Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Στ. Καλύβας, Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες

Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες

Ο Ναπ. Ζέρβας (ΕΔΕΣ) εκδίωξε απ΄
την Ήπειρο τους εχθρικούς τσάμηδες.
Το 1940 οι Τσάμηδες, ένας αλβανόφωνος μουσουλμανικός πληθυ-σμός συγκεντρωμένος κυρίως στη Θεσπρωτία και ιδιαίτερα στις περι-φέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, αριθμούσε κάπου 23.000 ως 24.000 ανθρώπους.Το 1951 είχαν απομεί-νει μόλις 127 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι σε ολόκληρη τη χώρα.
Τα επεισόδια που συνόδευσαν την επίσκεψη του κ. Κάρολου Παπού-λια στην Αλβανία επανέφεραν στην επιφάνεια την ομάδα αυτή. H σιωπή που περιέβαλλε την ιστορία τους οφείλεται στα αιματηρά γε-γονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ως πρόσφατα οι Τσάμηδες εμφανίζονταν κυρίως στην τοπική ιστορία και στη λογοτεχνία, όπου,όπως είναι γνωστό, συχνά προηγούνται της «ιστορίας των ιστορικών» στα «δύσκολα» θέματα (βλ. π.χ. το εξαιρε-τικό «Το ασημόχορτο ανθίζει» του Βασίλη Γκουρογιάννη). H πρώτη -και μοναδική ως τώρα- ολοκλη-ρωμένη και συστηματική μελέτη του θέματος δημοσιεύθηκε μόλις το 2004. Πρόκειται για το υποδειγ-ματικό έργο της Ελευθερίας Μαντά που βασίζεται κυρίως σε πρωτογενείς πηγές (συμπεριλαμβανο-μένων ιταλικών και αλβανικών τεκμηρίων) και αποτελείται από τρεις χρονολογικές ενότητες: Με-σοπόλεμος, B΄ Παγκόσμιος πόλεμος – Κατοχή και μεταψυχροπολεμική εποχή. H μεγαλύτερη και πιο ευαίσθητη ενότητα αφορά την περίοδο της Κατοχής.
H δύσκολη συμβίωση
Οι Τσάμηδες ήταν ένας παραδοσιακός αγροτικός,συμπαγής και κλειστός πληθυσμός που για συ-γκυριακούς λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής του 1922. H συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοι-χείο της περιοχής υπήρξε εξαρχής προβληματική: η πολιτισμική διαφοροποίηση, οι κτηματικές δια-φορές και η στάση του ελληνικού κράτους απέναντί τους, και ιδιαίτερα του μεταξικού καθεστώτος, ενίσχυσαν την καχυποψία τους και επέτρεψαν τη δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην Αλβανία. Πάνω εκεί βασίστηκε και η Ιταλία για να θέσει τσαμικό θέμα και να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940. Όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή δυναμίτισε την ήδη τεταμένη κατάσταση στην περιοχή. Ένοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940, ο τοπικός πληθυσμός υποδέχθηκε πανηγυρικά τους εισβολείς, ενώ σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών. H υποχώρηση των Ιταλών και η επιστροφή των ελλήνων κατοίκων έθεσε σε κίνηση μια δυναμική α-ντεκδικήσεων που κατέληξε στην εθνοκάθαρση των Τσάμηδων το 1944.
H ιταλική,αρχικά,και η γερμανική Κατοχή συνοδεύτηκαν από βία.Οι ηγέτες των Τσάμηδων συνερ-γάστηκαν με τις κατοχικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις,η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμ-βριο 1943. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ, που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προέβησαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών σε ένα όργιο βίας, αδιάκριτων εκτελέσεων και λεηλασιών που κορυφώθηκαν με τη μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία, τον Σεπτέμβριο του ’44.
H περίπτωση αυτή αποτελεί αναμφίβολα εθνοκάθαρση.Το ερώτημα παραμένει αν υπήρξε αποτέ-λεσμα προμελετημένης κεντρικής απόφασης ή αν προήρθε από πράξεις αντεκδίκησης σε τοπικό επίπεδο. H Μαντά προκρίνει τη δεύτερη εκδοχή. Προσωπικά πιστεύω ότι η απόσταση ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι πολύ μικρή. Παρόλο που ο ΕΔΕΣ ήταν μια αποκεντρωμένη οργάνωση όπου,αντί-θετα με το EAM, η κεντρική διοίκηση δύσκολα έλεγχε τους τοπικούς οπλαρχηγούς, τίποτε δεν δεί-χνει ότι η ηγεσία του είχε την παραμικρή (και πραγματική) διάθεση να τους συγκρατήσει. H πολιτική συγκυρία τον Σεπτέμβριο του 1944 επέτρεπε την «τελική λύση» του τσαμικού ζητήματος και, κατά τη γνώμη μου, ο ΕΔΕΣ δεν δίστασε να αδράξει την ευκαιρία.
Αντίθετα από τον ΕΔΕΣ, το EAM τήρησε μια περίεργη στάση σε σχέση με τους Τσάμηδες.Επιχείρη-σε επανειλημμένα ανοίγματα που βασίζονταν στον μάλλον πλασματικό διαχωρισμό «μιας δράκας προδοτών» από την πλειοψηφία του πληθυσμού -πλασματικό στον βαθμό που ο παραδοσιακός αυ-τός πληθυσμός ακολουθούσε τους ηγέτες του και έδειχνε μια προτίμηση προς την κατοχική διοίκηση ακόμη και όταν δεν συμμετείχε άμεσα σε πράξεις βίας. Για αυτόν τον λόγο η τακτική του EAM δεν έγινε κατανοητή ούτε από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό ούτε από τα ίδια του τοπικά στελέχη που ανέφεραν στις εσωτερικές τους εκθέσεις τις οποίες παραθέτει η Μαντά ότι «η παμψηφία σχεδόν των αρβανιτάδων Τσάμηδων της περιοχής είχε ταχθεί ανεπιφύλαχτα με το μέρος του κατακτητή και ορ-γάνωνε δολοφονικές επιδρομές ενάντια στα ελληνικά χωριά». Ο ΕΛΑΣ τελικά στρατολόγησε γύρω στους 300 ως 500 Τσάμηδες που συμμετείχαν στις εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΔΕΣ τον Δεκέμβριο του ’44. H επικράτηση του ΕΛΑΣ συνοδεύτηκε από την επιστροφή 3.000 ως 5.000 Τσάμηδων στη Θε-σπρωτία. H τελική όμως έκβαση των Δεκεμβριανών οδήγησε σε νέες διώξεις από τους οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ και στην τελική εκδίωξή τους.
H τελική πράξη
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου το KKE στράφηκε για μία ακόμη φορά προς τους Τσάμηδες για να λύσει το πρόβλημα έμψυχου δυναμικού που αντιμετώπιζε.Τον Μάρτιο του 1949 κατέληξε σε συμφω-νία με την αλβανική κυβέρνηση για την υποχρεωτική στρατολόγηση 2.000 Τσάμηδων η οποία ναυά-γησε την τελευταία στιγμή, όταν οι ίδιοι οι Τσάμηδες αντέδρασαν και ο Εμβέρ Χότζα αποφάσισε να μην τους οπλίσει ως «αντιδραστικούς». H τελική πράξη του δράματος γράφτηκε στις αρχές της δεκα-ετίας του ’50 με σειρά νομοθετικών διαταγμάτων της ελληνικής κυβέρνησης που απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους και έποικους.
Ιδεολογικές ερμηνείες
Είναι προφανές ότι η σημασία της περίπτωσης αυτής ξεπερνάει τα όρια της τοπικής ιστορίας.Αποτε-λεί,κατ’ αρχάς,καθαρή και ενδεχομένως μοναδική για την κατοχική Ελλάδα περίπτωση ολοκληρω-τικής εθνοκάθαρσης. Δεύτερον, δείχνει τα όρια των ιδεολογικών ερμηνειών στην Ιστορία.Οι Τσάμη-δες δεν ήταν ούτε φασίστες ούτε ναζιστές ούτε κομμουνιστές· ήταν όμως διατεθειμένοι να συνεργα-στούν με όποιον τους πρόσφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Τρίτον,υπογραμ-μίζει τη διαδικασία εργαλειοποίησης του δωσιλογισμού από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις και την αναντιστοιχία ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη τους.Για τους κομουνιστές ο δωσιλογισμός υπήρ-ξε ιδιαίτερα ελαστική έννοια σε σχέση με συγκεκριμένες ομάδες όπως οι Τσάμηδες ή οι σλαβόφωνοι κομιτατζήδες στους οποίους παρείχε τη δυνατότητα αναβάπτισης από προδότες σε πατριώτες.Γενι-κεύοντας και απλοποιώντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν για τη Δεξιά ο δωσιλογισμός ήταν συγχωρήσιμος, αρκεί οι φορείς του να ήταν Έλληνες, για την Αριστερά το συγχωροχάρτι ίσχυε μόνο για τους μη Έλληνες.
H περίπτωση των Τσάμηδων αναδεικνύει συγχρόνως και τις αντιφάσεις της στρατευμένης ιστοριο-γραφίας που επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων παρατάξεων της δεκαετίας του ’40 -τόσο της δεξιάς όσο και της αριστερής εκδοχής της. Για τη δεξιά μεταπολεμική ιστοριογραφία η εθνοκάθαρση και η αδιάκριτη βία κατά των Τσάμηδων υπήρξε ένα απόλυτα δικαιολογημένο μέ-τρο απέναντι σε μια ομάδα δωσίλογων και μειοδοτών. Μόνο ο αντικομμουνισμός μπορούσε να δι-καιολογήσει, και άρα να συγχωρήσει, τη συνεργασία με τους κατακτητές. Το πρόβλημα της αριστε-ρής μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας είναι ακριβώς το αντίθετο: ενώ καυτηριάζει τον δωσιλογισμό ως εσχάτη προδοσία που δικαιολογούσε βία αντίστοιχη με αυτή που υπέστησαν οι Τσάμηδες,αντιμε-τωπίζει τις αντίστοιχες πρακτικές των μειονοτήτων με αισθήματα κατανόησης και τάσεις συγκάλυ-ψης, δείχνοντας έτσι πόσο επιλεκτική και άρα διάτρητη είναι η ηθικολογία της.
Το βιβλίο της Ελευθερίας Μαντά είναι ένα αντίδοτο στη μυωπία και στα αδιέξοδα της ιστοριογραφί-ας αυτής και θυμίζει τη σημασία της σοβαρής ιστορικής έρευνας. H συγγραφέας κατάφερε να προ-σεγγίσει ένα σύνθετο και ευαίσθητο θέμα με προσοχή, συστηματικότητα και χαμηλούς τόνους. Το βιβλίο της αξίζει να διαβαστεί από όσους ενδιαφέρονται να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη αντί-ληψη της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ
tovima.gr  24 Νοεμβρίου 2008, 23:56 Ενημερώθηκε: 4 Δεκεμβρίου 2005, 00:00

https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/poioi-itan-oi-tsamides/?fbclid=IwAR2CkOi4gi1GrVaDulNz10nHZR6_pPDRrxvvQBamHwlKgTcCfxnUXMyFsK8

Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ.

Σχόλιο  Γιάννη Βασ. Πέππα:  Λίγο ακόμα και ο κ. Καλύβας θα δικαίωνε τους Τσάμηδες… Οι Αλβανοί δημοσιολογούντες τα ίδια λένε.Απίστευτες οι παρερμηνείες του.Ενώ,υποτίθεται,καταδι-κάζει και αντιτάσσεται σε ιδεολογικές ερμηνείες της Ιστορίας,ο ίδιος εκτοξεύει τον Ιστορικό αλληθω-ρισμό,να το πω έτσι. Δυσκολεύεται να χαρακτηρίσει τους  Τσάμηδες,τους μονίμως συνεργάτες των εχθρών της Ελλάδας.Ενώ αναφέρει ότι εκδιώχθηκαν (εκδίωξη),παπαγαλίζει για εθνοκάθαρση.Έ-χουμε ένα μεσοβέζικο κείμενο απροθυμίας ανάγνωσης του τι συνέβη,μια περίπτωση κριτικής παρέκ-κλισης.Ο λόγος που το φιλοξενώ είναι ότι αποδίδει τα συμβάντα,η ερμηνεία τους,όμως,πάσχει.
Το βιβλίο της κ. Μαντά δεν το έχω διαβάσει.Η φράση «η παμψηφία σχεδόν των αρβανιτάδων Τσάμηδων της περιοχής …» με απωθεί,με ενοχλεί απόλυτα.Τι σχέση έχουν οι Έλληνες Αρβανίτες με τους ανθέλληνες Τσάμηδες;
Τέλοςνα τονίσουμε ότι η εξαίρεση των Τσάμηδων,αν και μουσουλμάνοι,απ΄ την ανταλλαγή πληθυ-σμών του 1922 έγινε απ΄ το τότε Ελληνικό κράτος με την λογική/προοπτική να υπάρχει διαπραγμα-τευτικό διπλωματικό αντίβαρο προστασίας (ή ό,τι άλλο περισσότερο) του Ελληνισμού της Βόρειας Ηπείρου.Υπήρχε,λοιπόν,αιτία και σχέδιο γι΄ αυτήν την κίνηση.

Δείτε (youtube): 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Εβλιγιά Τσελεμπή, Αττικά 1667 pdf


Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (τουρκ. Evliya Çelebi, αραβ. اوليا چلبي, Μουχαράμ 1020 / 25 Μαρτίου 1611 - περίπου 1095/1684 ) ήταν Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής.
Εικάζεται πως το όνομα Εβλιγιά είναι ψευδώνυμο που υι-οθέτησε προς τιμή του δασκάλου του Εβλιγιά Μεχμέτ Ε-φέντη, του οποίου υπήρξε «πνευματικό τέκνο», αν και στο έργο του ο ίδιος δεν κάνει καμία σχετική αναφορά. Γεννήθηκε το 1020/1611 στη συνοικία Ουνκαπάν της Κων-σταντινούπολης. Όσα παραδίδει ο ίδιος σχετικά με την καταγωγή του πατέρα του είναι αντιφατικά και σε ορι-σμένες περιπτώσεις απίθανα. Θεωρείται πιθανό πως η οικογένεια του πατέρα του καταγόταν από την Κιουτάχεια και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάκτησή της από τους Ο-θωμανούς. Ο πατέρας του ήταν χειροτέχνης κοσμημάτων στην Αυλή του Σουλτάνου. Η μητέρα του καταγόταν από τον Καύκασο και κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή ήταν συγγενής του Μελέκ Αχμέντ Πασά χωρίς να είναι σαφές το είδος της συγγένειάς του, πιθανώς αδελφός της.Ο ίδιος παραδίδει α-κόμα πως είχε έναν αδελφό και μία αδελφή. Για επτά χρόνια ήταν μαθητής στο μεντρεσέ του Χαμίντ Εφέντη στην Κωνσταντινούπολη και εκπαιδεύτηκε ακόμα ως αφηγητής του Κορανίου. Το 1045/1636 διακρίθηκε με μία αφήγησή του κατά τη διάρκεια του «Λεϊλάτ αλ καντρ» («Νύχτα του Πεπρωμέ-νου») και παρουσιάστηκε από τον σιλαχντάρ Μεχμέντ Αχμέντ Αγά ενώπιον του σουλτάνου,ο οποί-ος έδωσε εντολή να γίνει δεκτός στο παλάτι. Εκεί εκπαιδεύτηκε στην καλλιγραφία, στη μουσική και στην αραβική γραμματική.
Αφού περιηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε λεπτομερώς για κτίρια, αγορές, ήθη, έθιμα και πολιτισμό, από το 1050/1640 μέχρι το 1087/1676 ξεκίνησε τις περιηγήσεις του εκτός της Πόλης. Οι γραπτές του εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, το «Seyahatnâme» (Σεγιαχατ-ναμέ - «Βιβλίο των ταξιδιών») ή σύμφωνα με το χειρόγραφο της Βιέννης Tarikh-i Seyyah («Χρονικό του περιηγητή»). Εκεί περιλαμβάνονται εντυπώσεις από ταξίδια του στον ελλαδικό χώρο,τη Βαλ-κανική, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο. Χρησιμοποιεί την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής.
Αξιολόγηση του έργου του
Το έργο του Τσελεμπή τοποθετείται σε ένα είδος ελαφρύτερης λογοτεχνίας που πρωταρχικός σκο-πός της δεν είναι η ιστορική αλήθεια.Παρόλο που πολλές φορές αναφέρεται διεξοδικά και με ακρί-βεια, ειδικά στα γεγονότα στα οποία ήταν παρών,άλλες φορές αναμιγνύει μύθους με ιστορικά γε-γονότα. Προσπαθεί να παρουσιάσει το έργο του με λογοτεχνικό τρόπο και γι' αυτό τοποθετεί πολλές φορές τον εαυτό του παρόντα σε γεγονότα. Στην εποχή του, το «Βιβλίο των ταξιδιών» εθεωρείτο κα-λή ψυχαγωγία για τις γυναίκες του χαρεμιού. Αντίθετα με την πρακτική των μεγάλων φιλολόγων της εποχής, ο Τσελεμπή έγραφε σε γλώσσα απλή,χρησιμοποιώντας επίσης τοπικές εκφράσεις,ενί-οτε γλαφυρές. Ορισμένες αφηγήσεις του θεωρούνται φανταστικές ή είναι βασισμένες σε άλλες πη-γές. Χρησιμοποιώντας την φαντασία του περιέγραψε χώρες τις οποίες ποτέ δεν επισκέφτηκε.Οι με-λετητές του έργου του μπορούν σήμερα να ξεχωρίσουν το ψεύτικο από το αληθινό, έτσι το δεκάτομο έργο του παραμένει πολύτιμο για τις εκτενείς πληροφορίες που παρέχει γύρω από την κατάσταση που βρίσκονταν οι πόλεις και τα χωριά κατά την εποχή εκείνη,την ιστορία,τον πολιτισμό και τη γεω-γραφία τους.
Στο πρώτο τόμο του «Seyahatnâme» γίνεται περιγραφή της Κωνσταντινούπολης και θεωρείται από τους μελετητές καλή πηγή για να γνωρίσει κάποιος την οθωμανική πρωτεύουσα του 17ου αιώνα .
Στο όγδοο βιβλίο περιέχονται οι καταγραφές,περιγραφές,εντυπώσεις του Εβλιγιά Τσελεμπή από τον ελλαδικό χώρο (1667).
Από το υλικό αυτού του όγδοου βιβλίου ο Κώστας Η. Μπίρης,το 1959,ξεχώρισε όσα αναφέρο-νταν στην Αθήνα και τα περίχωρά της και τα εξέδωσε σε αυτόνομο 70σέλιδο βιβλίο,γνωστό ως «Ατ-τικά».Η όλη επιμέλειά του,από την εισαγωγή ως το τελευταίο διευκρινιστικό σχόλιο,είναι εξαιρετι-κή,με πληρότητα διαφωτιστική.
Αξίζει να σταθούμε στις τρεις αναφορές στους Αρβανίτες: η πρώτη (Αρβανίτες των Μεσογείων) εί-ναι χωρίς σημασία˙ καταγράφει το κάψιμο χορτολιβαδικών εκτάσεων για τις ανάγκες της κτηνοτρο-φίας.Οι άλλες δύο όμως,στις τελευταίες σελίδες,είναι υψηλής σπουδαιότητας.Σε αυτές,οι Αρβανίτες της Χασιάς και των Κούντουρων/Ελευσίνας χαρακτηρίζονται ως άπιστοι,χαρακτηρισμό που χρη-σιμοποιεί ο Εβλιγιά Τσελεμπή αποκλειστικά για τους Χριστιανορθόδοξους Έλληνες !!
Τέλος,οφείλω να τονίσω την εκπληκτική πληροφορία της ολοκληρωτικής επικράτησης της Ελληνι-κής γλώσσας˙ την μίλαγαν και  οι Τούρκοι !! Αυτό,ως απάντηση στους γελοίους προσκυνημένους παραποιητές που χτυπιούνται ότι τάχα μόνον τα Αρβανίτικα ακούγονταν στην προεπαναστατική Αθήνα,αυτά ήσαν η «γλώσσα» του 1821 κι άλλες τέτοιες εξωπραγματικές προπαγανδιστικές ανοη-σίες.

Κάντε λήψη του βιβλίου:



Το άγαλμα βρίσκεται απ΄ το 2014
στο κάστρο του Eger
στην επαρχία Heves της Ουγγαρίας.

Ακόμα,

Κάντε λήψη – Διαβάστε:



Εβλιγιά Τσελεμπί
Ο Τούρκος περιηγητής Evliyâ Çelebi γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα 1611 η 1612, και πέθανε περί το 1682. Ο πατέρας του ήταν αρχιχρυσοχόος στην Πόλη, και από τη μητέρα του συγγένευε με τον Αχμέτ πασά, υπασπιστή και αργότερα μεγάλο βεζίρη του Μουράτ Δ’. Οι κοινωνικές σχέσεις που μπόρεσε ν’ ανάπτυξη, χάρη στη συγγένεια αυτή και η ωραία φωνή, με την οποία ήταν προικισμένος, τον βοήθησαν να μπει πολύ νέος στο παλάτι και να λάβει μεγάλη μόρφωση. Ο σουλτάνος εκτίμησε τη φωνή του, όταν, στο ραμαζάνι του 1636 (=τουρκ. 1045), τον άκουσε να ψέλνει στην Αγία Σοφία.
Άρχισε τις περιοδείες του, στα 1640, από την Προύσα, ακολουθώντας συνήθως τα τουρκικά στρατεύματα, πότε σαν πολεμιστής, πότε σαν μουε­ζίνης, άλλοτε με διπλωματική αποστολή και άλλοτε με δική του πρωτοβουλία, «για νά γνωρίση τόν κόσμο». Ταξίδεψε επί 40 χρόνια και επισκέφτηκε την Αίγυπτο, τη Μέκκα, την Περσία, τη Μικρασία, Κριμαία, Μολδαβία, Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία. Η εποχή κατά την οποία ταξίδευε ο Evliyâ συμπίπτει με τη μεγάλη ακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το ταξίδι του στην Ελλάδα, με συνοδεία τρεις υπηρέτες και τρεις «συντρόφους», άρχισε στα 1668. Ξεκίνησε από την Αδριανούπολη στις 27-2-1668, με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου συνεχιζόταν ο τουρκοβενετικός πόλεμος, διέσχισε την Ελληνική Χερσόνησο, και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έφτασε στην Αθήνα, και κατόπιν στην Πελοπόννησο.
Η κλίση του για τα ταξίδια φάνηκε ήδη από το 1630, οπότε και για δέκα χρόνια θα περιηγηθεί την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Τις εντυπώσεις του θα καταγράψει στο πρώτο του βιβλίο. Το 1645 πήρε μέρος στον πόλεμο της Κρήτης και παραβρέθηκε στην άλωση των Χανίων. Το επόμενο έτος θα επισκεφτεί ως τελώνης την Μικρά Ασία (2ο βιβλίο). Στο τρίτο του βιβλίο θα περιγράψει τα ταξίδια του την κεντρική Ασία, την Συρία, την Παλαιστίνη και την σημερινή Βουλγαρία. Το τέταρτο βιβλίο του αναφέρεται στην κεντρική Μικρά Ασία και στη Βαγδάτη. Το πέμπτο και το έκτο βιβλίο του αναφέρονται γενικά στις χώρες της Σερβίας, της ΒΑ Μακεδονίας, της Αυστρίας, της Βενετίας. Το έβδομο βιβλίο του αναφέρεται στις περιοχές στις ευρωπαϊκές χώρες που βρέχονται από τη Μαύρη Θάλασσα. Μετά πέρασε στην Κασπία και το 1666 έφτασε στο Αζόφ. Το όγδοο βιβλίο του αναφέρεται ολόκληρο στον Ελληνικό χώρο.
Στον τόμο που ασχολείται με την Ελληνική χερσόνησο υπάρχουν πολλές ανακρίβειες σχετικά με την αρχαιοελληνική ιστορία. Υπερεκτιμά τις λαϊκές παραδόσεις και τις παρουσιάζει σαν ιστορικά γεγονότα. Προσφέρει σημαντικό υλικό για την περιοχή και την ζωή κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Είναι πιστός στη θρησκεία του και περιφρονεί τους αλλόθρησκους, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανών. Χαρακτηριστικά, τους Έλληνες τους αποκαλεί «κιαφίρ», δηλαδή «άπιστους». Σημειώνει κάθε πληροφορία όπως την ακούει και την παραθέτει χωρίς σχόλια. Παραθέτει πολλούς αριθμούς, ειδικά όταν φτάνει στις πόλεις. Γενικά, το έργο του είναι ανεκτίμητης αξίας για την ιστορία της Ελλάδας.
Πηγές
Θ. Κωστάκη, «ο Evliya Celebi στην Πελοπόννησο», Πελοποννησιακά, 14 (1980/1), 1971.
Θάνος Κονδύλης, « Οι πόλεις της Ηπείρου στα κείμενα ξένων Περιηγητών», μέσα 17ου – μέσα 19ου αιώνα.



Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας