Περιέχει τα διηγήματα: "Βαλέρια",
"Απών", "Ο καταμετρητής", "Η κορνίζα", "Το
κιντόι", "Πολύδροσο Θεσπρωτίας", "Τα καλώδια",
"Ντιάλιθ' ιμ,Χριστάκη", "Περπάτει, παλιάλογο",
"Δεσμά", "Τα όνειρα της Βαρβάρας", "Στα
Πετράλωνα", "Γέλα, πουλί μου", "Φιλανθρωπικό ίδρυμα".
«Μάτια λεπίδια,που κομμάτιαζαν το νεκρό κορμάκι,τα
κατουρημένα πόδια της.Μερικοί άρχιζαν να βάζουν χέρι.Όλα γύρω της πάγος,νέκρα, ερημιά.Άνοιξε τα χέρια της να πιάσει τη μουσική.Να πιάσει κοτσύφια, νερόλακκους,θυμιατά
και μανούσια,μολυβένια σύννεφα και στρακα-στρούκες της Λαμπρής,πλαγίτσες,κουτσουπιές, κηδείες,τριφύλλια,με-λίσσια και βασιλικούς.Στο βουνό,μανίτσα.Βουνά,βουνά,φωνούλες του
χιονιού -αρέντα,μωρή Μηλιά,αρέντα,κόρη μου- χαμένες στην αντάρα της ψυχής της,
πριν τα φώτα της πόλης.Μόνο για μια στιγμή.Αμέσως κατόπι άρχισε να ανεβοκατεβάζει
τα χέρια της σπαθιά,ανάμεσα στα μπούτια,στη χειρονομία που κάνουν οι άντρες,
όταν λεν "στ' αρχίδια μου"."Να να! Να,πούστηδες",κραύγαζε
μανιασμένη στον κλοιό,με τις σταχτιές και ωχρές φιγούρες.Τους έγραψαν οι
εφημερίδες την άλλη μέρα».
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη
Από ’να πείσμα την πήρε.
Δεν τον πολυένοιαζε,μα πέσαν να τον φάνε οι δικοί του.
«Καλά, το ’χασες τελείως; Να μπάσουμε σπίτι μας την
Αρβανίτω,την τέτοια,την πάντοια;»
Ιδίως οι αδερφές του ήταν κατηγορηματικές: «Σπίτι μας δεν
μπαίνει η παλιοσκιπιτάρ».
Βέβαια,πιο πολύ απ’ τη φυλετική της ιδιότητα τις πείραζε
που,όταν έμπαινε στο φούρνο τους,σαν κάτι να ομόρφαινε.
Σε φούρνο λοιπόν τη γνώρισε.
Γερή,νοστιμούλα – ε,θεόφτωχη ήταν μα τα ’χε περασμένα κι
αυτός τα τριάντα πέντε.
Δεν μπήκε σε οικογένεια η κοπέλα,μπήκε σε
φιδοφωλιά.Μούτρα,μισόλογα,ξεθέωμα στις δουλειές,κι ο άντρας έκανε το πείσμα
αδιαφορία.Βολεύτηκε.Τέρμα.
«Και να τ’ αφήσεις αυτά τα μιρ και τα μιρ.Δεν είναι
Αρβανιτιά εδώ. Μπήκες σε σπίτι ρύζι καρολίνα.Τ’ άκουσες; Σε κάναμε άνθρωπο.»
Τόσο πολύ την εφόβισαν που,σαν της ερχόταν ακάλεστη καμιά
λέξη στα χείλη,προλάβαινε και χτύπαγε δυνατά με τη χούφτα της το στόμα.
Τη μάνα της είχε μονάχα.Βρήκαν τρόπο οι αδερφές να τις
ξεσμίξουν.
«Έρδε πράπε,μάνα[i]»,έλεγαν και ξεκαρδίζονταν,όταν την
έβλεπαν.
Με το σύζυγο η επαφή ήταν μονάχα σαν την πλάκωνε με το
κεφάλι μόνιμα πάνω απ’ το δικό της να την τρυπάει με το πηγούνι του.Έμεινε
έγκυος και η κατάσταση ίδια.Την έπαιρνε απ’ τις τρεις το πρωί στο φούρνο.Κατόπι
στο σπίτι να τους περετεύει όλους.Το ’ριξε το παιδί.
Τότε είναι που δεν ήξεραν τι έλεγαν: «Επίτηδες,η
παλιοβρόμα,ποιος ξέρει τι έκανε!» και «όταν σ’ τα λέγαμε εμείς!».
Πού να ξεσπάσει κι αυτός,σήκωσε χέρι και το καθιέρωσε.Το
ψωμί άρπαζε,το κορμί της το πλήρωνε.
Ξανάμεινε έγκυος και παρακάλαγε νυχτοήμερα το Θεό να
γεννήσει καλά για να τους ημερέψει.
Καθάρισε κι ένα χώρο στην καρδιά της κι έμεινε εκεί μέσα,όσο
μπορούσε μακριά από φούρνους κι αδερφές.Καθάρισε το χώρο κι έβαλε και την
Παναγία μέσα να τη βοηθήσει.Δε γνώριζε άλλον τρόπο ούτε είχε άλλον άνθρωπο.
Η μάνα της ερχόταν αραιά,καθόταν σιωπηλή κι έφευγε
γρήγορα.
Κάποτε πήγε να της μιλήσει και την έκοψε.«Βουβάσου,έχεις
άντρα, χόρτασες ψωμί.»
Γέννησε,μα ούτε η καρδιά της ούτε η Παναγία νίκησαν το
φούρνο και το τσαλαπάτημα.
Γέννησε άρρωστο παιδί. Μογγολικό.
Τότε έγινε η εχθρότητα.Ούτε κουβέντα πια,και την πιο
άχρωμη!
Μονάχα την κοίταζαν,ποιος ξέρει πώς,γιατί ένιωθε το κορμί
της να φοβάται και να ’ναι σε άμυνα.
Έφτανε η νύχτα να πλαγιάσουν κι έτρεμε σαν πλάγιαζε και
κείνος. Δεν της είπε λέξη για το παιδί,και νόμιζε πως θα την κόψει χίλια
κομμάτια.Κάθε βράδυ αυτό περίμενε.
Εντέλει, την έδιωξε απ’ το κρεβάτι του.
Τους έδωσαν,σ’ αυτή και το παιδί,μια κάμαρη και καμιά
φορά ερχόταν και τη βάτευε στα γρήγορα.
Αν δεν είχε κείνο το άρρωστο πλάσμα,θα τρελαινόταν,θα
σκοτωνόταν.Λες και το ’νιωθε το νήπιο,την έσφιγγε με δύναμη άντρα,από τριών
ημερών.
Σ’ αυτό το αγκάλιασμα βρήκε παρηγοριά.
Αχώριστοι.
Ο τρόμος όμως,μέσα της.Όταν,σπάνια,ήταν μονάχοι στο
σπίτι,πήγαινε να του τραγουδήσει στ’ αρβανίτικα,κι όλο και χωνόταν κάνα
μουσούδι απ’ την πόρτα και τη σούβλιζε με τα μάτια.
Είδε κι απόειδε,τα ’θαψε όλα μέσα της: τα μικρά της χρόνια,την
αγάπη,τις φιλενάδες της.Έθαψε τις τρεχάλες,τα πεζούλια,τις μυγδαλιές.Έθαψε
βλέμματα πονεμένα,γελούμενα∙ βλέμματα,βλέμματα και χείλη.
Έθαψε τη γλώσσα.
Έμεινε μονάχα ένα αγρίμι αλαφιασμένο που ’θελε το γιο
της.
Μεγάλωνε και δεν έκανε βήμα από κοντά της.Τον έβγαζε έξω
σε κρυφούς,σκοτεινούς δρόμους,μα τους μυρίζονταν τα παιδιά κι ερχόνταν κομπανία
από πίσω, με πέτρες και κοροϊδίες.
Ο Χριστάκης ήταν απ’ τη μέση και κάτω αφύσικα χοντρός.Τον
βάφτισαν «φοράδα»,κι επειδή τραύ- λιζε πολύ ψιλά,νύχτα μέρα άκουγε επιτηδευμένες
παιδικές φωνές,καμιά φορά κι από μεγάλους: «φοράδα,φοράδα».
Έβγαλε κι αυτό,σαν μεγάλωσε ζάντζες και παράξενα
φερσίματα.Έβλεπε κοριτσάκια και κατέβαζε τα παντελόνια του.Ακόμα και σ’ αυτήν
το αγκάλιασμά του άλλαξε.Στριφογύριζε,πιεστά,τα όργανά του στο κορμί της.
Πάλευε,πάλευε.
Θυμόταν πάντα που οι γιατροί είπαν,σαν γεννήθηκε,πως θα πεθάνει
σε κάποια «μετεφηβεία».Την περίμενε,πότε σαν την πιο μεγάλη απειλή που θα την
αφανίσει και πότε με προσμονή για να γλιτώσει πιο πολύ αυτό.
Πράγματι αρρώστησε,κι όλος εκείνος ο όγκος,η «φοράδα»,ταχύτατα
έμεινε σαν τσάκινο.
Πέθανε.Μέχρι να το παν στο νεκροταφείο,δεν έβγαλε άχνα.
Μόνο στο μυαλό της ερχόταν συνεχώς πως,σαν γέννησε το
άρρωστο,χάρηκε από μια μεριά γι’ αυτόν τον παλιοπούστη που της χάλασε τη ζωή.Θυμόταν
που καμιά φορά ζητούσε να πεθάνει και θυμό- ταν ακόμα συνεχώς πως δεν του τραγούδησε
ποτέ στη γλώσσα τους,δε γιόμισε λιγάκι την ψυχή του μ’ αυτά που μπορούσαν,όσο
μπορούσαν,να τη γιομίσουν.
Στο νεκροταφείο ξέσπασε.
Έπεσε στον τάφο κι αλάλαζε στ’ αρβανίτικα,λόγια
αγάπης,αναθέματα,νανουρίσματα.
Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη μου, ντιάλιθ ’ιμ
Λούλε
ε στουπίς, ορφανό μου, λούλε
Ου ε
ζέζα με τους παλιανθρώπους.
Αχ!
χούνα ίμε, μου σπόβε σπίρτιν της μαύρης.[ii]
Κύματα κόκκινα πάφλαζαν στα σωθικά της οι λέξεις κι
ανέβαιναν στο λαιμό να την πνίξουν.
Λιβάδια,μαργαρίτες,νύχτες και ματάκια,όνειρα της
νιότης,θαμποί χειμώνες,πόνοι περασμένοι,χα- μένοι ήλιοι,μανούσια και
πρωτοβρόχια,τρυφερά,λες για παρηγοριά,της άλεθαν τα σπλάχνα,οι ει- κόνες,οι
λέξεις.
Μέσα σε κείνο το μαύρο του πόνου,πρώτη της φορά ένιωθε,μετά
από νεκρά εξευτελισμένα χρό- νια,πως ζούσε.
Έπαιρνε βαθιά ανάσα κι άρχιζε.Έλεγε,έλεγε.Ποτάμι.Λύθηκε
το κορμί της.Χτύπαγε παλαμάκια,πότε μ’ άφατο θυμό και πότε με τρελή χαρά.
Ζούμουρ,περιστέρι μου,λούλε ε στουπίς
Ου ε ζέζα,που δε σε χόρτασα φιλί.
Έμεινα εσκρέτα μες στους λύκους.
Ντιάλιθ’ιμ,προστάτη μου,μ’ άφησες μονάχη.[iii]
Έπαιρνε χώματα και πέτρες απ’ τον τάφο και τα πέταγε στις
αδερφές,στον κόσμο,στον άντρα.
Έλεγε και τις άλλες μέρες.
Της έφυγε τελείως ο φόβος και την κατέκλυσαν άλλα
πράγματα.
Βρήκαν τρόπο και την έβαλαν σε ίδρυμα.
[i] Έρχεται πάλι,μάνα
[ii] Γιε μου,Χριστάκη γιε μου/ λουλούδι του
σπιτιού,ορφανό μου,λουλούδι/ ω η μαύρη με τους παλιανθρώπους/ Αχ! αίμα μου,μου
τρύπησες την ψυχή της μαύρης.
[iii] Καρδιά,περιστέρι μου,λουλούδι του σπιτιού/ ω η
μαύρη,που δε σε χόρτασα φιλί/ Έμεινα η δόλια μες στους λύκους./ Γιε μου,προστάτη
μου,μ’ άφησες μονάχη.
Σωτήρης Δημητρίου, Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη (Ο καταμετρητής)
Στα μπορντέλα έμπαινε σαν σε ιερό καθαγιασμένο.Όλοι
εκείνοι οι φαντάροι των πρόσω σκε- φτικοί,με κείνη τη λύπη στην αναμονή της
πληρωμένης χαράς,του φαίνονταν όσιοι,μετουσι- ωμένοι.Η μυρουδιά του πορνείου,κείνο
το κράμα από εκκρίσεις αντρικές και γυναικείες, ούρων και «κόκκινου» σαν
θυμίαμα.Οι σφυγμοί του γίνονταν άτακτοι,η φύση του ζάρωνε,τα πόδια του κόβο- νταν
και του ερχόταν να σωριαστεί.Τον έπιανε τρομερή ανησυχία σε τούτο το παραξένεμα
της ψυχής του,πιο πολύ γιατί τον φόβιζαν οι αντιδράσεις που θ’ ακολουθούσαν.Ένιωθε
την ψυχή του,το κορμί του να αυτονομούνται απ’ τη θέλησή του.Τα δάχτυλά του
μουδιάζανε,του ’ρχόταν εμετός.Το σβήσιμο των αισθήσεων,ο μαρασμός της νύχτας
κατά παράλογο τρόπο αντιστρεφόταν τις εκκλη- σίες.Τα επίπεδα μελαγχολικά πρόσωπα
στις εικόνες γινόνταν αιμάσσοντες,αρπαχτικοί ηδονιστές, που μ’ επίμονα ακόλαστα
βλέμματα φόρτιζαν το ταπεινό εκκλησίασμα.Έπιανε ένα στασίδι από- μερο,γαντζωνόταν
γερά και πότε επαναλάμβανε μέσα του παρακλητικά «θεέ μου,θεέ μου»,πότε
φανταζόταν στη σχισμή των γυναικών αίματα,ξερατά,περιττώματα και στα πρόσωπά
τους,στα χείλη τους,φλέγματα,βλέννες και σπυριά πυορροούντα.Του κάκου! To κορμί
του ανυπάκουο δημι- ουργούσε το όραμα,που κάθε φορά τώρα το έβλεπε με ενάργεια
πιο πολύ από αληθινό.Όλες εκείνες οι ταλαιπωρημένες γυναίκες,γυμνές με τρεμίζοντα
μεγάλα βυζιά,άπληστα χοντρά χείλη,ολότριχες πυκνά μέχρι τον αφαλό,με μάτια
κίτρινα απ’ τη λαγνεία,αγκαλιάζονταν αναμεταξύ τους.
Άφωνοι οι άντρες και οι ιερείς,ανήμποροι ολωσδιόλου να
αντισταθούν,έμπαιναν στο κουβάρι με παλλόμενους φαλλούς κι άρχιζε στα μάτια και
στ’ αυτιά του ένα παιχνίδι κόλασης και παραδεί- σου,με ήχους και εικόνες
αλλόκοτες.Βογκητά κι αλαλαγμοί,βρισιές,ψίθυροι τρυφεροί κι αναθέμα- τα,αίματα και
λάμψεις από στιλπνά τριχώματα και ρώγες ορθωμένες,αχόρταγες.Σάρκες αυτεξού- σιες,που
εξευτέλιζαν κι ανέβαζαν στα ουράνια όλους αυτούς τους άρρωστους,αγαλήνευτους
αν- θρώπους,που κείνη την κόχη είχαν στερνό καταφύγιο και παρηγοριά.Όλα τούτα γίνονταν
μέσα του μια σκοτοδίνη,κι ένας βόμβος ψιλός∙ σειρήνα απελπισίας που
μπλοκαρίστηκε στο χάος.
Σωτήρης Δημητρίου, Ντιάλιθ’ ιμ,Χριστάκη (Ο καταμετρητής),σελ.
23-25, 5η έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, 1990.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στη Θεσπρωτία.Το
διήγημά του «Ντιάλιθ’ ιμ,Χρη- στάκη» βραβεύτηκε το 1987 απ’ την εφημερίδα Τα Νέα
και η συλλογή διηγημάτων «Η φλέβα του λαιμού» βραβεύτηκε το 1998 απ’ το
περιο- δικό Διαβάζω.Διηγήματά του έχουν γίνει κινη- ματογραφικές ταινίες κι έχουν
διασκευαστεί σε θεατρικά μονόπρακτα.Το μυθιστόρημά του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά
σου» έχει μεταφραστεί στα γερμανικά,στα αγγλικά και στα ολλανδι- κά.
Εργογραφία
Ψηλαφήσεις, ποιήματα, Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ 30
Ντιάλιθ' ιμ, Χριστάκη, διηγήματα, Αθήνα, Ύψιλον, 1987, 2η
έκδ. Αθήνα, Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998. Σελ. 91
Ενα παιδί από τη Θεσσαλονίκη, διηγήματα, Αθήνα, Κέδρος,
1989, 4η έκδ. 1998. Σελ. 114.
Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου, μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος,
1993, 9η έκδ. 1998. Σελ. 117.
Η φλέβα του λαιμού, διηγήματα, Αθήνα, Πατάκης, 1998, 4η
έκδ. 1999.Βραβείο Διηγήματος περιοδικού "διαβάζω" 1999. Σελ. 125.
Η βραδυπορία του καλού, διηγήματα, Αθήνα, Πατάκης, 2001,
Σελ. 137.
Τους τα λέει ο Θεός, μυθιστόρημα, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002
Σελ. 176.
Μεταφράσεις:
Στα Αγγλικά:
1. Woof, Woof Dear Lord and other stories. [tr.by]: Leo Marshall.
Athens: Kedros, 1995. 111pp.
2. May Your Name Be Blessed. [tr.by]: Leo Marshall. University of
Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000.
86pp.
Στα Γερμανικά:
Lass es dir gut gehen. [tr.by]: Birgit Hildebrand. Koln: Romiosini,
1998. 107pp
Στα Ολλανδικά
"Het ga je goed, Dimitris" [tr.by]: Hero Hokwerda. Eironingen,
Styx Reblications 2000 Σελ. 63.
Ο Συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου
Δεξιοτέχνης της σύντομης φόρμας ο Σωτήρης Δημητρίου
καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων
ετών.Ήδη ώριμος,πρωτοεμφανίζεται,το 1987,με τη συλλογή διηγημάτων Ντιάλιθ' ιμ,
Χριστάκη και συνεχίζει, διευρύνοντας μεθοδικά τη θεματική περιοχή του,με μια
δεύτερη συλλογή,το 1989, Ένα παιδί απ' τη Θεσσαλονίκη, και μια τρίτη,το 1998, Η
Φλέβα του λαιμού. Ο Σωτήρης Δημητρίου σκιαγραφεί παρίες της Αθήνας,τους
εξοστρακισμένους της εσωτερι- κής μετανάστευσης που κυριάρχησε στις μεταπολεμικές
δεκαετίες.Ένας κόσμος στέρησης και δυ- στυχίας ζωντανεύει στα διηγήματα,με ήρωες
απόκληρους και σαλεμένους.
Αφαιρετικά,χωρίς το φόρτο των ερμηνευτικών σχολίων,ο
Σωτήρης Δημητρίου αναζητεί τα δυσδι- άκριτα όρια παθολογικού και φυσιολογικού.Στα
πρώτα διηγήματα,φαίνεται να θέλγεται από ακ- ραίες παθολογικές καταστάσεις,εκ
γενετής διαμορφωμένες,ενώ,στα πλέον πρόσφατα,περιγράφει τις διαταραχές που
δημιουργούν και επιτείνουν οικογενειακός και κοινωνικός
περίγυρος.Σαδομα- ζοχιστικές σχέσεις,που συχνά καταλήγουν σε επιθανάτιο
εναγκαλισμό,αποδίδονται χωρίς δραμα- τική φόρτιση,με έναν υφέρποντα ερωτισμό.
Παρόμοιοι χαρακτήρες ανθίστανται και δεν πλάθονται
εύκολα,ιδίως μέσα στα στενά όρια που ε- πιβάλλει το διήγημα.Η αρτίωση τους
συνιστά τον άθλο της μορφής.Ο Σωτήρης Δημητρίου αποδίδει αυτούς τους
ανθρώπινους τύπους παρακολουθώντας τη δική τους πλάγια οπτική γωνία,στην οποία
αντιπαραθέτει την προοπτική του αφηγητή.Κατά κανόνα,το διήγημα ανοίγει
συνοψίζοντας επι- γραμματικά την ιδιότροπη φύση του ήρωα και τα δεινά του.Όπως
στις ιστορίες συχνά συμπυκνώ- νεται η διάρκεια μιας ζωής,τα χρονικά περάσματα
υποβοηθούνται με κάποιο θυμόσοφο απόφθεγ- μα.Οι διάλογοι περιορίζονται σε
στιχομυθίες σπαρμένες μέσα στην αφήγηση,η οποία άλλοτε περι- γράφει με κοφτές
εντυπωτικές φράσεις κι άλλοτε καταφεύγει στην παρατακτική αναφορά.
Ωστόσο,οι ήρωες του Σωτήρης Δημητρίου ολοκληρώνονται ως
φορείς της ντοπιολαλιάς που τους έ- θρεψε.Από τη Μουργκάνα Θεσπρωτίας ο
συγγραφέας διασώζει στους διαλόγους των διηγημάτων το γλωσσικό ιδίωμα της
περιοχής του,γεμάτο ποιητικές μεταφορές και παρομοιώσεις.Αυτός ο λεκτι- κός
πλούτος γονιμοποίησε κυρίως το μυθιστόρημα Ν' ακούω καλά τ' όνομα σου, το οποίο
εκδίδει ο Σωτήρης Δημητρίου το 1993.Πεζογράφημα που μοιράζεται σε τρεις φωνές
και κινείται σε διαφορετι- κούς, επάλληλους χρόνους.Η ιστορία της ανάβασης εννέα
γυναικών και των παιδιών τους, από τη Θεσπρωτία στο Αργυρόκαστρο,χειμώνα 1944,σε
απελπισμένη αναζήτηση μέσων επιβίωσης. Αφηγή- τριες,δυο αδελφές,μικρά παιδιά
τότε,που βρέθηκαν ένθεν και ένθεν των ελληνοαλβανικών συνό- ρων,όταν αυτά
έκλεισαν αμετάκλητα,διακόπτοντας οποιαδήποτε μεταξύ τους επικοινωνία.
Αν και ελληνοκεντρικό το συγγραφικό σύμπαν του Σωτήρη Δημητρίου
και ιδιωματική η γλώσσα του,μεταφραστικά ευτύχησε,αποσπώντας το ενδιαφέρον ενός
ευρύτερου,ευρωπαϊκού αναγνωστι- κού κοινού.Πιθανώς και γιατί,τελικά,τόσο τα
διηγήματα όσο και το μυθιστόρημα επικεντρώνονται στο δράμα ενός προσώπου για να
απεικονίσουν με παραστατικότητα το αίσθημα της αδυναμίας και τη μοναξιά
ταπεινών και αποβλήτων.
Διαβάστε:
Γ. Β. Πέππας