Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Βέσιζα, η σφεντόνα των Αρβανιτών

Η βέσιζα,η σφεντόνα όπως την έλεγαν οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες,αποτελούσε μια απλή χειροποί-ητη κατασκευή.Έβρισκαν οι παλιότεροι ένα γερό ξύλο με το κατάλληλο σχήμα  Υ  ,κι έδεναν στις δύ-ο πάνω απολήξεις του τα άκρα από ένα κομμάτι λάστιχο.Η σφεντόνα ήταν έτοιμη! Δεν γνωρίζω πιο παλιά,όταν δεν υπήρχαν διαστελλόμενα λάστιχα,τι υλικό χρησιμοποιούταν ως μέσο εκτίναξης.
Αυτές οι αυτοσχέδιες βέσιζες-σφεντόνες έφτασαν ως τα χρόνια που ήμουν παιδί (1965-75).Μετά ε-γκαταλείφθηκαν,στο χωριό μου (Βαρνάβας) τουλάχιστον.Ήρθε η τηλεόραση,μεταβλήθηκαν τα κοι-νωνικά δεδομένα,άλλαξε η έννοια του παιχνιδιού,υποβαθμίστηκε η σχέση με την φύση,η αγροτο-κτηνοτροφική ταυτότητα των χωριών μας παραμερίστηκε από δυναμική αστικοποίηση και,το κυρι-ότερο,τα πουλιά σχεδόν …χάθηκαν.Εκεί που κάθε σπίτι είχε τη χελιδονοφωλιά του,στις υπαίθριες παιδικές ανιχνεύσεις μας ανακαλύπταμε συνεχώς κάτω από γιοφύρια και μέσα στα σκίνα πτηνο-φωλιές και τα σμήνη από ψαρόνια αποτελούσαν τακτικό κινούμενο καφετί μοτίβο στον ουρανό, τότε,μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα,το σφουγγάρι του εκμοντερνισμού τα ΄σβησε ανεπαίσθητα κι ανεξήγητα κι όλα αυτά,μαζί με την αθωότητα της παλιάς εποχής.
Οι μερακλήδες πιτσιρικάδες στα μέρη μου είχαν επιφέρει μιαν λειτουργική,όσο κι αποτελεσματική καινοτομία στη βέσιζα-σφεντόνα.Στη μέση του λάστιχου,εκεί που θα τοποθετούσαν το πετραδάκι προς εκσφενδόνιση,προσάρμοζαν ένα τετράγωνο μεγαλούτσικο κομμάτι πανιού.Έτσι,αφ΄ ενός μπο-ρούσε να χρησιμοποιηθεί μεγαλύτερο χαλίκι,κι απ΄ την άλλη,το πιάσιμο της πετρούλας να είναι ευχερέστερο και η βολή,επομένως,περισσότερο εύστοχη.Το πανάκι είτε ραβόταν απευθείας πάνω στο λάστιχο είτε [το καλλίτερο] κοβόταν το λάστιχο στη μέση του κι έμπαινε εμβόλιμο στο σημείο τομής το κομμάτι πανιού,ραμμένο γερά στις δύο κομμένες άκρες του λάστιχου.
Βέσιζα (το ακριβές είναι: βέσιεζα,όπου –[ι]εζα συνήθης υποκοριστική κατάληξη ονομάτων στα αρβα-νίτικα) όμως,λεγόταν και το «αυτί» του αλετριού,η λαβή του.Ανάλογα αν το αλέτρι ήταν μονόφτερο ή δίφτερο,είχε μία ή δύο βέσιζες.
Η λέξη βέσιζα (βες + [ι]εζα) είναι υποκοριστική της λ. βες=αυτί. Δηλαδή,βέσιζα: αυτάκι.
Βεσαλάς,ονομαζόταν αυτός που είχε μεγάλα αυτιά.Υπάρχει ακόμα και το (γνωστό κι ως επώνυμο) κοροβές (Κοροβέσης),αποτύπωση στα αρ-βανίτικα του προσδιορισμού ατόμων κατά την Βυζαντινή περίοδο (μετά την επιβολή της τιμωρίας της κοπής των αυτιών) Κοτσάφτης ή Κο-ψαυτιάς (άλλοι συναφείς προσδιορισμοί: Κοψαχείλης και Κουτσο-μύτης [ή,επί το λογιότερον,Ρινότμητος],παράγωγα από την παρα-δειγματικά σκληρή,αλλά και τόσο βάρβαρη,ποινή του Βυζαντινού Δι-καίου να κόβονται προς εξευτελισμό (αλλά και φρονιματισμό των υ-πολοίπων) τα αφτιά,η μύτη ή τα χείλη παραβατών του νόμου και όσων πρόσβαλαν τα κοινά ήθη.
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις (βέσιζα = σφεντόνα και βέσιζα = χερούλι του αλετριού) χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του αρβανίτικου βες (=αυτί) με την έννοια της λαβής,κάτι που μπορεί κατά πρώτον να παραξενέψει.Όμως,από παλιά στη γλώσσα μας το αυτί (ους) χρησιμοποιείται και με την έννοια: χερούλι,προεξοχή/μέσο πιασίματος,λαβή,πιάστρο.Αυτό, για καθαρά μιμητικό,παρομοιαστικό λόγο.Το κεφάλι με τα εξέχοντα αυτιά που πετάγονταν στα πλαϊνά του,ως συνολικό σχήμα,θύμιζε κι έμοιαζε με δοχείο,πίθο,αμφορέα κ.λπ.,με όλα αυτά τα γνωστά σκεύη μεταφοράς και αποθήκευσης κυρίως υγρών που διέθεταν στο μέσο ύψος τους δύο εκατέρωθεν λαβές.Αυτή η απλή σχηματική ομοιότητα συνετέλεσε ώστε απ΄ τα αρχαία κιόλας χρόνια οι λαβές των αγγείων κατ΄ αρχήν,κι έπειτα γενικά κάθε χειρολαβή,να ονομάζονται ως ώτα (Αμφώες [αμφί + ώτα] αμφορείς = μετά δύο ωτίων,με δύο λαβές). Ούατα (=ώτα) δι΄΄ αυτού τέσσαρ΄ έσαν, Ιλ. Λ 632, αμφορεύσιν υπό των ώτων ραδίως μεταφερομένοις, Βίων π.Πλούτ. Ηθ. 536Α. Το ους διέθετε κι άλλες μεταφορικές σημασίες (ακόμα και στην αρχιτεκτονική ως και την ανατομία),αλλά δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε σ΄ αυτές.
Ως προς την ετυμολογία της λέξης,τα λεξικά μας δίνουν πλήθος συναφών γλωσσικών ριζών.Ο αρχαιότατος τύπος φαίνεται να ήταν: ούσος → όος → ους.Στην Ιωνική: ούας (γεν.: ούατος),στην Δωρική: ως (γεν.: ωτός).Ενδιαφέρον δη-μιουργεί/προκαλεί ο Λακωνικός τύπος αυς (γεν.: αυτός, → αυτίον,αυτί).Πιθανότατα,εδώ,να ανιχνεύεται το ρήμα αΐω (επαΐω): αντιλαμβάνομαι διά της ακοής,ακούω,καταλα-βαίνω,προσέχω,εννοώ,ακροώμαι.Γλωσσολόγοι εκτιμούν ότι απ΄ το αΐω προέρχονται και τα: αισθάνομαι,αετός (και τα λατινικά audio,ίσως και auris).Η περίπτωση του αυς (afs) είναι πολύ κοντά στο αρβανίτικο βες (ves),καθώς και σ΄ αυτήν υπάρχει χειλικό σύμφωνο (β φ - v f).Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη (σελ. 1289) δίδεται μια σημαντική σχετική πληροφορία: ους / ως < ό(F)ος < ούσος (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού –σ- και συμφωνική αντιπροσώπευση του –F- προ φωνήεντος).Η παρουσία φωνηεντισμού ο- στην αρχή της λέξης,καθότι δεν μαρτυρείται σε άλλες συνώνυμες λέξεις των Ι.Ε. γλωσσών,ερμηνεύεται ως προϊόν αναλογίας προς τις λέξεις όμμα,οφθαλμός,όψις κ.τ.ό.
Σύμφωνα με την μόλις παραπάνω ερμηνεία/προσέγγιση,η λέξη ους προέκυψε στην γλωσσολογική παραγωγική σειρά από την λέξη Fος (φος),με αρχικό χειλικό σύμφωνο,κάτι που συμβαίνει και στο αρβανίτικο βες (φος – βες),επιτρέποντάς μας,αφού λάβουμε υπ΄ όψιν και τις αλλοιώσεις προφοράς μέσα στο χρόνο,να θεωρήσουμε/αποδείξουμε και αυτήν την λέξη του αρβανίτικου γλωσσικού μορφώματος ως παράλληλο τύπο (παραφθορά ή ρίζωμα;) της αντίστοιχης λέξης της Ελληνικής γλώσσας.
Αυτά είναι τα αρβανίτικα.Απόλυτα ενταγμένα στην Ελληνική πραγματικότητα και εξέ-λιξη.Ένας παράλληλος αρχαίος κώδικας των Ελλήνων Ηπειρωτών που η μελέτη και ανάλυσή του πιστοποιεί την πλήρη ένταξή του στην Ελληνική κοσμοαντίληψη και δημιουργία.

Για την τεκμηρίωση του κειμένου χρησιμοποίησα τα λεξικά:
● Liddell & Scott
Hofmann
● Σταματάκου
● Δημητράκου
● Μπαμπινιώτη
● Magenta


Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος – Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.