Οι Αρβανίτες της Αττικής
Οι Αρβανίτες στον ελλαδικό χώρο - Η Καταλανική Εταιρεία και οι Ναβαραίοι
- Πότε εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά Αρβανίτες στην Αττική; - Η διασπορά τους
στο Λεκανοπέδιο
Μ' ένα ακόμα επίμαχο θέμα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με τους Αρβανίτες. Επειδή όμως το κεφάλαιο
"Αρβανίτες" είναι τεράστιο, θα ξεκινήσουμε από μια συγκεκριμένη ομάδα
των Αρβανιτών. Συγκεκριμένα, από τους Αρβανίτες της Αττικής.
Η πρώτη κάθοδος των
Αρβανιτών
Η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών νοτιότερα και συγκεκριμένα στην κοιλάδα
του Αώου, έγινε τα έτη 1021 – 1022.
Όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς στην "Ιστορία", Αρβανίτες στη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν πριν το 1295 δια
"χρυσοβούλου και προστάγματος βασιλικού".
Ο Κώστας Μπίρης, την τοποθετεί συγκεκριμένα γύρω στο 1268, προσθέτοντας
ότι "κατά τον Μεσαίωνα ο γεωγραφικός όρος Θεσσαλία περιελάμβανε όλην την
κάτω από την Πίνδο χώρα, μαζί με την Ακαρνανία και την Αιτωλία".
Το 1318, πρίγκηπες του ιταλικού οίκου Ορσίνι, κατέλυσαν την ελληνική
κυριαρχία στη νότια Αλβανία και στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Πολλοί Αρβανίτες,
δεν θέλησαν να υποταχθούν στους Ιταλούς, πέρασαν την Πίνδο και εγκαταστάθηκαν
στη Θεσσαλία. Μόνο που αυτή τη φορά, η κάθοδος τους ήταν αυθαίρετη και χωρίς τη
συγκατάθεση των αρχών.
Με το "άστε ντούα" ("έτσι θέλω"), εκτόπισαν τους
ντόπιους από τα κτήματά τους και αποδεκάτισαν τα κοπάδια τους με αρπαγές.
Γράφουν χαρακτηριστικά γι' αυτούς ο Καντακουζηνός "οι τα ορεινά της
Θετταλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι" και ο Χαλκοκονδύλης "νομάδες
τε όντες και ουδαμή έτι βεβαίαν οίκησιν ποιούμενοι."
Ο Καντακουζηνός μάλιστα, μας δίνει την πληροφορία ότι εκείνοι οι
Αρβανίτες, κατά τα πρώτα χρόνια της καθόδου τους, ήταν 12.000 και ότι
αποτελούνταν από Μπουαίους, Μαλακασαίους και Μεσσαρίτες (τα ονόματά τους προέρχονταν
από τους αρχηγούς τους).
Το 1343, ο βασιλιάς των Σέρβων Στέφανος Ντουσάν, εισέβαλε στην Αλβανία
και εκτόπισε τους Ανδηγαυούς.
Το 1345, έφτασε στην Αυλώνα και το Μπεράτι και το 1348 έγινε κύριος και
της Ηπείρου. Συνεχίζοντας την κάθοδό του, έχοντας μαζί του πολλούς Αρβανίτες
από τις αρχοντικές φάρες των Μπουαίων και των Λιόσηδων (Jenn Kersopoulos,
"Chronologia Albanaise"), άπλωσε την επικράτειά του ως τα σύνορα της
Θεσσαλίας, προς το Καταλανικό δουκάτο της Αθήνας και των Νέων Πατρών (Υπάτης)
και ως τις ακτές του Ιονίου πελάγους και του Κορινθιακού Κόλπου.
Για να ανταμείψει τους Αρβανίτες που πολέμησαν μαζί του, εκτόπισε
πολλούς κτηματίες και στρατιώτες της δυτικής πλευράς της Ηπείρου, από τα
Κεραύνια Όρη ως την Άρτα και εγκατέστησε εκεί Αρβανίτες (C. Jirecek,
"Albanien in der Vergangenheit").
Για τους Αρβανίτες στην Πελοπόννησο, οι απόψεις διίστανται. Άλλοι
τοποθετούν την εγκατάστασή τους στον Μοριά τον 13ο αιώνα και άλλοι, πολύ
νωρίτερα, μαζί με την κάθοδο των Σλάβων(Σάθας, Μόμσεν, Κούρτιος).
Στο μεταξύ, οι Αρβανίτες της Θεσσαλίας, έκαναν επιδρομές εναντίον του
Καταλανικού Δουκάτου των Νέων Πατρών. Με την επικράτηση όμως του Στέφανου
Ντουσάν, άρχισαν ν' αναζητούν νέους τόπους για να εγκατασταθούν. Παράλληλα, οι
Καταλανοί, θέλοντας να επωφεληθούν από τις πολεμικές ικανότητες των Αρβανιτών
και να προστατευθούν από τους Σέρβους της Θεσσαλίας, δέχτηκαν μετά το 1350,
οικογένειες Αρβανιτών (άγνωστο πόσες), και τις εγκατέστησαν στη Φθιώτιδα, ως
τον ποταμό Στερχειό (τον οποίο αποκαλούσαν Ελλάδα!).
Σε παλαιότερο άρθρο μας για την Καταλανική Εταιρεία στο protothema. gr,
είχαμε αναφέρει ότι μετά τη μάχη της Κωπαΐδας (ή του Αλμυρού) το 1311, το
Δουκάτο των Καταλανών περιλάμβανε την Αθήνα και την υπόλοιπη Αττική, τη
Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και έφτανε ως, περίπου, τα όρια της Θεσσαλίας.
Η εγκατάσταση των Αρβανιτών
στην Αττική
Στο βασιλικό αρχείο της Βαρκελώνης, σώζεται ανάμεσα στα έγγραφα του
βασιλείου της Αραγονίας ένα που επιγράφεται: "Έκθεσις λεπτομερής των
αρχιερέων και ευγενών αρχόντων των δουκάτων των Αθηνών και των Νέων Πατρών κατά
την εποχήν κατά την οποία περιήλθαν στην επικυριαρχία του Δον Πέτρου Δ'"
(1377).
Στην έκθεση αυτή, αναφέρεται μαζί με άλλους Καταλανούς τιτλούχους και ο
κόμης της Μίτρας (της αρχαίας Δημητριάδας, ανατολικά του Βόλου), "ο οποίος
μπορεί να έχει περί τους χίλιους πεντακόσιους καβαλαρέους Αρβανίτες".
Το 1374, το Καταλανικό Δουκάτο της Αθήνας περνούσε πολύ δύσκολες
στιγμές. Υπήρχαν εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των τιτλούχων της Καταλανικής
Εταιρείας. Τελικά, το αξίωμα μοιράζεται σε δύο Αραγονικούς πρίγκιπες και
δίνεται στον μεν γιο του Αλφόνσου Φαδρίγου, Βονιφάτιο, η Αίγινα και στον εγγονό
του Λουδοβίκο, το Δουκάτο της Αθήνας.
Επωφελούμενος από την αναστάτωση αυτή, ο βαρόνος της Βοστίτσας (Αιγίου)
και Καστελάνος της Κορίνθου Νέριο Ατζαγιόλι, πολιορκεί τα Μέγαρα. Η φρουρά της
πόλης, κλείνεται στα δύο κάστρα της, την Άλκαθο και την Καρία και μάχεται
ηρωικά. Οι αρχηγοί του δουκάτου, για να την ενισχύσουν, στέλνουν τη φρουρά της
Λιβαδειάς με τον Φραγκίσκο Λιονέλ και τη φρουρά της Αθήνας, με τον Δημήτριο
Ρέντη.
Ο Ρέντης, αναφέρεται για πρώτη φορά στα αρχεία του Παλέρμο, το 1366, ως
νοτάριος (συμβολαιογράφος) της Αθήνας, σ' ένα έγγραφο με το οποίο ο βασιλιάς
της Σικελίας Φρειδερίκος Γ' επικυρώνει και ανανεώνει το προνόμιο της
καταλανικής πολιτογραφήσεώς του.
Παρά την γενναία αντίσταση, οι Καταλανοί τελικά αναγκάζονται να
εγκαταλείψουν τα Μέγαρα, τα οποία πέρασαν στην κυριαρχία του Φλωρεντινού Νέριο
Ατζαγιόλι. Προφανώς, προτίμησαν να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για την
υπεράσπιση της Αθήνας. Πραγματικά, ο Νέριο δεν προχώρησε πέρα από τα Μέγαρα.
Ωστόσο, το 1379, μια άλλη "κομπανία" Φράγκων πολεμιστών, εφάμιλλη εκείνης των
Καταλανών, εισβάλλει στην Θεσσαλία, με σκοπό να κατακτήσει το Δουκάτο της
Αθήνας και να προχωρήσει έπειτα στον Μοριά.
Αποτελείται από Ισπανούς, Βάσκους και Γάλλους. Αυτοί, έμειναν στην
ιστορία ως Ναβαραίοι. Οι ξεπεσμένοι Καταλανοί, παραδίδουν τη μία μετά την άλλη
τις πόλεις και τα κάστρα τους.
Ο κόμης της Μίτρας αφήνει τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα και αποτραβιέται
με τους Αρβανίτες του στα Σάλωνα, για να ενωθεί με τον Λουδοβίκο Φαδρίγο που
είχε εκεί την έδρα του ως κόμης των Σαλώνων και επίτροπος του δουκάτου της
Αθήνας.
Η Λιβαδειά και η Θήβα πέφτουν στα χέρια των Ναβαραίων οι οποίοι
πολιορκούν πλέον την Αθήνα. Και πάλι ο Δημήτριος Ρέντης, μαζί με τον Καταλανό
φρούραρχο της Ακρόπολης προβάλλουν ηρωική αντίσταση και αποκρούουν τους
Ναβαραίους οι οποίοι φεύγουν από την Αττική.
Ο επικυρίαρχος του Καταλανικού δουκάτου, βασιλιάς της Αραγονίας Πέτρος
Δ’ γράφει τον Απρίλιο του 1381 από τη Σαραγόσα έπαινο για το κατόρθωμα αυτό
στον Ρέντη και σε όλους τους άλλους Αρβανίτες κατοίκους «στο όριο της Ελλάδος».
Ο Κ. Μπίρης γράφει ότι ο Δ. Ρέντης ήταν πιθανότατα Αρβανίτης. Το επώνυμο
Ρέντης ή Ριέντης δεν έχει καμία σχέση με τα ελληνικά. Είναι αρβανίτικο και
σημαίνει «βαρύς, βαρετός, οχληρός». Το ίδιο επώνυμο υπάρχει στα αρβανιτοχώρια
της Βόχας στην Κορινθία όπου ήταν εγκατεστημένοι Αρβανίτες.
Στη Βοιωτία υπήρχαν Αρβανίτες εγκατεστημένοι ήδη από το 1272. Όπως
αναφέρεται στο πρακτικό ίδρυσης του μοναστηριού της Μακρυνίτσας (1272),
υπάρχουν δύο τουλάχιστον οικισμοί με αρβανίτικα ονόματα: η Κάπραινα (Χαιρώνεια)
και η Σκριπού (Ορχομενός). Η λέξη Κάπραινα στα αρβανίτικα σημαίνει «τόπος με
ζαρκάδια» και η λέξη «Σκριπού», Αλμυρός.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Πέτρος Δ’ για να τονώσει το ηθικό των υπηκόων του
στο Δουκάτο της Αθήνας αλλά και για την καλύτερη οργάνωσή του, στέλνει στην
Ελλάδα γενικό επίτροπό του, τον Φίλιππο Ντελμάου, υποκόμη Ροκαβέρτη, έναν από
τους σημαντικότερους πολιτικούς της Αυλής του.
Ο Ροκαβέρτης θέλοντας να ενισχύσει την άμυνα του δουκάτου, γράφει στον
Πέτρο Δ’ της Αραγονίας:
«Υποκόμης. Μας γίνεται παράκλησις να θελήσωμε να δώσωμε προνόμιο σε κάθε
Έλληνα και Αρβανίτη που θα θελήσει να έλθει στο δουκάτο της Αθήνας να είναι
ασύδοτος (=απαλλαγμένος από φόρους) για δύο χρόνια».
Παράλληλα, τους δόθηκε και γεωργικός ή κτηνοτροφικός κλήρος. Ο
Ροκαβέρτης επέστρεψε σύντομα στην Ισπανία, για ανάγκες του βασιλείου της
Αραγονίας. Τον διαδέχτηκε ο ιππότης Ραμόν ντε Βιλανόβα, αντάξιός του σε ευφυΐα
και δραστηριότητα.
Καθώς ο Πέτρος Δ’ έδωσε την άδεια που του είχε ζητηθεί από τον
Ροκαβέρτη, ο Ραμόν ντε Βιλανόβα έφερε πολλούς Αρβανίτες από το δουκάτο της
Υπάτης και τους εγκατέστησε στο πέρασμα των Θερμοπυλών και στα χωριά Λιβανάτες,
Τραγάνα, Μάζι, Προσκυνά, Μαρτίνο, Μαλεσίνα και Λάρυμνα. Παράλληλα, εγκατέστησε
άλλους γύρω από τον Ελικώνα, στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι, Ζαγαράς, Χώστια, Δόμβραινα,
Σάχου, Βρασταμίτες, Σουληνάρι, Στροβίκη και σε 30 περίπου ακόμα, στην υπόλοιπη
Βοιωτία.
Οι Αρβανίτες αυτοί προέρχονταν κυρίως από τη Μαγνησία και την υπόλοιπη
Θεσσαλία όπου είχαν επεκταθεί οι Σέρβοι.
Αλλά και οι (Αρβανίτες) Λιόσηδες κι ένα μέρος από τους Μαλακασαίους και
τους Μαζαρακαίους, μετά την ήττα τους από τον Θωμά Πρελιούμποβιτς,
εγκαταστάθηκαν στο δουκάτο της Αθήνας από τον Ραμόν ντε Βιλανόβα.
Ο Καταλανός ιππότης τους τοποθέτησε σε δεύτερη γραμμή άμυνας που
προστάτευε την Αττική από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά. Οι Λιόσηδες
εγκαταστάθηκαν στο Κατάδεμα: στα Λιόσια, το Καματερό και τη Χασιά για να
προστατεύσουν το λεκανοπέδιο από τον δρόμο του Θριασίου και τον δρόμο της
Φυλής.
Να σημειώσουμε εδώ ότι το Δέμα (Δέσις ή Κατάδεμα) βρίσκεται δυτικά των
σημερινών Άνω Λιοσίων και από εκεί ελεγχόταν η δυτική πλευρά της Αττικής. Στην
αρχαιότητα, το Δέμα ήταν τείχος, μήκους περίπου 4 χλμ. στην είσοδο του
λεκανοπεδίου, μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το
Κατάδεμα άλλαξε όνομα και πήρε αυτό των Λιόσα, ενώ το Καματερό και η Χασιά,
διατήρησαν τα ονόματά τους.
Άλλοι Λιόσηδες και Μαζαρακαίοι εγκαταστάθηκαν στο δερβένι της Φυλής
(σχετικά τα τοπωνύμια Μαζαράκι και Λιοσάτι). Ίσως δε στη φάρα των Λιόσα ανήκε ο
Κριεκούκιας, ο αρχηγός των οικιστών του φερώνυμου χωριού (Κριεκούκι ή Ερυθρές) που προστάτευε
την έξοδο του προς την πλευρά του Ασωπού. Τέλος, οι Μαλακασαίοι εγκαταστάθηκαν
σε επίκαιρη θέση στην ανατολική πλευρά, στην είσοδο της Αττικής από το διάσελο
μεταξύ Πάρνηθας και Μαυροβουνιού.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρώτη μαζική εγκατάσταση Αρβανιτών στην Αττική
έγινε γύρω στο 1382 από τους Καταλανούς.
Με την ημερομηνία αυτή, συμφωνεί και ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο οποίος στην
«Επετηρίδα του Παρνασσού» (1896), σε κείμενο με τίτλο «Η Ονοματολογία της
Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών», θεωρεί ως απαρχή της εγκατάστασης
των Αρβανιτών στην Αττική το 1382 και ως έτος αθρόας εγκατάστασής τους, το
1402.
Με την εξάπλωση των Αρβανιτών στην
Αττική και τοπωνύμια τα οποία,άλλα ορθά και άλλα εσφαλμένα θεωρούνται
αρβανίτικα, θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις επόμενες ημέρες στο protothema.gr.
Πηγές:
Κώστας Η. Μπίρης, «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Εκδοτικός
Οίκος Μέλισσα, 2005.
Αλέξανδρος Ηρ. Γέροντας, «Οι Αρβανίτες της Αττικής», Αθήνα, 1984.
Φερντινάντ Γκρεγκορόβιους, «Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών», Εκδόσεις Κριτική,
1994.
William Miller, «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566)», Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα, 1990.
Δημήτριος Καμπούρογλου, «Ιστορία των Αθηναίων», εκδόσεις Πελεκάνος.
Μιχάλης Στούκας 04/03/2018, 17:33 58
Σχόλια Γιάννη
Βασ. Πέππα: Το παραπάνω κείμενο
και οι φωτογραφίες προέρχονται από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» (https://www.protothema.gr/stories/ article/766820/oi-arvanites-tis-attikis/),μάλιστα
υπήρχε σε επόμενο φύλλο και δεύτερο αφιέρω-μα για τα Αρβανίτικα τοπωνύμια της
Αττικής με το οποίο ίσως κάποια άλλη φορά ασχοληθώ.
Η συγκεκριμένη εργασία του κ. Μιχάλη Στούκα είναι
αξιόπιστη,τεκμηριωμένη,αλλά βέβαια δεν α-ποτελεί επιστημονικό πόνημα.Ξεχωρίζει,όμως,μέσα
στον διαδικτυακό ωκεανό,όπου η στρέβλωση,η παραπληροφόρηση και η ανθελληνική
προπαγάνδα για τους Αρβανίτες ρυπαίνει ασυμμάζευτα. Ένας εσμός από ημιμαθείς και
αγράμματους,από αναθεωρητές εθνοφοβικούς,από επαγγελματίες γκαιμπελίσκους και
αλβανόφρονες αρβανίτες (τρομάρα τους…!) πασχίζουν
την τελευταία δεκαετία με ιντερνετικά εμέσματα να παρουσιάσουν τους παλιότερα αρβανιτόφωνους (δίγλωσσους) Έλληνες ως εθνοτική τάχα μειονότητα.
Συνήθης και τόσο προβλέψιμη πια ψευδοεπιχειρηματολογία
τους οι αερολογίες περί δήθεν ε-τερότητας των Αρβανιτών.Βέβαια,την κακή τύχη και
την γενική περιφρόνηση που είχαν οι πρώτοι διδάξαντες της δήθεν αλλοεθνίας των Αρβανιτών
θα έχουν και όλοι τούτοι,αλλά,σίγουρα,με την συ-στηματική παραχάραξη της
ιστορίας που επιχειρούν κάνουν ζημιά στην εθνική υπόθεση και κυ-ρίως στην
διαμόρφωση γνώμης και κρίσης του ανυποψίαστου ευρέος κοινού.
Η παράθεση πληροφοριών από τις πηγές,όπως συμβαίνει στο
κείμενο του Μιχάλη Στούκα,θεμε-λιώνει μεν ένα ντοκουμενταρισμένο πλαίσιο για την
κάθοδο των αρβανιτών προς τον Νότο,αλλά δεν φωτίζει δυο σημαντικές παραμέτρους
που θα ξεχώριζαν το απλό ανάγνωσμα από την εμπεριστατω-μένη διείσδυση:
1. γιατί οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες αναγκάστηκαν να
μετακινηθούν από την ιστορική κοιτίδα τους, την Βόρεια Ήπειρο και
2. πώς καταδεικνύεται η εθνοφυλετική ταυτότητά τους.
Μεγάλο μέρος τούτου του ιστότοπου είναι ταγμένο σε αυτές
τις αναζητήσεις.Θα δώσω επιγραμμα-τικά τα ως τώρα ερευνητικά συμπεράσματα:
1. Η κατάρρευση της Βυζαντινής ισχύος στην Ήπειρο περί τον
12ο αιώνα θα αφήσει τον εκεί ελ-ληνισμό αδύναμο και απροστάτευτο.Βέβαια,αποτελεί
πάντα ένα θέμα πόσο βυζαντινές ήσαν οι περιοχές μακρυά από το μητροπολιτικό
κέντρο,την Κωνσταντινούπολη.
|
Η πρώτη φάση του Δεσποτάτου της Ηπείρου. |
Ένα άλλο,παρεμπιπτόντως,παράλληλο ζήτημα είναι εάν και κατά
πόσο οι απόμακρες κτήσεις (γενικά) του Βυ-ζαντίου είχαν οσμωθεί στον ελληνικό
κόσμο,στην ελλη-νική αντίληψη ζωής.Το σίγουρο είναι ότι η Ήπειρος, αυτή η
πανάρχαια εστία του Ελληνισμού,αυτό το ιερό κέντρο της ελληνικής νόησης και
ιδεολογίας είχε κα-ταλήξει ανοχύρωτη και ευάλωτη στα χρόνια της πρώτης άλωσης
της Πόλης.Το βραχύβιο Δεσποτάτο της Ηπεί-ρου (1204-1318) εξέφραζε περισσότερο προσωπικές
μα-ταιοδοξίες (της δυναστείας των Αγγέλων
Κομνηνών), παρά συγκροτημένη ελληνική εθνική αντίσταση.
Οι γηγενείς Ηπειρώτες Έλληνες βρέθηκαν προοδευτικά
περικυκλωμένοι από ορμητικούς αλλόθρησκους Οθωμανούς,από διψασμένα φύλα Σλάβων,που
μπορεί να είχαν εκχριστιανιστεί,αλλά λειτουργούσαν εχθρικά και ως
αντίπαλοι.Υπήρχε ακόμα δι-αρκής και δυναμική παρουσία Λατινικών πόλεων από την
απέναντι ακτή της Αδριατικής.Μέσα σε όλους αυτούς και οι επήλυδες Κοστοβώκοι από
την Δακία,οι Σκιπετάρ,που με τον ερχομό των Τούρκων στην περιοχή αμέσως θα
εξισλαμισθούν.
Όλοι αυτοί οι αλλότριοι πληθυσμοί συνιστούν έναν πνιγηρό
βρόγχο για τους ντόπιους Έλληνες και ειδικά για τους ακρινούς,τους απομακρυσμένους
στα βουνά του Αρβάνου.Καθοδηγούμενοι οι τε-λευταίοι από βασικά ένστικτα
αυτοσυντήρησης και επιβίωσης εγκαταλείπουν τον ασφυκτικό κλοιό που περισφίγγεται
γύρω τους και κατευθύνονται Νότια.Οι μετακινήσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από
ανάγκη και σκληρότητα.Οι επαχθείς αιτίες που τις γέννησαν,επέφεραν σε ορισμένες
περιπτώσεις και βίαια αποτελέσματα στους χώρους εγκατάστασης.Οι περίοδοι ήταν
ταραγμένες,γεμάτες από φωτιά και αίμα.
2. Οι Αρβανίτες,όταν ήρθαν στον Νότο,ήταν ήδη Χριστιανοί
Ορθόδοξοι.Και αυτό εμπερικλείει ε-κρηκτική σπουδαιότητα για την ταυτότητά τους,όπως
ασφαλώς,εποπτικά και αβίαστα μπορεί να κρίνει ο συνετός μελετητής της Ιστορίας.Τα
ονόματά τους ήταν αρχαιοελληνικά και χριστια-νικά,πράγμα εξίσου κεφαλαιώδες για
την απόδειξη της εθνοφυλετικής ιδιοπροσωπίας τους.
Τα σύνολα ήθη και έθιμά τους,ο πνευματικός και υλικός
βίος τους απολύτως και μόνον ελλη-νικά.Τι άλλο να πει κανείς... Μετέχουν ενεργά
και αποφασιστικά σ΄ όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και φυσικά στο κορυφαίο
του 1821.Δεν διεκδίκησαν άλλη ελεύθερη πατρίδα παρά μόνο την ελληνική,την δικιά
τους πατρίδα.Οφείλω να τονίσω εδώ,ότι στις πηγές υπάρχουν όροι γεω-γραφικής
προέλευσης πληθυσμών που μπορούν να δημιουργήσουν παρεξηγήσεις και συγχύ-σεις.Έτσι,βρίσκουμε
σε κείμενα πριν από εκατόν πενήντα,διακόσια ή και περισσότερο χρόνια όπου οι
όροι Αρβανίτης,Αλβανίτης,Ελληνοϊλλυριός κ.ά. αφορούν όχι μόνο τους Έλληνες Χριστιανορθό-δοξους
Ηπειρώτες,αλλά και αλλοεθνείς μουσουλμανικές ομάδες.
Οι τότε συγγραφείς λειτουργούσαν με τα τότε δεδομένα τους
και δεν φαντάζονταν ότι αιώνες μετά ιδιοτελείς προπαγανδιστές θα εκμεταλλευόντουσαν
αυτή την συνθήκη,αποδίδοντας στους αρβανι-τόφωνους Έλληνες στοιχεία πολιτισμού
που δεν τους ανήκουν και δεν τους αφορούν.
Ξαναφτάνουμε λοιπόν,στο γνωστό αστείο παιχνίδι της
απόπειρας δημιουργίας μειονότητας... Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο ρόλος του
ουσιαστικού επιστήμονα που θα ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι και θα αποδώσει τα
πράγματα όπως έχουν.
Ετυμολογία
Στο κείμενο του κ. Μιχάλη Στούκα αναφέρονται τρεις αρβανίτικες
λέξεις,ένα επώνυμο και δύο το-πωνύμια.Ας τις εξετάσουμε:
Κάπραινα, η Χαιρώνεια.Η λέξη Κάπραινα φέρεται
ότι σημαίνει στα αρβανίτικα «τόπος με ζαρκά-δια»,αλλά είναι κραυγαλέα προφανές
ότι έχει υπάρξει παραδρομή,κάποιος κάπου λάθεψε την σωστή έννοια «τόπος με
κάπρους»,με αγριογούρουνα δηλαδή.Η λ. κάπραινα στα αρχαία ελληνικά
δήλω-νε,φυσικά,το θηλυκό αγριογούρουνο,αλλά και μεταφορικά την ακόλαστη,αισχρή
γυναίκα.Με αυτή την έννοια συναντάμε την λέξη στις κωμωδίες «Μούσες» του
Φρύνιχου,αλλά και «Αρτοπώλιδες» του Έρμιππου (ω σαπρά και πασιπόρνη και κάπραινα).Υπήρχαν
ακόμη τα ρήματα καπράω και κα-πρίζω,τα ονόματα καπρία,κάπρειος,καπριόδους κ.ά.Η
Βοιωτία δε,απ΄ την αρχαιότητα ήταν γεμάτη με αγριογούρουνα ώστε είχε
δημιουργηθεί η,όχι τόσο κολακευτική,παροιμιακή έκφραση: Βοιωτία υς (η λ. υς
σημαίνει κι αυτή αγριογούρουνο),που δήλωνε άνθρωπο αγροίκο κι ανάγωγο (λεγόταν
και Συο-βοιωτός˙
ο συς, του συός αποτελεί αρχαιότερο τύπο του: ο υς, του υός).
Σκριπού, ο
Ορχομενός.Στο κείμενο μάς δίνεται ότι η λέξη «Σκριπού» σήμαινε αλμυρός.Τέτοια
τοπω-νύμια (Αλμυρός, Αλμυροπόταμος κ.λπ.) υπάρχουν σε πολλές περιοχές της
Ελλάδας.Και στην άλλη πλευρά του Βοιωτικού κάμπου (Κωπαΐδα) υπάρχει ο συναφής
ονοματικά Αλίαρτος.Προφανώς,όλες
αυτές οι ονομασίες προέκυψαν απ΄ την οξύτητα του εδάφους.Αλλά εδώ,δεν μας
ενδιαφέρει η Γεωλο-γία,παρά μόνον η Γλώσσα.
Το σκριπού παράγεται απ΄ το κριπ=αλάτι. Το άλας
παρήχθη από: η αλς=θάλασσα.Υπήρχε
και επίθετο: ο αλς=θαλάσσιος.Όλες αυτές οι λέξεις δασύνονταν.Υπάρχει μια
παραδοξότητα,όμως: ενώ η αλς είναι συχνή στον Όμηρο και τους ποιητές (σπανίζει
στα πεζά κείμενα),το άλας (κατά το λεξικό Σουίδα) ήταν σε χρήση μόνο στην
παροιμία: άλασιν ύει! Η ονομαστική του ονόματος απαντάται μία μόνο φορά,στον
Αριστοτέλη (Θαύματα [Μεταφυσικά] 138),για να γίνει συχνή στα μεταγενέστερα πεζά
(Πλούταρχος, Ευαγγελιστές κ.ά.).Τα δε παράγωγα του άλατος είναι ελάχιστα (αλάτιον,αλάτινος,αλατοπωλία).
Γι΄ αυτό λοιπόν,το αρβανίτικο κριπ δεν έχει καμία
φαινομενική σχέση (ως απλές λέξεις,δηλαδή) με το άλας,επειδή το άλας υπήρξε μια
κατοπινή,ύστερη λέξη,ενώ τα αρβανίτικα απετέλεσαν πρώιμο ιδίωμα της Ελληνικής.Την
συσχέτιση δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στην εξωτερική φόρμα –λεκτικά,αλλά
στην ουσία –εννοιολογικά.
Υπήρχε το ρ. κρηπιδόω με διπλή σημασία: εφοδιάζω με υποδήματα (κρηπίδες=είδος ανδρικών υ-ποδημάτων,αλλά και μικρά
χειροποίητα ζυμαρικά στο σχήμα υποδήματος˙κρηπιδοποιός=υποδηματο-ποιός και κρηπιδοπώλης=πωλητής
υποδημάτων) και κατασκευάζω
προκυμαία,μώλο (κρηπίς=τει-χισθείσα όχθη ποταμού).
Το ρ. όμως,διέθετε και σπουδαία μεταφορική σημασία: θεμελιώνω,βάζω θεμέλια σε κάτι (κρηπιδαί-ον=θεμέλια
οικίας,κρηπίδωμα=το
θεμέλιο,η βάση,κρηπίς=θεμέλια
οικοδομήματος,ιδίως ναού ή βωμού). Αυτή η μεταφορική σημασία του κρηπιδόω,ενεργή
και σήμερα,είναι που μας ενδιαφέρει: το αλάτι αποτελεί αδιαμφισβήτητη κι
απαραμέριστη βάση της μαγειρικής,θεμέλιο της ανθρώπινης τροφής και
διατροφής.Είναι η κρηπίς κάθε
ανθρώπινου φαγητού.Αν απ΄ τη λέξη αφαιρέσουμε την κατάληξη –ίς, μένει το θέμα κρηπ-,
οπότε να το το αρβανίτικο κριπ (στη
γραφή των αρβανίτικων εφαρμόζουμε φω-νητική ορθογραφία) !!! Για να καταλάβουμε
και από μιαν άλλη πλευρά την πολύτιμη,θεμελιώδη
συ-νάρτηση του αλατιού με την τροφή μας (και τη ζωή μας εν τέλει) θυμίζω τη
δημιουργία απ΄ τη λαϊκή σοφία,και όχι μόνο,ανάλογων ενδεικτικών φράσεων και
εκφράσεων: φάγαμε ψωμί κι αλάτι, η καθημερι-νότητα χρειάζεται το αλατοπίπερό
της, Χριστός=το άλας της γης κ.ά.
Και μπορεί μεν το άλας να καθιερώνεται στο λεξιλόγιο της
Ελληνικής μετά την Κλασσική περίοδο, αλλά,μεταπηδώντας ως δάνειο στα Λατινικά (salis) ή ενδεχομένως από κοινή
γλωσσική ρίζα,εξακτι-νώνεται ως τις σημερινές ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλικά: salt,γαλλικά: sel, ιταλικά: sale, ρουμανικά: sare, ισπανικά: sal, πορτογαλικά: sal, γερμανικά: salz, αλλά και βοσνιακά: sol).Στα τουρκικά (tuz) και στις κοντινές
σλαβικές γλώσσες (βουλγαρικά: coл, σερβικά:
coли)
τα εντελώς διάφορα γλωσσικά θέματα μας υποχρεώνουν να εγκαταλείψουμε κάθε
συσχέτιση του αρβανίτικου κριπ μ΄ αυτούς τους κώδικες.
επώνυμο Ρέντης ή Ριέντης. Στο κείμενο αναφέρεται ότι δεν έχει καμία σχέση με τα ελληνικά.Είναι αρβανίτικο και σημαίνει «βαρύς,
βαρετός, οχληρός».Ας το εξετάσουμε.
Ρεντές
(οι) ονομάζονται οι ουλές,τα στίγματα που απέμειναν σε άτομο που είχε νοσήσει
από ευλο-γιά.Ομοίως,ρεντές (ο)
λεγόταν ο μικρός τρίφτης με τον οποίο έτριβαν τον φλοιό φρούτων για την
κα-τασκευή γλυκισμάτων˙ αυτή η λέξη είναι τούρκικη.Ρεντίνες (οι) λεγόντουσαν οι δύο άκρες των δύο άνω οριζοντίων δοκών
του ριχτού αργαλειού.Ρεντεφούντης
ονομαζόταν ο κενόδοξος,ο αλαζών.Ρέντα,τέλος
(< γαλλικ. rente),η
γνωστή εύνοια της τύχης στο χαρτοπαίγνιο.Κάποια απ΄ αυτές τις λέξεις,ή και από
άλλες που μου διαφεύγουν,μπορεί να τροφοδότησε την,τόσο ρέπουσα προς την
παρωνυμία,λαϊκή γλωσσο-πλαστική δεινότητα των Αρβανιτών.
Το πιθανότερο,κατά την εκτίμησή μου,που συμβαίνει είναι
ότι έχουμε ένα απ΄ τα πολλά παράγωγα του τόσο πλούσιου σημασιολογικά ρήματος ρέω
(όπως: ρέος, ρέεθρον, ρόος, ροή, ρύσις, ρυτός, ρύαξ, ρεύμα, ρεύσις, ρύμη,
ρυθμός).Ρέντης,είναι αυτός που η εμφάνισή του,η συμπεριφορά του ή η διάθεσή του
πα-ρουσιάζουν ροή [προς τα κάτω,βέβαια],είναι σε πτώση,πεπτωκότα (πρβλ. γιατί έχεις κατεβασμένα μού-τρα, πεσμένο ηθικό, μουλάρωσε και κατέβασε ρολά).Ο Ρέντης έχει απόλυτη σχέση με τον Ρεντεφούντη. Ρεντεφούντης =
ρέντης + φούντος (όψιμο
μεσαιωνικό δάνειο απ΄ το λατινικό fundus-i =βυθός,πυθμέ-νας,θεμέλιο).Ρεντεφούντης
είναι ο πεσμένος τύπος (γι΄ αυτό και
βαρετός κι ανεπιθύμητος,ενοχλητι-κός,δηλαδή ρέντης),που έχει ρεύσει,κατρακυλήσει
τόσο πολύ προς τον πάτο ώστε έχει καταντήσει τσουβάλι άδειο και ασυγχώρητα
επηρμένος.
Αυτά
είναι τα αρβανίτικα.Άρρηκτα και οργανικά συνυφασμένα με την Ελληνική γλώσσα,της
οποίας αποτελούν ζωτικό τμήμα.Η έρευνα δεν αποδεικνύει την ταύτιση μόνο φιλολογικά,δια
της ετυ-μολογίας,αλλά και μέσα από ιδεολογικά και ψυχολογικά μονοπάτια,όπως ορίζει
η γλωσσολογική μεθο-δολογία και δεοντολογία.
Οι κωμικοί αμφισβητίες της ελληνικότητας των παλιότερα
αρβανιτοφώνων ας ετυμολογήσουν τις τρεις παραπάνω λέξεις,εν προκειμένω,εκτός της
Ελληνικής για να δούμε και το επιστημονικό τους μπόι και την σοβαρότητα της προσωπικότητάς
τους.
Για την εργασία μου χρησιμοποίησα τα λεξικά:
● Μπαμπινιώτη
● Σταματάκου
● Δημητράκου
● Τεγόπουλου-Φυτράκη
● Κριαρά
●
Liddell & Scott
●
Hoffman
●
Magenta
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας