Η θειάκα Λιένα
ψηφίζει
Μια κωμική ιστορία από την ζωή των παλιών Αρβανιτών:
Η διαδικασία των εκάστοτε εκλογών φέρνει στο νου μας
διάφορες τραγελαφικές ιστορίες που συνέβαιναν στα χωριά με τους ψηφοφόρους και
τους κομματάρχες.
Απειλές, εξαγορά συνειδήσεων, ατέλειωτες συζητήσεις και
ειδικά στα καφενεία του χωριού, διαπληκτισμοί και πολλές γραφικότητες.
Κομβικό γεγονός αποτέλεσε και η παροχή του δικαιώματος
της ψήφου στις γυναίκες στην δεκαετία του ΄50, που συζητήθηκε πολύ και
προκάλεσε τα δυσμενή σχόλια των ανδρών.
Ο άνδρας της θειάκας Λιένας, ο μπάρμπα Μήτσος, δεν έχανε
την ευκαιρία να μην έλεγε κάτι για την κυβέρνηση, στο να επιτρέψει και στις
γυναίκες να ψηφίζουν στις εκλογές, και κάτι είχε να πει και στην γυναίκα του,
την θειάκα Λιένα.
- Να, μόη κουτοπόνηρε, τσι ντο εδέ ψήφο.
( Να, μωρή κουτοπόνηρη, που θέλεις και ψήφο ).
Στην ουσία όμως, εκείνη είχε τον πρώτο λόγο στο σπίτι,
εκείνη έκανε κουμάντο, εξού και το γεγονός ότι ήταν γνωστός ως «Μήτσι
ι Λιένς» ( Ο Μήτσος της Λιένας ).
Παρ΄ όλα αυτά όμως, με τον ποιον να επιλέξει, να ψηφίσει,
δεν τα πήγαινε καλά και έτσι έπαιρνε έτοιμο το ψηφοδέλτιο, και μάλιστα
σταυρωμένο από τον γιό της τον Παναγή, και απλώς το έβαζε στον φάκελο και το
έριχνε στην κάλπη.
Τις τελευταίες εκλογές, πριν πεθάνει, την Κυριακή των
εκλογών πήγε πρώτα στην εκκλησία, όπως είχε συνηθίσει κάθε Κυριακή να πηγαίνει,
και μετά θα πήγαινε να ψηφίσει στο σχολείο.
Έτσι λοιπόν, όταν τελείωσε η εκκλησία, και αφού έκανε το
κουτσομπολιό της με την παρέα της, πήρε και το αντίδωρο, καθώς επίσης και την «Φωνή
του Κυρίου», που μοίραζε ο παπα-Αριστείδης για την ενημέρωση των πιστών,
για το ευαγγέλιο και τα εκκλησιαστικά, πήρε το δρόμο για το εκλογικό τμήμα ώστε
να πραγματοποιήσει το εκλογικό της δικαίωμα.
Δεν ήξερε, βέβαια, να διαβάζει, αλλά ήταν μια απαραίτητη
διαδικασία.
Για αυτό έβαλε στο φάκελο το χαρτί και τον έριξε στην
κάλπη.
Γύρισε στο σπίτι ικανοποιημένη, αφού πραγματοποίησε και
το εκλογικό της δικαίωμα.
- Ψήφισες μάνα; Την ρώτησε ο γιος της ο Παναγής.
- Ναι, ντιάλιο, ( Ναι, παιδάκι μου ) του απάντησε η μάνα
του.
- Τσι ψηφίσε, μόη εμάρ; την ρώτησε ο μπάρμπα Μήτσος.
- ( Τι ψήφισες, μωρή τρελή; )
- Ψήφισα τσι μ’ δα ντιάλι, τι τσι ντο; ( ψήφισα ό,τι μου
έδωσε το παιδί, εσύ τι θες; ), είπε και έβγαλε το άλλο χαρτί να το δώσει στον
γιο της τον Παναγή να το διαβάσει.
Τραγωδία ! Το χαρτί ήταν το ψηφοδέλτιο, στην κάλπη είχε
ρίξει την «Φωνή του Κυρίου».
- Βρε μάνα, τι έρριξες στην κάλπη;
- Αχού, τσι μπ ΄ρα ντερεζέζα ! Στούρα κάρτ’ν τσι μ’δα πρίφτη!
( Αχού, τι έκανα η μαυρόπορτη [=κακομοίρα] ! Έριξα το
χαρτί που μου έδωσε ο παπάς ).
- Να ρεζίλιε, τσι ντο εδέ ψήφο, της είπε με ικανοποίηση
μουτζώνοντάς την ο Μπάρμπα Μήτσος (Να ρεζίλω, που θες και ψήφο).
Δημοσιεύτηκε από συνεργάτιδά μου,χωρίς
αναφορά πηγής,στην τότε fb ομάδα μου Αρβανίτες
στις 8 Μαΐου 2014.