Στην αλωνιστική
Τα παλιότερα χρόνια,το αλώνισμα των σιτηρών γινόταν στο
αλώνι,που,επειδή είχαν μπει πέτρινες πλάκες στο έδαφός του,λεγόταν και
πετράλωνο.Από δω και τα σημερινά Πετράλωνα της Αθή- νας.Ήταν μία διαδικασία της
οικιακής οικονομίας που ξεδιπλωνόταν επί αιώνες στον ελληνικό κό- σμο.Τα πέτρινα
αλώνια άλλωστε,είναι ένα συνηθισμένο σκηνικό δράσης στον κύκλο των ακριτικών
τραγουδιών μας.
Φυσικά και οι Αρβανίτες,ως γεωργοκτηνοτρόφοι που ήταν,αλώνιζαν
τα γεννήματα της γης.Καρ- πολό,λιοπάτα,ντουγκένι ήταν τα ονόματα που είχαν δώσει
σε κάποια από τα εργαλεία του αλωνί- σματος.Στα χρόνια του μεσοπολέμου άρχισε η σταδιακή
ένταξη στην εκβιομηχάνιση της παραγω- γής.Αλωνιστικές μηχανές,θηριώδεις και
εντυπωσιακές,αντικατέστησαν τον πατροπαράδοτο τρόπο αλωνισμού και λιχνίσματος,διευκολύνοντας
βέβαια αφάνταστα τη ζωή των αγροτών,αλλά και θέ- τοντας οριστικό τέλος σε μια
εποχή.
Στον Βαρνάβα δεν έχουν διασωθεί πετράλωνα.Έχω την υποψία
ότι οι Βαρναβιώτες είχαν χωμάτινα αλώνια.Στο Γραμματικό έχουν διατηρηθεί σε
άριστη κατάσταση τρία πετράλωνα (τα ΄χω φωτογρα- φήσει) και αποτελεί χρέος της
τοπικής κοινωνίας να τα διαφυλάξει ως ανοιχτά μουσεία.Τα παλιά εξαρτήματα του
αλωνισμού (τα είχαν και οι γονείς μου) πετάχτηκαν στα σκουπίδια ή δόθηκαν στους
παλιατζήδες που τριγυρνούσαν αδηφάγοι στα χωριά μας.
Θυμάμαι,όταν πήγαινα δημοτικό,τα αλωνίσματα που έκανε όλο
το χωριό μαζί.Η αλωνιστική μηχα- νή ήταν του Σταμάτη του ΚωτσηΚόλλια.Μπατόζες τις
έλεγαν αυτές τις μακρουλές μηχανές από μια παραφθορά του ονόματος της
κατασκευάστριας εταιρίας.Αυτή που είχε ο Σταμάτης πρέπει να ήταν κατοπινό και
εξελιγμένο μοντέλο γιατί φαρδιά-πλατιά στο πλάι της υπήρχε το όνομα της μάρ- κας
της: ΤΙΤΑΝ.[Μέχρι πριν 20 χρόνια περίπου την έβλεπα σε ανοιχτό στεγασμένο
χώρο,εκεί που φτιάχτηκε το σημερινό Νηπιαγωγείο.]
Η αλωνιστική του
Σταμάτη Κόλλια εξυπηρετούσε όλα τα χωριά της περιοχής μας και όχι μό- νο.Έφτανε
ως τον Άγιο Θωμά,αν θυμάμαι καλά.Οι τόποι που λειτουργούσε ήταν δύο: Τα αλώνια των Αλεξαίων (λιμ ι
Αλέξιτ) και το μικρό άπλωμα δίπλα στο πηγάδι του Λέπουρη,ακριβώς πάνω στην
πρώτη στροφή στο δρόμο προς την παραλία Βαρνάβα.
Ήταν γιορτή τότε το αλώνισμα.Κάθε οικογένεια συγκέντρωνε
τις θημωνιές της και περίμενε την σει- ρά της.Άντρες,γυναίκες και παιδιά
μαζευόντουσαν γύρω από τη μπατόζα και συζητούσαν,έτρωγαν, έπιναν,έπαιζαν.Ήταν
μια αποθέωση του πανάρχαιου ελληνικού κοινοτισμού.Για τα παλληκαράκια ήταν και
κάτι παραπάνω.Αναλάμβαναν κάποιες δουλειές,από τις πολλές,της αλωνιστικής με
καλό μεροκάματο.Ήταν,κατά κάποιο τρόπο,η μύησή τους από την αθωότητα της
εφηβείας στην σκληρά- δα της αντρικής φάσης.Μετά το 1975,όλες οι διεργασίες,οικονομικές
και κοινωνικές,γύρω από το αλώνισμα και τη μπατόζα άρχισαν να ξεφτίζουν.Το κάθε
νοικοκυριό σταμάτησε να βγάζει σπιτικό αλεύρι,οι γυναίκες έπαψαν να ζυμώνουν καρβέλια και να τα πηγαίνουν με την
πινακωτή στο φούρ- νο.Τα χωράφια μένουν χέρσα και ακαλλιέργητα,αυτά τα λίγα που
δεν έχουν πουληθεί ακόμα.Ο Βαρνάβας και όλα τα χωριά γύρω μετατράπηκαν από
γεωργικές μονάδες σε οικιστική ζώνη.Οι και- ροί άλλαξαν...
Το ζωντανό χτες βυθίζεται στα νοσταλγικά πέπλα της
παράδοσης.Κάποιες φωτογραφίες και σκόρ- πιες αφηγήσεις,λαμπερές μνήμες,φωτίζουν
μια διπλανή εποχή μας που ήδη ξεθωριάζει σαν πολύ μακρινή.
Γιάννης Βασ. Πέππας
Δημ. Ν. Καλλιέρης,περιοδικό Λαμπηδόνα,τ. 30
(7-9/2003),σ. 17-20
Λαογραφικά τον Ασπροπύργου υλικός βίος
4. Το όργωμα (συνέχεια από το προηγούμενο)
Το
πρώτο όργωμα γινόταν κατά τον Νοέμβρη και χρησιμοποιόντουσαν δύο άλογα.Ο κρί- κος
της παλάντζας προσδενόταν σε υποδοχή πλησιέστερη στη γωνία της ορθογώνιας
πε- πλατυσμένης ράβδου της αποτελούμενης από ένα κάθετο και ένα οριζόντιο
τμήμα και προσαρμοσμένης στο μπροστινό άκρο του σταβαριού για να μη
δημιουργείται αυλάκι με μεγάλο εύρος και να αναδεύονται οι καλαμιές,τα
υπολείμματα μετά τον θερισμό και να θάφονται κάτω από το χώμα.Το διβόλισμα
γινόταν την άνοιξη (Απρίλιο) με ένα άλογο.Ο κρίκος του τραβηχτού προσδένονταν
δεξιότερα σε υποδοχή που απείχε περισσότερο από τη γωνία της ράβδου απ΄ ότι στο
πρώτο όργωμα,δίνοντας περισσότερο εύρος στο αυλάκι. Πριν τη σπορά καθάριζαν το
χωράφι από τυχόν αγκάθια που θα είχαν στο μεταξύ φυτρώ- σει.Και κατά τη σπορά το
όργωμα γινόταν με ένα άλογο.
Στα
περιβόλια τα λαχήδια αποτελούσαν πρόσθετη εργασία που ακολουθούσε μετά το όρ- γωμα,όπως μέχρι τώρα περιγράφτηκε.Ο τρόπος που σχηματίζονταν θα περιγραφεί στο
σχετικό κεφάλαιο.
5. Η σπορά
Τα χωράφια νότια του χωριού προς τη θάλασσα
χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κηπουρική (περιβόλια).Στην περιοχή αυτή
υπήρχαν επίσης αμπέλια και διάφορα καρποφόρα δένδρα.Στα βορει- νά από το χωριό,προς
τα βουνά,στα λεγόμενα ξωχώραφα καλλιεργήθηκαν δημητριακά.Στα ξωχώ- ραφα
εφαρμόζονταν η αμειψισπορά,κυρίως με βίκο,καθώς και η αγρανάπαυση.Στα
περιβόλια δεν ήταν κανόνας.Η καλλιέργεια αποτελούσε εξάρτηση της έκτασης.Στα
μικρής έκτασης περιβόλια επι- διώκετο να μη καλλιεργείται στο ίδιο χωράφι συνεχώς
το ίδιο είδος και ασφαλώς ήταν ευτύχημα αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
ξεκούραστο χωράφι που θα είχε μεγαλύτερη απόδοση.Υπήρχαν όμως και ιδιοκτήτες με
περισσότερα από ένα περιβόλια,καθώς και περιβόλια που η έκτασή τους ξεπερ- νούσε
εκείνη που χρειαζόταν για την καλλιέργεια των λαχανικών.Σ΄ αυτό το περίσσευμα
γης καλλι- εργούσαν και δημητριακά.Τα έλεγαν ποτιστικά,αφού δεν εξαρτιόντουσαν
από τη βροχή.Είχαν τη δυνατότητα να τα ποτίζουν με νερό από τα πηγάδια και να
τα σπέρνουν όψιμα.Προτιμούσαν να φυ- τεύουν στάρι μαυραγάνι κατά προτίμηση.Είχε
πάρει αυτό το όνομα από το μαύρο άγανο που είχε αυτό το είδος σταριού,τη
βελονοειδή απόφυση του σταχυού.
Οι περισσότερες οικογένειες έσπερναν τόσο
στάρι όσο χρειάζονταν για την ετήσια διατροφή τους σε ψωμί.Λίγοι ήσαν εκείνοι
που δημιουργούσαν περίσσευμα.Ο Πίρς περιγράφοντας την κατάσταση της αγροτικής
τάξης μετά την Παλιγγενεσία τονίζει ότι η καλλιέργεια της σίκαλης και της
βρώμης ήσαν άγνωστες,σε αντίθεση με τη διαδεδομένη καλλιέργεια του κριθαριού
και του σταριού.Σίκαλη (βρίζα) έσπερναν στον Ασπρόπυργο τόση,όση χρειαζόταν για
τα δεματικά με τα οποία έδεναν τα δε- μάτια.Με την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας
καλλιεργήθηκε βρώμη,την οποία θέριζαν πριν ωριμά- σει ο καρπός,καλαμπόκι που καλλιεργείτο στα περιβόλια και τα τελευταία χρόνια πριν την εγκατάλειψή της και
σόργο.Όλες αυτές οι καλλιέργειες για την αγελαδοτροφία και μόνο.Πάντα έσπερναν
κριθάρι.Το περισσότερο το θέριζαν σανό όταν δεν είχε ακόμα ωριμάσει το
στάχυ.Ήταν τροφή για το άλογο,όμως η γειτνίαση με το λεκανοπέδιο της Αθήνας
αποτελούσε κίνητρο για τη δημιουργία πε- ρισσεύματος και τη διάθεση στο
εμπόριο.Όσο για το κριθάρι,που άφηναν να ωριμάσει,αποτελούσε τροφή για το άλογο
και σπόρο για την επόμενη χρονιά.Στα χρόνια της κατοχής,στον Β΄
πόλεμο,χρη- σιμοποιήθηκε και για την κατασκευή ψωμιού,καθώς και το καλαμπόκι.
Ο γεωργός έπρεπε να αποφασίσει τι θα
σπείρει.πόσο στάρι,πόσο κριθάρι και σε ποιο από τα χω- ράφια
του.Αυτός ο προγραμματισμός ήταν απαραίτητος πριν αρχίσει η σπορά.
Είναι γνωστό στο πανελλήνιο ότι την ημέρα
του Σταυρού,14 Σεπτέμβρη,πηγαίνουν στις εκκλησίες τους σπόρους για να τους
ευλογήσουν.Στον Ασπρόπυργο πήγαιναν στην εκκλησία όχι μόνο στάρι, αλλά και κάθε
σπόρο που θα χρησιμοποιούσαν στα ξωχώραφα και στα περιβόλια.Όλα σε μια
πε- τσέτα τυλιγμένα,άσπρη συνήθως.Αρκούσε η ευλογία των σπόρων από τον παπά και
ήσαν άγνω- στες ή περιττές οι λοιπές λαϊκές δοξασίες που απαντούμε σε πολλά άλλα
μέρη της πατρίδας μας.
Σημειώνουμε ενδεικτικά:Στο Δρυμό της Μακεδονίας
έβαζαν μαζί με το στάρι βασιλικό,ροιά,σκόρ- δο,ασήμι με κάποια ιδιαίτερη σημασία
για το καθένα και δεν περιορίζονταν μόνο σ΄ αυτά.Στη Ρόδο ί- σχυε η
«αρκιχρονία».Κρεμούσαν στο μεσιά σακκούλι με στάρι,καρύδια,κρεμμύδι,σκόρδο,ρόδι,κεχρί, βαμπάκι,σταφύλι.Ακόμα τα τρία κεριά στη σκάφη
κ.ά.Στη Θράκη,στην Τήνο,στη Νάξο,άλλα έθι- μα.Στον Κλειστό της Ευρυτανίας
μεταξύ άλλων και καντζοστάχτη,στάχτη που είχαν μαζέψει το δω- δεκαήμερο.Στη
Χάλκη (Δωδεκάνησα) βάζαν στο στάρι κρεμμύδι.είναι όμως αξιοσημείωτο
ότι επι- στράτευαν ένα γέρο με πολλά παιδιά ν΄ αρχίσει τη σπορά.
Ο καιρός κουμαντάριζε τον χρόνο
της σποράς.Διάλεγαν να έχει το χωράφι ρόγο,την κατάλληλη υ- γρασία για να
φυτρώσει ο σπόρος.Στον Σκαραμαγκά (τοπωνύμιο) υπάρχει εκκλησία που γιορτάζει στην 21η Νοέμβρη.Εισόδια
της Θεοτόκου.Τώρα περικλείεται από τη ναυτική βάση.Οι χωρικοί τής εί- χαν δώσει
δικό τους όνομα.Παναγία η μισοσπορίτισσα.Γινόταν πανηγύρι και πήγαιναν με τις
σού- στες κάθε τέτοια ημέρα.Δεν ήταν τυχαία η ονομασία.Γιατί κάθε τέτοια ημέρα το
σπάρσιμο είχε αρκετά προχωρήσει,αλλά δεν είχε περατωθεί.
Ο γεωργός,όταν επρόκειτο να σπείρει,προετοιμαζόταν
από βραδύς.Αλέτρι,τραβηχτά,σβάρνα,σπό- ροι,νερό και ότι άλλο χρειαζούμενο όλα
έτοιμα για φόρτωμα.Το λυκαυγές τον έβρισκε στο χωράφι. Ξεφόρτωνε πρώτα τη
σούστα και μετά ξέζευε ή άλλαζε τη σειρά μισοξεφορτώνοντας πρώτα,αν έτσι τον
βόλευε.Αφαιρούσε από το άλογο τα περιττά χάμουρα (σαγή),το σαμαράκι και την
πισινέλα και άφηνε την κεφαλαριά για να οδηγεί το άλογο στο όργωμα και τη
λαιμαριά,όπου έδενε δυο αλυσίδες δεξιά κι αριστερά και μετά τις προσκολλούσε
στο τραβηχτό.Περνούσε τον χαλκά του τραβηχτού στο αλέτρι και ξεκινούσε να κόψει
την πρώτη σποριά.Χάραζε με το αλέτρι ένα πρώτο ορθογώνιο παραλ- ληλόγραμμο οριοθετώντας το με ένα αυλάκι.Η μακριά διάσταση,το μήκος,ήταν ανάλογο με το σχή- μα
του χωραφιού.Στο πλάτος της σποριάς έδινε ο γεωργός σημασία.Το περιόριζε
σύμφωνα με την εμπειρία του σε τόσο εύρος ώστε να είναι σίγουρος ότι κατά το
σπάρσιμο,η διασπορά του σπόρου να κάλυπτε ομοιόμορφα όλη την επιφάνεια της
σποράς.Ύστερα έδενε το άλογο στην πορτέλα της σούστας και μια ποδιά στη
μέση,κρατούσε με το ένα χέρι τις δυο ελεύθερες άκρες της ποδιάς και τη γέμιζε
με σπόρο.Μετά ξεκινούσε βαδίζοντας με σταθερό βηματισμό παράλληλα με το αυλάκι
της μεγαλύτερης διάστασης και με απόλυτο συγχρονισμό γέμιζε τη χούφτα του
ελεύθερου χεριού με σπόρο και την εκσφενδόνιζε δυο φορές μπροστά στην ευθεία
και μια φορά διαγώνια.Όταν είχε πλέ- ον καλύψει το σύνολο της σποριάς με σπόρο,την όργωνε.Για κάθε νέα σποριά επαναλαμβανόταν η ίδια εργασία.Ήταν πολύ επίπονη,γιατί διαρκούσε σχεδόν όλη την ημέρα με μόνη ανάπαυλα το λιτό προσφάγι και το
τάισμα του αλόγου.Αλλά δεν ήταν μόνο το ολοήμερο περπάτημα στο φρεσκο- οργωμένο
χώμα.Ήταν και η δύναμη που χρειαζόταν για να σηκώνει το αλέτρι κάθε φορά που
ξε- κινούσε ένα επί πλέον αυλάκι και να τοποθετεί το υνί στη σωστή θέση.
Η
όλη ροή της δουλειάς δεν τελείωνε με τη σπορά και το όρ- γωμα.Στο τέλος ακολουθούσε το σβάρνισμα.Άφηνε το αλέτρι και το τραβηχτό στην άκρη και προσκολλούσε
τις αλυσίδες στη σβάρνα.Καθώς πατούσε η σβάρνα,(πάνω στην οποία στε- κόταν όρθιος
ο γεωργός,κρατώντας τα ηνία του αλόγου κα- τευθύνοντάς το) το οργωμένο χωράφι
έστρωνε τα αυλάκια.Το χωράφι αποκτούσε στρωμένη,επίπεδη επιφάνεια και ο
σπό- ρος είχε καλυφθεί από το φρεσκοργωμένο χώμα.Ο ήλιος πή- γαινε να δύσει και ο
γεωργός έβαζε στο άλογο τα χάμουρα που είχε αφαιρέσει,έζευε τη σούστα,τη φόρτωνε
και έπαιρνε κατάκοπος τον δρόμο της επιστροφής.
Υπήρχαν διάφορες ποικιλίες σταριού.Πρώτα
ήταν μια ανθε- κτική ποικιλία σταριού.Γρεμενέ το έλεγαν οι
ντόπιοι.Στερούσε σε ποιότητα και σε απόδοση,ήταν όμως αρκετά ανθεκτικό στην
ανομβρία.Από το 1920 περίπου έφεραν μια ιταλική ποι- κιλία,τη μεντάνα,άλλοι
την έλεγαν μεϊντάνα και αμέσως μετά το μαυραγάνι.Μαύρο άγανο συναντούσες
και στον γρεμενέ, αλλά δεν ήταν η ίδια ποικιλία.Τα δύο αυτά είδη είχαν μεγαλύτερη
στρεμματική απόδοση,καλύτερη ποιότητα,ειδικότερα το δεύτερο που ήταν πλούσιο
σε σιμιγδάλι,αλλά τα προτιμούσαν ποτιστι- κά,γιατί τότε αυξανόταν η απόδοσή
τους και μπορούσε να είναι μικρότερος ο χρόνος απασχόλησης του χωραφιού,αφού
είχαν τη δυνατότητα να τα σπείρουν όψιμα.Μια ακόμα ποικιλία έγινε γνωστή που
είχε πολύ μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση.Ήταν στάρι μαλακό,το γνωστό
«νούμερο».Δεν καλλιεργήθηκε καθόλου στο Θριάσιο.Δεν συγκρινόταν ποιοτικά με το
μαυραγάνι και τη μεντάνα. Καλλιεργείται πολύ στη Βόρεια Ελλάδα.
6. Το θέρος
Το θέρος θα μπορούσε να διαιρεθεί σε χρονικές
περιόδους ανάλογα με το καλλιεργήσιμο είδος.Για τα σανά άρχιζε από τα τέλη του
Μάρτη,σημαντικός επίσης παράγοντας ήταν και ο καιρός.Πώς εί- χαν εξελιχθεί οι
κλιματολογικές συνθήκες.Αργότερα θέριζαν τα κριθάρια,όταν πλέον το στάχυ είχε
μεστώσει.Ακολουθούσαν τα στάρια που τα θέριζαν μέχρι και τον Ιούνιο.
Υπήρχε σχετικά με την πρωιμότητα
των δημητριακών κάποια χρονική διαφορά μεταξύ του Θρια- σίου και των
χωριών της Βοιωτίας.Το θέρος στον Ασπρόπυργο ήταν πιο πρώιμο.Έτσι δινόταν η
ευ- καιρία να μετακινηθούν εργάτες και εργάτριες από τα προσκείμενα χωριά της
Βοιωτίας,αφού το θέ- ρος στα δικά τους μέρη αργούσε να αρχίσει.Όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε ο
θερισμός,έπρεπε να φιλοξενηθούν.Σπάνια εργάζονταν όλη τη διάρκεια της
παραμονής τους στον ίδιο ιδιοκτήτη,αφού δεν είχαν όλοι οι γεωργοί να τους προσφέρουν
τόση δουλειά.Αλλά ρυθμιζόταν με ευχέρεια η κα- τανομή ανά ιδιοκτήτη,πού και πότε
θα εργάζονταν.Γιατί δεν έρχονταν μόνο μια χρονιά.έτσι κάθε χρόνο και
αφού είχε προηγηθεί κάποια επικοινωνία γνώριζαν,όταν ξεκινούσαν από τα χωριά
τους πού θα εργασθούν και σε ποια σπίτια θα φιλοξενηθούν.Δεν ήταν επίσης
λίγες οι περιπτώσεις που ανεξάρτητα από τον χρόνο απασχόλησης σε
διαφορετικούς ιδιοκτήτες,παρέμεναν φιλοξενούμενοι στις οικογένειες που είχαν
δημιουργηθεί πιο στέρεες ανθρώπινες σχέσεις.
Για
το θέρος ξεκινούσαν οι σούστες πριν το χάραμα φορτωμένες με την εργατιά,με
δρεπάνια, νερό,ταγάρια με το φαγητό.Φθάνοντας στο χωράφι έπαιρναν θέση σε
παράταξη.Ειδικές ικανότητες έπρεπε να είχε ο πρώτος από δεξιά της
παράταξης.Αυτός καθόριζε το εύρος της παράταξης των θε- ριστών.Το δεξιό του τμήμα
ήταν ακόμα αθέριστο και έπρεπε να τηρεί την ευθυγραμμία.Συζητώντας με
μεγαλύτερο σε ηλικία συγγενικό μου πρόσωπο άκουσα να λέει ότι εμείς είχαμε στο
δικό μας θέ- ρος γι΄ αυτή τη δουλειά τον μπάρμπα-Σπύρο,η θεια μας την
Κατερίνα.Πολύ ικανοί και οι δύο τους.Τα πρόσωπα μού ήταν γνωστά,ξαφνιάστηκα
μαθαίνοντας αυτή τους την ικανότητα,πιο πολύ όμως ξαφνιάστηκα όταν άκουσα να
τους αποκαλεί «εργοδότες».Γνωρίζοντας τι σημαίνει εργοδότης από- ρησα και προς
στιγμή σκέφτηκα μήπως λόγω ηλικίας βρισκόταν σε κάποια σύγχυση.Μήπως ήθελε να
πει εργοδηγός;Αργότερα άρχισα να βασανίζω τη λέξη και να βασανίζομαι απ΄ αυτή
και τελικά δεν τη βρήκα παράλογη.Εργοδότης.Όχι φυσικά εκείνος που παρέχει
εξαρτημένη εργασία,αλλά ε- κείνος που δίνει που καθορίζει το συγκεκριμένο
έργο,από εδώ μέχρι εκεί.Σ΄ αυτό το εύρος σου καθορίζω να εργασθείς.Μια δεύτερη
παρατήρηση από τη συζήτηση προέκυψε για τη θέση που έπρεπε να πάρουν στην
παράταξη οι αριστερόχειρες,αφού είχε προσωπική πείρα.Έπαιρνε πάντα ακραία
αρι- στερή θέση να έχει πάντα δεξιά του τον οποιοδήποτε δεξιόχειρα,γιατί αν τον
είχε αριστερά του θα μπορούσαν να τυλίγονται τα δρεπάνια.
Υπήρχε συναγωνισμός μεταξύ των θεριστών,χωρίς φυσικά να τον επιδιώκουν.Εάν θα προχωρού- σε κάποιος σε βάθος αφήνοντας
τους άλλους πίσω,θα έσπαγε η ευθυγραμμία της παράταξης.Έτσι προσπαθούσαν να
προχωρούν ομοιόμορφα κι αν υπήρχε διαφορά δυνατοτήτων μεταξύ των θερι- στών,ο
ικανότερος μπορούσε να αυξήσει το εύρος που τού αναλογούσε.
Ό,τι έπιανε με το χέρι ο θεριστής,το θέριζε
με το δρεπάνι,το τύλιγε με το καλάμι από ένα στάχυ, ξαναχούφτωνε μέχρι που
σχημάτιζε ένα χερόβολο και κάνοντας λίγα βήματα πίσω το εναπόθετε χιαστί,σταυρωτά,στο
σωρό με τα χερόβολα που είχαν τοποθετήσει οι διπλανοί του,ανά δύο συνή- θως.αυτοί
οι σωροί με τα χερόβολα αποτελούσαν το δεμάτι.
Το δέσιμο των δεματιών δεν γινόταν την ίδια
ημέρα.Έμεναν κάποιες ημέρες άδετοι οι σωροί με τα χειρόβολα.Έφτιαχναν στα
σπίτια τα δεματικά από πρόσφατα θερισμένη βρίζα,που την έβρεχαν για να γίνει
πιο εύκαμπτο το καλάμι της.Έπαιρναν κάποια καλάμια βρίζας με το ένα χέρι κι
άλλα τόσα με το άλλο και τα έπλεκαν κοτσίδα σχηματίζοντας μ΄ αυτό τον τρόπο το
δεματικό.Το δέσιμο των δεματικών δεν ήταν απλά ανδρική δουλειά.Ήταν επίπονη
και χρειαζόταν μυϊκή δύναμη.Άπλωμα του δεματικού και απίθωμα δύο σωρών με χερόβολα πάνω στο δεματικό.Αυτήν τη δουλειά μπο- ρούσε να την κάνει και κάποιος
δεύτερος που τυχόν θα συνόδευε τον δέτη.Η πιο δύσκολη δουλειά ήταν αυτή που
ακολουθούσε.Άρπαζε ο δέτης τις άκρες του δεματικού.Πατούσε με το γόνατο τα
χε- ρόβολα και έσφιγγε με δύναμη το δεματικό,του έστριβε τις άκρες και τις έχωνε
στο δεματικό που έ- σφιγγε σαν βραχιόλι το διαμορφωμένο δεμάτι.Δεν ήσαν λίγοι
εκείνοι που στη μικρή μας κοινωνία είχαν ξεχωρίσει και είχαν γίνει γνωστοί για
το μεγάλο αριθμό δεματιών που μπορούσαν να δέσουν μέσα σε μια ημέρα.
Από το χωράφι τα σανά μεταφέρονταν στις
αποθήκες,ενώ τα κριθάρια και τα στάρια σε χώρους που είχαν προσδιορίσει ότι θα
αλωνίσουν οι αλωνιστικές μηχανές.Ήδη από το 1920 περίπου ο Ασ- πρόπυργος απόκτησε
την πρώτη αλωνιστική μηχανή και λίγα χρόνια μετά δεύτερη.
Τα δεμάτια δεν τα
φόρτωναν στη σούστα τυχαία.Σχημάτιζαν καλοτοποθετημένες ντάνες απα- ραίτητες για
την ευστάθεια του φορτίου,αλλά και για να υπάρχει η δυνατότητα να πάρουν αρκετό
ύψος και να φορτωθούν όσο ήταν μπορετό περισσότερα δεμάτια.Γέμιζαν το
κασόνι,την ποδιά,την πορτέλα και
με τη χρήση μιας σχάρας τετράγωνης από τέσσερα ενωμένα στις άκρες καδρόνια που
είχε τοποθετήσει πάνω στη σούστα,το φορτίο ανέβαινε σε τρεις ντάνες βάζοντας
πρώτα μια στρώση με δεμάτια στη δεξιά και την αριστερή ντάνα και ύστερα στη
μεσαία,τα άκρα του κάθε δεματιού της οποίας πατούσαν τα εσωτερικά άκρα της κάθε
εξωτερικής ντάνας αυξάνοντας την ευστάθεια.Όταν έφθανε το φόρτωμα σε αρκετό
ύψους πετούσαν ψηλά τα δεμάτια,πολλές φορές αφού πρώτα τα κάρφωναν με
πηρούνι,στον άνθρωπο,που ανεβασμένος εκεί ψηλά τα στοίβαζε,για να μπορεί να τα
πιά- νει και να τα τοποθετεί.Στο τέλος έριχναν σχοινιά και έδεναν το φορτίο
εκμεταλλευόμενοι ακόμα και τις σιδερένιες σκάλες της σούστας που χρησίμευαν
για να πατούν με το πόδι και χρησιμοποι- ώντας και τα χέρια να ανεβαίνουν σ΄
αυτή.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν περιγράφαμε με
λίγα λόγια την ειδυλλιακή εικόνα που μας δείχνει πώς έφθανε στο τέλος μια
ημέρα θέρους.Όλη η εργατιά,άνδρες και γυναίκες,ανέβαιναν στις σού- στες και
ξεκινούσαν.Ήταν σχεδόν πάντα σούρουπο.Στους δρόμους του κάμπου συνέρρεαν όλοι,λες και είχαν συμφωνήσει να ανταμώσουν.Η κόπωση της ημέρας δεν είχε εξαλείψει τη
διάθεση για τραγούδι.Έτσι,όσο διαρκούσε η επιστροφή,με ισοκράτη τον τροχασμό
των αλόγων,ο κάμπος αντι- λαλούσε από τραγούδια πολλές φορές με στίχους
αυτοσχέδιους που εκφράζανε ενδόμυχες επιθυμί- ες ή και υπαινικτικούς για να
σατυρίσουν κάποιες γνωστές στη μικρή κοινωνία του χωριού καταστάσεις.
Σπάνια παλιά
φωτογραφία κατά τη διάρκεια του «θέρους».
Μόλις
έχει τελειώσει μια ημέρα θέρους.
Λαϊκό τραγούδι τραγούδι του θέρους:
(συμπληρωματική προσθήκη)
Το κατέγραψα σε λαογραφική έρευνά μου το 1986 στο χωριό μου,τον Βαρνάβα Αττικής.Συνηθι-ζόταν εκεί,σίγουρα την μεταπολεμική περίοδο,αλλά πιθανότατα έχει βαθύτερες ρίζες στο χρόνο. Λογικά,θα ήταν οικείο και στα γύρω χωριά,αφού όλη η περιοχή διέθετε μία κοινωνική ταυτότη-τα.Τραγουδιόταν από τους θεριστάδες (άντρες και γυναίκες) με μια φωνή,χωρίς απαιτήσεις εκτε-λεστικής αρτιότητας και με ανάλαφρο ύφος.Τώρα,βέβαια,πώς κατάφερνε η ομάδα των εργατών, μέσα στο λιοπύρι,να βρίσκει ανέμελο τόνο και να ξεπερνά τον κάματο με χαρωπό τραγούδι,έχει να κάνει με άλλες ποιότητες συλλογικότητας και με ιδεολογία καθημερινότητας που φαντάζει απλη-σίαστα ξένη σήμερα.
Στο περιεχόμενο του τραγουδιού (τέσσερα δίστιχα) συναντάμε δύο γνώριμα μοτίβα της παλιάς κοινοτικής ζωής: α) την νεαρή δασκάλα,μόνιμη αφορμή για σκαμπρόζικους υπαινιγμούς και β) το τιμωριτικό κούρεμα της γυναίκας,πρακτική που μας παραπέμπει σε αρχαιοελληνικά (ή και αρ-χέγονα) ήθη.
1.Είμαστε ορκισμένα,τα καημένα (δις)
Πέντ΄ έξι,οκτώ παιδιά,κυρά δασκάλα.
2.Να πάρουμε τη δασκάλα,τη δασκάλα
Να την
πάμε στα νησιά,κυρά δασκάλα.
3.Κι η
βάρκα περιμένει,περιμένει
Να την πάνε
στα νησιά,κυρά δασκάλα.
4.Μα [ή Κι] ΄κείνη δεν το ΄δέχθη δεν το ΄δέχθη
Και της ΄κόψαν
τα μαλλιά κυρά δασκάλα.
Μπατόζα (ή Πατόζα) στα Φιλιατρά Μεσσηνίας.Καλοκαίρι 2020.
Γιάννης Βασ. Πέππας,Φιλόλογος