότησης των συγκεκριμένων γλωσσών από τους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς τις τελευταίες, τουλάχιστον, δεκαετίες: για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, η αρβανίτικη γλώσσα δεν έχει σημαδευτεί από τις αρνητικές συνδηλώσεις των άλλων, και ως εκ τούτου «δηλώνεται» πολύ πιο εύκολα.

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό όταν μελετήσουμε τους δύο άλλους πίνακες που δημοσιεύουμε, και οι οποίοι έχουν να κάνουν με την κατανομή κατά φύλο και ηλικία των δηλώσεων σχετικά με τη γλωσσομάθεια της μητέρας ή του παππού των ερωτηθέντων. Στην περίπτωση των γυναικών, λ.χ., είναι ορατή μια σχετική υποτίμηση των «λιγότερο ομιλούμενων» γλωσσών, σε σχέση με τις αμιγώς ελληνικές διαλέκτους ή τις ξένες εκείνες γλώσσες που είναι επενδεδυμένες με αδιαμφισβήτητα θετικό κύρος (όπως τα ιταλικά). Ακόμη σαφέστερα είναι ωστόσο τα πράγματα με τις ηλικίες: το ποσοστό των ηλικιωμένων λ.χ. που δηλώνει ότι κάποιος παππούς του μίλαγε σλαβομακεδονικά, είναι πολύ μικρότερο από εκείνο των μεσηλίκων! Στην περίπτωση δε των βλάχικων, η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας είναι σαφέστερη στις μικρές ηλικίες (18-44 ετών) - γεγονός που οπωσδήποτε συνδέεται με μια κάποια θετική επανανοηματοδότηση της βλαχοφωνίας τις τελευταίες δεκαετίες. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει με τα τούρκικα, η «παραδοχή» των οποίων φθίνει από γενιά σε γενιά.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι μονάχα μια καθολική απογραφή πληθυσμού θα μπορούσε (με την επιφύλαξη, βέβαια, των παραπάνω αυτολογοκριτικών κρουσμάτων) να καταγράψει με κάποια ακρίβεια την κατάσταση των «λιγότερο ομιλούμενων» σήμερα στη χώρα μας γλωσσών και τοπικών ιδιωμάτων. Κάτι τέτοιο, όμως, έχει να γίνει εδώ και μισόν ακριβώς αιώνα: η τελευταία επίσημη κρατική απογραφή που περιέλαβε το ερώτημα της μητρικής γλώσσας (αλλά και της «ομιλουμένης συνήθως») ήταν αυτή του 1951. Ακόμη και τότε, ωστόσο, τα δεδομένα που δόθηκαν (σε επίπεδο νομού, και όχι οικισμού) εμφανίζουν έντονα στοιχεία χάλκευσης - όπως άλλωστε και αυτά της αμέσως προηγούμενης απογραφής, του 1928 (βλ. «Ιός» 11/3/01). Η μοναδική άλλωστε απογραφή που έθεσε αναλυτικά ερωτήματα σχετικά με τη γλωσσομάθεια των πολιτών του ελληνικού κράτους, αυτή του 1920, κρατήθηκε σε μεγάλο βαθμό απόρρητη ακριβώς λόγω της απροθυμίας των αρμοδίων να προχωρήσουν στην αναπόφευκτη -τότε- «επίσημον αναγνώρησιν και αποκάλυψιν πλειοψηφίας ξενοφώνων και δη Σλαυοφώνων εν Μακεδονία» (όπως ομολογεί σε αναφορά του της 31.3.23 προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ο τότε γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, Πέτρος Λεκκός). 

Τα αμυντικά σύνδρομα που μας κληροδότησε αυτή η μακρινή εποχή εξακολουθούν άλλωστε να είναι ζωντανά στη χώρα μας - μολονότι, ύστερα από οκτώ δεκαετίες, όχι μόνο η ελληνοφωνία έχει εμπεδωθεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, αλλά και η γλωσσοπολιτισμική ποικιλομορφία έχει συρρικνωθεί αισθητά. Το αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, η τύχη που επιφυλάχθηκε σχετικά πρόσφατα σε όσους επιχείρησαν να ανοίξουν τη δημόσια συζήτηση γύρω από τις «λιγότερο ομιλούμενες» γλώσσες της ελληνικής επικράτειας. Εν έτει 1998, η διοργάνωση από το ΚΕΜΟ στη Λάρισα μιας διημερίδας για τα βλάχικα (στην οποία είχαν κληθεί και πήραν μέρος έλληνες και ξένοι ερευνητές και πανεπιστημιακοί, ασχολούμενοι με το ζήτημα, καθώς κι εκπρόσωποι των διαφορετικών τάσεων που σημειώνονται στο εσωτερικό της εν λόγω πληθυσμιακής ομάδας) διαλύθηκε βίαια από τον ακροδεξιό «Πατριωτικό Σύνδεσμο Θεσσαλίας», υπό τις επιδοκιμασίες μεγάλης μερίδας του τοπικού αλλά και του αθηναϊκού Τύπου. Οπως έχουμε γράψει δε επανειλημμένα, στις 2 Φεβρουαρίου 2001, το τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον αρχιτέκτονα Σωτήρη Μπλέτσα σε 15 μήνες φυλακή και πρόστιμο 500.000 δρχ. για «διασπορά ψευδών ειδήσεων», επειδή «διένειμε» τον επίσημο χάρτη του Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες (EBLUL), θεσμού της Ε.Ε. που λειτουργεί με απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου και χρηματοδοτείται από την Κομισιόν, όπου «ψευδώς» αναφέρεται ότι στη χώρα μας «εκτός από τα ελληνικά και παράλληλα με αυτά» μιλιούνται επίσης από γηγενή πληθυσμό τα τούρκικα, τα πομάκικα, τα σλαβομακεδόνικα, τα αρβανίτικα και τα βλάχικα. 

Ηταν κι αυτός ένας τρόπος να γιορτάσει το ελληνικό κράτος το «ευρωπαϊκό έτος γλωσσών» -με τον τρόπο του. Και να καταστήσει απαραίτητες τις έρευνες όπως αυτή της V-PRC, που παρουσιάζουμε σήμερα, και η οποία αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά τα αυτονόητα...


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων «Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα»
 (Αθήνα 2001, εκδ. Αλεξάνδρεια). Τα πρακτικά τεσσάρων συνεδρίων που πραγματοποιήθηκαν το 1998 στην Αθήνα, τη Λάρισα και την Κομοτηνή, με θέμα τις βασικές μειονοτικές γλώσσες του ελλαδικού χώρου (τουρκικά, πομάκικα, σλαβομακεδονικά, βλάχικα, αρβανίτικα). Η θεματολογία καλύπτει τα δημογραφικά και ιστορικά στοιχεία κάθε γλώσσας, το σημερινό επίπεδο της χρήσης της και τη στάση του κράτους -αλλά και των ίδιων των ομιλητών- απέναντί της. 

INRA (Europe) «Eurobarometre 54 Special. Les Europeens et les langues» (Βρυξέλλες 20001, Direction Generale de l’ Education et de la Culture). Σφυγμομέτρηση της σχέσης των πολιτών της Ε.Ε. με τις ξένες γλώσσες, που έγινε στα πλαίσια του γιορτασμού του αντίστοιχου ευρωπαϊκού έτους. 

European Commission «Euromosaic. The production and reproduction of the minority language proups in the European Union» (Βρυξέλλες-Λουξεμβούργο 1996, εκδ. Office for Official Publications of the European Communities). Μια πρώτη καταγραφή των μειονοτικών γλωσσικών ομάδων της Ε.Ε. από την αρμόδια υπηρεσία της Κομισιόν. Οσον αφορά την Ελλάδα, δίνονται κατά προσέγγιση οι παρακάτω εκτιμήσεις: περίπου 100.000 ομιλητές της τουρκικής, 75.000 της σλαβομακεδονικής, 30.000 της βουλγαρικής (Πομάκοι), 80.000 της αλβανικής (Αρβανίτες) και 50.000 της βλάχικης. 


ΔΕΙΤΕ

Η Βαβυλωνία
 του Γιώργου Διζικιρίκη (1970). Η ποικιλία των ομιλούμενων διαλέκτων στην επαναστατημένη Ελλάδα του 1827 προκαλεί επικίνδυνες παρεξηγήσεις μεταξύ των συνδαιτυμόνων ενός εστιατορίου. Κινηματογραφική μεταφορά της κλασικής σάτιρας του Βυζάντιου, που αποσκοπούσε στην προπαγάνδιση της «ενιαίας εθνικής γλώσσας».

(Ελευθεροτυπία, 21/10/2001)

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Οι ανεπιτυχείς απόπειρες δημιουργίας Ελληνοαλβανικού Κράτους τον 19ο αι.

Η (πρώτη) παρ’ ολίγον Ελληνοαλβανική Ομοσπονδία
Στις αρχές του 1809 ο καπετάν – Θοδωράκης βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Εκεί ήρθε και τον αντάμωσε, αυτοεξόριστος, ο Αλβανός φίλος του Αλή Φαρμάκης, που μόλις είχε ξεφύγει από τα νύχια του Βελή (γιου του Αληπασά) ο οποίος εξουσίαζε τότε το Μωριά. Οι δυο φίλοι έκαναν διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια, με ένα και μοναδικό στόχο: να διώξουν από το Μωριά τους Οθωμανούς και τις δυνάμεις κατοχής του Βελή. Δε σχεδίαζαν στα κουτουρού, αλλά προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την πολιτική συγκυρία: Τότε στα Εφτάνησα κυριαρχούσαν οι Γάλλοι, εχθροί (την περίοδο εκείνη) του Αλή, πραγματικού κυρίαρχου της επικράτειας από την Ήπειρο ως το Μωριά. Αυτός ήταν το εμπόδιο στο δρόμο του Βοναπάρτη προς την Ανατολή. Οι δυο Μωραΐτες φίλοι άρχισαν να κουβεντιάζουν με τον Ντονζελώ, το νέο διοικητή των Επτανήσων – παλαιό επαναστάτη, το νυν στην υπηρεσία του Ναπολέοντα και της Γαλλίας.
Οι τρεις τους, μετά από τρία μερόνυχτα συζήτησης, κατέληξαν στο ακόλουθο σχέδιο, που το κατέγραψε ένας γραμματέας:
- Θα έφτιαχναν ένα ελληνοαλβανικό κράτος, υπό την προστασία της Γαλλίας
- Ο Ντονζελώ θα τους έδινε 500 Γάλλους πυροβολητές, ντυμένους με φουστανέλες
- Θα τους έγινε ακόμα τις 5000 στρατιώτες των εφτανησιακών ταγμάτων
- Θα στρατολογούσαν ακόμα 15000, από τον ντόπιο πληθυσμό.
- Θα είχαν τα μέσα να στρατολογήσουν σε Αρβανιτιά, Ήπειρο και Ρούμελη
- Θα γινόταν μεγάλη απόβαση στο Μωριά.
- Θα διακήρυσσαν πως η ενέργεια στρεφόταν αποκλειστικά κατά των Βελή / Αλή και όχι κατά του Σουλτάνου, κάτι που θα υποστήριζε και ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πόλη, για να αποφύγουν άμεση αντίδραση των Οθωμανών
- Η κυβέρνηση του δυαδικού προτεκτοράτου θα ήταν δημοκρατική και στη σύνθεσή της μισοί χριστιανοί (Έλληνες κι Αρβανίτες) και μισοί μουσουλμάνοι (Αλβανοί εξισλαμισμένοι).
- Θα επικρατούσε τέλεια ισοπολιτεία (οι βασικοί νόμοι ήταν έτοιμοι)
- Η σημαία θα είχε σταυρό από τη μια μεριά και μισοφέγγαρο από την άλλη.
Μόλις ολοκλήρωσαν το σχέδιο, άρχισε αμέσως η υλοποίηση. Δημιουργήθηκε μυστική λέσχη, στην οποία συμμετείχε πολύς κόσμος – και πολλοί επίσημοι και δυνατοί της εποχής (Ρώμας, Κούφης, Φωσκάρδος, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Τρουπάκης κ.α.)
Ο Κολοκοτρώνης κι ο Φαρμάκης ήθελαν να πάνε στο Παρίσι για να κουβεντιάσουν την υπόθεση με τον ίδιο το Ναπολέοντα, αλλά ο Ντονζελώ δεν τους άφησε, για να μην υπάρξει καθυστέρηση. Τους έστειλε στην Τσαμουριά για στρατολογία και, πράγματι, σε λίγο είχαν συγκεντρώσει 3000 οπλοφόρους στην Πάργα, οι οποίοι άρχισαν να προωθούνται στη Λευκάδα. Οι ετοιμασίες προχωρούσαν γοργά. Και τότε…
…πλάκωσαν οι Εγγλέζοι! Οι οποίοι, φυσικά, παρακολουθούσαν τα πάντα – και όταν είδαν πως οι Γάλλοι άνοιγαν δουλειές με (ανεξέλεγκτες) φούντες, κινήθηκαν αστραπιαία: Το Σεπτέμβρη του 1809 κατέπλευσε εγγλέζικη ναυτική μοίρα στη Ζάκυνθο και αποβίβασε 3000 στρατιώτες. Τις ίδιες μέρες έφτανε στη Λευκάδα ο καπετάν- Θοδωράκης, με εξακόσιους στρατολογημένους, έτοιμος για όλα, αλλά δε μπορούσε να γίνει τίποτα πια, γιατί οι Εγγλέζοι δεν είχαν καμιά διάθεση να αφήσουν να διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία, χωρίς να έχουν οι ίδιοι τον πρώτο λόγο στη μοιρασιά της.
Έτσι ναυάγησε το όνειρο των δυο φίλων, του καπετάν- Θοδωράκη και του Αλή Φαρμάκη, για την Ελληνοαλβανική Ομοσπονδία. Η Ιστορία θα έδινε άλλες λύσεις…
Υστερόγραφο: Ο Φαρμάκης ήθελε να επιστρέψει στον αγαπημένο του Μωριά, αλλά οι Άγγλοι δεν το επέτρεπαν, για να μη δυσαρεστήσουν τον Αλή πασά. Τον άφησαν, όταν ήρθε στα τελευταία του. Επέστρεψε στον πύργο του, στου Λάλα – και σε λίγες μέρες πέθανε. Ο καπετάν – Θοδωράκης πέρασε τα επόμενα χρόνια στην υπηρεσία των Εγγλέζων, ελπίζοντας πως αυτοί θα λευτέρωναν το Μωριά. Ώσπου, κατάλαβε: «Είδα τότε πως ό,τι κάμομε θα το κάμομε μονάχοι και δεν έχουμε ελπίδα καμία από τους ξένους». Τότε, έφτασε στη Ζάκυνθο μια μυστική επαναστατική οργάνωση που λεγόταν Φιλική Εταιρεία.

Δημοσιευμένο στην,ανενεργή πλέον,ομάδα μου "Αρβανίτες" στις 13 Οκτωβρίου 2013.

Το ελληνοαλβανικό κράτος που δεν δημιουργήθηκε ποτέ

Ο Αλβανικός Σύνδεσμος του Πρίσρεν (1878) – Οι προσπάθειες για δημιουργία
ελληνοαλβανικού κράτους που δεν καρποφόρησαν – Οι αλβανικές επαναστάσεις
(1909-1912) και η ίδρυση του αλβανικού κράτους
Την περίοδο του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878),υπήρχε έντονη ανησυχία στους Αλβανούς καθώς η Ελλάδα επιδίωκε να της παραχωρηθεί τμήμα της Ηπείρου ενώ υπήρχαν και προτάσεις για επέκταση του Μαυροβουνίου. Τότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα σημάδια εθνικής αφύπνισης των Αλβανών που οδήγησαν στην ίδρυση του
«Αλβανικού Συνδέσμου για την Υπεράσπιση του Αλβανικού Έθνους», στο Πρίσρεν
(Πρισρένη) του Κοσσυφοπεδίου στις 10 Ιουνίου 1878. Σε αναφορά του ο Έλληνας
Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Βατικιώτης τονίζει:
«… νεότεραι ειδήσεις επιβεβαιούσι ότι φανερός σκοπός της επί τω αυτώ
συναθροίσεως των προκριτοτέρων Αλβανών μπέηδων είναι να συσκεφθώσι τινί τρόπω να προλάβωσι πάσαν απόφασιν του εν Βερολίνω Συνεδρίου τείνουσα εις το να
παραχωρηθεί αλβανική χώρα εις το Μαυροβούνιον ή την Σερβίαν διαδηλούντες ότι θ’
αντισταθώσι δια της βίας των όπλων εις την εκτέλεσιν τοιαύτης αποφάσεως
υποκεκρυμμένος δε σκοπός αυτών είναι η ίδρυσις αυτονόμου Αλβανικής Ηγεμονίας.
Προς τον σκοπόν τούτον συνεργάζονται και οι αρχηγοί των καθολικών Αλβανών της
Άνω Αλβανίας. Εν τούτοις η Τουρκική Κυβέρνησις διατελεί εν πλήρει γνώσει των
γενομένων και ο Γενικός Διοικητής Κοσόβου ουδέν παρεμβάλλει πρόσκομμα εις τας
επιδεκτικάς ταύτας συναθροίσεως εν Πρισρένη…».
Σκοπός του Αλβανικού Συνδέσμου ήταν να αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια προσάρτησης εδαφών που ο Σύνδεσμος θεωρούσε αλβανικά και να πετύχει ένα αυτόνομο καθεστώς μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σύνδεσμος ευνοούσε τη διατήρηση της  κυριαρχίας του σουλτάνου ως εγγύηση για την ενότητα των Αλβανών. Κατά τη γνώμη του Άγγλου περιηγητή Athol Maxhew που είχε συνομιλήσει με πολλά ηγετικά στελέχη του Συνδέσμου, αυτός αποτελούσε πρόδρομο μιας γενικής εξέγερσης ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία.
Ο Σύνδεσμος έστειλε πολλές αιτήσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις που ζητούσαν μία αυτόνομη Αλβανία και διαμαρτύρονταν ενάντια σε κάθε προσπάθεια υπαγωγής της κάτω από οποιαδήποτε ξένη δύναμη. Σε υπόμνημα δε το οποίο στάλθηκε στον λόρδο Beaconsfield στις 13 Ιουνίου 1878, οι Αλβανοί παράλληλα με το αίτημα τους για την αυτονομία τους και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξέφραζαν την επιθυμία τους για συναδέλφωση με την Ελλάδα αποκλείοντας ωστόσο την ένωση καθώς υπήρχαν διαφορές στη γλώσσα, στα έθιμα και στον πολιτισμό.
Αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε τη δημιουργία ενός ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους στο πρότυπο της Αυστροουγγαρίας. Στο ομοσπονδιακό αυτό κράτος η Αλβανία θα είχε δική της διοίκηση, δική της δικαιοσύνη και δικό της στρατό ενώ οι κάτοικοί της θα διατηρούσαν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα και τις εθνικές τους παραδόσεις. Όμως οι Αλβανοί εθνικιστές μάχονταν για αυτονομία και όχι για δυαδικό κράτος. Ωστόσο η ιδέα για ελληνοαλβανικό κράτος είχε υποστηρικτές και στην Ιταλία ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Francesco Crispi. Οι Ιταλοί έβλεπαν πως μόνο η επέκταση της Ελλάδας θα λειτουργούσε ως ανάχωμα για τις επεκτατικές βλέψεις Αυστριακών και Σέρβων.

Η στάση των Αλβανών στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
Ελλήνων και Οθωμανών για Ήπειρο και Θεσσαλία (1879-1881)

Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, ακολούθησαν διαπραγματεύσεις Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τον καθορισμό νέων συνόρων σε Ήπειρο και Θεσσαλία. Έλληνες και Οθωμανοί συναντήθηκαν στην Πρέβεζα τον Φεβρουάριο του 1879. Στην πόλη της Ηπείρου κατέφθασαν στις αρχές Ιανουαρίου πολλοί Αλβανοί που απειλούσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι θα πρόβαλλαν ένοπλη αντίσταση σε τυχόν παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Από την πλευρά τους οι Έλληνες της Ηπείρου έστειλαν μνημόνια στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, στον φιλέλληνα Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Waddington και τον βασιλιά Γεώργιο, στα οποία τόνιζαν ότι η Ήπειρος και η Θεσσαλία έπρεπε να δοθούν στην Ελλάδα.

Αλβανία,1912

Καθώς τα συμφέροντα της ταυτίζονταν με εκείνα των Αλβανών, η Υψηλή Πύλη ενθάρρυνε τον Αλβανικό Σύνδεσμο. Παράλληλα διόρισε ένα μέλος του Συνδέσμου,τον Abeddin Pasha Dino, μεγάλο γαιοκτήμονα της Ηπείρου, ως απεσταλμένο των Οθωμανών στην Πρέβεζα.

Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και ολοκληρώθηκαν στις 18 Μαρτίου 1879. Ο Αλβανικός Σύνδεσμος επέλεξε τους Abdul Frasheri και Mehmed Vrioni ως αντιπροσώπους του για την υποστήριξη της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας στις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Frasheri και ο Vrioni παρέδωσαν υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις στο οποίο δήλωναν ότι «από τότε που έγινε ανεξάρτητη η Ελλάδα πάσχιζε με κάθε μέσο και τρόπο «να κατακτήσει την Ήπειρο». Τόνιζαν επίσης ότι δεν επιθυμούσαν ν’ απομακρυνθούν από την κυριαρχία του σουλτάνου και δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία δυαδικού κράτους με την Ελλάδα.

Επίσης, οι δύο Αλβανοί εθνικιστές έγραψαν ένα άρθρο στη γαλλική εφημερίδα « Moniteur Universal», όπου ανάμεσα στα άλλα έγραφαν και τα εξής απίστευτα: «…η χώρα αυτή (Ήπειρος) ουδέποτε αποτέλεσε μέρος της Ελλάδας… τα πανάρχαια χρόνια κατοικούσαν (σε αυτήν) οι Αιγύπτιοι… Γιατί όποιο χωριό κι αν διέρχεται κανείς συναντά μόνο Αλβανούς Ηπειρώτες και όχι Έλληνες… Η Ήπειρος ήταν και θα παραμείνει πάντα αλβανική, όπως τη δημιούργησε η φύση και η ιστορία…». Οι Έλληνες των Ιωαννίνων για ν’ αντικρούσουν τους Αλβανούς και για να παρουσιάσουν τις ελληνικές θέσεις επιχείρησαν να στείλουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον Σπυρίδωνα Μάναρη,διευθυντή της Ζωσιμαίας Σχολής και τον γιατρό Δημήτρη Χασιώτη. Όμως ο Ρασίμ πασάς των Ιωαννίνων τους απείλησε και δεν πραγματοποίησαν το ταξίδι τους. Ωστόσο ο Χασιώτης κατάφερε να στείλει ένα υπόμνημα με τα ελληνικά επιχειρήματα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι.

Οι διαπραγματεύσεις για τα σύνορα Ελλάδας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Αυγούστου 1879. Λόγω του αδιεξόδου, Βρετανία και Γαλλία αποφάσισαν να γίνει στο Βερολίνο μια συνέλευση για τη διευθέτηση του ζητήματος. Λίγο πριν τη συνέλευση αυτή, η Πύλη διόρισε τον Abeddin Pasha Dino ως υπουργό Εξωτερικών. Ο Dino υποσχέθηκε μυστικά στον Αλβανικό Σύνδεσμο ότι θα είχε την υποστήριξη της Πύλης στη σύγκρουσή του με την Ελλάδα.Η σύσκεψη του Βερολίνου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1880 όμως δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος. Στις 15 Ιουλίου 1880 οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων έφτασαν ομόθυμα σε μία απόφαση για τα σύνορα, την οποία κοινοποίησαν σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη χώρα μας καθώς της παραχωρούνταν με αυτή ολόκληρη η Θεσσαλία, τα Γιάννενα και το Μέτσοβο. Φυσικά η ελληνική πλευρά την αποδέχθηκε αμέσως. Όμως ο Abeddin Pasha σε υπόμνημά του στις 26 Ιουλίου 1880, απέρριπτε τις προτάσεις και τόνιζε ότι οι Αλβανοί θεωρούσαν πάντα τα Ιωάννινα πρωτεύουσα της «Νότιας Αλβανίας»!

Ο Abeddin Pasha και οι άλλοι μεγάλοι Αλβανοί γαιοκτήμονες και μπέηδες υποστήριζαν μόνο την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την αλβανική αυτονομία.
Μετά την απόρριψη των προτάσεων των πρεσβευτών από την Πύλη τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν και οδηγούνταν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Στα τέλη Ιανουαρίου 1881 κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που τόνιζε την ανάγκη δημιουργίας μιας «ελληνοαλβανικής Πολιτείας» και τόνιζε την κοινή καταγωγή Ελλήνων και Αλβανών. Την ίδια περίοδο Έλληνες και Αλβανοί προσπαθούσαν να έρθουν σε κάποια συνεννόηση χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων άρχισαν νέες συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη (20 Φεβρουαρίου 1881) από τις οποίες αποκλείστηκε η Ελλάδα. Στις 23 Μαρτίου οι Τούρκοι πρότειναν να παραχωρήσουν στην Ελλάδα ολόκληρη τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας, κάτι που έγινε αποδεκτό από ελληνικής πλευράς.

Ένας από τους λόγους που ώθησαν την Πύλη σε αυτή την κίνηση, ήταν ότι στον Βορρά είχαν ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και Αλβανών. Φοβούμενοι οι Τούρκοι ότι η επανάσταση θα εξαπλωνόταν και στον νότο, αναγκάστηκαν να προβούν σε παραχωρήσεις, τις οποίες δεν δέχονταν τα προηγούμενα χρόνια…

Abedin Dino
Η στάση των Αλβανών απέναντι στην Ελλάδα από το 1881 ως το 1908
Μετά από τις εξελίξεις αυτές η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να συμπράξει με
τους Αλβανούς σε μία αντιοθωμανική συμμαχία. Ωστόσο αυτό δεν έγινε, καθώς οι Αλβανοί φεουδάρχες δεν ήθελαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε απώλεια αλβανικών εδαφών. Το 1885 με αφορμή και τα γεγονότα στην Ανατολική Ρωμυλία, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρέθηκε κάτω από μεγάλη λαϊκή πίεση να καταλάβει την Ήπειρο. Ο Ελληνικός Στρατός κινητοποιήθηκε. Οι Οθωμανοί έστειλαν στρατεύματα στα σύνορα με την Ελλάδα και ζήτησαν από τους Αλβανούς να ενωθούν μαζί τους για να αντιμετωπίσουν κάθε ελληνική επίθεση (“Historia e Shqiperise”, σελ. 21). Οι Αλβανοί φεουδάρχες δέχθηκαν πρόθυμα την πρόσκληση κι έτσι αλβανικά στρατεύματα ενώθηκαν με τους Οθωμανούς. Ένας Αλβανός εθνικιστής ο Thimi Mitko έγραφε τότε:
«… η Αλβανία είναι με τον σουλτάνο και εναντίον των Ελλήνων και μόνο λίγοι Χριστιανοί έχουν τις καρδιές τους με την Ελλάδα».
Με τον αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων από τις Μεγάλες δυνάμεις, η χώρα μας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια για επίθεση στην Ήπειρο (8 Μαΐου 1886).
Αλλά και στον πόλεμο του 1897 οι Αλβανοί βοήθησαν τους Οθωμανούς. Για να συσπειρώσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας του o σουλτάνος παρουσίασε τον πόλεμο αυτόν ως μάχη για την προστασία του Ισλάμ και της αλβανικής εδαφικής ακεραιότητας. Αλβανικά τάγματα επικράτησαν των Ελλήνων στα Πέντε Πηγάδια στην Ήπειρο και μπήκαν στη Θεσσαλία.
Η ήττα του 1897 ώθησε την Ελλάδα στη δημιουργία ελληνοαλβανικών συλλόγων με στόχο την προσέγγιση των Αλβανών. Το 1898 ξεκίνησε τη λειτουργία του στην Αθήνα ο «Αρβανίτικος Σύνδεσμος» ως τμήμα του «Ελληνισμού». Συγκροτήθηκε από Σουλιώτες και Αρβανίτες. Το 1899 Αλβανοί και αλβανόφωνοι Έλληνες της πρωτεύουσας ίδρυσαν την
«Αδελφότητα των εν Αθήναις Αλβανών η Ενότης». Και οι δύο σύλλογοι αγωνίζονταν κυρίως για την ίδρυση αλβανικής ηγεμονίας υπό την επικυριαρχία της Ελλάδας ή για ενιαίο ελληνοαλβανικό κράτος. Παράλληλα τα επόμενα χρόνια ένας μεγάλος αριθμός άρθρων και βιβλίων στην Ελλάδα παρακινούσε για συνεννόηση με τους Αλβανούς και τη δημιουργία ενός δυαδικού ελληνοαλβανικού κράτους με ηγέτη τον βασιλιά Γεώργιο.
Η Αυστρία και η Ιταλία άρχισαν να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για την Αλβανία. Η πρώτη για το βόρειο τμήμα της και η δεύτερη για το νότιο αλλά και για την Ήπειρο. Θέλοντας να αναχαιτίσει τις ιταλικές δραστηριότητες στα Γιάννενα η χώρα μας ίδρυσε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου Τράπεζα.
Από το 1906 αλβανικές ομάδες ατάκτων άρχισαν να πολεμούν για την υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων τους. Η ελληνική κυβέρνηση αναθεώρησε την πολιτική της σχετικά με την Αλβανία, καθώς έγινε φανερό ότι οι προτάσεις για ελληνοαλβανικό κράτος δεν ήταν ούτε ρεαλιστικές ούτε πρακτικές. Οι Αλβανοί όπως και άλλοι βαλκανικοί λαοί ήθελαν να αποκτήσουν ανεξαρτησία ή αυτονομία και όχι δυαδικό κράτος.
Ismai Kemal Bey
Μια τελευταία εκείνη προσπάθεια έγινε με την προσέγγιση του Ισμαήλ Κεμάλ ο
οποίος είχε μεγάλη επιρροή στους ομοεθνείς του Αλβανούς. Καταγόταν από οικογένεια μπέηδων της Αυλώνας και σπούδασε σε ελληνικό γυμνάσιο στα Γιάννενα. Μετά την αποφοίτηση του πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου έφτασε ψηλά στην οθωμανική ιεραρχία. Το 1900 διορίστηκε κυβερνήτης της Τρίπολης (της Λιβύης) αλλά δεν πήγε εκεί. Προτίμησε να πάει στην Ευρώπη γιατί όπως έγραφε:
«… θα μπορούσα να χαρώ κατ’ αρχήν κάποιο μέτρο προσωπικής ελευθερίας και κατά δεύτερο λόγο θα μπορούσα να ακολουθήσω την πορεία των γεγονότων για να κάνω κάτι χρήσιμο για τη γενέτειρά μου την Αλβανία».
Ένθερμος θιασώτης της ελληνοαλβανικής προσέγγισης ο Ισμαήλ Κεμάλ ήρθε πολλές φορές στην Αθήνα. Στην εφημερίδα του που τυπωνόταν σε αλβανικά, ελληνικά και τουρκικά, έδειχνε πόσο ήθελε να υπερασπίσει τα συμφέροντα του αλβανικού λαού που πίστευε ότι ταυτιζόταν με τα ελληνικά.
Στις 22 Ιανουαρίου 1907 σύναψε συμφωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη. Μάλιστα η συμφωνία γράφτηκε ιδιόχειρα από τον Κεμάλ, παρουσία του Θεοτόκη και του Λάμπρου Κορομηλά. Σε αυτή ο Κεμάλ συμφωνούσε ότι σε περίπτωση που διαμελίζονταν οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
«Η συνοριακή γραμμή μεταξύ της γεωγραφικής Αλβανίας και της Ηπείρου και της Ελληνικής Μακεδονίας θα ήταν αντιληπτή σαν μια γραμμή που θα ξεκινούσε από ένα σημείο δυτικά της πόλης του Μοναστηρίου και θα έφτανε σ’ ένα σημείο στα βόρεια της Κέρκυρας και των γειτονικών της νησιών. Αυτή η γραμμή θα σχεδιαζόταν με τέτοιο τρόπο ώστε οι περιοχές που θα βρίσκονταν σε κάθε μια πλευρά της όντας χωρισμένες από φυσικά σύνορα τα Ακροκεραύνια να αντιστοιχούν με τις εθνικές φιλοδοξίες κάθε φυλής μέσω της προσάρτησης στην Ελλάδα από τη μια πλευρά τμημάτων στα οποία η πλειοψηφία των κατοίκων είναι στη γλώσσα και στην εθνική συνείδηση ελληνική και στην Αλβανία από την άλλη περιοχών στις οποίες η πλειοψηφία είναι με τα ίδια δεδομένα αλβανική. Έτσι η Ελλάδα αναλαμβάνει σαν υποχρέωση να υποστηρίξει την αλβανική υπόθεση στη Βόρεια Αλβανία και να βοηθήσει στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους».
(αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 1α, αρ. 4, Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1907).
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Επρόκειτο βέβαια για μια συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με έναν Αλβανό ιδιώτη. Οι κυβερνώντες όμως τότε τη χώρα μας πίστευαν ότι ο Κεμάλ έχοντας μεγάλη επιρροή στην Αλβανία θα κατόρθωνε να πείσει και τους άλλους Αλβανούς αρχηγούς να δεχτούν τη συμφωνία ,καθώς όχι μόνο η Ελλάδα συμφωνούσε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους αλλά δεσμευόταν να βοηθήσει και στη δημιουργία του.
Δύο μήνες αργότερα ο Κεμάλ με κοινή δήλωση με την «Επιτροπή της Ελληνοαλβανικής

Συνεννόησης» που υπέγραφαν ο Νεοκλής Καζάζης και ο Κωνσταντίνος Πεταλάς διακήρυττε: «Έλληνες και Αλβανοί είμεθα αδελφοί και φίλοι άνευ διακρίσεως θρησκείας και έχομεν κοινά συμφέροντα και κοινούς κινδύνους. Το κοινόν πρόγραμμα ημών αφορά εις την εθνικήν διάπλασιν εκάστης φυλής εντός των ιστορικών αυτής ορίων διατηρουμένου του καθεστώτος και εις την δημιουργίαν ελευθέρας και αυτονόμου αλβανικής πατρίδος και αποκαταστάσεως των αλυτρώτων ελληνικών χωρών ει ποτέ το πολιτικόν καθεστώς ήθελε μεταβληθεί».
Οι Νεότουρκοι στην εξουσία – Ο αλβανικός εθνικισμός
Τα πάντα όμως άλλαξαν με την άνοδο στην εξουσία των Νεότουρκων το 1908. Η πολιτική τους στόχευε στον εκτουρκισμό της Αλβανίας και όχι στον προσεταιρισμό της όπως μέχρι τότε. Αντιδρώντας οι Αλβανοί εξεγέρθηκαν, ίδρυσαν αλβανόφωνα σχολεία, εθνικιστικούς συλλόγους και εφημερίδες, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρουμανία.
Οι πρώτες ενδείξεις της αλβανικής αναγέννησης δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα από την Αυστροουγγαρία που έβλεπαν τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους ως ανάχωμα στις επεκτατικές τάσεις των Σλάβων και την προσπάθεια εξόδου της Σερβίας στην Αδριατική. Έτσι οι Αλβανοί εθνικιστές άλλαξαν πορεία και διακήρυξαν την ίδρυση δικού τους ανεξάρτητου κράτους υπό την εύνοια της Βιέννης. Οι Έλληνες πολιτικοί αιφνιδιάστηκαν και έσπευσαν να διακηρύξουν ότι δεν ήταν αντίθετοι στην προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου και σταθερού αλβανικού κράτους στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.
Ο Μουφίτ Μπέης, εγγονός της αδελφής του Αλή πασά και συνεργάτης του Ισμαήλ Κεμάλ διαμήνυσε στον Ελευθέριο Βενιζέλο την πρόθεση των Αλβανών να ιδρύσουν μονομερώς ανεξάρτητο κράτος και την επιθυμία τους να έχουν σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα. Στις 30 Ιουνίου 1911 το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών διατύπωνε τις επίσημες θέσεις της Αθήνας για το αλβανικό ζήτημα,τονίζοντας ότι η Ελλάδα ποτέ δεν είχε εχθρικές προθέσεις απέναντι στους Αλβανούς αλλά πίστευε ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους συμπίπτει με τα εθνικά ελληνικά συμφέροντα γιατί «από ανάγκη, θα είναι ένας πιστός φίλος και απαραίτητος σύμμαχός μας», γράφει ο Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ,Βασίλης Κόντης.
Μάλιστα η Αθήνα ενίσχυσε υλικά και ηθικά την αλβανική αναγεννησιακή κίνηση με αποστολή βοήθειας από τους Έλληνες της Αμερικής μέσω σύμπραξης του Λυσίμαχου Καυταντζόγλου με τους ελληνομαθείς Αλβανούς εθνικιστές Faik Konitsa (μουσουλμάνος μπέης με καταγωγή από την Κόνιτσα) και Φαν Νόλη (Θεοφάνης Μαυρομάτης, Χριστιανός Ορθόδοξος από τη Θράκη). Μάλιστα ο Κονίτσα πρότεινε πλήρη συνεννόηση για ένωση και συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
Τα σχέδια όμως για τη δημιουργία Ελληνοαλβανικής Ομοσπονδίας δεν ευοδώθηκαν. Το φθινόπωρο του 1911 η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενεπλάκη στον πόλεμο της Λιβύης με την Ιταλία. Οι Αλβανοί βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν και να οργανώσουν εξέγερση μεγάλης κλίμακας την άνοιξη του 1912 που είχε σαν αποτέλεσμα την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1912.
Πηγές: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΗΣ, «ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ. ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ»,Εκδότης: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994
«ΗΠΕΙΡΟΣ 4.000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΗΠΕΙΡΟΣ»,ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ-50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ»,ΕΚΔΟΣΕΙΣ Literatus, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ Έκδοση, 2018



Πηγή: https://www.protothema.gr/stories/article/1234001/to-ellinoalvaniko-kratos-pou-den-dimiourgithike-pote/

Διαβάστε ακόμα:

Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912)