Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Φωτεινές σπίθες απ΄ τον παλιό Βαρνάβα

Πλατεία του Βαρνάβα,1960.
Έξω απ΄ το καφενείο του Γιώργου Μαντά τα ζεύγη Πέτρου Κόλλια & Γιώργου Μέξη (Μπάλιος) με τα πρωτότοκα μωρά τους.Ο πολύς κόσμος φανερώνει εθνική γιορτή ή πανηγύρι.
Το καφενείο του Μαντά κατεδαφίστηκε το 1992 για να διαμορφωθεί η σημερινή πλατεία.


 Φωτεινές σπίθες απ΄ τον παλιό Βαρνάβα

1. Η τσατσα-Γρηγόραινα και το λουκούμι

Ο μπαρμπα-Γρηγόρης Πέππας (αδερφός του παππού μου) είχε καφενείο στην πλατεία του Βαρνάβα.Υπάρχει και σήμερα σε λειτουργία από την γηραιά νύφη του.Η γυναίκα του,η τσατσα-Γρηγόραινα,τον βοηθούσε όποτε μπορούσε,αλλά δεν είχε και πολύ κέφι στο να φτιάχνει καφέδες.Έτσι,πολλές φορές όταν ένας πελάτης της παράγγελνε καφέ, αυτή του απαντούσε:
-Μήπως θες,καλλίτερα,ένα λουκούμι;
Το κωμικό αυτό σκηνικό παραμένει ως μια χαρωπή νότα από τον παλιό Βαρνάβα.

2. Ένα γαϊδούρι πάνω στο άλλο

Ο μπαρμπα-Γρηγόρης Πέππας απέκτησε τρεις κόρες και δύο γιους.Ο γιος του ο Νίκος έγινε δάσκαλος.Το να γίνεις δάσκαλος ή οτιδήποτε άλλο που είχε σχέση με μόρφωση στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και σε αυτά που ακολούθησαν ήταν μεγάλη υπόθε-ση για φτωχές περιοχές και απομονωμένες,όπως ήταν ο Βαρνάβας τότε.Για τον δά-σκαλο Νίκο Πέππα όλες οι αναφορές μνήμης που έχουν διασωθεί είναι εξαιρετι-κές.Δεν ήταν μόνο ένα λαμπρό δημιουργικό μυαλό,αλλά και λεβέντης άντρας και βα-θύτατα ανθρώπινος.
Όμως,επιλέχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων που στάλθηκε το 1952 στην Κορέα.Εκεί,ο Νίκος Πέππας σκοτώθηκε.Η σορός του δεν ήρθε ποτέ πίσω.Δημιουργή-θηκε έξω από την εκκλησία του Βαρνάβα,στην δεξιά ανατολική πλευρά της,ένα μνήμα-κενοτάφιο γι΄ αυτόν.Αυτός ο κενός τάφος αποτελούσε μέχρι που έβγαλα εγώ το Δημοτικό και λίγο παραπάνω (κάπου ως το 1975) τον χώρο κατάθεσης στεφάνων κατά τις εθνικές εορτές.
Την ημέρα που έφτασε στο χωριό η θλιβερή είδηση για το χαμό του νέου δασκάλου όλοι ψυχοπλακώθηκαν.Πιο πολύ απ΄ όλους,βέβαια,οι έρμοι γονείς του.Μαζεύτηκε κό-σμος στο καφενείο τους για να συλλυπηθεί.Εκεί,μέσα στο μουντό κλίμα,γεμάτο λύπη και παρηγοριά,ο μπαρμπα-Γρηγόρης είδε έξω απ΄ το καφενείο,στην πλατεία του χω-ριού,να περνάει ένας συγχωριανός καβάλα στο γαϊδούρι του.
-Πρώτη φορά βλέπω,αναφώνησε δυνατά,ένα γαϊδούρι πάνω στο άλλο.Ο μπάρμπα-Γρηγόρης ήταν κλασικός χωρατατζής.Δεν γνωρίζω αν η φράση αυτή υπήρξε δημιούρ-γημά του ή ήταν συνηθισμένο καλαμπούρι.Πάντως,έμεινε στην συλλογική μνήμη της κοινότητας αυτή η ιλαροτραγική στάση ενός απλού ανθρώπου,που,ακόμα και μέσα στην ανείπωτη στεναχώρια του,προσπάθησε να μαλακώσει τον πόνο του και να αμ-βλύνει τον παρήγορο λόγο των άλλων με μια σφήνα ευθυμίας.

3. Ή όλοι πάνω ή όλοι κάτω

Η πραγματική ιστοριούλα που ακολουθεί έχει ως πρωταγωνιστή ένα νεαρό Αρβανίτη χωρικό που βρέθηκε να εκτελεί καθήκοντα τροχονόμου κάπου στο κέντρο της παλιάς Αθήνας.Το περιστατικό πρέπει να έλαβε χώρα στην πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.Ένα λογικό ερώτημα που ανακύπτει αμέσως είναι,τι είδους κυκλοφοριακή κίνηση μπορούσε να υπήρχε τότε στην Αθήνα ώστε να απαιτείται τροχονόμος για την ρύθμισή της... Αν σκεφτούμε όμως,ότι μέχρι το 1970 περίπου υπήρχε τροχονόμος στην πλατεία της Κηφισιάς (Πλάτανος),όπου τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα,ίσως να παρέ-χεται και μία απάντηση για την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας το 1910-15 περί-που.
Ο νεαρός χωρικός πρωταγωνιστής μας λοιπόν,βρέθηκε από την ηρεμία του χωριού του σ΄ ένα πολύ πιο βουερό περιβάλλον,όπου με τις κινήσεις των χεριών του έπρεπε να καθοδηγεί τους πεζούς,τα κάρα και τα όσα αυτοκίνητα.Μία να πηγαίνουν πάνω,μία να πηγαίνουν κάτω.Μετά από κάποια ώρα,αμάθητος στη νέα συνθήκη,παραξενεμέ-νος από το πήγαινε-έλα της πρωτεύουσας,βραχυκυκλώθηκε.Σήκωσε τα χέρια πάνω, διέκοψε κάθε κίνηση και φώναξε με νεύρα:
-Ή όλοι πάνω ή όλοι κάτω.
Ο παράξενος αυτός τροχονόμος πρέπει να ήταν ο πατέρας ή θείος του μπαρμπα-Γιάννη Γκίκα.Η μνήμη μου δεν με βοηθά.Ο μπαρμπα-Γιάννης Γκίκας ήταν ένας ευστα-λής,καλόκαρδος λεβέντης άνθρωπος.Ήταν περίπου συνομήλικος με τον παππού μου, άρα γεννημένος περί το 1900.Επομένως,οι χρονολογίες ταιριάζουνε.Οι Γκικαίοι του Βαρνάβα είναι το πιο μικρό σόι του χωριού.Ο πατέρας του μπαρμπα-Γιάννη,ο τροχο-νόμος μας,πρέπει να ήρθε γαμπρός στον Βαρνάβα.Οι Γκικαίοι συγγενεύουν στενά με τους Κολλιαίους,θαρρώ.Ο μπαρμπα-Γιάννης απόκτησε τρεις γιους και σήμερα μόνο ένας εγγονός του ζει στο χωριό,κρατώντας έτσι το ξεχωριστό αυτό επώνυμο μονίμως ευάριθμο.

Οι επόμενες δύο ιστορίες προέρχονται απ΄ τον Βαγγέλη Πέτρου (Λιάρης).Είναι κι αυ-τές πραγματικές,η πρώτη αφορά τον ίδιο.Μου τις έδωσε το καλοκαίρι του 2019 γραμμέ-νες σ΄ ένα ημερολόγιο,στα αρβανίτικα και στα ελληνικά.Διατήρησα ατόφιο τον λόγο του.Στην δεύτερη ιστορία έχει αλλάξει τα ονόματα των προσώπων,αν και πρόκειται για κάτι πασίγνωστο.Χρησιμοποιώ στη γραφή των αρβανίτικων έναν απλό τρόπο που, όμως,δεν προσφέρεται να εξηγήσω εδώ.

 4. Είπα κι ένα τραγούδι… 


Νι χερ κουιτόνεμ,το γιές νέκε γιές διέτ βίτρα,το ις Εντίελ ψε έρδι μέμα ατιέ τσε φλιέρ εδέ με θα: «Ρε τσίλιτ ιφλιέ ατιέ; Νέκε γκίγκεϊ καμπάνεν; Τσε τε τσιόι εδέ φλιέ. Γκρου νιόρα εδέ έτσε βραπ νε κλις ψε γιά μικάτ εδέ βζντο μιρ τε κεγκός». 
Ουγκρές,ουλιάς εδέ ιθάς: «Έσελ το βέτε; Μπέμε νι τσικ κλιούμς».Μα ντρέκι νιόρα- νιόρα εδέ μα δα.Μούτσι κες ζένε εδέ πιγγ, με ρεμπέου γκα βέσι εδέ με τσάιτι γκα γκρούρι.Κουιτόι τσε το κουγγόν εδέ πρεψ τε γιές έσελ.
Ε ζούρι ινάτι ψε νέκε το κουγγόν. γκ΄ αγιό με ράχου, ψε εκέσια. Ουβούρα τε κλιάρατε εδέ θερές: «Νέκε βέτε,νέκε βέτε» εδέ πιέκ γκρούστινε νε νιάτρα ντόρε. Ρεμπέου νι ντρου εδέ με θα: «το βες εδέ το θούας εδέ νι κέγκ». Βάιτα τουκ κλιάρ εδέ νέκε θας νι κέγκ, πο θας ντι: θας Πατεριμόν εδέ Πιστέβον. Εδέ αστού ντάλιε-ντάλιε τζούρα εψάλλιν. Βέτεμε τσε νέκε κουγκόβα ατέ ντιτ.

Μια φορά θυμάμαι,θα ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνια,θα ήταν Κυριακή γιατί ήρθε η μάνα εκεί που κοιμόμουν και μου είπε: «Βρε ποιανού του κοιμάσαι εκεί; Δεν ακούς καμπάνα; Σε πρόλαβε στον ύπνο. Σήκω γρήγορα και πήγαινε τροχάδι στην εκκλησία γιατί είναι αμαρτία και κοίτα καλά να κοινωνήσεις».
Σηκώθηκα, πλύθηκα και είπα: «Νηστικός θα πάω; Κάνε μου λιγάκι γάλα». Μου το ’φτιαξε γρήγορα-γρήγορα και μου το ’δωσε. Μόλις είχα πιάσει και έπινα, με άρπαξε από τ’ αυτί και με τσάκισε από το ξύλο. Θυμήθηκε που θα κοινώναγα και έπρεπε να ήμουν νηστικός.
Την έπιασε θυμός γιατί δεν θα κοινώναγα. γι’ αυτό με κοπάνησε, γιατί την γέ-λασα. Εγώ έβαλα τα κλάματα και φώναζα: «Δεν πάω, δεν πάω» και κτύπαγα την γροθιά στο άλλο χέρι. Άρπαξε ένα ξύλο και μου είπε: «θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι».Πήγα κλαίγοντας και δεν είπα ένα τραγούδι,αλλά είπα δύο: είπα Πάτερ ημών και Πιστεύω. Κι έτσι λίγο-λίγο έμαθα να ψέλνω. Μόνο που δεν κοινώνησα αυτήν την μέρα. 

5. Τουριρί 


Κετού, νε κατούντ τσε ουλιές ου, ις νιε χερ νιε φαμίλ τσε κέϊ σιούμ δένε (ντέλιε). Μπέ-τεσεν με σιούμ νε μάλι εδέ με πακ νε κατούντ. Δα ινιζότ εδέ πόλι γκρούαγια νι ντιάλ (μάσκουλ). Ντιάλι ουρίτ, ουμπέ τριμ πρε μαρτές. Ία νάνι τσε νέκε κέϊ τζίνι γκλιούφν εδέ γραμ Γρετσίς. κέϊ βέτεμε τσα πακ, τσε κέϊ γκέγκιουρ.
Νιε ντιτ, τάτα εδέ μέμα θαν ντιάλιτ: «Κόλια ντιάλιτ ιμ, ια κουτού ψε ντούαν τε κουβεντόνιμ. Ου εδέ μέμα θαμ τε μαρτόνεςτσιούαμ νιε βάιζε εμίρ εδέ το εκές σα τε μαρτόνες ρεβονιάρα. Κουβεντούαμι εδέ με τάτενε τε νούσες εδέ να δα ντόρενε». Κόλια ουγκρέ εδέ πίεϊτι, τσίλια για (ιστ) νούσεα; «Ιστ εμπίλια Κριεμάδιτ, η Γιαννούλα». Ζού-ρι Κόλια νι ντεγκ γκα νι βγκε, κετσέν εδέ κιντόν: «τουριρί τουριρί».
«Ντιάλιτ ιμ, νάνι τσε το βες τε σιόχς κρούσκουτ εδέ νούσενε τε φλιάς μιρ», ιθάν μέμα εδέ τάτα, «πο το γιέτ μενάτε, το θούας  καλημέρα, πο το γιέτ μπρέμανε, το θούας καλησπέρα, πο το γιέτ ντίτενε, το θούας γεια σας». Ουγκρέ νιε ντιτ Κόλια, μόρι ντιάθ νι σάκουλ, μόρι κλιούμς εδέ νι κεγκ νε τζέρκ εδέ βάτε. Μούτσι χίρι μπέρδα θα: «κα-λημέρα με θα μέμα, καλησπέρα με θα τάτα εδέ ντίτενε γεια σας». Εδέξιν μπέρδα, ψε ις γκαρκούαρ, εδέ ουθά: «Σόλα τούτι ατό τε χαγγ Γιαννούλα τε μάετε». 

Εδώ,στο χωριό που γεννήθηκα εγώ, ήταν μια φορά μια οικογένεια που είχε πολλά πρόβατα (προβατί-νες). Μένανε πιο πολύ στο βουνό και πιο λίγο στο χωριό.Έδωσε ο θεός και γέννησε η γυναίκα ένα παιδί (αρσενικό).Το παιδί μεγάλωσε,έγινε παλικάρι για παντρειά. Έλα τώρα που δεν είχε μάθει τη γλώσσα και γράμματα Ελλάδας
. είχε μόνο κάτι λίγα, που είχε ακούσει.
Μια μέρα, πατέρας και μάνα είπαν του παιδιού: «Νικόλα παιδί μου, έλα εδώ γιατί θέλουμε να κουβεντιάσουμε. Εγώ και η μάνα σου είπαμε να παντρευτείς. βρήκαμε ένα κορίτσι καλό και θα το ’χεις ώσπου να παντρευτείς αρραβωνιαστικιά. Συζητήσαμε και τον πατέρα της νύφης και μας έδωσε το χέρι». Ο Νίκος σηκώθηκε και ρώτησε ποια είναι η νύφη. «Είναι η κόρη του Κριεμάδη (Μεγαλοκέφαλου), η Γιάννα». Πιάνει ο Κόλλιας μια κλάρα από ένα πεύκο, χόρευε και τραγούδαγε: «τουριρί τουριρί».
«Παιδί μου,τώρα που θα πας να δεις τα συμπεθέρια και τη νύμφη να μιλήσεις κα-λά», του ΄πανε η μάνα κι ο πατέρας, «εάν θα είναι πρωί, θα πεις καλημέρα, αν θα είναι βράδυ, θα πεις καλησπέρα, αν θα είναι ημέρα, θα πεις γεια σας». Σηκώθηκε μια μέρα ο Κόλλιας, πήρε τυρί ένα τουλούμι, πήρε γάλα και ένα αρνί στο ζβέρκο και πήγε. Μόλις μπήκε μέσα είπε: «καλημέρα μου είπε η μάνα, καλησπέρα μου είπε ο πατέρας και το μεσημέρι γεια σας». Τον δέχτηκαν μέσα,γιατί ήταν φορτωμένος,και (τους) είπε: «Τα έφερα όλα αυτά να φάει η Γιαννούλα να παχύνει».

Γιάννης Βασ. Πέππας

Διαβάστε ακόμα:

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Ο Άγιος Παντελεήμων του Βαρνάβα

Το εκκλησάκι χτίστηκε το 1948 στην παραλία του Βαρνάβα.Η παραλία αποτελείται α-πό τρία ανοίγματα κι έναν κολπίσκο.Το Ντόρμπερι,τον Άγιο Δημήτρη (κολπίσκος),το Σκάλωμα και το Σπαλίκι.Κοιτώντας την Εύβοια,δεξιά της παραλίας Βαρνάβα βρίσκε-ται το Σέσι Γραμματικού και αριστερά της οι Άγιοι Απόστολοι του Καλάμου.Ο άγ. Παντελεήμων βρίσκεται εκεί που ξεκινά το Σκάλωμα.Είναι το τελευταίο παραδοσιακό ξωκλήσι που φτιάχτηκε στον Βαρνάβα.
Οι αρβανίτες στα παράλια μέρη τους έφτιαχναν "Αγίες Μαρίνες",στα βουνά "Προφή-τες Ηλίες".Είναι παράδοξο πως οι Βαρναβιώτες πρόγονοί μας,αφού έφτιαξαν δύο ξω-κλήσια δίπλα στο κύμα (Άγιος Δημήτριος και Άγιος Παντελεήμων),δεν αφιέρωσαν κανένα στην Αγ. Μαρίνα! Το είχα ψάξει,αλλά δεν βρήκα άκρη.Μια εξήγηση για τον άγ. Παντελεήμονα μπορεί να είναι ότι εορτάζει κατακαλόκαιρα (24 Ιουλίου) κι έτσι ταίριαζε δίπλα στο κύμα.
"Αρβανίτης" άγιος ήταν ο άγιος Μερκούριος.Στην ουσία,πρόκειται για "αγιοποίηση" η-γετικών μορφών της Αρβανιτιάς (Μερκούρης Σπάτας & Μερκούρης Μπούας,14ος αι.).Mercurius λεγόταν στα λατινικά ο θεός Ερμής.Οι Αρβανίτες έζησαν αιώνες ως υ-πόδουλοι των Ρωμαίων (3ος π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.) και υιοθέτησαν αρκετά Λατινικά γλωσσι-κά δάνεια.Το Μερκούρης παρέμεινε ως επώνυμο σε διάφορες αρβανιτοπεριοχές.
Παλιότερα,κυκλοφορούσαν φήμες ότι πέριξ του ναΐσκου είχαν κρύψει λίρες οι Εγγλέ-ζοι! Λεγόταν μάλιστα,ότι γι΄ αυτό ακριβώς φτιάχτηκε τότε (1948),για να κρυφτεί πολύ-τιμο χρήμα.Βέβαια,το ίδιο έχω ακούσει και για άλλες τοποθεσίες στον Βαρνάβα και με τα μάτια μου έχω δει (και φωτογραφήσει) λάκκους αναζήτησης θησαυρού στην αγία Παρασκευή Κοκκινιάς (Καλάμου) και στον προχριστιανικό Πύργο,δίπλα στο στρατό-πεδο.
Να προσθέσω,τέλος,ότι μέχρι το 1965 περίπου,πριν ξεσπάσει η φρενίτιδα πώλησης γης απ΄ τους Βαρναβιώτες,οι παράλιες εκτάσεις τους θεωρούνταν απ΄ τους ίδιους άχρηστες κι ανυπολόγιστες.Αποτελούσαν κακό μερτικό και κακή προίκα.
Ο Βαγγέλης Τσιμίνης (ΒαγγελΜαλαμούλης) ακόμα,μου ΄χε πει ότι ο μεγάλος συντοπί-της μας,ο Βαγγέλης Σκουβαράς (ήσαν καρδιακοί φίλοι από παιδιά),είχε ανακαλύψει τμήματα αρχαίας οδού που ένωνε την Ραμνούντα με το Αμφιάρειο! Μου υπέδειξε χο-ντρικά κάποια σημεία.Κανονίσαμε να πάμε να μου δείξει ακριβώς.Ο καιρός πέρναγε, διορίστηκα μακριά,ήρθαν άλλες προτεραιότητες,ο μπαρμπα-Βαγγέλης "έφυγε",δεν μου έδειξε...

Γιάννης Βασ. Πέππας


Διαβάστε ακόμα:




Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Οι «τούρκοι» της Θράκης τακιμιάζουν με τους τούρκους των Σκοπίων



Ταξίδι στην FYROM από την ¨Πλατφόρμα Γυναικών Μειονότητας Δυτικής Θράκης¨


Στις 22 και 23 Οκτωβρίου 2016 η Πλατφόρμα Γυναικών Μειονότητας Δυτικής Θράκης πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην FYROM.
Τα μέλη της Πλατφόρμας επισκέφτηκαν το Μοναστήρι,την Οχρίδα,το Γκόστιβαρ και τα Σκόπια.
Στα πλαίσια του πολιτιστικού ταξιδιού υπήρξε συνάντηση με τον Γιλντίζ Αλή,πρόε-δρο του συλλόγου συνοικίας Καράμπεϊ στην Οχρίδα.Το ταξίδι στην Οχρίδα συνεχί-στηκε με τουριστικό σκάφος.
Στην πόλη Γκόστιβαρ επισκέφτηκαν την Οργάνωση Τουρκάλων Γυναικών της FY-ROM και εκεί συναντήθηκαν με την πρόεδρο Σεμιχά Σαράτς και με άλλα μέλη της δι-οίκησης του φορέα αυτού.
Η εκπρόσωπος της πλατφόρμας η Φατμά Σαλιεμίν,στα πλαίσια των συναντήσεων που είχαν με στελέχη συλλόγων,τους κάλεσε στην Δυτική Θράκη.

http://www.gundemgazetesi.com/haber/detay/2269   10/11/2016

Σχόλιο: Αν αναρωτιέστε ποιο είναι το κτίριο ενώπιον του οποίου φωτογραφίζονται οι γυναίκες,είναι το κτίριο το οποίο επί Οθωμανών λειτουργούσε ως στρατιωτική σχολή  και στο οποίο φοίτησε ο Μουσταφά Κεμάλ.



Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Η κλόπα (παγίδα πουλιών)

 Η κλόπα

Στα παιδικά μας χρόνια είχαμε την τύχη να έρ-θουμε σε επαφή με τον παλιό κόσμο,με περα-σμένες συνθήκες και αντιλήψεις ζωής που έσβη-σαν οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όπως έχω ξαναγράψει,η Μεταπολίτευση δεν α-ποτελεί μόνο ένα όριο της πολιτικής ζωής του τόπου μας,αλλά και το σημείο μετά-βασης της Ελλάδας στον σύγχρονο εξελισσόμενο κόσμο.
Θα αναφερθώ σε μία από τις παγίδες πουλιών που πρόλαβα στο χωριό μου,τον Βαρ-νάβα.Τότε,όλοι εμείς τα πιτσιρίκια του Δημοτικού,γνωρίζαμε όλα τα είδη των που-λιών.Άλλοι είχαν άριστη γνώση του θέματος (ξεχώριζαν οι: Γιώργος Κατσίκης [Λιό-λης],Στέφας Αδάμης [Τσιμπούρας] και Βαγγέλης Πέππας [Φιτζέντζος]) κι άλλοι,στους οποίους και γω,λιγότερο.Βρισκόμασταν σε στενή επαφή με την χλωρίδα και πανίδα του τόπου μας.Τα παιχνίδια μας ήταν και στην ύπαιθρο.Εξάλλου,ο Βαρνάβας τότε ή-ταν ένα πραγματικό επαρχιώτικο χωριό και όχι ένα αστικό προάστιο,όπως έχει μετα-βληθεί σήμερα.Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους,να τονίσω ότι,εκτός από την μία κεντρική οδική αρτηρία που ήταν ασφαλτοστρωμένη,όλοι οι εσωτερικοί δρόμοι ή-ταν χωματόδρομοι,τα δε μουλάρια και γαϊδούρια κυριαρχούσαν σε αυτούς αφήνοντας τα παχουλά κουράδια τους.Άλλη εποχή…
Στο κυνήγι των πουλιών κύριο μέσο ήταν η σφεντόνα (βέσιζα,τη λέγαμε στα αρβα-νίτικα).Δευτερευόντως χρησιμοποιούταν μια παγίδα,η κλόπα.Άριστος στις κλόπες ή-ταν ένα γειτονόπουλό μου,λίγο μεγαλύτερος,ο Παναγιώτης Πέτρου (Γάτσης,έφυγε νωρίς από κακιά αρρώστια).Η παγίδα-κλόπα απαιτούσε μια πέτρινη πλάκα και δύο ξυλαράκια (όσο το δυνατόν πιο ελαφρά,αλλά σκληρά),ένα μεγαλύτερο και ένα πιο μικρό.
Στερεωνόταν η πλάκα με το μεγαλύτερο ξυλάκι ώστε να σχηματίζει οξεία γωνία από το έδαφος.Το πιο μικρό ξυλαράκι έμπαινε ως αντιστήριγμα στο μεγαλύτερο και γύρω από αυτό σκορπιζόντουσαν σπόροι δημητριακών ή ψίχουλα ψωμιού.Το πεινασμένο πουλάκι έρχονταν να τσιμπολογήσει τα δολώματα,έμπαινε κάτω από την πλάκα, κούναγε το μικρό ξύλο με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο να χάσει την στήριξη του,να πέφτουν και τα δύο και από πάνω τους,φυσικά,να σωριάζεται και η πέτρα κατα-πλακώνοντας το  ξεγελασμένο πουλί.
Παραλλαγή πτηνοπαγίδας
Η κλόπα ήταν ιδανική παγίδα στο χιόνι.Στο λευκό φό-ντο τα δολώματα ξεχώριζαν μεγαλώνοντας το ερέθι-σμα και την πρόκληση για τα παγωμένα και τόσο αγωνιώντα για τροφή πτηνά.
Όλη η κατασκευή της κλόπας ήταν απλούστατη,αλλά χρειαζόταν μεγάλη μαεστρία και μαστοριά στο στήσι-μο.Ο δημιουργός της πρέπει να ΄ταν επιτήδειος και α-λαφροχέρης.Γι΄ αυτό,επειδή οι καταφερτζήδες ήταν λί-γοι,η κλόπα δεν είχε ευρεία διάδοση.
Η κλόπα,βέβαια,συναντιόταν και σε άλλα μέρη (λογικά,θα υπήρχε σε όλη την Ελλά-δα.Στο Μιχαλίτσι των Τζουμέρκων την έλεγαν μπάτα.).Στα χωριά του Τυμφρηστού λεγόταν πετροπαγίδα.Διαβάζουμε γι΄ αυτήν στο όμορφο ιστολόγιο Φθιωτικός Τυμφρηστός (http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/2011/12/blog-post_9942.html?spref =fb): 
Οι παγίδες των πουλιών σε παλιό-τερες εποχές,για τα παιδιά της υπαί-θρου δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι που περνούσαν τις ώρες τους,τα καλο-καίρια,αλλά έπαιζαν και το ρόλο της ωφελιμότητας του κυνηγιού για βιο-ποριστικούς λόγους.
Τρία ήταν τα είδη των παγίδων που χρησιμοποιούσαν παλιά τα παιδιά της ε-παρχίας για να πιάνουν τα πουλιά: Η πετροπαγίδαξυλοπαγίδα και το τε-νέλι.
Η πετροπαγίδα ή τσάκα αποτελούνταν από δυο πέτρες,μια πλακουδερή,την πλάκα,και μια τετράγωνη,το αντιστύλι,από τρία ίσια ξυλαράκια και από ένα πιο κοντό,πελεκημένο ή καμωμένο από σχισμένο καλάμι.Αυτό το τελευταίο το λένε σοφιλιαστάρι επειδή μ’ αυτό σοφιλιάζεται,δηλαδή στήνεται η παγίδα και πάνω σ’ αυτό ακουμπούσαν τα άλλα τρία ξυ-λαράκια.Αφού διάλεγαν το μέρος που θα έστηναν την τσάκα,έστρωναν στην κατάλληλη θέση τις δυο πέτρες και ανασήκωναν την πλάκα σε λοξή θέση.Ακουμπούσαν στην κόψη της τετράγωνης πέτρας,με μικρή κλίση,το σοφιλιαστάρι και στην κορυφή του τοποθετού-σαν το πρώτο ξυλαράκι,έτσι που να κρατούσε ανασηκωμένη την πλάκα.Δεν άφηναν το χέρι τους από το σοφιλιαστάρι αν δεν έβαζαν και στην κάτω άκρη του και τα δυο άλλα ξυλαράκια ακτινωτά,ώστε να ακουμπούν αντίστοιχα στα πλάγια της πλάκας,προς τη βάση της.Έτσι στήνονταν  η παγίδα.
Για δόλωμα σκορπούσαν σπυριά δημητριακών κάτω από την πλάκα.Μερικές φορές έ-σκαβαν από κάτω μια λακούβα για να πιάσουν ζωντανό το πουλί.Συμπληρωματικά,κρε-μούσαν κι από πάνω μια ακρίδα,με ανοιγμένα φτερά,ή ένα σκουλήκι για ζωντανό δόλω-μα.Δίπλα στην παγίδα έστηναν και το πόστο που ήταν μια μακρουλή πέτρα ή ένα ξύλο μπηγμένο στο έδαφος,για να καθίσει το ανυποψίαστο πουλί.Απ’ αυτή τη θέση το πουλί μόλις έβλεπε το δόλωμα χυμούσε για να χορτάσει την πείνα του.Τρώγοντας όμως λαί-μαργα,όλο και κάποιο από τα ξυλαράκια θα σκουντούσε απρόσεχτα με αποτέλεσμα να πέσει η πλάκα και να πιαστεί. …
Ετυμολογία
Η λέξη κλόπα προέρχεται από το ρήμα κλέπτω (κλοπή,κλοπιμαία.Η ρίζα του ρή-ματος είναι ΚΛΕΠ.Διαθέτει ικανή εννοιολογική έκταση.Κατά τους Liddell & Scott μά-λιστα,στους χρόνους του Ομήρου η κλοπή ως και η πειρατεία δεν εθεωρούντο άτιμα έργα,αποδιδόμενα εις τους ήρωας,και εις αυτούς τους θεούς,οίον εις τον Ερμήν, Ιλ. Ω 24).Ο κλέφτης,φυσικά,δεν ήταν παρά το κάθε αθώο πουλάκι που έπεφτε θύμα της πείνας του και της πανουργίας των αδίστακτων πιτσιρίκων.Απ΄ τα αρκετά παράγωγα του ρ. κλέπτω (κλέπτις,κλεπτήρ,κλεπία,κλέμμα κ.λπ.) ξεχωρίζω και στέκομαι στο αρ-σενικό ουσιαστικό κλωψ.Απ΄ αυτό προέρχεται η (λέξη) κλόπα των αρβανιτοφώνων Ελλήνων.



κλώψ     ουσιαστικό     Γένος: αρσενικό

                   ὁ κλώψ                  
           τοῦ κλωπός         
   τῷ κλωπί  
            τόν κλῶπα          
   (ὦ) κλώψ  
                                      οἱ κλῶπες                                    
                                 τῶν κλωπῶν                              
                              τοῖς κλωψί / κλωψίν                           
                                τούς κλῶπας                              
(ὦ) κλῶπες

Αιτ. Ενικού: κλῶπα (Κλιτικό Αρχαίας), Αρχική - Ριζική: κλέπτω < αρχ. < ΙΕ *klep- "κρύβω, κλέβω"

Η αιτιατική Ενικού αυτού του αρχαίου αρσενικού ουσιαστικού ταυτίζεται κιόλας ηχη-τικά/ακουστικά με το θηλυκό όνομα της πτηνοπαγίδας των Αρβανιτών.Αξίζει να πα-ρατηρήσουμε ότι η παγίδα (κλόπα=ο κλέφτης) ετεροπροσδιορίστηκε ονοματικά απ΄ τους χρήστες της.Δεν χαρακτηρίστηκε,δηλαδή,ο σαγηνευτικός μηχανισμός απ΄ την ί-δια του την κατασκευή,αλλά απ΄ το θήραμά του! Δεν ξέρω αν αυτό έχει σημασία και ποια...
Και για την πτηνοπαγίδα - κλόπα,όπως καταφαίνεται,οι Αρβανίτες (αυτοί οι ακρινοί Ηπειρώτες Έλληνες) χρησιμοποιούσαν μιαν ελληνική λέξη-ρίζα γελοιοποιώντας άλλη μια φορά όλα αυτά τα γιουσουφάκια που αποπειρώνται να τους εμφανίσουν εκτός του ελληνικού σώματος.Αλήθεια,ποιος απ΄ αυτούς τους κωμικούς ανθέλληνες δύναται να αναλύσει εννοιολογικά,γλωσσολογικά και ιδεολογικά (και) την κλόπα των Αρβανιτών εκτός του Ελληνικού νοείν και είναι;

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Παιδεραστία και ομοφυλοφιλία βασίλευαν στο οθωμανικό παλάτι


Tα γιουσουφάκια στο οθωμανικό παλάτι και στην κουλτούρα του

Ο καθηγητής Δρ. Αϊχάν Σονγκάρ (1926-1997) που ήταν μαθητής του ιδρυτή της τουρκικής ψυχιατρικής,Δρ. Μαζχάρ Οσμάν Ουσμάν (1884-1951),εξετάζοντας την παθολογία της σεξουαλικότητας,δίνει παραδείγματα από την φιλολογία του οθωμανικού παλατιού και από ποιήματα του Divan (σημ. μεταφραστή: ανώτατο διοικητικό συμβούλιο του οθωμανικού κράτους).
Ο Σονγκάρ τονίζει πως η οργάνωση με τα γιουσουφάκια, είναι ένα από τα πιο απτά παραδείγματα ομοφυλοφιλίας και παιδεραστίας. Όπως αναφέρει ο Σονγκάρ,για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες του παλατιού σε αγοράκια,είχαν εγκατασταθεί ιδιαίτερα στην Χίο παθητικοί ομοφυλόφιλοι.
Οι οικογένειες που ανέτρεφαν το παιδί για αυτή τη δουλειά και οι οποίες έτσι διασφάλιζαν τα προς το ζην, έβαζαν στον πρωκτό του παιδιού διάφορους καθετήρες έτσι ώστε να συνηθίσει, αργότερα μέλη της οικογένειας ερχόταν σε πρωκτική επαφή με το παιδί και όταν αυτό έφτανε στο επιθυμητό πάχος το πουλούσαν έναντι χρυσού στο παλάτι.  Λεπτομέριες για αυτά μπορείτε να βρείτε στο έργο ¨Σεξουαλική Παθολογία¨  του Αϊχάν Σονγκάρ. (Ψυχιατρική, Καθηγητής Δρ. Αϊχάν Σονγκάρ, Σεξουαλική Παθολογία, εκδόσεις Γκιουλ 1971).
Βλέποντας την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακρίνεται πως σε συγκεκριμένες περιόδους η παιδεραστία και η παιδοφιλία ήταν ιδιαίτερα αρεστή στον κύκλο οτυ παλατιού. Μάλιστα καθώς η τάση για τα αγοράκια στην οθωμανική κουλτούρα ήταν εγκεκριμένη (ιδιαίτερα στους XIV-XVIII αιώνα) και πολύ δημοφιλής, αναπτύχθηκε και μια σχετική ερωτική φιλολογία σχετικά με την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία.
Υπάρχουν ποιήματα του παλατιού που παρομοιάζουν τα αγοράκια με τους υπηρέτες του παραδείσου, στίχοι που αναφέρονται σε παιδεραστία ή και ποιήματα εξολοκλήρου αφιερωμένα στην παιδεραστία.
……………….


Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ

Ο Ορέστης Λάσκος (11 Νοεμβρίου 1907- 17 Οκτωβρίου 1992) ήταν ποιητής,σεναριο-γράφος και σκηνοθέτης.Ήταν αδελφός του ήρωα του Β' παγκοσμίου πολέμου Βα-σίλη Λάσκου.Γεννήθηκε στην Ελευσίνα και ακολούθησε αρχικά στρατιωτική κα-ριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό,την οποία και αργότερα εγκατέλειψε.Υπήρξε από τους πρωτοπόρους του ελληνικού βωβού κινηματογράφου,γύρισε μια από τις πρώ-τες ταινίες στα χρονικά του ελληνικού κινηματογράφου,την ταινία Δάφνις και Χλόη που χαρακτηρίστηκε πρωτοπορια-κή σε γυμνές σκηνές.Έγραψε,μεταξύ άλλων,τα έργα: Αγριόχηνες, Τάα-Ρόα, Φρε-γάτα και  Πλοίαρχος Λάσκος.

Σύζυγος του η ελληνίδα ηθοποιός Μπεάτα Ασημακοπούλου,με την οποία απέκτησε ένα γιο,τον Βασίλη.
Φιλμογραφία

Ως σκηνοθέτης
Διακοπές στην Κύπρο μας (1971)
Η κρεβατομουρμούρα (1971)
Ομορφόπαιδα (1971)
Της ζήλιας τα καμώματα (1971)
Ο αετός των σκλαβωμένων (1970)
Ο Απίθανος (1970)
Το Παιδί της μαμάς (1970)
Δάφνις και Χλόη (1969)
Το στραβόξυλο (1969)
Ο μπούφος (1968)
Για ποιον χτυπά η κουδούνα (1968)
Ο Τσαχπίνης (1968)
Ο γεροντοκόρος (1967)
Ο χαζομπαμπάς (1967)
Το κορίτσι της οργής (1967)
Ο μόδιστρος (1967)
Νυμφίος ανύμφευτος (1967)
Το πλοίο της χαράς (1967)
Φουσκοθαλασσιές (1966)
Να ζει κανείς ή να μη ζει (1966)
Μπετόβεν και Μπουζούκι (1965)
Ο ουρανοκατέβατος (1965)
Πράκτορες 005 εναντίον Χρυσοπόδαρου (1965)
Το πρόσωπο της ημέρας (1965)
Άλλος για το εκατομμύριο (1964)
Ο εαυτούλης μου (1964)
Ο εμίρης και ο κακομοίρης (1964)
Κόσμος και κοσμάκης (1964)
Μικροί και μεγάλοι εν δράσει (1963)
Τρίτη και 13 (1963)
Τύφλα να' χει ο Μάρλον Μπράντο (1963)
Ζήλεια (1963)
Μην είδατε τον Παναή (1962)
Δέκα μέρες στο Παρίσι (1962)
Δυο μάνες στο σταυρό του πόνου (1962)
Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος (1962)
Οι γυναίκες θέλουν ξύλο (1962)
Λαφίνα (1962)
Το έξυπνο πουλί (1961)
Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961)
Οι χαραμοφάηδες (1961)
Αντίο ζωή (1960)
Νύχτες στο Μιραμάρε (1960)
Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1959)
Σαρακατσάνισσα (1959)
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση (1958)
Γερακίνα (1958)
Μακριά απ' τον κόσμο (1958)
Γκόλφω (1955)
Η Άγνωστος (1954)
Beyoğlu güzeli (Η Ωραία του Περάν) (1953)
Ραγισμένες καρδιές (1945)
Πρίγκηψ των αλητών (1932)
Δάφνις και Χλόη (1931)


Ως σεναριογράφος
Η κρεβατομουρμούρα (1971)
Ο Απίθανος (1970)
Το Στραβόξυλο (1969)
Το κορίτσι της οργής (1967)
Ο Μόδιστρος (1967)
Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961)
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση (1958)
Η άγνωστος (1954)
Δάφνις και Χλόη (1931)
Αστέρω (1929)


Ως ηθοποιός
Άλλος για το εκατομμύριο (1964) .... Λάσκος, με τη χαρακτηριστική ερώτηση - δίλημμα ως επίλογο του έργου.
Τρίτη και 13 (1963) (χωρίς το όνομά του στους τίτλους) .... Άνδρας στους αγώνες
Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961) (φωνή) .... Αφηγητής
Μακριά απ' τον κόσμο (1930)
Λιμάνι των δακρύων (1929)
Έρως και κύματα (1927)



Ταινίες του Ορέστη Λάσκου:



Διαβάστε ακόμα: