Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Σπυρίδων Παπαδήμας, Το Ζήτημα των Τσάμηδων: Ιστορική και Νομική προσέγγιση

Ένα άλλο αξιόλογο έργο για το θέμα

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Αθαν. Γκότοβου "Τσαμουριά" (φωτογραφία) διαβάζουμε: Όλη η περίοδος από το 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1944 ήταν για τη Θεσπρωτία ένα "ξήλωμα" του Ρωμαίικου. Η ελληνική (κατοχική) διοίκηση στο νομό παρέλυσε. Στη θέση της λειτουργούσε μια άτυπη μεν, αλλά ουσιαστική αλβανική διοίκηση με πολιτικά, αστυνομικά και στρατιωτικά όργανα. Η διοίκηση αυτή είχε εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό στίγμα και λειτούργησε όχι απλώς εξ αντικειμένου, αλλά προγραμματικά στο πλευρό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Στο ενερ-γητικό της εγγράφεται η εκδίωξη μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού από την περιοχή μέσω της συστηματικής άσκησης ένοπλης βίας.
Όπως, όμως, συνέβη με όλες τις μειονότητες που πόνταραν στο χαρτί του Άξονα για την πραγ-μάτωση των πολιτικών τους σχεδιασμών, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από τη στιγμή που κατέρρευσε το πολιτικο-στρατιωτικό πλαίσιο από το οποίο αυτές αντλούσαν την ισχύ τους. Ωστόσο, για την περίπτωση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: δεν είναι ο κόκκινος στρατός που ξηλώνει τη φιλοναζιστική διοίκηση, αλλά οι δυνάμεις του Ζέρβα ως τμήμα των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων. Η ιδιαιτερότητα αυτή θα έχει συνέπειες, λόγω του ελληνικού εμφυλίου. Η δράση του Ζέρβα, συμπεριλαμβανομένης της δράσης εναντίον των ένοπλων Τσάμηδων, έπρεπε στην αφήγηση της Αριστεράς να χαρακτηριστεί με παρόμοιο πολιτικό πρόσημο.
Το κόμμα των Τσάμηδων στη γειτονική Αλβανία επαναλαμβάνει ουσιαστικά μια αφήγηση που έχει τις ρίζες της στις επικοινωνιακές σκοπιμότητες του ελληνικού εμφυλίου. Όσοι δέχονται ότι η Ιστορία "κατασκευάζεται" κοινωνικά, ας είναι έτοιμοι να υποδεχθούν και άλλες, πιο ριζοσπα-στικές, "κατασκευές" μέσα από τα κομμουνιστικά χαλάσματα των Βαλκανίων. Η εποχή τις ευνοεί. Αυτό που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει είναι για πόσο ακόμη... 
Σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης των πραγμάτων φαίνεται ότι κινείται η Διπλωματική Εργασία του Σπυρ. Παπαδήμα (κατεβάστε την πατώντας εδώ) μια και δεν καταλαβαίνει κανείς αν κατα-δικάζει ή όχι την διαχρονικά ανθελληνική στάση και πρακτική των Τσάμηδων.Χωρίς να φωτίζει την ιστορική προέλευση/καταγωγή αυτής της περίεργης ομάδας,όποτε γίνεται αναφορά στην Τσαμουριά,γράφεται ότι αυτή προσαρτήθηκε απ΄ την Ελλάδα κι όχι το σωστό: ότι ενσωματώ-θηκε. Λες πώς η Θεσπρωτία κι όλη η Ήπειρος δεν ήσαν/είναι πάντα Ελλάδα. Ακόμα,μία φορά που χρειάστηκε,υπήρξε σύγχυση ανάμεσα στους Έλληνες Χριστιανούς Αρβανίτες και τους Αλβα-νούς Μουσουλμάνους Σκιπετάρ. Αν δεν είναι δυνατός αυτός ο βασικός διαχωρισμός,τότε πώς θα επιχειρηθούν βαθύτερες αναλύσεις...;
Πέρα απ΄ αυτά, η μελέτη παρέχει στοιχεία στο ιστορικό και κυρίως το νομικό μέρος που αξίζει να γνωρίζει ο κριτικός,σκεπτόμενος πολίτης. Αυτός είναι κι ο λόγος που παρουσιάζω εδώ την εργα-σία,παρά τις κάποιες αδυναμίες της. Ίσως ο συντάκτης της δεν έχει κατακτήσει επαρκώς τον χειρισμό της πένας και την μαστοριά της γραφής.
Κρατώ για το τέλος πάντως,την κατακλείδα του συγγραφέα που φτάνει για να προσπεράσουμε εσωτερικές αστοχίες: 

Ωστόσο, η αντεθνική διαγωγή που επέδειξαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποτελεί επαρκές νο-μικό στοιχείο που δικαιολογεί τόσο την αποστέρηση της ιθαγένειας τους, όσο και τη δήμευση των περιουσιών τους. Επομένως, οποιαδήποτε ανακίνηση του Τσάμικου ζητήματος αποβλέ-πει απλώς στην πρόκληση πολιτικών εντυπώσεων που δυναμιτίζει το κλίμα των δύο χωρών και κατά συνέπεια κρίνεται επιβεβλημένο η Αλβανική κυβέρνηση να πάψει να διατηρεί ζωντα-νές τις ελπίδες των Τσάμηδων για ικανοποίηση των αιτημάτων τους, καθώς όπως αποδείχθηκε οι διεκδικήσεις των Τσάμηδων δεν έχουν νομική βάση.



Γιάννης Βασ. Πέππας

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Στη θέση του σημερινού Βαρνάβα δεν υπήρχε αρχαίος οικισμός

Ο Βαρνάβας στον Δήμο Μαραθώνος

Στη θέση του σημερινού Βαρνάβα δεν υπήρχε αρχαίος οικισμός

Ο Βαρνάβας (Αττικής),όπως έχουμε αναφέρει σε άλλη δημοσίευσή μας, αποτελεί μετεξέλιξη Βυζαντινού χωριού υπό τον χωροδεσπότη Βαρνάβα (13ος αι. περίπου).Στα τέλη του 18ου αι. εγκαταστάθηκαν εκεί (πρέπει να ήταν ένας ερειπιώνας) αρβανιτόφωνοι Έλληνες.

Κατά κάποιους,κατά την αρχαιότητα στο μέρος αυτό πιθανότατα βρισκόταν ο δήμος Σημαχίδαι,στην περιοχή Επακρία ή Διακρία.Όμως,στη θέση του, αρκετά μετά ομολογουμένως,δεν υπήρχε οικισμός ή πόλισμα. Ασφαλές πειστή-ριο γι΄ αυτό είναι τα Αττικά του Παυσανία (κεφ. 32-34),όπου καταγράφεται η διαδρομή του περιηγητή απ΄ την Βραυρώνα ως τα σύνορα της Βοιωτίας. Εκτός απ΄ την Βραυρώνα (με το ιερό της Αρτέμιδος) διατρέχει ακόμα τον Μαραθώνα, τον Ραμνούντα (με το ιερό της Νεμέσεως) και τον Ωρωπό,με εκτενή αναφορά στο θεραπευτικό ιερό του Αμφιαράου. Αυτοί είναι οι οικισμοί που συναντάει,για τους οποίους δίνει διάφορες αξιόλογες πληροφορίες,ακόμα και αποστάσεων. Βέβαια,ο Παυσανίας ταξίδεψε στο τμήμα αυτό της Αττικής πέντε αιώνες μετά την περίοδο που πιθανολογείται ο δήμος των Σημαχιδών. Αν αυτός είχε υπάρ-ξει,σίγουρα ο σχολαστικός γεωγράφος δεν θα σιωπούσε,κάτι (ή πολλά) θα είχε αναφέρει.

Ακολουθούν τα καίρια σχετικά κεφάλαια απ΄ τα  Αττικά (33-34):

 

- I.33

[33.1] Μαραθῶνος δὲ ἀπέχει τῇ μὲν Βραυρών, ἔνθα Ἰφιγένειαν τὴν Ἀγαμέμνονος ἐκ Ταύρων φεύγουσαν τὸ ἄγαλμα ἀγομένην τὸ Ἀρτέμιδος ἀποβῆναι λέγουσι, καταλιποῦσαν δὲ τὸ ἄγαλμα ταύτῃ καὶ ἐς Ἀθήνας καὶ ὕστερον ἐς Ἄργος ἀφικέσθαι· ξόανον μὲν δὴ καὶ αὐτόθι ἐστὶν Ἀρτέμιδος ἀρχαῖον, τὸ δὲ ἐκ τῶν βαρβάρων οἵτινες κατὰ γνώμην ἔχουσι τὴν ἐμήν, ἐν ἑτέρῳ λόγῳ δηλώσω· [33.2] Μαραθῶνος δὲ σταδίους μάλιστα ἑξήκοντα ἀπέχει Ῥαμνοῦς τὴν παρὰ θάλασσαν ἰοῦσιν ἐς Ὠρωπόν. καὶ αἱ μὲν οἰκήσεις ἐπὶ θαλάσσῃ τοῖς ἀνθρώποις εἰσί, μικρὸν δὲ ἀπὸ θαλάσσης ἄνω Νεμέσεώς ἐστιν ἱερόν, ἣ θεῶν μάλιστα ἀνθρώποις ὑβρισταῖς ἐστιν ἀπαραίτητος. δοκεῖ δὲ καὶ τοῖς ἀποβᾶσιν ἐς Μαραθῶνα τῶν βαρβάρων ἀπαντῆσαι μήνιμα ἐκ τῆς θεοῦ ταύτης· καταφρονήσαντες γὰρ <μηδέν> σφισιν ἐμποδὼν εἶναι τὰς Ἀθήνας ἑλεῖν, λίθον Πάριον [ὃν] ὡς ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις ἦγον ἐς τροπαίου ποίησιν. [33.3] τοῦτον Φειδίας τὸν λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι Νεμέσεως, τῇ κεφαλῇ δὲ ἔπεστι τῆς θεοῦ στέφανος ἐλάφους ἔχων καὶ Νίκης ἀγάλματα οὐ μεγάλα· ταῖς δὲ χερσὶν ἔχει τῇ μὲν κλάδον μηλέας, τῆ δεξιᾷ δὲ φιάλην, Αἰθίοπες δὲ ἐπὶ τῇ φιάλῃ πεποίηνται. συμβαλέσθαι δὲ τὸ ἐς τοὺς Αἰθίοπας οὔτε αὐτὸς εἶχον οὔτε ἀπεδεχόμην τῶν συνιέναι πειθομένων, οἳ πεποιῆσθαι σφᾶς ἐπὶ τῇ φιάλῃ φασὶ διὰ ποταμὸν Ὠκεανόν· οἰκεῖν γὰρ Αἰθίοπας ἐπ᾽ αὐτῷ, Νεμέσει δὲ εἶναι πατέρα Ὠκεανόν. [33.4] Ὠκεανῷ γὰρ οὐ ποταμῷ, θαλάσσῃ δὲ ἐσχάτῃ τῆς ὑπὸ ἀνθρώπων πλεομένης προσοικοῦσιν Ἴβηρες καὶ Κελτοί, καὶ νῆσον Ὠκεανὸς ἔχει τὴν Βρεττανῶν· Αἰθιόπων δὲ τῶν ὑπὲρ Συήνης ἐπὶ θάλασσαν ἔσχατοι τὴν Ἐρυθρὰν κατοικοῦσιν Ἰχθυοφάγοι, καὶ ὁ κόλπος ὃν περιοικοῦσιν Ἰχθυοφάγων ὀνομάζεται. οἱ δὲ δικαιότατοι Μερόην πόλιν καὶ πεδίον Αἰθιοπικὸν καλούμενον οἰκοῦσιν· οὗτοι καὶ τὴν ἡλίου τράπεζάν εἰσιν οἱ δεικνύντες, οὐδέ σφισιν ἔστιν οὔτε θάλασσα οὔτε ποταμὸς ἄλλος γε ἢ Νεῖλος. [33.5] εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίοπες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες. Νασαμῶνες γάρ, οὓς Ἄτλαντας Ἡρόδοτος, οἱ δὲ μέτρα φάμενοι γῆς εἰδέναι Λιξίτας καλοῦσι, Λιβύων οἱ ἔσχατοι πρὸς Ἄτλαντι οἰκοῦσι σπείροντες μὲν οὐδέν, ἀπὸ δὲ ἀμπέλων ζῶντες ἀγρίων. ποταμὸς δὲ οὐδὲ τούτοις τοῖς Αἰθίοψιν οὐδὲ τοῖς Νασαμῶσίν ἐστιν οὐδείς· τὸ γὰρ πρὸς τῷ Ἄτλαντι ὕδωρ, τρισί παρεχόμενον ἀρχὰς ῥεύμασιν, οὐδὲν τῶν ῥευμάτων ποιεῖ ποταμόν, ἀλλὰ πᾶν ὁμοίως αὐτίκα ἔχει συλλαβοῦσα ἡ ψάμμος. οὕτως Αἰθίοπες ποταμῷ γε οὐδενὶ προσοικοῦσιν [ἢ] Ὠκεανῷ. [33.6] τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐκ τοῦ Ἄτλαντος θολερόν τέ ἐστι καὶ πρὸς τῇ πηγῇ κροκόδειλοι <δι>πήχεων ἦσαν οὐκ ἐλάσσους, προσιόντων δὲ τῶν ἀνθρώπων κατεδύοντο ἐς τὴν πηγήν. παρίστατο δὲ οὐκ ὀλίγοις τὸ ὕδωρ τοῦτο ἀναφαινόμενον αὖθις ἐκ τῆς ψάμμου ποιεῖν τὸν Νεῖλον Αἰγυπτίοις. ὁ δὲ Ἄτλας <ὄρος> ὑψηλὸν μέν ἐστιν οὕτως ὥστε καὶ λέγεται ταῖς κορυφαῖς ψαύειν τοῦ οὐρανοῦ, ἄβατον δὲ ὑπὸ ὕδατος καὶ δένδρων ἃ διὰ παντὸς πέφυκε· τὰ μὲν δὴ πρὸς τοὺς Νασαμῶνας αὐτοῦ γινώσκεται, τὰ δὲ ἐς τὸ πέλαγος οὐδένα πω παραπλεύσαντα ἴσμεν. [33.7] τάδε μὲν ἐς τοσοῦτον εἰρήσθω· πτερὰ δ᾽ ἔχον οὔτε τοῦτο τὸ ἄγαλμα Νεμέσεως οὔτε ἄλλο πεποίηται τῶν ἀρχαίων, ἐπεὶ μηδὲ Σμυρναίοις τὰ ἁγιώτατα ξόανα ἔχει πτερά· οἱ δὲ ὕστερον—ἐπιφαίνεσθαι γὰρ τὴν θεὸν μάλιστα ἐπὶ τῷ ἐρᾶν ἐθέλουσιν—ἐπὶ τούτῳ Νεμέσει πτερὰ ὥσπερ Ἔρωτι ποιοῦσι. νῦν δὲ ἤδη δίειμι ὁπόσα ἐπὶ τῷ βάθρῳ τοῦ ἀγάλματός ἐστιν εἰργασμένα, τοσόνδε ἐς τὸ σαφὲς προδηλώσας. Ἑλένῃ Νέμεσιν μητέρα εἶναι λέγουσιν Ἕλληνες, Λήδαν δὲ μαστὸν ἐπισχεῖν αὐτῇ καὶ θρέψαι· πατέρα δὲ καὶ οὗτοι καὶ πάντες κατὰ ταὐτὰ Ἑλένης Δία καὶ οὐ Τυνδάρεων εἶναι νομίζουσι. [33.8] ταῦτα ἀκηκοὼς Φειδίας πεποίηκεν Ἑλένην ὑπὸ Λήδας ἀγομένην παρὰ τὴν Νέμεσιν, πεποίηκε δὲ Τυνδάρεών τε καὶ τοὺς παῖδας καὶ ἄνδρα σὺν ἵππῳ παρεστηκότα Ἱππέα ὄνομα· ἔστι δὲ Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος καὶ Πύῤῥος ὁ Ἀχιλλέως, πρῶτος οὗτος Ἑρμιόνην τὴν Ἑλένης γυναῖκα λαβών· Ὀρέστης δὲ διὰ τὸ ἐς τὴν μητέρα τόλμημα παρείθη, παραμεινάσης τε ἐς ἅπαν Ἑρμιόνης αὐτῷ καὶ τεκούσης παῖδα. ἑξῆς δὲ ἐπὶ τῷ βάθρῳ καὶ Ἔποχος καλούμενος καὶ νεανίας ἐστὶν ἕτερος· ἐς τούτους ἄλλο μὲν ἤκουσα οὐδέν, ἀδελφοὺς δὲ εἶναι σφᾶς Οἰνόης, ἀφ᾽ ἧς ἐστι τὸ ὄνομα τῷ δήμῳ.

- I.34

[34.1] τὴν δὲ γῆν τὴν Ὠρωπίαν μεταξὺ τῆς Ἀττικῆς καὶ Ταναγρικῆς, Βοιωτίαν τὸ ἐξ ἀρχῆς οὖσαν, ἔχουσιν ἐφ᾽ ἡμῶν Ἀθηναῖοι, πολεμήσαντες μὲν τὸν πάντα ὑπὲρ αὐτῆς χρόνον, κτησάμενοι δὲ οὐ πρότερον βεβαίως πρὶν ἢ Φίλιππος Θήβας ἑλὼν ἔδωκέ σφισιν. ἡ μὲν οὖν πόλις ἐστὶν ἐπὶ θαλάσσης μέγα οὐδὲν ἐς συγγραφὴν παρεχομένη· ἀπέχει δὲ δώδεκα τῆς πόλεως σταδίους μάλιστα ἱερὸν τοῦ Ἀμφιαράου. [34.2] λέγεται δὲ Ἀμφιαράῳ φεύγοντι ἐκ Θηβῶν διαστῆναι τὴν γῆν καὶ ὡς αὐτὸν ὁμοῦ καὶ τὸ ἅρμα ὑπεδέξατο· πλὴν οὐ ταύτῃ συμβῆναί φασιν, ἀλλά ἐστιν ἐκ Θηβῶν ἰοῦσιν ἐς Χαλκίδα Ἅρμα καλούμενον. θεὸν δὲ Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν, ὕστερον δὲ καὶ οἱ πάντες Ἕλληνες ἥγηνται. καταλέξαι δὲ καὶ ἄλλους ἔχω γενομένους τότε ἀνθρώπους, οἳ θεῶν <παρ᾽> Ἕλλησι τιμὰς ἔχουσι, τοῖς δὲ καὶ ἀνάκεινται πόλεις, Ἐλεοῦς ἐν Χεῤῥονήσῳ Πρωτεσιλάῳ, Λεβάδεια Βοιωτῶν Τροφωνίῳ· καὶ Ὠρωπίοις ναός τέ ἐστιν Ἀμφιαράου καὶ ἄγαλμα λευκοῦ λίθου. [34.3] παρέχεται δὲ ὁ βωμὸς μέρη· τὸ μὲν Ἡρακλέους καὶ Διὸς καὶ Ἀπόλλωνός ἐστι Παιῶνος, τὸ δὲ ἥρωσι καὶ ἡρώων ἀνεῖται γυναιξί, τρίτον δὲ Ἑστίας καὶ Ἑρμοῦ καὶ Ἀμφιαράου καὶ τῶν παίδων Ἀμφιλόχου· Ἀλκμαίων δὲ διὰ τὸ ἐς Ἐριφύλην ἔργον οὔτε ἐν Ἀμφιαράου τινά, οὐ μὴν οὐδὲ παρὰ τῷ Ἀμφιλόχῳ τιμὴν ἔχει. τετάρτη δέ ἐστι τοῦ βωμοῦ μοῖρα Ἀφροδίτης καὶ Πανακείας, ἔτι δὲ Ἰασοῦς καὶ Ὑγείας καὶ Ἀθηνᾶς Παιωνίας· πέμπτη δὲ πεποίηται νύμφαις καὶ Πανὶ καὶ ποταμοῖς Ἀχελῴῳ καὶ Κηφισῷ. τῷ δὲ Ἀμφιλόχῳ καὶ παρ᾽ Ἀθηναίοις ἐστὶν ἐν τῇ πόλει βωμὸς καὶ Κιλικίας ἐν Μαλλῷ μαντεῖον ἀψευδέστατον τῶν ἐπ᾽ ἐμοῦ. [34.4] ἔστι δὲ Ὠρωπίοις πηγὴ πλησίον τοῦ ναοῦ, ἣν Ἀμφιαράου καλοῦσιν, οὔτε θύοντες οὐδὲν ἐς αὐτὴν οὔτ᾽ ἐπὶ καθαρσίοις ἢ χέρνιβι χρῆσθαι νομίζοντες· νόσου δὲ ἀκεσθείσης ἀνδρὶ μαντεύματος γενομένου καθέστηκεν ἄργυρον ἀφεῖναι καὶ χρυσὸν ἐπίσημον ἐς τὴν πηγήν, ταύτῃ γὰρ ἀνελθεῖν τὸν Ἀμφιάραον λέγουσιν ἤδη θεόν. Ἰοφῶν δὲ Κνώσσιος τῶν ἐξηγητῶν χρησμοὺς ἐν ἑξαμέτρῳ παρείχετο, Ἀμφιάραον χρῆσαι φάμενος τοῖς ἐς Θήβας σταλεῖσιν Ἀργείων. ταῦτα τὰ ἔπη τὸ ἐς τοὺς πολλοὺς ἐπαγωγὸν ἀκρατῶς εἶχε· χωρὶς δὲ πλὴν ὅσους ἐξ Ἀπόλλωνος μανῆναι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον, μάντεών γ᾽ οὐδεὶς χρησμολόγος ἦν, ἀγαθοὶ δὲ ὀνείρατα ἐξηγήσασθαι καὶ διαγνῶναι πτήσεις ὀρνίθων καὶ σπλάγχνα ἱερείων. [34.5] δοκῶ δὲ Ἀμφιάραον ὀνειράτων διακρίσει μάλιστα προ<ς>κεῖσθαι· δῆλος δέ, ἡνίκα ἐνομίσθη θεός, δι᾽ ὀνειράτων μαντικὴν καταστησάμενος. καὶ πρῶτον μὲν καθήρασθαι νομίζουσιν ὅστις ἦλθεν Ἀμφιαράῳ χρησόμενος· ἔστι δὲ καθάρσιον τῷ θεῷ θύειν, θύουσι δὲ καὶ αὐτῷ καὶ πᾶσιν ὅσοις ἐστὶν ἐπὶ τῷ <βωμῷ> τὰ ὀνόματα· προεξειργασμένων δὲ τούτων κριὸν θύσαντες καὶ τὸ δέρμα ὑποστρωσάμενοι καθεύδουσιν ἀναμένοντες δήλωσιν ὀνείρατος.


Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος


Ο δίπατος Μεσαιωνικός Πύργος λίγο έξω απ΄ τον Βαρνάβα

Χάρτης της αρχαίας Αττικήε,όπως προέκυψε από σύγκλιση ερευνών ξένων Πανεπιστημίων. Μεταξύ Ραμνούντος και Ωρωπού δεν υπάρχει Δήμος/οικισμός.


Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Βελουχιώτης και Τσάμηδες

 




Στις 12 Ιουνίου 1945 διά του Ριζοσπάστη -δημοσιογραφικού οργάνου του ΚΚΕ- ο κόσμος της αριστεράς πληροφορείτο εμβρόντητος και μουδιασμένος ότι το ΚΚΕ «κατήγγειλε ανοικτά» και αποκήρυττε οριστικά τον Άρη Βελουχιώτη, αποκαλώντας τον υπηρέτη της αντίδρασης. Και επειδή η ιστορία έχει πάντα μία δόση ειρωνείας και διαβρωτικού σαρκασμού, η ανακοίνωση περιβαλλόταν από ένα απάνθισμα απαξιωτικών κοσμητικών επιθέτων: όριζε τον Βελουχιώτη ως ύποπτο, δηλωσία, μιζέρια, τυχοδιώκτη, αντιδραστικό και εγκληματία, ο οποίος «στον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά είχε πιαστεί και είχε κάνει δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του ΚΚΕ». Δεν θα μάθουμε ποτέ αν η απόφαση της κομματικής ηγεσίας είχε σκοπό να ορθοφρονήσει τον άτακτο και ανυπάκουο Άρη Βελουχιώτη ή να τον «ξεφορτωθεί» άπαξ διά παντός, διότι η καταδίκη ήταν ένα ακόμη επίβουλο επινόημα και προσωπικός σχεδιασμός του μυστικοπαθούς Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος κομιστής της ανακοίνωσης στο Ριζοσπάστη. Ο Άρης Βελουχιώτης πληροφορήθηκε για την καταδικαστική απόφαση 2-3 μέρες μετά, ενώ πραγματοποιούσε ατάραχος τις ματαιόδοξες και στείρες εξορμήσεις του για την έναρξη νέας ανατρεπτικής στασίασης κατά παράβαση της κομματικής ορθοδοξίας. Στο άκουσμα της απόφασης, ο Βελουχιώτης «αυτοκτόνησε» υπό ύποπτες συνθήκες την 15η Ιουνίου 1945 -πιθανόν να είναι και η μέρα της πληροφόρησής του για την απόφαση της ΚΕ. Ο Ριζοσπάστης ανακοίνωνε τον θάνατό του με ένα δωρικό σημείωμα ογδόντα λέξεων: «Ο Άρης αυτοκτόνησε, αφού τραυματίσθηκε σε συμπλοκή με Άγγλους, εθνοφύλακες και μοναρχικούς ληστοσυμμορίτες…»(Ριζοσπάστης, 19 Ιουνίου 1945, σ. 2).

Ενώ, στην πρώτη σελίδα του ίδιου φύλλου, προς εξιλέωση της μορφής του, αλλά και του κύρους του κόμματος η εφημερίδα προέβη σε μία εμφανώς αντιφατική αλλά και πάλι φειδωλή τοποθέτηση για την «υπόθεση Βελουχιώτη», ότι: «Ο πραγματικά τραγικός θάνατος του Άρη Βελουχιώτη προκαλεί θλίψη ανάμεσα στους πραγματικούς πατριώτες και αγωνιστές της εθνικής ιδέας. Ανεξάρτητα από τη θέση που πήρε μετά τη Βάρκιζα, θέση που εξυπηρετούσε την αντίδραση, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του αγώνα της αντίστασης».

Ήταν ένα ακόμα οξύμωρο σχήμα στις περίεργες πολιτικές εφαρμογές του ΚΚΕ η διαδρομή του οποίου, πέραν των αδιαφιλονίκητων και μαχητικών αξιών και των αποδεδειγμένα αγωνιστικών διαπιστευτηρίων στους πολέμους κατά των ξένων κατακτητών και τις επάλξεις για κοινωνικά δικαιώματα, ο πολιτικός του βίος βρίθει ιδιοσυγκρασιακών και σιβυλλικών παραδοξοτήτων.

Αυτή ήταν η θέση του ΚΚΕ για τον Άρη Βελουχιώτη τη στιγμή της αυτοκτονίας του, η οποία μετεβλήθη πολλές φορές, έως την οριστική πολιτική και κομματική του αποκατάσταση διά της αποφάσεως της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης την 16η Ιουλίου 2011 και επτά χρόνια μετά, την 23η Ιουνίου 2018.

Στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της 16ης Ιουλίου 2011 το ΚΚΕ αποκατέστησε επίσης και τον Νίκο Ζαχαριάδη, ύστερα από πολλά χρόνια δυσμένειας, ακυρώνοντας τις ληφθείσες αποφάσεις των ολομελειών του 1956-1957 και τα πορίσματα του 1964-1965, επιχειρώντας να συνδυάσει και να ισοσταθμίσει αντιφατικές αντιδράσεις και πολιτικές συμπεριφορές. Όμως, όπως όλες οι αποκαταστάσεις έτσι κι αυτές δεν έλυσαν τα μυστήρια και τις εικασίες πολλών δεκαετιών. Η πλειοψηφία τις αντιμετώπισε με ολύμπια αδιαφορία και τις έκρινε σιωπηρώς ως πράξεις νομοτέλειας και όχι ουσίας, καθώς δεν αποτελούσαν κοινωνική συνθήκη για την ευρύτερη κοινότητα των μελών του.

Ποια είναι, όμως, η ιστορική αλήθεια; Το πρόσφατο αναθεωρητικό Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2018) κομίζει -ελάχιστα δυστυχώς- καινούρια στοιχεία από τα οποία ξεχωρίζει η επιστολή του ίδιου του Άρη Βελουχιώτη προς τον προσωπικό του φίλο και συναγωνιστή Νίκο Ζαχαριάδη με τις δραματικές εκκλήσεις να τον καλέσει σε ακρόαση και μετά να αποφασίσει για την τύχη του, όπως και ένα σημείωμα του Κώστα Κολιγιάννη, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και Α’ Γραμματέα από το 1956 έως το 1972, ο οποίος συναινούσε με τη μετοίκηση του Βελουχιώτη στην Αλβανία.

Ο ιστορικός ερευνητής, ευτυχώς, έχει στη διάθεσή του πια αδιάψευστα στοιχεία από αρχειακές διαθέσιμες συλλογές των ανατολικών χωρών, οι οποίες βοηθούν στην ανασύσταση της ιστορικής αλήθειας και στην εξάλειψη των παγιωμένων υποκειμενικών και μεροληπτικών στερεοτύπων και αναληθειών που κατίσχυσαν αβάσιμα και πολλές φορές καταχρηστικά.

Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν και τα αρχειακά διαθέσιμα της Αλβανίας, με την οποία η αγωνιστική και πολιτική δράση του Άρη Βελουχιώτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Μέχρι σήμερα η ιστορική βιβλιογραφία αναφερόταν υποθετικά σ΄ αυτά.

Ο Άρης Βελουχιώτης -αγωνιστικό ψευδώνυμο του γεωπόνου Θανάση Κλάρα- ήταν γόνος εύπορης οικογένειας από τη Λαμία, ο οποίος απαρνήθηκε την κοινωνική του τάξη και αποστάτησε. Μορφωμένος, δεινός ρήτορας, στην πρώτη φάση οιστρηλατούσε τον λαό της υπαίθρου με τις άλλοτε ήρεμες και άλλοτε θυελλώδεις ομιλίες του, στις οποίες ποτέ δεν ξεχνούσε να επισημάνει με παροιμιώδη ευθύτητα ότι «μοναδικός μας στόχος είναι να βοηθήσουμε το λαό να ζήσει καλύτερα!» Το 1929 βρέθηκε στις φυλακές κρατούμενος ως ύποπτος για τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Ηλία Γεωργακόπουλου, που είχε δολοφονηθεί σε φονική συμπλοκή στα γραφεία του Ριζοσπάστη τον Δεκέμβριο του 1927. Προς το τέλος του 1928 ο Βελουχιώτης προωθήθηκε ο ίδιος ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας. Ως συγκρατούμενος με τον Ζαχαριάδη, ο Βελουχιώτης τον βοήθησε να δραπετεύσει και έκτοτε, ο «αμετροεπής» Νίκος Ζαχαριάδης και ο «συγκρουσιακός και αμφιλεγόμενος» Άρης Βελουχιώτης συνδέθηκαν με στενή αγωνιστική φιλία, η οποία έληξε άδοξα και προδομένη.

Λόγω της θρυλικής μαχητικής του ιδιοσυγκρασίας ο Βελουχιώτης προήχθη σε ηγετική μορφή του ΕΛΑΣ, τον Μάρτιο 1943, μαζί με τον καστοριανό Ανδρέα Τζήμα (Βασίλη Σαμαρινιώτη) και τον τραχύ Στέφανο Σαράφη, ο οποίος λειτουργούσε ενίοτε ως υπάκουος υπασπιστής του· αμφότεροι, κατά ειρωνεία της τύχης, είχαν τραγικό τέλος: Ο μεν Τζήμας κατέληξε στις φυλακές της Ουγγαρίας κατηγορούμενος από τον Ζαχαριάδη ως «τιτοϊκός πράκτορας» και πέθανε αγνοημένος στην Τσεχοσλοβακία (1972), ο δε Σαράφης σκοτώθηκε σε περίεργο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Άλιμο τον Μάιο 1957. Η αριστερά δεν συμβιβάστηκε ποτέ με το ενδεχόμενο του τροχαίου· το όρισε ως «στοχευμένη δολοφονία», αφού το αμάξι που προκάλεσε τον θανάσιμο τραυματισμό άνηκε στην αμερικανική στρατιωτική αποστολή, οδηγούμενο από κάποιον Μάριο Μουζάλι.

Οι φονικές δεκεμβριανές συγκρούσεις του 1944 εξυπηρετούσαν τη λογική της ένοπλης δράσης για την κατάληψη της εξουσίας με την ισχύ των όπλων, την οποία είχε υιοθετήσει και πίστευε ακράδαντα ο Βελουχιώτης. Την περίοδο εκείνη οι δυνάμεις του είχαν αναπτυχθεί στις περιοχές της Ηπείρου και πραγματοποιούσαν σαρωτικές επελάσεις κατά των δυνάμεων του Ζέρβα. Συγκεκριμένα, από την 18η ως την 30η Δεκεμβρίου, οι ΕΑΜ-ικές δυνάμεις υπό τον Άρη Βελουχιώτη και τον Στέφανο Σαράφη είχαν εξαρθρώσει και απωθήσει τον ΕΔΕΣ από τη Βορειοδυτική Ελλάδα, αναγκάζοντάς τον να αναδιπλωθεί και υποχωρήσει κακήν κακώς προς την Κέρκυρα, διεκπεραιωμένος από το Βασιλικό Ναυτικό. Αποδεικνύεται πια ότι η ηγεσία του ΚΚΕ/ΕΑΜ σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει αλβανικό έδαφος για να διαπεράσει από τη Μακεδονία προς την Ήπειρο ανταρτικές δυνάμεις και στρατιωτικό υλικό, τόσο για την κλιμάκωση της ανταρσίας στην Ήπειρο γενικότερα όσο και ειδικότερα για τη μεταφορά δυνάμεων προς αρωγή των ένοπλων σωμάτων που διοικούσε ο Βελουχιώτης με τον Σαράφη στην περιοχή.

Αυτό πραγματοποιήθηκε όντως λίγο διάστημα πριν την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την υπογραφή της ανακωχής ανάμεσα στις κυβερνητικοβρετανικές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ (11 Ιανουαρίου 1945) με τη συνωμοτική αποστολή των Βελουχιώτη και Σαράφη στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας, ύστερα από την αιφνίδια μετάβαση του Γιώργου Σιάντο στα Ιωάννινα τον Δεκέμβριο του 1944 και τις οδηγίες που μετέφερε από την ύψιστη ηγεσία του ΚΚΕ για κλιμάκωση των εχθροπραξιών και στην Ήπειρο. Στις 27-28 Δεκεμβρίου 1944 η Κομματική Επιτροπή Αργυρόκαστρου και η Πανηπειρωτική Επιτροπή του ΕΑΜ οργάνωσαν μυστική συνάντηση στην οποία από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι Άρης Βελουχιώτης και Στέφανος Σαράφης, για να συζητηθεί η έκρυθμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα. Βελουχιώτης και Σαράφης ζήτησαν οικονομική βοήθεια από την Κομματική Επιτροπή Αργυρόκαστρου, ιδίως πετρέλαια για τη μετακίνηση των οχημάτων του ΕΛΑΣ και ειδική άδεια να μεταβούν στην Αλβανία και να αναπτύξουν εμπορική δραστηριότητα μέλη του ΕΑΜ, το κέρδος των οποίων θα καρπωνόταν ο ΕΛΑΣ. Οι τοπικές αρχές του Αργυρόκαστρου τούς υποσχέθηκαν βοήθεια με φειδώ, η οποία θα παρήχετο με απόλυτη εχεμύθεια, αλλά τους διεμήνυσαν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν εμπορική δραστηριότητα στην αλβανική ενδοχώρα. Αξιωματικός της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ ζήτησε να μεταβεί στα Τίρανα προκειμένου να συζητήσει το ενδεχόμενο να επιτρέψουν οι αλβανικές αρχές τη μεταφορά σιτηρών από την ελληνική Μακεδονία προς την Ήπειρο μέσω Κορυτσάς, αλλά οι αλβανικές αρχές απέρριψαν τις προτάσεις των Ελλήνων. Βελουχιώτης και Σαράφης αντέδρασαν οργισμένοι, επισημαίνοντας ότι οι Αλβανοί αρνούνταν να βοηθήσουν τον ιερό αγώνα των Ελλήνων κομμουνιστών κατά του στρατηγού Ζέρβα και της διεθνούς αντίδρασης. Οι απαιτήσεις των Ελλήνων ήταν πιεστικές και η τοπική ηγεσία Αργυρόκαστρου αναγκάστηκε να ζητήσει την άποψη της ύπατης ηγεσίας του κόμματος. Στη συνέχεια, οι τοπικές αρχές Αργυρόκαστρου επέτρεψαν την μετακίνηση ελεγχόμενων οχημάτων από την ελληνική Μακεδονία προς την Ήπειρο, τα οποία μετέφεραν κυρίως τρόφιμα, αλλά και όπλα και πυρομαχικά.

Στις συναντήσεις αυτές οι Αλβανοί συζήτησαν και το ενδεχόμενο επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων μουσουλμάνων Τσάμηδων -ο αριθμός των οποίων σύμφωνα με καταστάσεις της UNRRA ανερχόταν σε 15.000- οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Θεσπρωτία και να καταφύγουν στη Νότια Αλβανία, διωκόμενοι. Ο Βελουχιώτης διεμήνυσε στους Αλβανούς παράγοντες ότι προς το παρόν δεν ενδεικνυόταν η επιστροφή τους, αλλά στο άμεσο μέλλον και αφού το ΕΑΜ θα ήλεγχε ολοκληρωτικά την περιοχή της Ηπείρου, θα τακτοποιούνταν οριστικά η υπόθεσή τους. Πράγματι, την άνοιξη του 1945 επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η επιστροφή τους -όχι χωρίς την συγκαταβατική απάθεια του ΕΑΜ της περιοχής- με επακόλουθο να σημειωθούν αιματηρές συμπλοκές με τον τοπικό πληθυσμό και να υπάρξουν μερικές δεκάδες θύματα.

Εν τω μεταξύ, ο καστοριανός εκπρόσωπος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Ζήσης Ζωγράφος, ο οποίος τη δεκαετία του ‘50 μετέβη πολλές φορές στην Αλβανία για τη διεκπεραίωση των Ελλήνων προσφύγων εκεί, συνάντησε τον Άρη Βελουχιώτη στο χωριό Πιτσιωτά της Φθιώτιδας στα μέσα Μαρτίου του 1945 σε μία προσπάθεια να τον μεταπείσει να παύσει οποιαδήποτε ενέργεια ανασύστασης νέων στρατιωτικών ομάδων, υποσχόμενος φύλλο πορείας προς την Αλβανία. Η Αλβανία επιλεγόταν ως χώρα προορισμού τότε, αμέσως μετά την προσωρινή εκεχειρία της Βάρκιζας, καθώς προσφερόταν ως η πλέον ιδανική λύση, διότι θα λειτουργούσε ως αποσυμπιεστής της εκρηκτικής κατάστασης στο κόμμα, και την απαλλαγή του από τους προβληματικούς και τραυματίες, οι οποίοι καταζητούνταν από το αστικό κράτος ως εγκληματίες πολέμου και διαπράξαντες κοινά ποινικά αδικήματα στις αιματηρές μάχες του Δεκεμβρίου, αλλά και σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό της αποκαλούμενης «λευκής τρομοκρατίας», η οποία κατέκλυζε απειλητικά τη χώρα, ιδίως την ελληνική ύπαιθρο. Το διάστημα εκείνο είχαν μετοικήσει σε στρατόπεδο του Ρουμπίκ της Αλβανίας εκατοντάδες αγωνιστές του ΕΑΜ και μέρος της πολιτικής του ηγεσίας ακριβώς για τον λόγο αυτό.

Ο Βελουχιώτης ήταν η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση. Με την καταφυγή αυτή το κόμμα θα απαλλασσόταν με εύσχημο τρόπο από ένα βαρίδι. Το ίδιο θα συνέβαινε και με το αστικό κράτος και τους Βρετανούς. Είναι εύγλωττη η τοποθέτηση των Βρετανών, όπως τη μεταφέρει ευφυώς ο συντηρητικός πολιτικός Christopher Montague Woodhouse, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα τον καιρό της γερμανικής κατοχής και αμέσως μετά τον πόλεμο υπηρέτησε για λίγο διάστημα στη βρετανική πρεσβεία των Αθηνών. Με την προβληματική του συμπεριφορά, μετά την απελευθέρωση, ο Βελουχιώτης συνιστούσε «μαύρο χρήμα» για την αστική εξουσία. Με οποιονδήποτε τρόπο και αν ξεφορτωνόμασταν τον Άρη, αναφέρει ο Βρετανός, θα τον μετατρέπαμε σε ήρωα. Υποστηρίζει ότι η παρουσία του ωφελούσε τα κυβερνητικά και βρετανικά σχέδια, διότι διέβαλλε ολοένα και περισσότερο τον ΕΛΑΣ, αλλά η ύπαρξή του μόνον για τον σκοπό αυτό αποτελούσε δαπανηρή πολυτέλεια. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες οι Βρετανοί είχαν σχηματίσει σχετική δικογραφία εις βάρος του, θεωρώντας τον κατηγορούμενο και αυτόν ως εγκληματία πολέμου, γεγονός που δεν αποκλείεται να περιήλθε στη γνώση του Βελουχιώτη. Συνεπώς, η καταφυγή του στα βουνά αποτελούσε αναγκαστική επιλογή, λόγω του ταραχώδους παρελθόντος του και των κυκλοφορουσών φημών.

Έτσι, ο Άρης Βελουχιώτης μετέβη εκ νέου και απρόθυμος στην Αλβανία προς τα τέλη Μαρτίου και από παραμεθόριο χωριό επικοινώνησε με αξιωματικό του αλβανικού στρατού, στον οποίο διεμήνυσε ότι θα συνέχιζε το ταξίδι προς τη Γιουγκοσλαβία με σκοπό να συζητήσει την κατάσταση αποκλειστικά με τον Τίτο και στην επιστροφή θα επικοινωνούσε και με τους Αλβανούς για να τους ενημερώσει για τα αποτελέσματα της συνάντησης. Ο Άρης, όμως, δεν δέχτηκε να περιοριστεί στο Ρουμπίκ, όπως του πρότειναν, ούτε έφτασε ποτέ στη Γιουγκοσλαβία· επέστρεψε στο άλλοτε άντρο του, την Ήπειρο, απόλυτα απογοητευμένος, αλλά αρνούμενος και πάλι να συμμορφωθεί με τους κομματικούς όρους για να συνεχίσει ανεπιτυχώς τις άγονες εξορμήσεις προκειμένου να συμπαρασύρει οπαδούς και να συσπειρώσει συμπαθούντες στον αγώνα του.

Η αυτοκτονία του τελικά στη Μεσούντα Άρτας βόλεψε και το μεν ΚΚΕ και το δε αστικό κράτος, αφού απαλλάχτηκαν από το δύσκολο αυτό βαρίδι και οι δύο.

Απομονωμένος, παροπλισμένος και ανέλπιδος ο Βελουχιώτης πρέσβευε ένα συγκρουσιακό πνεύμα, το οποίο λίγους έπειθε. Ήταν προφανές ότι ο λαός της υπαίθρου, καταβεβλημένος από την Κατοχή, αποζητούσε την ειρήνη, την ανακωχή και την εθνική συμφιλίωση και δεν τον συγκινούσε πια η ιδέα μίας καινούριας αντίστασης κατά των Βρετανών, οι οποίοι δεν ταυτίζονταν στο θυμικό και τη συνείδησή του με τους Ιταλογερμανούς. Η διάχυτη λαϊκή αποστροφή στο προσκλητήριο του Άρη καταδείκνυε, από την άλλη, και τη δυσοίωνη προοπτική της ανερχόμενης επανάστασης, την οποία δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί η ηγεσία του ΚΚΕ. Ήταν όμως μια σοβαρή ένδειξη η οποία αγνοήθηκε.

Τα δύο αυτά στοιχεία ασκούσαν αποσυνθετική επίδραση προς τα κάτω, προς τον λαό, ένα μέρος του οποίου διέρρευσε προς τις αστικές περιοχές με συνέπεια οι συνθήκες διαβίωσής του να βελτιωθούν. Η θέση της αριστεράς απέβαινε απροσδόκητα μειονεκτική και η επιβολή της φθίνουσα: η επιλογές της προοιωνίζονταν μόνον πείνα και εξαθλίωση και όλα αυτά θύμιζαν την Κατοχή. Συνεπώς, οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Βελουχιώτη καταδείκνυαν μία δονκιχωτική ροπή.

Με την επιστροφή του Ζαχαριάδη στην Ελλάδα (Μάιος του 1945) από το Νταχάου -ο οποίος ερχόταν ως Μεσσίας για να βάλει μία τάξη στην ανώμαλη κατάσταση του κόμματος- ο Βελουχιώτης στιγματίσθηκε δημοσίως καταλαμβανόμενος εξ απήνης, καθώς, αδίκως, προσέβλεπε στην πολυετή αγωνιστική φιλία τους και ανέμενε την δικαίωσή του. Όμως, ο αρχηγός του ΚΚΕ, προς έκπληξη όλων, αλλά κυρίως των σκληροπυρηνικών, αποδέχτηκε τη διαλλακτική έννοια της Συμφωνίας της Βάρκιζας και, ευκαιριακά τουλάχιστον, σε αντιδιαστολή προς την αγωνιστική του ιδιοσυγκρασία, προσανατολίστηκε στην εισαγωγή της αριστεράς στον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας. Αυτό ήταν και το επιστέγασμα της αριστερής επέλασης. Ο Ζαχαριάδης, αφού τον διέσυρε πρώτα στα κομματικά όργανα, αποκήρυξε ανενδοίαστα τον Βελουχιώτη, ο οποίος αντιστεκόταν σθεναρά στην ειρηνευτική διαδικασία και αντιτίθετο στους βραχυπρόθεσμους ειρηνευτικούς σχεδιασμούς του, ορίζοντας τη Βάρκιζα ως υποταγή και καταστροφή.

Κατά μία προσεκτική έννοια, όμως, η θέση γενικότερα του ΚΚΕ την περίοδο εκείνη καταδεικνυόταν εμφανώς συγκεχυμένη ως προς την βασική στρατηγική επιλογή του: εκεχειρία και κοινοβουλευτική συνύπαρξη ή συνέχιση της ένοπλης πάλης για την ανατροπή του αστικού κράτους;

Ενώ το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ στις αρχές Οκτωβρίου του 1945, μέσω του Μήτσου Παρτσαλίδη, τον οποίο επόπτευε βλοσυρός ο Ζαχαριάδης από το ύψος της συνεδριακής έδρας όταν εισηγείτο, υιοθέτησε ειρηνιστικές αρχές που στόχευαν στην κοινοβουλευτική συνύπαρξη και στα δημοκρατικά μέσα κατάκτησης της εξουσίας, χωρίς, όμως, να εγκαταλείψει το ενδεχόμενο της ένοπλης δράσης για την ανατροπή της αστικής τάξης και την πολιτική του επιβολή, λίγους μήνες πριν, στις 25-27 Ιουνίου 1945, η 12η Ολομέλεια προέκρινε ως βασική πολιτική επιλογή την ένοπλη βία, θέσεις που υιοθετούσε ακριβώς ο Βελουχιώτης και που ο Ζαχαριάδης είχε καταδικάσει λίγες ημέρες πριν.

Η Ολομέλεια αποφάσιζε τη δυναμική αναμέτρηση με το αστικό κράτος με την οργάνωση της ‘μαζικής αυτοάμυνας’, η οποία δικαιολογήθηκε -και έως ενός σημείου ήταν όντως επιβεβλημένη- με την καταστολή και τις διώξεις. Το δόγμα της ‘αυτοάμυνας’, ωστόσο, έμελλε να εξελιχθεί σε δυναμικό, ένοπλο και τρομοκρατικό μηχανισμό κατά την αιματηρή εμφυλιακή σύγκρουση 1946-1949.

Όλο το διάστημα του Εμφυλίου δεν θυμήθηκε κανείς τον «χαρισματικό, θρυλικό αλλά αμφιλεγόμενο ηγέτη» του ΕΛΑΣ.

Την 14η και 15η Ιανουαρίου 1950, όμως, η υπόθεση Βελουχιώτη επανήλθε στο προσκήνιο και συζητήθηκε στα ύψιστα κλιμάκια της διεθνούς κομμουνιστικής ηγεσίας. Στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των δύο κομμουνιστών ηγεσιών, του ΚΚΕ -παριστάμενου υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη και Μήτσο Παρτσαλίδη- και του ΚΚ Αλβανίας -παριστάμενου υπό τον Ενβέρ Χότζα και Μεχμέτ Σέχου- ενώπιον του Σταλινοδικείου συγκροτημένου υπό τους Στάλιν, Μολότοφ, Μαλέκνοφ και μερικών άλλων υψηλών τιτλούχων του ΚΚΣΕ στο Κρεμλίνο, ο Ζαχαριάδης διατύπωσε δολερά και τελείως αιφνιδιαστικά μία βαριά κατηγορία: κατηγόρησε τον αλβανό κομμουνιστή Ενβέρ Χότζα ότι το ΚΚ Αλβανίας συνεργαζόταν συνωμοτικά με τον Άρη Βελουχιώτη, παρακινώντας τον να επιβουλευτεί, να υπονομεύσει και να υπομοχλεύσει το ΚΚΕ. Η συζήτηση αυτή άφησε παγερά αδιάφορο τον δεσποτικό Στάλιν -ο οποίος στη μακροσκελή διήμερη αντιπαράθεση των δύο ηγετών χλεύαζε πότε τον ένα και πότε τον άλλον, απολαμβάνοντας την κοκορομαχία των δύο πειθήνιων οργάνων του, αλλά προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Χότζα, ο οποίος στις σημειώσεις του τον χαρακτήρισε «ελεεινό και ιταμό συκοφάντη», απέρριψε περιφρονητικά τους προκλητικούς ισχυρισμούς του και δήλωσε ότι κανείς αλβανός υψηλός κομματικός τιτλούχος δεν είχε επικοινωνήσει με τον Βελουχιώτη, ούτε μάλιστα ο Κότσε Τζότζε· το ΚΚ Αλβανίας γνώριζε ότι ο Βελουχιώτης ήταν ένα γενναίος αγωνιστής και πολύ αγαπητός στον κόσμο, αλλά δολοφονήθηκε ανέντιμα προδομένος από επιστήθιο συναγωνιστή του. Οι όψιμες πληροφορίες περί ανυπακοής και αταξίας του δεν είχαν πείσει τους Αλβανούς. Η κατηγορία ήταν πέρα για πέρα συκοφαντική και απολύτως αβάσιμη, απεδείκνυε δε μία αντιδραστική συμπεριφορά απίστευτης ελαφρότητας και πολιτικού ρεαλισμού εκ μέρους του Ζαχαριάδη· η λέξη «κοντόφθαλμη» δεν αποτελεί ίσως έναν ακριβή χαρακτηρισμό της πολιτικής πράξης ενός ευφυούς ηγέτη, όπως ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης.

Στο τέλος κι ενώ όλοι θα εξέρχονταν της αίθουσας, κατά τρόπο εμφανώς επιδεικτικό, ο Μολότοφ -και όχι ο Στάλιν, όπως εσφαλμένα διατείνεται ο Παρτσαλίδης στις περιληπτικές και απελπιστικά στρογγυλεμένες απομνημονευματογραφικές μαρτυρίες του (Αυγή, 2 Μαρτίου 1976, σ. 3), στις οποίες είναι διάχυτη η ιδεολογική στόχευση- ανακοίνωσε και κατέδειξε στον Ζαχαριάδη (ο Παρτσαλίδης υποστηρίζει ότι δεν έδειξε καν την επιστολή) την επιστολή-κατηγορητήριο του Μάρκου Βαφειάδη εις βάρος του κατηγορώντας τον ενώπιον της σοβιετικής κομματικής ηγεσίας και της KGB ως «πράκτορα των Βρετανών». Ήταν ενδεικτικός ο τόπος, ο τρόπος και το ακροατήριο της απαγγελίας της κατηγορίας. Από τη στιγμή εκείνη η πολιτική «ατσαλάκωτη» αυθεντία του Ζαχαριάδη κατέπεσε οριστικά. Αυτό το αντελήφθη ο δαιμόνιος Ζαχαριάδης, αλλά δεν το πίστεψε ποτέ, έως τη στιγμή της απονενοημένης αυτοχειρίας του, την 1η Αυγούστου 1973. Αυτή ήταν άλλωστε και η ουσία της κατ’ αντιπαράστασης εξέτασης Ζαχαριάδη-Χότζα στην παγερή Μόσχα του Ιανουαρίου 1950. Τα άλλα ήταν απλώς μία κυνική και άνοστη φιλολογία που έπληττε αφάνταστα τον παντοκράτορα κομμουνιστή της Μόσχας.

Πηγή: https://media.literatus.gr/?p=897&fbclid=IwY2xjawFadEFleHRuA2FlbQIxMQABHcgIWXQiJTT7ekLBKPKSAHmzdvMvbN-KAfvLKHwxlOYWbtM7fRSQVmGBow_aem_li5VGHOj5hdXy3CqyrVOvw

 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024