Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Γκιάκ


Γκιάκ

Στο αρβανίτικο ιδίωμα της ελληνικής η λέξη γκιακ (το –ια- δίφθογγος,όπως στη λ. πιάνω) σημαίνει αίμα.Το θέμα είναι γκια- και –κ η συνήθης στα αρβανίτικα ονοματική κατάληξη.Με τις άλλες Βαλ-κανικές γλώσσες δεν υπάρχει καμία σχέση,συνάφεια ή επιρροή (τούρκικα: kan,λατινικά: sanguis-inis.Απ΄ το δεύτερο και,ρουμανικά: sange.Η δεύτερη λατινική λ. για το αίμα ctuor-oris φαίνεται να σχετίζεται με τις σλαβικές βαλκανικές γλώσσες,αλλά δεν ενδιαφέρει εδώ).Όσο κι αν φαίνεται παρά-ταιρο και ασύμβατο και αυτή η αρβανίτικη λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά.Ας δούμε πως:
Σε όλα τα λεξικά της ελληνικής (αρχαίας και νέας,ερμηνευτικά ή ετυμολογικά) η λέξη αίμα παραδί-δεται ως αγνώστου ή αβεβαίου ετύμου.Ο Ιωάννης Σταματάκος  όμως,μας προσφέρει μια πολύτιμη πληροφορία.Η λέξη αίμα απαντάται στην αρχαιότητα και ως γαίμα (περισπώμενα αμφότερα).Δεν παραθέτει όμως,αποδεικτικά κειμενικά αποσπάσματα.
Από την άλλη,η λέξη γαία είχε ως ισοδύναμό της την ποιητική λέξη αία (=γη,έδαφος/χώρα,πατρίς). Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι δύο λ. τυγχάνουν ομόρριζες,πιθανότατα όχι.Πάντως,νοηματικά συμπί-πτουν.
Κατά την ταπεινή επιστημονική μου άποψη,εδώ βρίσκεται και η ερμηνεία της λ. αίμα,αλλά και της λ. γκιακ.Αίμα είναι η δύναμη,η ορμή,το τράνεμα της γαίας.Το ζωοποιό ρεύμα της αρχέγονης ύπαρξης τροφοδοτεί με ενέργεια την ύλη,τις ιδιότητες και τα παράγωγά της.Απ΄την γαία/αία εξακτινώνεται στις μορφές ζωής η αρκτική και κυρίαρχη ουσία της: το γαίμα/αίμα για να αρδεύσει τις διψασμένες κι αδηφάγες εκδοχές του Όντος.Έτσι,δεν είναι καθόλου παράξενο που η λ. γίγας πηγάζει από την γαί-α.Γίγας,δεν είναι μόνο ο τεράστιος,ο πελώριος,αλλά και ο δυνατός,ο πανίσχυρος.Και είναι τέτοιος,ε-πειδή ακριβώς αιματώνεται,λαμβάνει αδιάκοπα θρεπτικά υλικά από τη μάνα γη.Κατά τον Ησίοδο, επιβεβαιωτικά,Γίγαντες είναι τα τέκνα της γης,εξ ου και το όνομα γίγας=γηγενής.Γι΄ αυτό και στην (ελληνική και παγκόσμια) μυθολογία υπάρχουν περιπτώσεις οντοτήτων με θηριώδη δύναμη μόνο και μόνο επειδή διατηρούσαν οργανική επαφή με την γαία/γη.
Να λοιπόν η σειρά:
Γαία-αία γαίμα-αίμα (γκια-κ) γίγας.Δεν ξεχνάμε ότι στην ακατέργαστη μορφή των αρβανί-τικων αναπτύσσονται τραχύνσεις (γ γκ).
Αυτή είναι η νοηματική αλληλουχία και διασύνδεση.Αυτά είναι και τα Αρβανίτικα! Όσοι διατεί-νονται ότι τα αρβανίτικα δεν είναι ελληνικά,ιδού άλλη μία ευκαιρία/πρόκληση.Ας ετυμολογήσουν το γκιακ εκτός ελληνικής.Θα ματαιοπονήσουν...

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΣ: ΓΚΙΑΚ κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Δημοσιεύτηκε Παρασκευή, 26 Δεκεμβρίου 2014 17:39
κείμενο: Χρίστος Παπαγεωργίου

Χρησιμοποιώντας την αρβανίτικη διάλεκτο, στην οποία «γκιακ» σημαίνει αίμα, αδελφικό αίμα, εκδίκηση, βεντέτα, φυλή, ο νεότατος ταλαντούχος συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος δημιουργεί διηγήματα που προκαλούν με τη σκληρότητα, την αγριάδα αλλά και τη θηριωδία ιδίως του πολέμου. Πράγματι, οι ήρωες είναι σχεδόν στο σύνολό τους μαχητές στη Μικρασία τα οδυνηρά εκείνα χρόνια της καταστροφής και προβαίνουν σε πράξεις ανατριχιαστικές, όπως: ο ένας βασανίζει και εκτελεί με τρόπο απάνθρωπο τον βιαστή και φονιά της αδερφής του, ο άλλος επιστρέφοντας βρίσκει τον πατέρα του στο κρεβάτι, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό για περίθαλψη ενός αντάρτη και παίρνει την εκδίκησή του, ο έτερος γυρίζει από τον πόλεμο ομοφυλόφιλος, όπως στη μυθολογία και την ομηρική παρακαταθήκη, ο επόμενος αρραβωνιάζεται στη Σμύρνη, πατά τον όρκο του, επιστρέφει, παντρεύεται, και με την επαναπροώθηση των προσφύγων στην Ελλάδα συναντά τη γυναίκα που αγάπησε, ο άλλος εκτελεί τον ιμάμη, και κάποιος γίνεται Νόκερ στην Αμερική αφού πολέμησε στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων και στη Μικρασία, όπου σκότωσε πολλούς, και τώρα δίνει τη χαριστική βολή στα ζώα, λίγο πριν σφαγιαστούν. Όλα αυτά με γνήσια, πηγαία και ξεκάθαρη αφηγηματική προοπτική, έτσι που και να μην το θέλει κάποιος, η ατμόσφαιρα, που ως πέπλο καλύπτει τα δρώμενα, να γίνεται γροθιά στο στομάχι, ενώ η άποψη της ιστορικού και βουλευτή να φαντάζει σχεδόν αστεία για τον θόρυβο που ξεσήκωσε, μπρος στα τερατουργήματα που ο στρατός έκανε στον συγκεκριμένο πόλεμο, για τα οποία κανείς δεν αναφέρεται, εκτός ίσως του νεότατου Παπαμάρκου, που βρίσκει το θάρρος και μιλά έξω απ' τα δόντια. Έτσι που να βγαίνει το πρώτο συμπέρασμα, το οποίο λέει πως στη μάχη δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι είναι ίδιοι, όλοι σφάζουν, σκοτώνουν, βιάζουν, καταστρέφουν, πυρπολούν, για να πάψει επιτέλους η κωμωδία περί του ευγενούς ελληνικού στρατού, όπως οι πατριώτες επιθυμούν να μας κάνουν να πιστέψουμε.
Η αφήγηση του Παπαμάρκου είναι αληθινά εκπληκτική. Κατασκευάζοντας λογοτεχνικά επεισόδια, έστω και σε υπερβατικό βαθμό καταφέρνει να κερδίσει την αποδοχή του αναγνώστη, ακόμη και σε σημεία όπου, όντως βάναυσα, περιγράφει ανομολόγητες πράξεις, που άλλοι συγγραφείς δεν τολμούν να διασκευάσουν. Η γλώσσα είναι τραχιά, αγροτική, συμπαρασύρει στο διάβα της κάθε αντίσταση, υπερβαίνει σε εκφορά τα πεπραγμένα, ξεπερνά όρια και συμβάσεις, γενικώς τροφοδοτεί μια δραματική ατμόσφαιρα που συμπαρασύρει χωρίς ενδοιασμούς, ως άκρως υπερβατική. Οι ήρωες είναι άνθρωποι τραχείς, έχουν βιώσει το βάρος της ζωής στους ώμους τους, δεν έχουν πρόβλημα να αφαιρέσουν ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος, να βιάσουν μέχρι θανάτου, να πλιατσικολογήσουν, επειδή στέλνονται εκεί για να πολεμήσουν, αδυνατούν να καταλάβουν τους λόγους, πως πρέπει να αφήσουν τα κόκαλά τους αν δεν προλάβουν να πυροβολήσουν πρώτοι. Ο Παπαμάρκος ανατρέπει όλα όσα γνωρίζουμε ως επίσημη Ιστορία, όλα όσα μας σέρβιραν χρόνια τώρα τα δικτατορικά καθεστώτα και όποιοι κατά συνθήκη δημοκράτες, όλα όσα έγραψαν στα βιβλία με τα οποία μεγαλώσαμε, όλα όσα ως ιερά και όσια διαφυλάξαμε μέσα μας και τα οποία αποτελούν ένα χοντροκομμένο, ολοκληρωμένο, συνολικό απίστευτα τεράστιο ψέμα. Και χρειάστηκε ένας συγγραφέας τριάντα ενός ετών, ο οποίος πρωτοδημοσίευσε σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, να αναποδογυρίσει το σύμπαν, να βάλει τα γυαλιά σε όλους του μεγαλοσχήμονες, να μιλήσει μια γλώσσα που άπτεται της πραγματικότητας χωρίς περιορισμούς, που, τέλος, δεν κωλώνει μπρος στους νεότευκτους μιλιταριστές και «υμνητές» της πατρίδας, της χάρης της και της μεγαλοσύνης της.
Άλλη μια τεχνική εκφοράς την οποία ο Παπαμάρκος χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα είναι η εξής: πραγματώνεται η αφήγηση και στο τέλος αντιλαμβανόμαστε πως αυτός που περιγράφει, ο ήρωας δηλαδή, μεταφέρει ό,τι έζησε σε κάποιον άλλο, στον μέλλοντα πεθερό του, σε έναν συγχωριανό, στη μητέρα του, σε μια γυναίκα του δρόμου, τέλος, σε κάποιον που υπομονετικά τον ακούει. Αυτή η πρακτική είναι ακόμη μια μικρή ανατροπή κι εμείς αισθανόμαστε αλλιώτικα, καθώς το μυστήριο λύνεται, και παράλληλα μπορούμε να μπούμε στον χώρο των διαδραματιζόμενων και να γίνουμε ένα με αυτόν που σιωπηλώς δέχεται τον καταιγισμό των γεγονότων, που ο άλλος μεταφέρει με τρόπο όχι μόνο λογοτεχνικό, αλλά συνάμα βαθιά ρεαλιστικό. Ιδίως στο διήγημα «Νόκερ», ο ρεαλισμός, κάτι παραπάνω από εκείνο που ένας αναγνώστης μπορεί να δεχθεί, αν δεν είναι υποψιασμένος, είναι απαράβατα οδυνηρός, είναι έμπρακτα τραγικός, είναι αληθινά βιωματικός.
Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιακ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να πέσει κάτω, να μη βρει τους αναγνώστες που του πρέπουν, να προσπεραστεί χάριν άλλων ελαφρότερων πονημάτων, εν κατακλείδι να δεχθεί αδιαφορία των παραληπτών, που δεν θα τον αναζητήσουν. Γιατί έτσι θα έχουμε χάσει κάτι το συγκλονιστικό, κάτι το πεζογραφικά μαγικό, κάτι το πέρα από όρια, σχεδόν προφορικό επίτευγμα, που μόνο του μπορεί να αιφνιδιάσει, να εκπλήξει και να σφραγίσει με την παρουσία του και τη δυναμική του οτιδήποτε μη θεμιτό μάς παρεσχέθη ως επίσημη Ιστορία.


ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ
(διήγημα από το παραπάνω βιβλίο)

Ποια; Αυτή που ’βαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του μακαρίτη; Αυτή είναι η θεια-Ανθή. Η χήρα που λέμε. Α, νόμιζα που την ήξερες. Όχι, όχι. Δεν τον είχε σόι.
Έλα πιο δώθε μη μας ακούνε. Με τη θεια-Ανθή που λες, είχανε ιστορία. Μου τα ’χε πει ο μακαρίτης. Ήμανε μικρότερος απ’ αυτόνα, αλλά κάναμε πολλή παρέα έναν καιρό. Προτού να φύγω να πάω στη Θήβα. Είσαι ίδιος ο πατέρας σ’, μου ’λεγε, γι’ αυτό σε αγαπάω πολύ, ρε παιδί. Είχα, να πούμε, γυρίσει ένα απόγεμα και θυμάμαι δεν είχα προφτάσει καλά καλά να κατεβώ απ’ τ’ αμάξι και περνούσε και μου λέει, άσ’ τα κι έλα να πιούμε ένα ουζάκι. Ήμανε μόλις απ’ το ταξίδι. Του λέω, ρε Κυριακούλη, να πάω να πω ένα γεια στη μάνα μ’ κι έρχομαι. Ασ’ τη μάνα σ’, μου λέει. Η μάνα πάντα περιμένει. Έλα, πάμε. Καθόμασταν, το θυμάμαι σαν τώρα στου γερο-Χρήστο, δεν θυμάμαι αν το πρόλαβες εσύ. Κει που ’ναι τώρα το ταχυδρο­μείο. Τέλος πάντων. Καθόμασταν που λες και τα συζητάγαμε και του λέω, έδωσα λόγο Κυριακούλη. Άιντε επιτέλους, ρε μπαγάσα, μου λέει, γεροντοπαλίκαρο κόντεψες. Και με ποιανού να ’χουμε το καλό ερώτη­μα; Ξένη, του λέω, απ’ τη Θήβα. Πού να την ξέρεις. Θα τη φέρω όμως, του λέω, τ αϊ-Λιος να τηνε δείτε κιόλας. Με κοιτάει. Μου λέει, ξένη ε; Γιατί, ρε, του το ’πα έτσι στα γελαστά, είχες κάνα κορίτσ’ στο χωριό τόσον καιρό να μου δώσεις και δε μου το ’χες πει; Δε μιλάει, δε λαλάει. Ρε Κυριάκο, ρε καλέ μου, ρε χρυσέ μου; Τι έπαθες; Τίποτα. Με κοιτάει και μιλιά. Φοβήθκα, λέω πάει, μου ’μεινε σέκος. Του πιάνω το χέρι, το σφίγγω, παγωμένο. Ώπα. Με ζώσανε τα φίδια. Βάνω και πιάνω τα κλειδιά έτοιμος να τον φορτώσω να φύ­γουμε στο νοσοκομείο. Ρε του λέω, είσαι καλά; Μίλα ρε, του λέω, τι έχεις; Μου κάνει νόημα. Κάτσε, μου λέει. Συμπάθα με, δεν είν’ τίποτα. Ρε, τι τίποτα; Σα να σε πήρε ίσκιος έκανες. Είσαι καλά; Θες να σε πάω στο γιατρό; Κάτσε, κάτσε, μου κάνει. Μια χαρά είμαι. Πα­ραγγέλνουμε ένα μεζέ, να πούμε, δεν γλωσσιάζει μπουκιά. Τον κοιτάω, τίποτα. Μια το τσιγάρο, μια το ποτήρι. Άμα είπα τίποτα άθελά μ’, Κυριάκο, του λέω, και παραξηγήθηκες να μου το πεις, να σου πω και συγγνώμη. Αλλά άμα είναι να καθόμαστε και να μη μου λες κουβέντα, να σηκωθώ να φύγω. Δεν είμαστε τίποτα παιδιά. Μην είσ’ αψύς, μου λέει. Πες του Χρήστο να μας φέρει ένα ακόμα και θα σου πω.
Το δεκαεννιά, μου λέει, που μπήκε ο στρατός στη Σμύρνη, εγώ ήμανε από τους πρώτους στην πόλη. Τι σχέση έχ’ αυτό; του κάνω. Πάψε κι άκου, μου λέει. Ήμανε που λες απ’ την αρχή. Τις δυο πρώτες μέρες έπειτα που κατεβήκαμε γινόταν ο κακός χαμός. Είχε βγει το ευζωνικό σε λάθος μεριά κι όπως πέρναγε απ’ τα σοκάκια για να ’ρθει να πέσει προς τα μας, βρήκα­νε κάτι Τούρκους φαντάρους, πέσανε κάτι ντουφε­κιές, κι ύστερα αρχίνησε και γίνηκε το μάλ’-βράσ’. Έβραζε ο τόπος να πούμε και γινήκανε πράματα ουκ ολίγα. Κι απ’ τους δυο, υπ’ όψιν. Φκιάσαμε πράματα που να μ’ τα πεις τώρα ότι τα ’καμα γω, θα σου πω εί­σαι ψεύτης. Να καταλάβεις, μου δώσανε καινούργιο όπλο, γιατί είχε σπάσει το κοντάκι. Εμ, σπάει το κοντάκι; Κι όμως. Με τόσο λύσσα βάραγα που το έσπα­σα. Ας είναι. Άμα περάσανε κείνες οι μέρες κι ηρέμη­σε το πράμα, μας παίρνουνε και μας στέλνουνε τη μονάδα τη δίκιά μου στο Καντιφεκαλιέ. Στην πόλη μέσα πάλιε, αλλά στο στρατόπεδο.
Πρώτη φορά εκεί πήραμε μια ανάσα, να πούμε. Παίρναμε και καμιά άδεια να κάνουμε την τσάρκα μας. Κι η Σμύρνη ήτανε πολιτεία. Τι Αθήνα και Σαλο­νίκη. Τις είχα δει και τις δυο στον πόλεμο, μα σαν την Σμύρνη, Γούσια, μόνο στην Αμέρικα έχει πόλεις. Αμάξια, εστιατόρια, καφενεία με κομπανίες, πράμα­τα που δε λέγεται. Περπάταγα, θυμάμαι, κι όλο σκεφτόμανε πότε να περάσει ο πόλεμος, να ξετελέψω από φαντάρος, να ’χω όλον τον καιρό δικό μ’, να τη γυρνάω μέρα νύχτα.
Ρε Κυριακούλη, του ’χα πει, να με συμπαθάς, αλλά τούτα όλα μου τα ’χεις ματαπεί. Τι σχέση έχουν; Ρε καλόπαιδο, έτσι το ’χε το συνήθειο να σε λέει άμα αρχίναγε και θύμωνε, άσε με ν’ αποσώσω. Μη με δια­κόπτεις δις στην ώρα.
Λοιπόν, τον Μήτσο του Ρέντζη που λένε, τονε ξέ­ρεις; Α μπράβο. Μ’ αυτόνα ήμανε που λες και γυρνάγαμε έτσι ένα απόγιομα σε κάτι σοκάκια πίσω απ’ την παραλία. Είχαμε άδεια απογεματινή και ψάχαμε να βρούμε να πιούμε κάνα ουζάκι να πούμε. Κι όπως περνάμε, που λες, κάτω από ’να μπαλκονάκι μας φω­νάζουν δυο κορίτσα. Επ, είπαν, πού πάτε τέτοια ώρα, ελάτε απάν’ να σας ψήσουμε έναν καφέ. Μας αγαπά­γανε, βλέπεις, τότες οι Έλληνες εκεί. Άμα χτύπαγες πόρτα Έλληνα και ζήταες νερό, σε βάνανε μέσα στο σπίτι και σου δίνανε και το κανάτι που λέει ο λόγος. Εμείς απ, κουμπωθήκαμε όμως, που λες. Γιατί κορίτσα πράμα, κι ωραία κορίτσα, να θένε να σε βάνουν έτσι στο σπίτι, μας φάνηκε παράξενο. Πουτάνες θα ’ναι, μου λέει ο Μήτσος, καλλιά να φεύγουμε. Άντε ρε, του λέω. Ό,τι και να ’ναι δεν τρώνε. Κι άμα θέλουμε σκωνόμαστε και φεύγουμε. Το άργητο είναι; του λέω.
Όντως μας ανοίξανε, από δω, μας λένε, και τι να σου πω, ρε Γούσια. Δέκα φορές μας είπανε από δω. Τόσο μεγάλο ήτανε το σπίτ’. Με τα πολλά φτάνομε σε μια σάλα, μας καθίζουνε. Είχαμε χαζέψει εμείς. Το σπίτι ήταν σαν το διοικητήριο να πούμε μεγάλο. Πιά­νο είχε, ζουγραφιές στους τοίχους γύρω γύρω, τραπέζα όλο γυαλί κι απάνω ποτήρια κρύσταλλα. Τι να σου λέω και τι να δεις. Σα χάνοι κοιτάγαμε ολόγυρα. Με σκουντάει ο Μήτσος, ρε, μου λέει, τούτες δω είν’ αρχόντισσες. Πάψε, του ’πα, μην πεις καμιά κουταμάρα. Πάψε να ιδούμε. Μας ρωτήξανε τα κορίτσα, θέτε καφέ, λεμονάδα; Λέμε μεις, καφέ. Φεύγει η μία, η πιο μεγάλη ας λέμε, γιατί κι οι δυο μικρές ήσανε σαν και μας, κι η άλλη μας δείχνει ένα ντιβάνι και λέει, καθί­στε, θα φέρει η αδερφή μ’ τους καφέδες. Κάθεται κι αυτή σε μια καρέκλα αντίκρυ και μας λέει πόσο χαίρουνταν που ’χανε έρθει οι Έλληνες στην πόλη και που σε λίγα χρόνια θα γινόντουσαν κι αυτοί κράτος με μας και τέτοια. Στο μεταξύ, γύρισε κι η άλλη μ’ ένα δίσκο με τους καφέδες σε κάτι φλιτζάνια, Γούσια, όλο κεντητά με χρώμα και σκέδια χρυσαφιά. Φάτε και λουκούμια, μας λέει, και μας τ’ ακουμπάει μπροστά.
Τα ’χαμε χάσει εμείς. Κοιτιόσαντε αυτές, γελάνε, μη ντρέπεστε λένε, πάρτε. Φχαριστώ, τους λέω γω, τέ­τοια καλοσύνη δεν έχω ματαπαντήσει. Να σας έχει καλά η Παναγιά. Στην υγειά σας, τους λέω, έτσι με το νερό. Σιγά σιγά πιάσαμε και ξεθαρρέψαμε και αρχινήσαμε την ψιλή κουβέντα. Κάποια στιγμή μας ρωτάνε από πού είστε; Απ’ το Μαλισσάτ, τους λέω γω, απ’ την Αθήνα. Ποια Αθήνα, μου λέει η μία; Για τήρα δω στο χάρτη, εσείς είστε εκατό χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, και σκώνεται ο διάολος και πάει σε μια κορνίζα στον τοίχο και μου δείχνει. Θάμαξα, λέω κοίτα κορίτσ’ πρά­μα πόσα ξέρει. Είπαμε κι άλλα πολλά και στο τέλος ντραπήκαμε που καθόμασταν τόσο μεγάλη βεγγέρα σε ξένο σπίτι κι είπαμε ψέματα ότι πρέπει να φύγουμε γιατί δήθεν έπρεπε να γυρίσουμε στο τάγμα. Ντάξει, μας λένε αυτές, να μας ξαναπεράσετε, να ναι δω κι ο αδερφός μας να σας φιλέψουμε και κάνα ουζάκι, γιατί ο καφές δεν πιάνει. Μας πάνε προς την πόρτα κι εκεί στο πλατύσκαλο, γυρνάει η μικρή και μου κάνει, θες να πάμε σινεμά; Πού να ξέρω γω τότες τι ναι ο σινεμάς; Αλλά ντράπκα, ναι, της λέω. Έλα, μου λέει, άμα μπορείς την Πέμπτη να με πάρεις να πάμε.
Την Πέμπτη όντως σινιαρίστηκα και δυο και τρεις πήγα και τη βρήκα. Μ’ ανοίγει πάλι η αδερφή της, βάστα δυο λεπτά, μου λέει, κι έρχεται η μικρή. Περι­μένω γω στην πόρτα κι όταν έρχεται χάνω τη μιλιά μου. Λουλούδ’ άσπρο. Βγαίνει κι η μεγάλη από πίσω, να την προσέχεις, μου λέει, και μην αργήσετε πολύ. Ούτε να κουνήσω το κεφάλι να πω ναι δεν μπόραγα. Έτρεμα ολόκρηος. Με πήρε αλαμπρατσέτα και βγή­καμε στο σεργιάνι κι απ’ την κουβέντα την πολλή ούτε σινεμά πήγαμε εκείνη τη μέρα ούτε τίποτα. Παγαίναμε πάνω κάτω το λιμάνι και μόνο μιλάγαμε. Σαν πήρε και σουρούπωσε, μου λέει, τράβα με σπίτι για θ’ ανησυχήσουν οι δικοί μ’. Αλλά να περάσεις κι αύριο να με πάρεις. Θα πάμε να φάμε μια πάστα. Γύ­ρισα κείνο το βράδυ στο στρατόπεδο και μ’ είχε πιάσει πυρετός που δεν κοιμήθκα ντιπ όλη νύχτα. Την επομένη όμως ξαναπήγα και την πήρα.
Μη σ’ τα πολυλογώ, πάγαινα και την έβλεπα κάθε που έβγαινα κι άλλοτε καθόμασταν στο σπίτι, άλλο­τε σεργιανίζαμε, με τα πολλά γνώρισα και τον αδερ­φό της, γιατί ήταν ορφανή και δεν είχε γονιούς, και μου λέει το και το, τι σκοπό έχεις με την αδερφή μου, γιατί πολλά σούρτα φέρτα. Εγώ την αδερφή σ’, του είπα, την αγαπάω κι ούτε που την έχω πειράξει. Μόνο στη βόλτα πάμε κι έπειτα τη γυρνάω στο σπίτ’. Αδερφός της είσαι όμως και κουμάντο κάνεις εσύ. Άμα θες να την παρατήσω ήσυχη να μου το πεις, αλλά σ’ το λέω στα ίσα, του ’πα, γω μια φορά δεν το ’χω σκοπό να την αφήσω. Γι’ αυτό να δώσουμε λόγο και με το καλό που θα τελειώσει ο πόλεμος την παίρ­νω γυναίκα. Δώσαμε τα χέρια και τα συμφωνήσαμε κι έκτοτε πάγαινα καθημερνά στο σπίτι κι όταν βγαίνα­με μου ’χαν εμπιστοσύνη και γυρνάγαμε και πιο αργά. Κι όλο, της έλεγα, να, καρτέρα λίγο να τελειώσει το πράμα και μετά θα γράψω στους δικούς μ’ να πάρου­νε το καράβι και να ’ρθουνε να περάσουμε τις βέρες.
Κι εκεί που η δουλειά πάγαινε ρολόι κι ήμασταν στα μέλια, ξαναρχίσανε τα όργανα και πάω ένα απόγιομα στο σπίτι και της λέω το και το, το σκώνουνε το τάγμα απ’ τη Σμύρνη, ξαναπαίρνουμε το δρόμο. Να μη στεναχωριέσαι, της είπα, δεν έχουνε πολλά ψωμιά οι Τούρκοι ακόμα, θα τελέψουμε στα γρήγορα. Κι έμπηξε τα κλάματα κι ούτε που σταμάταγε, μέχρι που ’ρθε κι ο αδερφός της κει που καθόμασταν και τη μάλωσε και της λέει τι κάνεις έτσ’, λες και κλαις πεθα­μένο; Θα πάει και θα ’ρθει κι όλα καλά. Έτσι είναι, λέω κι εγώ, να μου γράφεις και θα σου απαντάω κι όσο να σου φανεί θα ’μαι πίσω.
Ήρθε ο καιρός να φύγουμε και το βράδυ πριν ζή­τησα απ’ τον διοικητή και πήγα και την είδα. Κάτσα­με τα ξανάπαμε και στο τέλος με φίλησε και μου ’βαλε στην τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα, τη μάρκα την Τουρμάκ, μια τούρκικια που μ’ άρεσε. Κει που θα πας, μου λέει, να τα καπνίζεις και να με θυμάσαι.
Γούσια, γω γράμματα καλά δεν ήξερα κι όταν μου φτάνανε τα γράμματα σελίδες μου ’ρχόταν βαριά που γω δεν μπόραγα να γράψω πάνω από δέκα σει­ρές, να της πω αυτά που ’χα κατά νου. Κι έτσ’ έστελ­να μαζί με το γράμμα και ζουγραφιές που έφτιαχνα πάν’ στα πακέτα απ’ τα τσιγάρα που μου ’πεμπε με το φάκελο. Πέρναγε ο καιρός όμως και τελειωμό δεν είχε ο σκοτωμός κι άρχισε να με πιάνει εμένα η απελπισιά. Κι όταν γίνηκε και μας πήρανε φαλάγγι οι Τούρκοι κι αρχίσαμε να γυρνάμε σαν τα κοπάδια, κο­πήκανε και τα γράμματα και τα όλα. Πρόλαβα μόνο εγώ κι έδωσα σ’ έναν ντόπιο και τον διάταξα να της πάει ένα τελευταίο ραβασάκι που της έγραφα, Ανθούλα μου είμαι καλά. Φεύγουμε με τα καράβια. Θα γυρίσω πάλι. Άμα πάρεις το γράμμα μου, να ξέρεις θα σε περιμένω. Κι έπειτα φύγαμε.
Γύρισα στο χωριό κι απ’ τη δίκιά μ’ τη σειρά ήμα­νε εγώ και καμιά εικοσαριά ακόμα. Μα μήτε που μ’ ένοιαζε. Είχα μάθει που ’χε γίνει το κακό στη Σμύρνη κι ούτε που μ’ είχε μείνει ψυχή να χαρώ που ’μουνα ζωντανός κι έβλεπα τη μάνα μ’. Κι ήρθε και πέρασε καιρός κι εγώ μήτε να φάω μήτε να βγω απ’ το σπίτ’ ήθελα, κι άκουγα που ’λεγε η μάνα μ’ στη γειτονιά ότι τάχατες ήμανε άρρωστος απ’ την κακουχία και γι’ αυτό. Αλλά γω για μήνες με το ζόρι σκωνόμουνα απ’ το κρεβάτι μέχρι που ’ρχεται και με πιάνει ο πατέρα μ’ και μ’ αρωτάει τι γίνηκε και μ’ έχει φάει τέτοιο μα­ράζι. Το και το, του λέω. Με βάζει πόστο και μου λέει, τόσοι και τόσοι πεθάνανε στον πόλεμο, άντρες και παλικάρια κι εσύ κάθεσαι και μυξοκλαίς για μια γυναίκα; Θα βρεις άλλη και θα παντρευτείς και θα τα λησμονήσεις τούτα όλα. Μ’ έκανε και ντράπκα, γιατί ήμανε και μικρός ακόμα και του ’χα σέβας του πατέ­ρα μ’ Και πώς να του το ’λεγα που απ’ όσους είχα δει και πεθάνανε, κι απ’ τα χέρια μ’, και φίλους, εγώ μο­νάχα την Ανθή θυμόμανε.
Το ’μαθε κι η μάνα μ’, Γούσια, και το βάλανε αμέτι μουχαμέτι να μου βρούνε νύφη, να παντρευτώ, να μου περάσει. Και μες στο χρόνο είχα πέντε προξενιά κι όλα τα χάλαγα, μέχρι που στο τέλος φέρανε τον γούμενο απ’ το μοναστήρι να μου πει που ’ναι αμαρ­τία να σκέφτομαι ακόμα τους πεθαμένους. Κι έτσι το πήρα απόφαση κι εγώ κι έδωσα λόγο τότες και παντρεύκα τη Ρίνα. Ίσα που χόρεψα στο γάμο κι είπανε τότες που ήμανε τάχα αδέξιος στο χορό, γι’ αυτό. Είχανε πει και στον συμπέθερο ότι ήμανε απ’ τη φτιαξιά μ’ βαρύς και δε μίλαγα, κι όλα τα κουκουλώσανε.
Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρό­σφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα ’ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ’ ακούω κι εγώ και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι αθρώποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσα μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια. Πήγα, μου ’πε, έτσι όπως ήμανε με την κοσόρα στο χέρι και τους βρίσκω που τους είχανε κυκλωμένους και τους τραβάγανε και τους βρίζανε. Κι όπως κάνω να μιλήσω, να πω σταματήστε ρε ζα, την είδα, Γούσια, μου λέει. Καθότανε ξακριστά σαν παιδί δαρμένο και τήραε εμάς. Έψαχνε με τα ματάκια της κι έσφιγγε στον κόρφο ένα πάκο χαρτιά δεμένα με το σπάγκο, τον θυμάμαι που μου είπε κι έκλαψε. Πρώτη φορά είδα τον Κυριάκο να κλαίει. Με τιμώρησε ο Θεός, Γούσια, μου είπε, γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει δυο φορές λόγο για το ίδιο πράμα.
Ω ρε! Τον σηκώνουν. Ούτε το πήρα γραμμή. Είν’ η ώρα. Έλα πάμε. Θα σ’ τα πω μετά.


Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Σύγχρονος αλβανικός ανθελληνισμός...

Λάμπηδες αλβανοί τιμούν το ολοκαύτωμα ενός ελληνικού χωριού, ως σπουδαίο ιστορικό γεγονός!!!

Ερείπια του χωριού Λυκούρσι
Στο βάθος ο κάμπος του Βούρκου
Δεν μας έφταναν οι Τσάμηδες άρχισαν και οι Λάμπηδες!
 
Σε μια προκλητικότατη ενέργεια απέναντι στην Εθνική Ελληνική Μειο-νότητα και του ελληνισμού γενικότερα, προβαίνει η αλβανική «πατριωτική» οργάνωση «Laberia» που αποφάσισε να τιμήσει τον «ηρωισμό» του οθωμανικού στρατού, που με τη συνεργασία και κάποιων μουσουλμάνων αλβανών από την περιοχή της λιαμπουριάς,κατέπνιξε την επανάσταση του 1878,που είχε σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό ενός χριστιανικού χωριού, δίπλα από την πόλη των Αγίων Σαράντα  του Λυκουρσίου.



Η πόλη των Αγίων Σαράντα όπως φαίνεται
σήμερα από το Κάστρο του Λυκουρσίου 
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΣΙΟΥ 
Τον Απρίλιο του 1877, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Τότε οι αλύτρωτοι ρωμιοί, κυρίως της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης, το είδαν ως μοναδική ευκαιρία για την ελευθερία τους. Μετά τη λήξη του Ρώσο-Τουρκικού πολέμου όμως, η Κυβέρνηση της ελευθέρας Ελλάδος, που περιορίζονταν τότε στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, εκτίμηση πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν. Ωστόσο κάποιοι ανυπότακτη αξιωματικοί, χωρίς να έχουν τη στήριξη της κυβέρνησης της ελεύθερης Ελλάδος, αρνήθηκαν να υποχωρήσουν. Ένας από τους πυρήνες των επαναστατών  συγκεντρώθηκε το 1878 στο κάστρου του Λυκουρσίου, 2 χλμ έξω από την πόλη των Αγίων Σαράντα, που τότε δεν ήταν τίποτα άλλα από ένα λιμάνι, πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Χαονίας Αγχιασμός. Στους επαναστάτες του Λυκουρσίου που προέρχονταν κυρίως από τη Χειμάρρα το Βούρκο και άλλες περιοχές της Ηπείρου, είχε ενταχθεί και τάγμα εθελοντών από την Κέρκυρα, στην πλειοψηφία τους Ηπειρώτες που είχαν δραπετεύσει στην Κέρκυρα για να γλυτώσουν τις διώξεις των Οθωμανών. Εκτός από το στρατηγικό κάστρο του Λυκουρσίου οι επαναστάτες, είχαν καταλάβει την περιοχή του Βούρκου, το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, τον Άγιο Γεώργιο (Τσούκας) και άλλες περιοχές. Σε λίγες μέρες όμως τα οθωμανικά στρατεύματα που είχαν επιστρατεύσει ακόμα και το ναυτικό τους, κατέπνιξαν την επανάσταση ενώ κατάσφαξαν και κατέστρεψαν εξ’ ολοκλήρου το Ελληνικό χωριό του Λυκουρσίου. 
Από το κάστρο του Λυκουρσίου
Στο βάθος δεξιά το νησί της Κέρκυρας
Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΩΝ ΛΑΜΠΗΔΩΝ 
Η οργάνωση «Laberia», έγινε ευρύτερα γνωστή στην Αλβανία από τις εθνικιστικές της στάσεις, όπως στην υπόθεση της απογραφής πληθυσμού αλλά και με τις κινητοποιήσεις εναντίων του Δήμαρχου Χειμάρρας Βασίλη Μπολάνου.
Την μάχη του Λυκουρσίου - παραμορφώνοντας την ιστορία - την παρουσιάζουν ως μια ελληνοαλβανική  σύρραξη στην οποία νίκησαν οι αλβανοί και έριξαν τους έλληνες στη θάλασσα...  Από τους αλβανούς που είχαν ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό,  στη φοβερή μάχη του Λυκουρσίου, είχαν σκοτωθεί 56 λάμπηδες για τους οποίους γράφτηκαν και αρκετά τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα στην περιοχή τους και το Λαζαράτι Αργυροκάστρου που επίσης συμμετείχε σε αυτόν τον πόλεμο. 


Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Το 1878, όχι μόνο δεν υπήρχε αλβανικό κράτος, δεν υπήρχε καν αλβανική συνείδηση.  Υπήρχε μία δειλή κίνηση αλβανικής «αναγέννησης»  από αλβανόφωνες χριστιανούς ενώ το 60-70% των μουσουλμάνων από το σύνολο των αλβανόφωνων  ήταν «αναπαυμένοι» στα ωφέλει που τους παρείχε η «πύλη». Μόλις το 1887 (εννέα χρόνια μετά την επανάσταση του Λυκουρσίου),  άνοιξε το πρώτο αλβανικό σχολείο στην Κορυτσά. Στον πόλεμο του Λυκουρσίου λοιπόν είχαμε την επανάσταση του χριστιανικού πληθυσμού (αν δεν τους αρέσει του ελληνικού) της περιοχής, εναντίων των τούρκων κατακτητών και σε καμία περίπτωση μια ελληνοαλβανική σύρραξη όπως θέλουν να την παρουσιάσουν.
Οι Λάμπηδες που ωρύονται για  την «αλβανικότητα»  της Χειμάρρας, έρχονται και σε μία άλλη αντίφαση: Αν οι Χειμαρριώτες  ήταν αλβανοί, τότε οι λαμπηδες δεν είναι αλβανοί αλλά τούρκοι αφού οι επαναστάτες του Λυκουρσίου που πολεμούσαν τους Τούρκους είχαν για καπεταναίους μεταξύ άλλων και τον Μιχάλη Σπυρομήλιο από τη Χειμάρρα, τον Γιώργιο Στεφάνη από το Κυπαρό και κάποιον Λάπα από την Πύλιουρη…
Αγιογραφία που ιερό εκκλησίας που σώζεται
δεξιά από την κεντρική είσοδο του κάστρου
ΚΑΜΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΜΑΣ 
Βορειοηπειρώτης, κάτοικος των Αγίων Σαράντα,  επιτέθηκε φραστικά σε εκπρόσωπο του συλλόγου “Laberia”, λέγοντας του ότι «η ενέργεια σας είναι προκλητικότατη και απάνθρωπη …. έχουμε καταγραμμένους απόγονους των θυμάτων του Λυκουρσίου που επικεντρώνονται στο μειονοτικό χωριό της Τσούκας  των Αγίων Σαράντα…. διαστρεβλώνετε την ιστορία παρουσιάζοντας τους θύτες ως θύματα…»  Ο εκπρόσωπος της “Laberia” που για πρώτη φορά άκουγε αυτήν την εκδοχή, σαστίστηκε  και του απάντησε πως «αυτή είναι η ιστορία που έγραψαν οι έλληνες ενώ εγώ αναγνωρίζω την αλβανική ιστορία». Πρόσθεσε ακόμα πως σκοπός τους είναι να τιμήσουν όλα τα θύματα του Λυκουρσίου και ότι κάλεσαν όλους τους συλλόγους, τα κόμματα και την εκκλησία και κανένας δεν τους μίλησε με αυτή τη γλώσσα…
Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η πρόσκληση τους έχει φτάσει πριν από μία εβδομάδα, σε πολιτικούς εκπροσώπους της ελληνικής μειονότητας και την ορθόδοξη εκκλησία. Απορίας άξιον είναι πως κανείς τους μέχρι σήμερα δεν αντέδρασε... 
Είναι ένα θέμα που πιστεύουμε ότι πρέπει να απασχολήσει και το Ελληνικό Προξενείο Αργυροκάστρου, για να σταματήσει τουλάχιστον την συμμετοχή επίσημων εκπροσώπων του αλβανικού κράτους σε αυτήν την μακάβρια πραγματικά εκδήλωση.    

borioipirotika.blogspot.gr, Κυριακή, 18 Μαρτίου 2012


Σχόλιο: Το 1877-78 Έλληνες Ηπειρώτες και Ελληνοβλάχοι ξεκινούν ένοπλο αγώνα από το Λυ-κούρσι Ηπείρου για λευτεριά και ένωση με την Ελλάδα.
Στην αρχή οι (τουρκ)αλβανοί είπαν πως θα συνταχθούν για να απαλλαγούν κι αυτοί απ΄ τον τούρκο..
Την κρίσιμη ώρα όμως (ως αναξιόπιστοι που ήσαν κι είναι) πούλησαν τους Ηπειρώτες,πήγαν με τα γκαρδιακά αδέλφια τους και η επανάσταση του Λυκουρσίου πνίγηκε.
Ως γνωστόν,τα ίδια έκαναν στους Βαλκανικούς,στον Β΄ Παγκόσμιο.Πάντα εχθρικοί...
Σήμερα,οι σκιπεταροαλβανοί ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ την αποτυχία μας στο Λυκούρσι.
Ναι,την γιορτάζουν...
Το Ελληνικό κράτος αδιαφορεί για όλα αυτά,οι Βορειοηπειρώτες κάπως αντιδρούν κι ένα σωρό εθνοφοβικοί προοδευτικάριοι,μειονοτιστές κ.λπ. μας γεμίζουν με φλιναφήματα "για τον αδελφικό λαό"...
Γιάννης Βασ.Πέππας

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Περί της καταγωγής των λαών της Ηπείρου


από την καταγωγή των λαών

ελληνικότητα[1]

Την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου από την αυγή της Ιστορίας με βόρειο σύνορο τον Γενούσο[2] ποταμό αποδεικνύουν οι αρχαιολογικές πηγές και παραδέχονται οι ονομαστότεροι επιστήμονες, Vl. Georgiev, P. Leveque, E. Leppore, NGL Hammond, Φ. Παπάζογλου, καθώς και οι έξοχοι Ηπειρώτες αρχαιολόγοι Δημ. Ευαγγελίδης, Φ. Πέτσας, Σωτ. Δάκαρης.

Μετά τον 11ο αιώνα διεισδύει στη Βόρειο Ήπειρο από βορειοανατολικά προς νότο ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, που οφείλεται στην άφιξη από τα ενδότερα της χερσονήσου του Αίμου πληθυσμών, τους οποίους οι συγγραφείς αποκαλούν Αλβανούς, αν και το εθνωνύμιο τούτο δεν μαρτυρείται στην γλώσσα τους, οι ίδιοι δε αυτοαποκαλούνται σκιπετέρ, όρος – κατά τον Petar Skok – παράγωγος από το τοπωνύμιο Σκόπια (Scupi) με προσθήκη επιθήματος και επίταξη άρθρου. Εξάλλου σχετικά με την καταγωγή τους άλλοτε είχε γίνει πολύς λόγος για ιλλυρική. Όμως μεταπολεμικά οι εγκριτότεροι βαλκανιολόγοι I.I. Russu, M.D. Savic, V.I. Georgievυποστηρίζουν ότι πρόκειται για Θράκες. Συνακόλουθα δεν γίνεται δεκτή και η αυτοχθονία των Αλβανών, την οποία παλαιότερα είχαν αποκλείσει επίσης διάσημοι βαλκανιολόγοι, όπως οι G. Weigand, Th. Capidan, Al. Rosetti.

Αφελλήνιση τμημάτων της Βορείου Ηπείρου επισυμβαίνει μετά την εξάπλωση των Οθωμανών, εξαιτίας του εξισλαμισμού. Η μεταβολή δεν είναι απότομη ούτε και ριζική. Κατά τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο «πολλοί αυτών συνδιαλλάσσουσι τας δύο θρησκείας, δίδοντες εις τα τέκνα δύο ονόματα, εν μεν τουρκικόν, επιβαλλόμενον υπό του ιμάμη κατά τα θρησκευτικά έθιμα του ισλαμισμού, εν δε χριστιανικόν, διδόμενον υπό ιερέως Χριστιανού, όπερ μένει και ως όνομα εν τη οικιακή εστία. Το αυτό δε δυνάμεθα να είπωμεν και περί της γλώσσης, ιδίως εν τη Βορείω Ηπείρω … Η αλβανική δεν ηδυνήθη ν’ αντικαταστήση την ελληνικήν, αλλ’ απλώς ετάχθη εις το πλευρόν αυτής»[3].

Ο Άγγλος Stanford[4] διατείνεται ότι από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών συνάγεται ότι κατά την αρχική καταγωγή τους αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες. Αυτό ισχύει και … για τους Τσάμηδες, για τους οποίους μάλιστα κατά τον παρελθόντα αιώνα ο Δ.Α. Παναγιωτίδης έγραφε: «Ποίησις δε παρ’ αυτοίς μόνον η Ελληνική δημοτική εστιν· … Οι Τσιάμιδες αρχηγοί, οίτινες ωδήγησαν τους ομοφύλους των εις μάχας, ή άλλως εγένοντο ακουστοί, εξυμνούνται πάντοτε Ελληνιστί· … Άπαντες … φορούσι την φουστανέλλαν πολύπτυχον και υπό ταύτην έχουσι την ιδίαν αυτών ερυθράν περισκελίδα (ποτούρι)»[5].

Σε παρόμοια γενική διαπίστωση με τα ίδια περίπου κριτήρια προβαίνει πολύ ενωρίτερα ο Δημήτριος Αινιάν (1800-1881), γραμματέας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, γράφοντας στα απομνημονεύματά του τα εξής: «Η δύναμις του Ομέρ Βρυώνη εσύγκειτο από Αλβανούς έχοντας την αυτήν ενδυμασίαν, τον αυτόν οπλισμόν και τα αυτά σχεδόν ήθη και έθιμα με τους Έλληνας»[6].

Ομοιότητα στην ενδυμασία επισημαίνει και ο Κοσμάς Θεσπρωτός γράφοντας στα 1830: «Τα φορέματα των ανδρών σχεδόν είναι τα αυτά παντού, και ομοιάζουν τα παλαιά Ελληνικά και Ρωμαϊκά στρατιωτικά. Τα όμοια φορούν και οι νυν Έλληνες …»[7]. … Ο Κοσμάς Θεσπρωτός παρατηρεί και άλλες σπουδαιότερες ομοιότητες: «Τους χορούς τους έχουν ως οι νυν Έλληνες …».

Η λαογραφική έρευνα αποκαλύπτει την ελληνικότητα των μουσουλμάνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει: «Αυτοί οι αλβανόφωνοι μωαμεθανοί κατά τους γάμους και τας πανηγύρεις των άδουν ελληνικά άσματα, τα οποία οι εξισλαμισθέντες Έλληνες πρόγονοί των ετραγουδούσαν προ διακοσίων ακόμη ετών. Η ενδυμασία των, η κουρά των, αι κατασκευαί των οικιών των, τα κεντήματα, η βιοτεχνιά των, είναι ηπειρωτικά, η μουσική των, ολόκληρος ο λαϊκός των πολιτισμός τους συνάπτει προς την Νότιον Ήπειρον, η κοινωνική των διάρθρωσις, ξένη προς τας «φάρας» των Αλβανών. … Μέχρι των μέσων του ΙΗ΄αι. ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου υπήρξεν ορθόδοξος. Τότε αι καταπιέσεις ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, αλλ’ οι πλείστοι απέμειναν πιστοί εις την θρησκείαν των πατέρων των».

Την ελληνική καταγωγή τους δεν διστάζουν να ομολογήσουν οι ίδιοι οι εξισλαμισμένοι, όπως οι Σπαθιώτες: «Είμεθα μία φάρα με τους Έλληνας»[8]. Στην ομολογία της ελληνικότητάς τους προβαίνουν και μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι επώνυμοι «Τούρκοι». Ο Λ. Μπέλλος διασώζει αποκαλυπρικό περιστατικό: «Ο Φράσαρης, αρχηγός του Τουρκικού στρατού κατά το 1854, ερίσας προς τους συνάρχοντας Τούρκους έρριψεν αυτοίς την ύβριν, ότι αυτός δεν είναι Κονιάρης, αλλ’ έχει προγόνους τους αρχαίους Έλληνας»[9].

[1] Από την εισαγωγή του Αχ. Γ. Λαζάρου στο βιβλίο του Rene Puaux, δυστυχισμένη βόρειος Ήπειρος, σ. 15 κ. επ., εκδόσεις Τροχαλία
[2] Σκούμπι
[3] Σπύρου Λάμπρου, «Ηπειρωτικά», Νέος Ελληνομνήμων 10 (1913) 376.
[4] An ethnological map of the European Turkey and Greece with introductory remarks on the distribution of Races, London 1877, 8.
[5] Δωδώνη, Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον 1 (1985) 76.
[6] Δ. Αινιανός, Απομνημονεύματα, Αθήναι, έκδοσις Γ. Τσουκαλά, 169.
[7] Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου. Προλεγόμενα και σημειώσεις Αθ. Ι. Παπαχαρίση, εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964, 35.
[8] Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, έκδ. Β΄, εν Αθήναις 1928, 80.
[9] Λ. Μπέλλου, Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσης, εν Αθήναις 1903, 5.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλβανοί εναντίον Ελλήνων Αρβανιτών (1821)

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ,Τρίτη, 21 Αυγούστου 2012

ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Πέρα από την δήθεν «μεγάλη» και διαχρονική προσφορά κάθε είδους των Αλβανών στην Ελλάδα, μας έχουν ζαλίσει οι ίδιοι και οι εδώ φίλοι τους με την συνεισφορά τους στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Προφανώς εννοούν τους Αρβανίτες οπλαρχηγούς που μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες από την Βιέννη και την Τεργέστη μέχρι τη Βυρητό και από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Οδησσό με άπειρες θυσίες και αγώνες έστησαν το νεοελληνικό κράτος. 
Προφανώς οι κύριοι δεν λένε να εννοήσουν με τίποτε ότι οι Αρβανίτες πρόγονοί μας, δικοί μας, δεν έχουν να κάνουν τίποτε με τους δικούς τους. Οι άνθρωποι αυτοί σε όλοι την ιστορία τους εντάχθηκαν οικιοθελώς και πλήρως με την ταυτότητά τους, όπως και πλήθος άλλοι, στο σώμα του νεοελληνικού έθνους αμετάκλητα και μόνο οι απόγονοι και συμπατριώτες τους έχουν το δικαίωμα να τους επικαλούνται. Μπορεί οι ιδρυτές του ελληνικού κράτους που πήραν τις αποφάσεις τους ελεύθεροι και με τα όπλα στα χέρια να είχαν άλλη εθνική συνείδηση και να μην μετακινούνταν λίγα μέτρα πιο πέρα, να ενωθούν με τους Τούρκους όπως έκαναν τότε οι περισσότεροι Αλβανοί; Οι οποίοι πέρα από αυτά που λένε πολλοί είχαν ξεκάθαρη από τότε αλβανική εθνική συνείδηση και επιλογή να ακολουθούν τους συμπατριώτες τους Οθωμανούς αξιωματούχους. Κάτι που εξηγεί τη μέχρι σήμερα τουρκολαγνεία τους. Δηλαδή τι ήταν η Ελληνική Επανάσταση αλβανικός εμφύλιος; Έχουμε φθάσει στο εξωφρενικό σημείο να επικαλούμαστε τα αυτονόητα πλέον.

Οι αλβανομανείς αποθρασυνόμενοι φτάνουν σε απερίγραπτες αρλούμπες βαφτίζοντας Αλβανούς, πέρα από τους αρβανιτόφωνους Σουλιώτες και Υδραίους καπεταναίους, ακόμα και τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη. Όπου δουν μουστάκα και φουστανέλα βλέπουν Αλβανούς, άσχετα που φουστανέλα δεν φορούσαν όλες οι αλβανικές φυλές αλλά μόνο οι νότιες, ενώ την φορούσαν και πολλοί Σλάβοι της βαλκανικής.Κατά τη λογική τους επειδή ο Σαρακατσάνος Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος των Ελλήνων στην Ρούμελη και ο Τούρκος της Κιουτάχειας Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς βεζίρης της Ρούμελης ήταν Αλβανοί επειδή στη συνάντηση τους μίλησαν αλβανικά τη μόνη κοινή γλώσσα που τσάτρα-πάτρα μπορούσαν να χειριστούν και οι δύο για να συνεννοηθούν. Ή ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης Αλβανός επειδή ο παππούς του Γιάννης Μπότσικας, γιος του Δήμου Τσεργίνη, μετονομάστηκε σε Κολοκοτρώνης λόγω των δυνατών του τετρακεφάλων από έναν Αρβανίτη που είπε γι’ αυτόν αστειευόμενος: «Βρε τι Μπιθεγκούρας είναι τούτος;» και τους έμεινε από τότε σαν οικογενειακό όνομα η ελληνική μετάφραση.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, χιλιάδες Αλβανοί έχασαν τη ζωή τους ντύνοντας στα μαύρα όλη την Αλβανία όπως και την Ελλάδα, αλλά για άσχετους με αυτούς που φαντάζονται οι σημερινοί λόγους. Υπερασπιζόμενοι τα αξιώματα τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία, υπερασπίζοντας την πίστη τους μερικοί, αλλά το κυριότερο υπερασπίζοντας την τσέπη τους και ελπίζοντας να αυξήσουν την περιουσία τους. Τότε στην είδηση μόνο της στρατολόγησης λουφετζήδων (μισθοφόρων) και πιθανής λεηλασίας ελληνικών χωρών κινητοποιούνταν όλο το αλβανικό έθνος μουσουλμάνοι, ορθόδοξοι και καθολικοί, Γκέκηδες, Τσάμηδες, Τόσκηδες, Λιάπηδες οι καθολικοί Μιρδίτες και Μαλισόροι, χριστιανοί Σκοδράνοι, Γαρδικιώτες, Λακκιώτες και άλλοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνικής συνείδησης Αρβανίτες και Ηπειρώτες και αν ακόμα τύχαινε να βρεθούν κατά των Ελλήνων, πάντα ενώνονταν μαζί τους οριστικά. Για παράδειγμα ο Χιμαριώτης Σπύρο-Μήλιος με τους τρεις αδερφούς τους και 250 Χιμαραίους πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων, όπως και ο ηρωικός Χατζή-Μιχάλης Νταλιάνης που πολέμησε με το ιππικό και πεζικό σώμα των συμπατριωτών του Αργυροκαστριτών και Δελβινιωτών. Αντίθετα Αλβανοί μπέηδες, ντερβεναγάδες και φρούραρχοι υπήρχαν διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα και τυρρανούσαν τον κόσμο υπηρετώντας τα αφεντικά τους. Το γεγονός αυτό δίνει στους σημερινούς απογόνους τους το δικαίωμα κατά την αρπαχτική κρίση τους να θεωρούν αλβανικές περιοχές την Άρτα, την Πρέβεζα, τα Γιάννενα και ότι άλλο τους κατέβει διεκδικώντας παλιά τσιφλίκια και ενδεχομένως και ραγιάδες να τα καλλιεργούν.
Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες, βέβαια στον πόλεμο ήταν αμίληκτοι μεταξύ τους, αλλά προστάτευαν κανένα παλιόφιλο αν έπεφτε στα χέρια τους. Στην αρχή οι επαναστάτες προσπάθησαν μάταια να προσεταιριστούν τους Αλβανούς για να αποδυναμώσουν τους Τούρκους παίζοντας το παιχνίδι του αρχηγού τους αποστάτη Αλή πασά, αλλά οι Αλβανοί γρήγορα τον παράτησαν συντασσόμενοι με το Σουλτάνο. Οι μισθοφόροι Αλβανοί πολλές φορές δεν ήταν πιστοί προδίδοντας τα αφεντικά τους παραδίδοντας κάστρα και τους εντός Τούρκους στους Έλληνες για να σώσουν το τομάρι τους. Σημασία έχει ότι κάθε χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης ξεκινούσαν 2 εκστρατείες σε Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα και μία επιπλέον από το 1825 στην Πελοπόννησο και 4 στόλοι Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Τύνιδας και Αλγερίου, σύμπας ο μουσουλμανικός οθωμανικός κόσμος της Μεσογείου με τους Αλβανούς να αποτελούν σημαντική μερίδα των στρατιών, θεωρούμενους ως επίλεκτο σώμα να αντιμετωπίσει τους ορεσίβιους και σκληροτράχηλους Έλληνες. Ειδικά τα πρώτα χρόνια οι Αλβανοί ήταν η συντριπτική πλειοψηφία των τουρκικών στρατιών που οδηγούσαν και Αλβανοί πασάδες. Πρώτη φορά στην εκστρατεία του Δράμαλη το 1822 είδαν οι Έλληνες στρατό σχεδόν αποκλειστικά ανατολιτών με διαφορετική ενδυμασία από του ίδιους και τους Αλβανούς. Όλες ανεξαιρέτως οι εκστρατείες αυτές οδήγησαν σε λουτρά αίματος και με μικρό ποσοστό των εκστρατευόντων να επιστρέφει, με τους περισσότερους να αφήνουν τα κόκκαλά τους στις ελληνικές κοιλάδες και πλαγιές ή να γίνονται τροφή των ψαριών στις ελληνικές θάλασσες.

Επειδή οι Αλβανοί φαίνεται βαριούνται να διαβάσουν την ελληνική ιστορία για να βρουν τους προγόνους τους και περιορίζονται στον να «κλέβουν» τους δικούς μας, στην συνέχεια παραθέτουμε μια σειρά, όχι πλήρη, των επίσημων Αλβανών που πολέμησαν κατά των Ελλήνων μεταξύ των ετών 1821-1829. Τα περισσότερα ονόματα προέρχονται από ένα βιαστικό «σκανάρισμα» των έξι τόμων του έργου «Η Ελληνική Επανάστασις» του Διον. Κοκκίνου, του βιβλίου «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες» του Σαρ. Καργάκου, της «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής» του Θ. Κολοκοτρώνη και άλλα από παλιά διαβάσματα που προστέθηκαν από μνήμης μετά από διασταύρωση.

Ακολουθεί η λίστα:

Ιμπραήμ πασάς, ο γνωστός σχιζοφρενής που επιχείρησε ανεπιτυχώς με τους Γάλλους επιτελείς του να σβήσει την επανάσταση, γιος του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι που ήταν Αλβανός μπέης από την Καβάλα.

Ομέρ-πασάς Βρυώνης, παλιός στρατηγός του Αλή πασά Τεπελενλή, πασάς σε διάφορες πόλεις της Ηπείρου, εκστράτευσε κατά τα έτη 1821-22 επικεφαλής χιλιάδων εναντίων των Ελλήνων επαναστατών.

Μουσταή πασάς Σκόδρας (Μουσταφάς), εκστράτευσε το 1823 με 16000 κυρίως Αλβανούς με την πλειοψηφία τους να είναι χριστιανοί και είχε σώματα ακόμα και Κροατών. Το στράτευμά του ήταν ειδικό για ορεινές μάχες και ξεκίνησε με πολλές ελπίδες που του της έκοψε ο Μάρκος Μπότσαρης κυρίως και οι άλλοι οπλαρχηγοί της Δυτικής Στερεάς που ανάγκασαν το στρατό του στη διάλυση και τον ίδιο στην εξευτελιστική φυγή και στο να μην επιχειρήσει νέα εκστρατεία.

Ισμαήλ πασάς Πλιάσσας, Αλβανός πασάς που εκστράτευσε αρκετές φορές κατά των επαναστατημένων Ελλήνων (μέχρι και στα Ψαρά το 1824).

Αχμέτ πασάς Βρυώνης, εκστράτευσε στις αρχές της επανάσταση κατά των Ελλήνων.

Ισούφ πασάς Περκόφτσαλης, Αλβανός πασάς που εκστράτευσε αρκετές φορές κατά των επαναστατημένων Ελλήνων.

Μουστάμπεης, στρατηγός του Κιουταχή (Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, Ρούμελη Βάλεσι) είχε στήσει ενέδρα κατά την έξοδο των Μεσολογγιτών σκοτώνοντας 500, σκοτώθηκε από τον Καραϊσκάκη στην Αράχωβα το 1826 και το κεφάλι του καρφώθηκε σε παλούκι μαζί με του Κεχαγιάμπεη του Κιουταχή. Χαρακτηριστικά λέγαν γι’ αυτόν ότι ήταν τότε: «το μεγαλύτερο οτζάκι της Αλβανίας και η ψυχή του Κιουταχή και των Αλβανών». Μαζί του στην Αράχωβα σκοτώθηκαν και 1300 επίλεκτοι Αλβανοί «ο ανθός της Αλβανίας», μόνο 100 γλύτωσαν από την ενέδρα των Ελλήνων του Καραϊσκάκη. Οι τότε Αλβανοί θρήνησαν το θάνατό του με τραγούδι που σώθηκε:
«Τσσε ντ’ Αθίνe ντ’ Αλαμάνe σούμε καπετάνeρ γιάνε
σσούμε καπετάνeρ γιάνe πο, Μουσταμπεΐ ε βράνe
Κουσσ ε βράου Μουσταμπεΐν τσσ’ ισσ νιε ιλλ γκα γκιάκου ίνε;
Πο εβράου Καραϊσκάκη φακιεζίου, μουστάκ; ιγκλιάτε.
«…μπερτeκόσα Λιβαδίσe βράου, ασσλάν é σσκιπeρίσe».

Στα ελληνικά:
«Απ’ την Αθήνα ως την Αλαμάνα πολλοί είναι καπεταναίοι
Πολλοί είναι καπεταναίοι μα, σκοτώσαν τον Μουσταμπέη!
Ποιος σκότωσε το Μουσταμπέη που απ’ το αίμα μας ήταν ένα αστέρι;
Μα τον σκότωσε ο Καραϊσκάκης ο μαυροπρόσωπος, ο μακρυμουστάκης.
«..ο βάτραχος της Λειβαδιάς σκότωσε το λιοντάρι της σκιπερίας!…»


Καρεφίλ μπέης, αδερφός του Μουστά-μπεη σκοτώθηκε και αυτός στην Αράχωβα
Αδερφός του Μπανούζη Σέβλιανη: σκοτώθηκε μαζί με τους υπόλοιπους στην Αράχωβα.
Ταχήρ Αμπάζης, στρατηγός του Αλή πασά Τεπελενλή πολέμησε από το 1821 τους Έλληνες. Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης ήταν πολύ σημαντικός Αλβανός και για κάποιο διάστημα κατά την ανταρσία του Αλή είχε συνεργασία με τους Έλληνες.
Άγο Βασιάρης, σημαντικό στέλεχος του Αλή Πασά και του Ομέρ Βρυώνη στη συνέχεια, τον συνέλαβαν αιχμάλωτο οι Σουλιώτες του Μάρκου Μπότσαρη και τον έσφαξαν μετά για να εκδικηθούν το θάνατο του Μάρκου στο Καρπενήσι το 1823.
Μελεκ πασάς Γκέκας, έδρασε στη Λαμία το 1821.
Τελεχά μπέης Φέζον, αρχηγός Γκέκηδων ιππέων του Ομέρ Βρυώνη στην Αλαμάνα και τη Γραβιά το 1821.
Μουσταφά μπέης Καφεζέζης, αρχηγός Τσάμηδων ιππέων του Ομέρ Βρυώνη στην Αλαμάνα και τη Γραβιά το 1821.
Σιλιχτάρ Μπόδας, σημαντικός Αλβανός στρατηγός των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης.
Άγο Μουχουρδάρης, Αλβανός στρατηγός των Τούρκων πολέμησε στη μάχη του Πέτα το 1821.
Νούρκας Σέρβανης, ντερβέναγας και μουτασελίμης Καρλελίου στο Βραχώρι το 1821, φρούραρχος Άρτας μετά, σκοτώθηκε στο Τρίκερι Μαγνησίας το 1827.
Ταχήρ Παπούλιας, ντερβέναγας Κραβάρων και Αποκούρου το 1821.
Μουσταφά μπέης, Κεχαγιάμπεης (επιτελάρχης του Χουρσίτ πασά), αρχηγός των πολιορκημένων Τούρκων και Αλβανών στην Τριπολιτσά το 1821
Αλή μπεης, αδελφός του Μουσταφάμπεη, σκοτώθηκε στη μάχη της Γράνας το 1821, έξω από την Τριπολιτσά
Ισμαήλ μπέης Βλιόρης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Βελή μπέης Γιάτζης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Τζάνε Μαρτολάτζης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Μουσταφά Μαρτίνης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Ασλάν Ντέμτζης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Χασάν Μπιλούσης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Μπανούζ Σέβρανης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Γιος Σούλτζε Κόρτσα, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Κεχριμάν μπέης Γάτζης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Ζαβαλιάνη Πρόκος, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Λιούλιο Τζαπάρης, Τουρκαλβανός μπίμπασης (χιλίαρχος) του Κιουταχή.
Χασάν πασάς Γκέκας, σκοτώθηκε σε νυχτερινή επιδρομή στο στρατόπεδο του Κιουταχή το 1825.
Ελμάζ Μέτζος, έδρασε το 1821 στην Ήπειρο.
Μπεκήρ αγάς Τζογαδούρος, διοικητης Πρέβεζας το 1821, είχε και άλλες συμμετοχές.
Σούλτζε Κόρτζας, ντερβέναγας Τρικάλων το 1822 και αλλού έδρασε.
Σουλεϊμάν Μέτος, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Χασά μπέης Βρυώνης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπειρο το
1821.
Μούρτο Τζάλιος, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Ισλάμ μπέης Κόκκα, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Μωχάμετ Νταλιάνης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός από την Κονίσπολη, έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Ισλάμ Πρόνιος, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός από την Παραμυθιά, έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Μπάλιο Χούσος, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός από το Μαργαρίτι, έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Χασάν Χούσος, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός από το Μαργαρίτι, έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Ισμαήλ Μπένι Κόνιτζα, Τουρκαλβανός μπέης έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Τζελαλεδίν μπέης, διοικητής Οχρίδος, έπεσε μαχόμενος το 1823 στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας από τον Μάρκο Μπότσαρη.
Τζαφέρ μπέης Φράσαρης, αρχηγός εμπροσθοφυλακής του Ισμαήλ-πασά Πλιάσσα έπεσε στο Κομπότι της Άρτας το 1821.
Φράσαρης (άλλος), αιχμαλωτίστηκε στα Βασιλικά για δεύτερη φορά ενώ είχε ορκιστεί ότι δεν θα ξαναπολεμήσει τους Έλληνες και εγδάρει ζωντανός από τους Αγοργιανίτες.
Ιμπραήμ Πρεμέτης, επιτέθηκε στους Καλαρρύτες της Ηπείρου το 1821.
Χουσεΐν μπέης, γιος του Μουσταφά πασά του Δελβίνου, ήταν φρούραρχος Πάργας το 1821.
Ζενές Τσάπαρης, Αλβανοτσάμης οπλαρχηγός έδρασε στην Πάργα το 1821.
Ντελή Χαβέζος, φρούραρχος Πατρατσικίου το1821.
Τζίνκο Χαμέτζης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός πολέμησε στη μάχη του Πέτα το 1821.
Βεκούτ Γαρδίκης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός πολέμησε στην Πλάκα της Ηπείρου το 1821.
Ταχήρ Μουρτοτζάλης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπερο το 1821.
Τσεγκόμπεης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπειρο το 1821.
Ματός αγάς Λατίφης, Τουρκαλβανός οπλαρχηγός έδρασε στην Ήπερο το 1821.
Μαξούτ Σρόπουλης, Αλβανός αξιωματικός του Αμπτούλ Αμπούδ πασά της Θεσσαλονίκης, επιτέθηκε κατά των κατοίκων του Ολύμπου το 1821.
Ταχήρ Τσαπάρης, οπλαρχηγός του Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στους Σουλιώτες το 1822.
Ιμπραήμ Ντέμος, οπλαρχηγός του Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στους Σουλιώτες το 1822.
Ισμαήλ Πρόνιος, οπλαρχηγός του Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στους Σουλιώτες το 1822.
Άγο Μπέντος, αξιωματικός του Ισμαήλ πασά Πλιάσσα.
Χατζή Μπέντος, αξιωματικός του Ισμαήλ πασά Πλιάσσα.
Ισούφ μπέης, αξιωματικός του Μαχμούτ-πασά Δράμαλη διασώθηκε στην Ακράτα το 1822.
Ταμάζ Μπίμπασης, αξιωματικός του Μαχμούτ-πασά Δράμαλη διασώθηκε στην Ακράτα το 1822.
Αβδουλάχ μπέης, αρχηγός Αλβανών στην επίθεση κατά του Αιτωλικού το 1823 όπου και τραυματίστηκε.
Πράχο Πρεβίστας, αρχηγός Αλβανών στη μάχη της Άμπλιανης το1824.
Τσέλιο Πίτσαρης, Αλβανός οπλαρχηγός ενίσχυσε τον Περκόφτσαλη πασά στη μάχη της Άμπλιανης το1824.
Μάνε Λουζάτης, Αλβανός οπλαρχηγός πολιορκήθηκε στην Γόστιτσα το 1824.
Καλέμ Τεπελένης, Αλβανός οπλαρχηγός πολιορκήθηκε στην Γόστιτσα το 1824.
Χασάν Τσάπαρης, Αλβανοτσάμης οπλαρχηγός από το Φανάρι της Ηπείρου έδρασε το 1821.
Χότο Πρόνιος, Αλβανοτσάμης οπλαρχηγός έδρασε το 1821.
Ασλανάκης, αρχηγός των Αλβανών του Μουσταφάμπεη όταν αυτός μπήκε στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά, όπου κλείστηκε και αυτός με τους υπόλοιπους
Αχμέτ μπέης Δέμος, από τους Φιλιάτες, Αλβανός μισθοφόρος στην Τριπολιτσά το 1821 είχε στο σώμα του και 800 χριστιανούς Αλβανούς, πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας
Λιμά μπέης Κογιάτσας, αρχηγός Αλβανών στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821
Βελή μπέης Κογιάτσας, αρχηγός Αλβανών στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821
Καλιόμπεης Μπόνος, ο γιος του Μήτσα Μπόνου, αρχηγός Αλβανών στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821
Ιμπραήμ Λαλαίος, Πελοποννήσιος Τουρκαλβανός έδρασε στο Λάλα και την Πάτρα
Χάντζος Λαλαίος, Πελοποννήσιος Τουρκαλβανός έδρασε στο Λάλα την Πάτρα
Τζαφέρ Φειδάς, Λαλαίος Τουρκαλβανός έδρασε το 1821.
Ρουμπής Βαρδουνιώτης, Πελοποννήσιος Τουρκαλβανός έδρασε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Αβδούλ μπέης Αρναούτογλου, σημαίνων Τούρκος της Τριπολιτσάς το 1821.
Ιμπραήμ Αρναούτογλου, διοικητής Καλαβρύτων μεταξύ των ετών 1820-1821.
Σουλεϊμάν Αρναούτογλου, βοεβόδας της Καλαμάτας κατά το 1821.
Νεφέζης Καραχούσος, Λαλαίος Τουρκαλβανός σκοτώθηκε το 1821.
Μουσταφάς Χάτζος, Λαλαίος Τουρκαλβανός σκοτώθηκε το 1821.
Μπέικος Κεχαγιάς, Τουρκαλβανός διαπραγματευτής των Λαλαίων.
Κουτσοραίπ αγάς, Λαλαιος Τουρκαλβανός έδρασε το 1821.
Μουστά-μπεης Κιάφα Ζέζας, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Αμπάζ πασά κατά την εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά το 1825 (ίσως έχει προαναφερθεί).
Χοτά-μπεης Αργυροκάστρης, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Αμπάζ πασά κατά την εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά το 1825.
Βελή-αγας Γρεβενού, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Αμπάζ πασά κατά την εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά το 1825.
Μαχμούτ μπέης Κοστούρι, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Αμπάζ πασά κατά την εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά το 1825.
Ιμπραήμ Κοστρέτζης, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Αμπάζ πασά κατά την εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά το 1825.
Μουχτάρ-μπεης Κιαφτίσης, Τουρκαλβανός αξιωματικός του Κιουταχή στην Αθήνα το 1827.
Ισούφ Διβένης, Αλβανός διοικητής Λιδορικίου πριν την επανάσταση, ήταν ήπιος και αγαθός, αλλά βασανίστηκε και κρεμάστηκε από τα τείχη της ακρόπολης των Αθηνών το 1827 με άλλους 17, για αντεκδίκηση όταν σούβλισαν οι πολιορκητές Τούρκοι 2 Έλληνες αιχμαλώτους.
Μουσταφ αγάς Σουγκαρίνης, στρατηγός Γκέγκηδων του Κιουταχή κατά την πολιορκία της ακρόπολης των Αθηνών το 1827.
Μαγδαρής, αρχηγός Αλβανών στην Χίο το 1828 αιχμαλωτίστηκε από το στράτευμα του Φαβιέρου.
Μουσά-μπεης, αρχηγός Τουρκαλβανών της φρουράς της Κορώνης που συνθηκολόγησε το 1828.
Μουσταφά-μπεης, αρχηγός Τουρκαλβανών της φρουράς της Κορώνης που συνθηκολόγησε το 1828.
Βελή μπέης, αρχηγός Τουρκαλβανών της φρουράς της Κορώνης που συνθηκολόγησε το 1828.
Μεχμέτ Δεβόλης, φρούραρχος Σαλώνων το1828.
Ορχάν Κιαφαξίσης, αρχηγός Τουρκαλβανών στην Κορακόβρυση Βοιωτίας το1828 όπου και συνελήφθει.
Κιορ Ιμπραήμ, φρούραρχος που παρέδωσε τη Ναύπακτο το 1828.
Φετά Τούκοφλης, συνυπέγραψε παράδοση Μεσολογγίου το 1829.
Νουρή Τζόπης, συνυπέγραψε παράδοση Μεσολογγίου το 1829
Μάρτζο Τσουριγούνης, συνυπέγραψε παράδοση Μεσολογγίου το 1829
Αχμέτ Πρεβίστας ή Ντεπριβιστάνη: ντερβέναγας των Κραβάρων το 1828, είχε ενδιαφέρουσα αλληλογραφία με τον Κίτσο Τζαβέλα περί αλβανικής καταγωγής, ο οποίος μόλις τον συνέλαβε τον στάμπαρε μαζί με τους άντρες του με πυρωμένη σφραγίδα σχηματίζωντας στο σώμα τους τον φοίνικα, ελληνικό εθνόσημο επί Καποδίστρια, για να τον θυμούνται.
Νουρεδίν αγάς Μπελούκμπασης, πολέμησε στην Πέτρα Βοιωτίας.
Ασλάμπεης Μουχουρδάρης, πολέμησε με 1500 Τουρκαλβανούς στη τελευταία μάχη του αγώνα στην Πέτρα Βοιωτίας. Οπότε οι Αλβανοί ήταν παρόντες και συνεπείς σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Η τύχη των τουρκαλβανών μπέηδων, αγάδων και οπλαρχηγών όταν πήγαν να ζητήσουν τους μισθούς τους από τον Κιουταχή:

«Ο Μέγας Βεζύρης Ρεσίτ Πασάς εκάλεσεν εις Μοναστήριον της Πελαγονίας τους αρχηγούς των πολεμησάντων κατά της Ελλάδος Αλβανών διά να πληρώσει εις αυτούς μισθούς και έξοδα. Προσήλθαν περίπου 400-500 φύλαρχοι και άλλοι Αλβανοί πρόκριτοι. Αφού τους υπεδέχθη ο Ρεσίτ καλώς και προσέφερεν εις αυτούς γεύμα, διέταξε κατά τινα παράταξιν του στρατού να τουφεκίσωσι τους θεωμένους Αλβανούς. Τοιαύτη περίπου ήτο πάντοτε η αμοιβή των Αλβανών διά τας υπηρεσίας προς τους Τούρκους».
Κλείνουμε την λίστα με τους Αλβανούς συμπρωταγωνιστές στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με τον Αλβανό ανέκδοτο τον Ταφίλ Πούζη.

«… το τέλος του Ταφήλ Μπούζ. Αυτός ήταν Αλβανός οπλαρχηγός στην υπηρεσία του Αλή πασά. Όταν όμως ο Αλής κυκλώθηκε από τον Χουρσίτ, ο Ταφήλ δεν είχε κανένα δισταγμό να τον προδώσει και να μπει στην υπηρεσία του Ομέρ Βρυώνη. Στη διάρκεια του Ελληνικού Αγώνα αυτομόλησε και προσεχώρησε στους Έλληνες. Μετά την απελευθέρωση διοικούσε σώμα Αλβανών που το μισθοδοτούσε η ελληνική κυβέρνηση. Το σώμα αυτό διαλύθηκε, με εισήγηση του Θεοδ. Κολοκοτρώνη. Ο Ταφήλ τότε πήγε να συναντήσει τον Κιουταχή, ο οποίος τον σκότωσε το 1832».

Ο Θ. Κολοκοτρώνης για τον Ταφιλπούζη:
«…τὸν Ταφιλπούζη μὲ τὸ τάγμα του τὸν ἀπεφάσισαν νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Καρύταινα καὶ νὰ πάει στὴν Γαστούνη μὲ σημαία Ὀθωμανική, μὲ παντιέρες Ὀθωμανικές, μὲ τὴν χέρα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκούοντας ἐγώ ἔστειλα καὶ τὸν ἔβγαλα μὲ καταισχύνη, καὶ ἂν εἶχα τὴν ἔχθρα ποὺ ἔλαβα ἔπειτα, θὰ τοὺς σκοτώναμε. Καὶ τοῦ ἔστειλα (τοῦ Ταφιλπούζη) καὶ ἐμάζωξε τὲς μπαντιέρες, καὶ τοῦ εἶπα ἂν περάσει καμμιὰ φορὰ μὲ ἀνοικτὲς μπαντιέρες, οἱ γυναῖκες οἱ χηρευάμενες θὰ τὸν σκοτώσουν:
- Ποῦ ἀνοίγεις τὴν σημαία τὴν Τούρκικη, εἰς τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά;
- Τί φταῖμε ἐμεῖς; Ὁ Κωλέττης μᾶς εἶπε: «Δουλειὰ νὰ κάμετε καὶ ὅ,τι σημαία θέλετε. Μᾶς ἔδωσεν ὀφίκια, ἐγέλασε Τούρκους καὶ Ρωμαίους».».


Τώρα ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του, όπου βλέπει πασάς ας σκεφτεί άλλους 3-4 χιλιάδες, όπου μπέης 1-2 χιλιάδες και από 500-1000 για τους υπόλοιπους για να δει τη συνεισφορά των Αλβανών στην Ελληνική Επανάσταση. Αν είχαν προσφέρει όπως λένε οι Αλβανοί θα υπήρχε ελληνικό αλλά και αλβανικό κράτος από το 1822-23.

Πηγή: lykawn.blogspot.com