Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Οι Γερμανοί [;] καίνε το Κορωπί 9.10.1944

Οι Γερμανοί πυρπολούν το Κορωπί

Facebook,Αρβανίτες. Από ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΠΠΑΣ, Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 2013 στις 5:12 μ.μ.
ΚΟΡΩΠΙ 9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944: ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ 45 ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Γράφει ο Θωμάς Σ. Πρόφης(*)

Το μνημείο στο Κορωπί
για τη μαύρη μέρα του 1944
Κανείς άλλος λαός δεν έχει στην Ιστορία του τόσες πολλές κακές ή καλές περιόδους ζωής απ’ όσες εμείς οι Έλληνες έχουμε. Ωστόσο η πείρα που έχει αποκτηθεί απ’ όλες αυτές τις, έτσι ή αλλιώς, περιόδους δεν έχει γίνει εμπειρία. Χρόνια τώρα αρνιόμαστε να μάθουμε τι είναι πολιτική, τι κοινωνία και τι ζωή. Έχουμε καταντήσει πολιτικά άπειροι, παρά τα τεράστια ιστορικά μας βιώματα. Και φτάνουμε να δεχόμαστε και να καταδεχόμαστε τις χειρότερες μεθοδεύσεις για τη ζωή μας, χειροκροτώντας και επικροτώντας ή και επιπόλαια αντιδρώντας σε συναφείς «προτάσεις». Και στεκόμαστε σε άνευ σημασίας λεπτομέρειες, την ίδια ώρα που τεκταίνονται τα χείριστα. Και τα χείριστα διογκώνονται εκκινώντας απ’ το παρελθόν και φτάνοντας στις μέρες μας.
Στις 9 Οκτωβρίου είναι η επέτειος της Τραγωδίας του Κορωπίου (8-9 Οκτωβρίου 1944). Μιας Τραγωδίας που την συγκροτούν 45 (κατ’ άλλους 47) δολοφονημένοι άμαχοι και η λεηλασία και πυρπόληση 400 περίπου οικιών, καταστημάτων κλπ. Και θα ακουστούν πάλι τα συνήθη τετριμμένα που επί σχεδόν 70 χρόνια ακούγονται απ’ όλους αυτούς που έχουν συμφέρον ν’ ακούγονται έτσι. Θα μας πουν και πάλι πως «αποχωρούντες του Κορωπίου Γερμανοί έπεσαν σε ενέδρα ΕΛΑΣιτών στην έξοδο του χωριού» κι εξ αυτού του γεγονότος επέστρεψαν την επόμενη μέρα εφαρμόζοντας αντίποινα σκοτώνοντας αμάχους και πυρπολώντας καταστρέφοντας ολοσχερώς κάπου 400 σπίτια και καταστήματα αφού προηγουμένως τα είχαν λεηλατήσει.
Ουδείς φέρνει αντίρρηση για το ότι 45 ή 47 άμαχοι σκοτώθηκαν.
Ουδείς αρνείται ότι πυρπολήθηκαν 400 σπίτια και καταστήματα, ανάμεσα στα οποία ΟΛΑ τα Συμβολαιογραφεία, το Υποθηκοφυλάκειο και τα γραφεία της Κοινότητας.
Ουδείς αμφισβητεί ότι σε πλείστες των περιπτώσεων υπήρξε λεηλασία, κοινώς ξάφρισμα, σπιτιών και καταστημάτων.
Τι αμφισβητείται; Η ταυτότητα των θυτών.
Η βολική λύση είναι: «οι Γερμανοί», που προηγουμένως προκλήθηκαν από ενεδρεύοντες (;) ΕΛΑΣίτες.
Ουδείς, φυσικά, στο χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά είχε την πολυτέλεια να σκεφτεί και να διερευνήσει αυτά που κάποιοι του έλεγαν: Ο θρήνος για τους νεκρούς, η θλίψη αλλά και η απόγνωση για την απώλεια των κόπων και των περιουσιών μιας ζωής δεν άφηνε περιθώρια για διερευνήσεις και άλλες παρόμοιες σκέψεις. Κι αυτό το γνώριζαν οι «επικοινωνιολόγοι» της εποχής, αυτοί που τα διέδιδαν. Και δεν ήταν άλλοι από  Έλληνες δωσίλογους, γερμανούς (απ’ όσους, ελάχιστους, είχαν παραμείνει αλλά και πολλούς της γερμανικής αντικατασκοπείας που έφυγαν –αν έφυγαν ποτέ- πολύ αργότερα)(1) κυρίως, όμως, Εγγλέζους(2)που απ’ την επόμενη σχεδόν ημέρα της επισυμβάσας τραγωδίας κατέφτασαν στο κατεστραμμένο Κορωπί, ρωτώντας να μάθουν το «πώς» και «τι», όπως διηγείται ο αείμνηστος Θανάσης Σοφρώνης στα αδημοσίευτα απομνημονεύματά του. Δεν ρωτούσαν «γιατί», επειδή «αυτό» ήταν δεδομένο κι είχαν φροντίσει άλλοι να το διαδώσουν και επιβάλλουν.
Σήμερα, ωστόσο, έχουμε την πολυτέλεια της χρονικής απόστασης από τα γεγονότα αυτά και μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε, στη διαδικασία διερεύνησής τους, ψυχρά και στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Έτσι εύκολα μπορούμε, κατ’ αρχή, ν’ αναρωτηθούμε:
Α) Για ποιάν ενέδρα των ΕΛΑΣιτών μιλάμε, όταν είναι γνωστό πως οι πολλοί, πράγματι, ΕΛΑΣίτες, την ώρα που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί (απόγευμα Κυριακής 8-10-1944), πραγματοποιούσαν παρέλαση στον κεντρικό δρόμο του Κορωπίου; Ενέδρα είχαν στήσει ή παρελαύνανε;
Β) Πώς είναι δυνατόν να έχει «στηθεί ενέδρα» απ’ τους ΕΛΑΣίτες και, την ίδια στιγμή, οι πολίτες του Κορωπίου να κάνουν τον Κυριακάτικο περίπατό τους αμέριμνοι και ήρεμοι μέχρι που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί;
Γ) Ποιοι είναι αυτοί που ξαφνικά εμφανίστηκαν με τρία φορτηγά, γεμάτα με στρατιώτες που έφεραν «γερμανικά κράνη»; Και
Δ) Γιατί πολλοί συμβούλευαν να μη γραφτεί, σήμερα, «κάτι» γι’ αυτήν την περίοδο της Κατοχής δοθέντος ότι ακόμα … ζούν πολλοί απ’ αυτούς;
Για να έλθουμε, με την ηρεμία που μας δίνει η απόσταση του χρόνου αλλά και την αντικειμενικότητα που προσφέρει η αναδίφηση των αρχείων, στο σήμερα και να ανακαλύψουμε ότι:
Α) Αυτοί που εμφανίστηκαν στο Κορωπί δεν ήταν Γερμανοί αλλά γερμανοντυμένοι Έλληνες. Που
Β) Κινούμενοι από την Παιανία «εν μέσω αμπελώνων και καροποιήτων οδών» με οδηγό κάποιον Αποστόλου (εκ Παιανίας) έφτασαν στο Κορωπί.
Γ) Στην έξοδο του οποίου «το τρίτο αυτοκίνητο (εκ των τριών στα οποία επέβαιναν) δέχθηκε πυρά από ΕΛΑΣίτη φρουρό», τα οποία οι επιβαίνοντες ανταπέδωσαν.
Χρειάζεται όμως και η αιτία: Τι γύρευαν, ακολουθώντας αυτήν την μέσω Κορωπίου πορεία;
Η διαταγή του στρατιωτικού διοικητή, Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου, με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 1944, είναι ξεκάθαρη: «Εκκαθάριση του χωρίου από ΕΑΜίτας και ΕΛΑΣίτας εν ανάγκη δια των όπλων». Κι αυτό στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει: Αν δεν τους τρομάξει η πολυπληθής παρουσία σας (3 έμφορτα προσωπικού φορτηγά), βαράτε στο ψαχνό (εν ανάγκη …).
Όταν, συνεπώς, υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία που αποκαλύπτουν την ταυτότητα των δραστών γιατί εξακολουθούν να επιμένουν –όσοι επιμένουν- στο παραμύθι των φευγόντων Γερμανών; Και γιατί μέχρι σήμερα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί στοιχεία που να αναιρούν τα παραπάνω αλλά και να στοιχειοθετούν την «άλλη» άποψη;
Όταν κατατίθενται στοιχεία και ντοκουμέντα δεν μιλάμε για άποψη αλλά για θέση. Μέχρι να ανατραπεί ή να συμπληρωθεί από κάποια άλλα στοιχεία και ντοκουμέντα.

Τα όσα διαδραματίζονται στη χώρα μας σήμερα δεν είναι αποκομμένα από την ιστορική μας μνήμη. Η μνήμη στους  λαούς δεν μπορεί να είναι καταγραφή απλώς απολιθωμένων γεγονότων, αλλά η κριτική πορεία μέσα απ’ αυτά. Ό,τι δεν αναλύεται, πεθαίνει. Ούτε, ακόμα, η μνήμη μπορεί να λειτουργεί ως μνησικακία, που συντηρεί την εκδίκηση. Ούτε καταλογογράφηση, που αχρηστεύει τον νου. Ούτε φιλολογική αναφορά, που συντηρεί λείψανα. Ούτε, τέλος, σε εθνική λογόρροια, που οδηγεί στην αυτάρεσκη απραγία.
Ένας λαός έχει μνήμη όταν διαθέτει συλλογικό κριτικό νου αλλά, ταυτόχρονα, και μιαν έγερση πάνω από την ιστορία που θα του επιτρέψει τη διύλιση, την αξιολόγηση και την κατάταξη των γεγονότων, των πραγματικών περιστατικών. Τίποτα δεν μπορεί να έχει σημασία από το παρελθόν, αν το εκλάβουμε ως δεδομένο. Αν, όμως, το δούμε μέσα στις συναρτήσεις που το γέννησαν, τότε προσλαμβάνει τη σημασία του, αποκαθηλώνεται και δηλώνει τη χρησιμότητά του, την αποδοκιμασία του, την καταδίκη του ή (και) την αποφυγή του.
Αυτήν την κριτική μνήμη πρέπει να αναπτύξουμε. Γιατί μόνον ο λαός που φροντίζει να διατηρεί τις μνήμες του και να είναι ώριμος -χωρίς να περιμένει να τον … ωριμάσουν οι γύψοι των καθεστώτων- μπορεί να ελπίζει και να κοιτάζει μπροστά. Διαφορετικά η εξουσία αποκτά τόση σκληρότητα που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν ο λαός στέκεται απέναντί της «εν λευκώ» και άκριτα.

(1)     «Η Ειδική Ασφάλεια (πιθανόν ο σκληρότερος πυρήνας της μεταξικής δικτατορίας) βρισκόταν σε επαφή με την Abwehr Gruppe IM και Gruppe IH», μας πληροφορεί ο ιστορικός Παναγιώτης Δημητράκης, στο βιβλίο του «Οι Γερμανικές Μυστικές Υπηρεσίες στην Ελλάδα (1937-1945)», σελ. 91, έκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2009. Μας ενημερώνει επίσης πως «Οι γερμανικές Μυστικές Υπηρεσίες επεδίωξαν άμεσα συνεργασία με Έλληνες καταδότες και δωσίλογους […] για τη διασπορά φιλοναζιστικής, αντισυμμαχικής και αντικομμουνιστικής προπαγάνδας», σελ 92. Συστάθηκαν έτσι κάποιες μονάδες που έκαναν αυτήν ακριβώς τη δουλειά, που «μόνο στην Αττική υπήρχαν εκατόν εξήντα μία …», σελ.93. Ο δε Δημοσθένης Κούκουνας γράφει ότι «Αυτές οι ιδιότυπες μονάδες […] έδρασαν μέχρι τέλους στην Αθήνα» Δημοσθένης Κούκουνας, «Ιστορία της Κατοχής», τεύχος 17ο, σελ 16, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2013. Επίσης μας πληροφορεί ότι είχαν δημιουργηθεί «κατασκοπευτικά δίκτυα», τέσσερα(4) εκ των οποίων «αφέθηκαν να λειτουργούν στην Αττική την επομένη της Απελευθέρωσης. Το ένα είχε αρχηγό έναν Έλληνα ιερέα, το δεύτερο μια γυναίκα με ελληνικό όνομα, το τρίτο έναν απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού, το όνομα του οποίου δεν αποκαλύφθηκε ποτέ και το τέταρτο έναν έμπειρο Έλληνα αρχιπράκτορα της Αμπβέρ», Δημοσθένης Κούκουνας, στο ίδιο ως ανωτ., σελ.28.
(2)     «Το βράδυ της 8ης προς την 9η Οκτωβρίου η ομάδα του αντισυνταγματάρχη Σέπαρντ της SOE είχε μυστική συνάντηση με τον αξιωματικό φον Βούρμαν, το αντιπρόσωπο του Φέλμυ», Παναγιώτης Δημητράκης, «Οι Γερμανικές Μυστικές Υπηρεσίες στην Ελλάδα (1937-1945)», σελ. 193, έκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ, Αθήνα 2009.

(*) Είναι ταξχος (ΠΑ) ε.α., ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Το ψωμί στους Αρβανίτες

Το ψωμί στους Αρβανίτες

   Οι αρβανίτισσες νοικοκυρές φρόντιζαν να μην λείπει ποτέ το ψωμί από τα σπίτια τους.Ζύμωναν δύο με τρεις φορές την εβ-δομάδα από πέντε τουλάχιστον ψωμιά με σταρένιο αλεύρι. Χρησιμοποιούσαν προζύμι και μέχρι «να ανέβουν» τα ψωμιά, τα τοποθετούσαν στην πινακωτή σε καθαρές υφαντές πετσέ-τες,τις μεσάλες,και αφού έκαιγαν καλά τον φούρνο,τα «έρι-χναν» με το φουρνόξυλο για να ψηθούν.Έφτιαχναν και ένα μικρό ψωμί την προπύρα,που ψηνόταν πρώτο και ζεστό όπως ήταν το πήγαιναν στους ηλικιωμένους γονεις,όπως και μικρά κουλούρια για τα παιδιά του σπιτιού.Πάντα κρατούσαν λίγο ζυμάρι και με αυτό έφτιαχναν τηγανόπιτες σε καυτό λάδι που τις έτρωγαν με πετιμέζι ή πρόσθεταν λίγο τυρί και λάδι και έφτιαχναν τυρόψωμο.
   Το πρώτο προζύμι πιάνονταν πάντα με τον αγιασμένο βασιλικό του Σταυρού,τον Σεπτέμβριο. Βουτούσαν τον βασιλικό σε χλιαρό νερό.Σε ένα πήλινο δοχείο με ένα κουτάλι ανακάτευαν μια χούφτα αλεύρι,λίγο αλάτι και το ευωδιαστό νερό.Τον χυλό που γινόταν τον σταύρωναν με τον βα-σιλικό τρεις φορές,σχημάτιζαν το σχήμα του σταυρού με τα κλωνάρια του βασιλικού και τον σκέπαζαν με υφαντή πετσέτα.Όση ώρα τα έκαναν αυτά,έψαλαν το απολυτίκιο της ημέρας.Παλιές Αρβανίτισσες με ήθος και σεβασμό στην παράδοση! Σ΄ όλες τις χαρές και στις λύπες έκαναν ψωμιά διαφορετικά «κεντημένα» κάθε φορά.Στους γάμους πρόσφεραν στον γαμπρό και στην νύφη κεντη-μένη κουλούρα με σύμβολα ευγονίας,την κουλούρα του γάμου,ενώ στους συγγενείς πρόσφεραν μικρές κουλούρες κεντημένες και αλειμμένες με μέλι.Το Πάσχα οι πεθερές έστελναν στις αρρα-βωνιασμένες νύφες τους την κοσόνα,το τσουρέκι της Λαμπρής δηλαδή,με το κόκκινο αυγό.Το ίδιο και οι νονές στα βαφτιστήρια τους.Ποτέ δεν ξεχνούσαν και το χρέος τους προς τον Θεό.Έφτιαχναν πρόσφορα και αρτοκλασίες για την υγεία της οικογένειας τους.Τέλος,πάντα θυμόνταν και τους κεκοιμισμένους ανθρώπους τους.Στα μνημόσυνα πρόσφεραν κουλούρια όπου έβαζαν απάνω σφρα-γίδα με σταυρό.
Ετυμολογία
   Το ψωμί (αρχ. άρτος) είναι βασικό είδος τροφίμου με ιδιαίτερη θρεπτική αξία.Ανήκει στην παρα-δοσιακή διατροφή,ιδιαίτερα αυτής των φτωχών.Το ψωμί είναι η βασική τροφή στην Ευρώπη,αλλά και στους πολιτισμούς της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής (όπου έχει σχήμα πίτας) και της Βόρειας Αφρικής,σε αντίθεση με την ανατολική Ασία, όπου η βασική τροφή είναι το ρύζι. Γνωστό και ως «η ουσία της ζωής»,το ψωμί παρασκευάζεται εδώ και 30.000 χρόνια. Θεωρείται η πλέον πλήρης και φτηνή τροφή και θεωρείται βασικό βοηθητικό τρόφιμο σε περιόδους ακραίας διατροφικής ένδειας.
   Η λέξη στην αρχαιότητα: ο ψωμός (του ψωμού) [άλλον δε ποτε των συνδείπνων ιδών επί τω ενί ψωμώ πλειόνων όψων γευόμενον … έφη, Ξεν. Απομν. 3.14.5. – εοικέναι αυτούς τοις παιδίοις,ά τον ψωμόν δέχεται μεν,κλαίοντα δε, Αριστ. Ρητ. 3.4.3.] σήμαινε,για την ακρίβεια,όχι ολόκληρο καρβέλι, αλλά κομμάτι του και ονομάστηκε έτσι επειδή τριβόταν,εύκολα δημιουργούνταν ψίχουλα,από το ρήμα ψώω=τρίβω.Από αυτό το ρήμα προέρχεται και το κύριο όνομα Ψωφίδα που δήλωνε περιοχή (κατ΄ επέκταση και τον εκεί αναπτυγμένο οικισμό) παραγωγής άμμου.Οι πιο γνωστές Ψωφίδες της αρχαιότητας βρίσκονταν στην Αρκαδία και την Αττική,η δεύτερη εκεί που είναι σήμερα το χωριό Κάλαμος,μάλιστα δεν είναι ξεκάθαρο αν το Αμφιαράειον (Αμφιάρειον) υπαγόταν στον δήμο του Ωρωπού ή αυτόν της Ψωφίδας.
   Στα μεσαιωνικά χρόνια ο ψωμός μετατράπηκε σε ουδέτερο: το ψωμίον > ψωμίν,απ΄ όπου και το σημερινό ψωμί.
Βυζαντινή μπρούτζινη σφραγίδα αρτοποιείου. Επιγραφή: ΠΡΟΚΛΟΥ. 7ος-8ος αιώνας.

   Το ψωμί από κριθάρι ονομαζόταν μάζα,ενώ από στάρι άρτος [άρτος τρισκοπάνιστος,Βατραχομ. 35].Παραδόξως τα λεξικά της αρχαίας αδυνατούν να ετυμολογήσουν τον άρτον,ως αμφιβόλου ρίζας! Η ρίζα αρτ- απ΄ την οποία παράγονται πλήθος ονομάτων και ρημάτων,και για τον άρτο (αρτίχρι-στος,αρτοδαισία,αρτοκλασία,αρτοζήτης,αρτοπωλία,αρτοσπογγίτης,αρτοστροφέω,αρτοκοπέω κ.λπ.), δηλώνει πληρότητα,ολοκλήρωση,συμπλήρωση,κατάρτιση,ωφελιμότητα,αίσθηση υγείας,αλλά και χρονικά το: μόλις τώρα,μόλις πριν λίγο (άρτι).Δηλαδή,η ρίζα εκφράζει,ευθέως ή μεταφορικώς,την έν-νοια της εκπλήρωσης του βασικού,της ακεραιότητας,της κάλυψης του οφειλόμενου,της μεστότη-τας και της τελείωσης.Το ρήμα: αρτιόω = περαίνω τι,περατώ,φέρω εις πέρας,συμπληρώ,τελειώνω.Ο άρτος,επομένως,ονομάστηκε έτσι,επειδή διατροφικά πληρούσε  τις κύριες ανάγκες.Ήταν και παρα-μένει,έστω και με υποκατάστατά του,κύρια πηγή ενέργειας,αναντικατάστατη τροφή και απαραίτη-το υλικό στο τραπέζι του φαγητού.Η άρτια διατροφή προϋπόθετε/προϋποθέτει τον άρτο! Υπάρ-χουν μάλιστα,προς απόδειξη της σπουδαιότητας του ψωμιού/άρτου,παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις που όχι μόνο το εξισώνουν/ταυτίζουν με την έννοια της τροφής,αλλά και με την ίδια τη ζωή! (Δου-λεύει για να βγάλει το ψωμί του – Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι – Δεν έχω ψωμί να φάω – Τελείωσαν τα ψωμιά του κ.λπ.)
   Το ψωμί στα αρβανίτικα λεγόταν μπουκ,λέξη με καμία προφανή φωνητική/ ηχητική σχέση με τα ψωμός, μάζα, άρτος, αλλά απολύτως ταυτιζόμενη εννοιολογικά με τον άρτο.Ας το δούμε:
   Αφαιρώντας την συνήθη κατάληξη ονομάτων –κ στα αρβανίτικα,μας μένει το θέμα μπου- ,που δεν είναι παρά  το βου- με την γνωστή τραχύτητα/εκτράχυνση των αρβανίτικων.Με την ρίζα βου- είχα εκτεταμένα κι αναλυτικά ασχοληθεί στην εργασία μου: Μπούας (διαβάστε την πατώντας εδώ).Μεταφέρω εδώ το τμήμα που είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε γιατί οι αρβανιτόφωνοι Ηπει-ρώτες Έλληνες βάφτισαν το ψωμί βου-κ μπου-κ :

   Το όνομα βους δεν αποδιδόταν μόνο στο γνωστό ζώο,αλλά ίσως και από τον όγκο,το εκτόπισμα και την επιβολή αυτού του ζώου είχε πάρει τον χαρακτηρισμό του εξέχοντος,του πρωτεύοντος,του ηγεμονικού.Δεν αποκλείεται,βέβαια,να συνέβη το αντίθετο: το ουσιαστικό βους (με τα κυριαρχικά σημασιολογικά συστατικά του) να ονομάτισε το ζώο κατ΄ αναλογί-αν.Εκτιμώ ως ισχυρότερο και βάσιμο το δεύτερο.Στα αρχαία κείμενα,αν δεν αναφέρεται το γένος του ζώου,θεωρείται ότι μιλάμε για το θηλυκό (η βους= αγελάδα).Έτσι,συχνά ο Όμη-ρος προς δήλωση του αρσενικού βοός προσθέτει λέξη (ταύρος  βους Ιλ. Ρ 389 ή βους άρσην).Απ΄ τον Όμηρο πάλι παίρνουμε πληροφορίες για τα χρόνια εκείνα σημαντικές για τους βόες και αποδεικτικές του γιατί τους δόθηκε αυτό το επιβλητικό όνομα.Χρησίμευαν λοιπόν ως μέτρο εκτίμησης και αποτίμησης (λέβητ΄ άπυρον,βοός άξιον Ιλ. Φ 885. Κάποια νύμφη λαμβάνει ως μερίδιο [προίκα;] εκατό βους Ιλ. Λ 211. Βλέπε και τα σχετικά επίθετα: τεσσεράβοιος [=ισάξιος με τέσσερα βόδια], εννεάβοιος [=ισάξιος με εννιά βόδια], δωδεκάβοιος [=ισάξιος με δώδεκα βόδια], εκατόμβοιος [=ισάξιος με εκατό βόδια].Τόση είναι η κεφαλαιώδης σημασία της θηλυκής βοός που φτάνει να δηλώνει μεταφορικά την μη-τέρα! (Συναντάται η υποδήλωση και στον Πίνδαρο –Η 4. 253- και στον Αισχύλο –Αγαμέμνων 1125-).
   Το βους στην σύνθεση (ως πρώτο συνθετικό,ως βου- ) εκφράζει την υπερβολή,το μεγάλο ή τερατώδες.Έτσι,έχουμε: βουβαύκαλος (ο πολύ άσωτος),βούβρωστις (η μεγάλη πεί-να),βουγάιος (ο υπερβολικά καυχησιάρης),βούπαλις δεινή,σκληρή πάλη/μά-χη),βούπεινα (η βουλιμία),βούσυκον (το μεγάλο χονδροειδές σύκο),βούφορτος (πολυφορτωμένος),βούλιμος (ο έχων βουλιμία),βούπαις (μεγάλο,μεγαλόσωμο παι-δί),βουχανδής (που μπορεί να χωρέσει μεγάλη ποσότητα).Δεν είναι τυχαίο ότι το άλογο του μεγάλου Αλεξάνδρου λεγόταν Βουκεφάλας (Στράβων 698, Πλούταρχος «Αλέ-ξανδρος»,61).Ανήκε σε Θεσσαλική φυλή ίππων (Βουκέφαλοι) με αυτοκρατορικό παρά-στημα.
   Εκτός από όλα τα παραπάνω,όμως,που μας βοηθούν να καταλάβουμε την προέλευση του ηγετικού προσωνυμίου Μπούα(ς) στις κοινότητες των αρβανιτοφώνων Ελλήνων της Η-πείρου,πρέπει να σταθούμε και στην αρχαιοελληνική λέξη βούα = αγέλη,ομάδα παιδιών.Ο αρχηγός της βούας εκαλείτο βουαγόρ (= βούα + άγω).Βούα και βουαγόρ είναι λέξεις των Λακεδαιμονίων,κατά τον Ησύχιο.Ο αγελάρχης λεγόταν και βουαγός (απαντάται σε πολλές Λακωνικές επιγραφές), αλλά και βοαγός (απαντάται,ομοίως,σε πολλές Λακωνικές επιγραφές).Εκτιμώ ότι αυτή η ομάδα Δωρικών λέξεων της Λακωνίας ανήκει στα λογικά και απ΄ ευθείας παράγωγα του «βους».Μικροκοινωνίες ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά και ηγετική διαχείρισή τους.Αν το μεταφέρουμε στους Αρβανίτες (αυτούς τους Δωριείς του Βορά): η φάρα και ο μπούας της! 

   Η ρίζα βου- (στα αρβανίτικα: μπου- ),λοιπόν,δήλωνε το κεφαλαιώδες,το σημαντικό,το υπέρ-τερο,το ηγετικό,το πρώτιστο.Τι πιο φυσικό,επομένως,με αυτήν να δηλωθεί το πλέον βασικό συστατι-κό της τροφής,άρα και της ζωής: το ψωμί !! Γίνεται φανερό ότι η λ. μπουκ δεν δήλωνε το προϊόν ζύμωσης που έχει ψηθεί στον φούρνο,αλλά την μέγιστη αξία του για την ζωή· δεν όριζε παρασκεύα-σμα,αλλά αξιολογούσε την χρησιμότητα και τη βαρύτητά του.Έτσι,έχουμε ένα επίθετο που μέσα απ΄ την καθημερινή χρήση ουσιαστικοποιήθηκε (βλέπε:  κάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό!). Στην ίδια κατηγορία ανήκαν τα επίθετα της αρχαίας πατρίς (πατρίς γη) και κέλης (κέλης ίππος) που κατέληξαν ως ουσιαστικά.
   
Αυτά είναι τα Αρβανίτικα! Άρρηκτο,και τόσο παλιό,οργανικό τμήμα του Ελληνικού νοείν και της εκφραστικής γλωσσοπλασίας του.Όποιος  διαφωνεί, ας ετυμολογήσει το αρβανίτικο μπουκ εκτός του Ελληνικού κώδικα επικοινωνίας…

Γιάννης Βασ.  Πέππας, Φιλόλογος – Συγγραφέας

Διαβάστε ακόμα,σχετικά:






Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Αρβανίτες: Η αλήθεια για την καταγωγή τους


ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ
Πολλά κατά καιρούς είναι τα όσα ακούγονται σχετικά με την καταγωγή των Αρβανιτών. Οι γεί-τονες από την Αλβανία και κάποιοι ψευτοκουλτουριάρηδες τους θέλουν Αλβανούς. Η ανθελλη-νική προπαγάνδα ως γνωστόν ανθεί στις μέρες μας, όμως μια σύντομη ματιά στη ιστορία θα μας βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε το τοπίο.
Οι Αρβανίτες είναι απόγονοι μεταναστών από τη σημερινή Βόρειο Ήπειρο, οι οποίοι εγκατα-στάθηκαν σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και σε νησιά του Αργοσαρωνι-κού από τα τέλη του 13ου αιώνα έως τον 15ο αιώνα, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών Αυτο-κρατόρων και Δεσποτών (Δυναστεία Παλαιολόγων), καθώς και των Καταλανών και των Βενε-τών που κατά διαστήματα κυριαρχούσαν σε αυτές τις περιοχές.
Φυλετικά και γλωσσικά συγγενεύουν με τους Τόσκηδες, Ελληνικά φύλα της Ηπείρου, οι οποίοι ζώντας ανάμεσα σε Αλβανικά φύλα υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στις ανάγκες τους την Αλβα-νική γλώσσα, αναμειγνύοντας και στοιχεία από την Ελληνική, δημιουργώντας έτσι την αρβανί-τικη διάλεκτο. Χαρακτηριστική είναι η έντονη διαφοροποίηση τους με τους Γκέγκηδες, τη φυλή της Βόρειας Αλβανίας, τόσο γλωσσικά όσο και πολιτισμικά, ενώ πρέπει να τονιστεί ότι στο λεξι-λόγιο τους δεν συμπεριλαμβάνεται οι όροι «Σκιπτάρ» και «Σκιπερία», εθνικές ονομασίες των Αλβανών και της Αλβανίας αντίστοιχα.
Οι Αρβανίτες παράλληλα θεωρούνται ως οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού και όχι άδικα α-φού, με το αρχαίο Ελληνικό αυτό φύλο παρουσιάζονται πολλές ομοιότητες στην κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα.
Πρωτοαναφέρονται στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, "Αλεξιάδα" Το βιβλίο ασχολείται με τις τα-ραχές στην περιοχή του Αρβάνου (απ' όπου και πήραν το όνομά τους) τις οποίες προκάλεσαν οι Νορμανδοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081 -1118). Στην «Ιστορία» (1079 -1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Ατταλιάτης ή-ταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς, φυλή προερχόμενη από τον Καύκασο, ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου.
Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του 13ου αιώνα, Αλβανοί μισθοφό-ροι πολεμούσαν με το μέρος του εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η Αλβανική αριστοκρατία μόνο πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους.
Αυτοί οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχη-γοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες και το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν στη γη αποστε-ρούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, οι Αρβανίτες υποχρεώθηκαν να α-ποκτήσουν νομαδικές συνήθειες. Βλέπανε τη μετανάστευση ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των εδαφών από τους Αλβανούς άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή.
Οι πηγές αναφέρουν ότι η δια θαλάσσης μετανάστευση άρχισε δειλά γύρω στο 1280, ενώ οι χερσαίες μεταναστεύσεις πρέπει να τοποθετηθούν στα τέλη του 13ου αι. αφού υπάρχουν ανα-φορές για παρουσία Αρβανιτών στη Θεσσαλία γύρω στα 1315. Οι Αρβανίτικες μεταναστεύσεις σταμάτησαν γύρω στο 1600 μ.Χ.
Από τότε οι Αρβανίτες παρουσιάζονται ως γνήσιοι νομάδες, και τους συναντούμε από τη Θεσ-σαλία ως την Αττική και από την Ακαρνανία ως τα νότια της Πελοποννήσου, φέρνοντας μαζί τους και τα προτερήματα τους ως γεωργοί, ενώ χρησιμοποιήθηκαν τόσο από το Δεσποτάτο του Μυστρά όσο και από τους Βενετούς ως μισθοφόροι στρατιώτες.
Να σημειωθεί ότι οι Αρβανίτικοι πληθυσμοί ήταν και παρέμειναν πιστοί στην Ελληνική Ορθο-δοξία, αντίθετα με τους Αλβανούς που ασπάστηκαν θρησκείες όπως ο Μουσουλμανισμός και ο Ρωμαιοκαθολισμός ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα.
Οι Αρβανίτες έπαιξαν κυρίαρχο και ουσιαστικό ρόλο τόσο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επα-νάστασης του 1821 όσο και στη διαμόρφωση του Ελληνικού κράτους στη συνέχεια.
Οι Σουλιώτες οι οποίοι αποτελούσαν ένα τμήμα των Αρβανιτών, το 1821 συμμάχησαν με τον πα-λιό τους εχθρό τον Αλή Πασά στον πόλεμο που έκανε ο τελευταίος κατά του Σουλτάνου ώστε έτσι να ενισχύσουν έμμεσα την Ελληνική Επανάσταση. Όταν όμως αντιπροσωπεία Αλβανών Μουσουλμάνων, με τους οποίους συμπολεμούσαν, επέστρεψε από το Μεσολόγγι και αφού είχαν δει εκεί την κατάσταση που επικρατούσε, έλυσαν τη συμμαχία με τους Σουλιώτες λέγοντας τους «Μα εσείς πολεμάτε για την πίστη σας και την πατρίδα σας!»
Ο Μάρκος Μπότσαρης, στην μνήμη του οποίου ασεβούν πολλοί, όταν πρωτοπάτησε στα Επτά-νησα είπε την περίφημη φράση: «0 Έλλην δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος εκεί όπου κυματίζει η Βρετανική σημαία».
Φυσικά και όλοι οι Αρβανίτες αγωνιστές του 1821. όπως ο Ανδρούτσος, ο Κριεζιώτης, η Μπουμπουλίνα και τόσοι άλλοι δεν πολέμησαν για καμία άλλη πατρίδα παρά μόνο για την Ελλάδα.
Κείμενο της Ιοκάστης Κλαίρης Μάμαλη στην,ανενεργό πλέον,fbική ομάδα "Αρβανίτες" στις 23 Μαΐου 2014.
 Σχόλια Γιάννη Βασ. Πέππα: 1. Το όνομα Τόσκηδες δεν προκύπτει από πουθενά ότι δηλώνει φυλετική υποομάδα.Λογικά,η Τοσκαρία αποτελούσε γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου,όπου ανέπτυξαν επίδραση,επιβολή και κυριαρχία Λατίνοι απ΄ την Τοσκάνη ή οι ντό-πιοι πληθυσμοί απέκτησαν δραστική συσχέτιση με τους Ιταλιώτες Τοσκάνους.Σίγουρα,πλήθος πηγών και καταγραφές περιηγητών ως τους Βαλκανικούς πολέμους μας πιστοποιούν ότι αυτοί οι όποιοι Τόσκηδες διέθεταν εν πολλοίς ελληνική εθνική συνείδηση και κουλτούρα.Όμως,η πραγματικότητα και η ζωή απέδειξαν ότι μέσα τους δεν πύρωνε ελληνική ψυχή. 2. Δεν υφί-σταται Αλβανική γλώσσα.Οι Τουρκαλβανοί-Σκιπτάρ αρβανιτοφώνησαν.Τα αρβανίτικα δεν εί-ναι παρά η (αρχαιότατη) Ηπειρώτικη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.Το θέμα αναλύεται σε άλλα σημεία τούτου του ιστοχώρου.