Το αλώνισμα στους Αρβανίτες του παλιού Ασπρόπυργου
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΥΛΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
7. Το αλώνισμα.
Όλο τον χρόνο,όπως ήταν επόμενο,ήσαν σε στάθμευση σε ειδικά κτήρια,αλλά την ά-νοιξη άρχιζε η συντήρηση και επισκευή που διαρκούσε μια και ο μηχανικός είχε κοντά του έναν το πολύ δύο βοηθούς.Έπρεπε να επισκευάσουν και να συντηρήσουν ό,τι χρει-αζόταν στο σύνολο των μερών που τις απαρτίζανε και που η κάθε μια αποτελούσε ο-λόκληρο συρμό.
Ο κάμπος είναι
επίπεδος.Δεν υπήρχε καμιά δυσκολία να μετακινηθούν σε διάφορες
τοποθεσίες.Ωστόσο οι μετακινήσεις δεν ήσαν αρκετές.Μια,δυο βία τρεις όλες κι
όλες. Οι θέσεις δεν ήσαν πάντα σταθερές. Δεν ήταν απαραίτητο στις ίδιες
τοποθεσίες να μετακινηθούν και την επόμενη χρονιά.Πάντως,κάποιες συνεννοήσεις
θα έπρεπε να γίνονται ώστε να γνωρίζουν οι καλλιεργητές πού θα αλωνίσει η κάθε
μηχανή και να τοποθετήσουν ανάλογα με την επιλογή τους την θημωνιά τους.
Η έξοδος της μηχανής αποτελούσε
γεγονός.Σήμερα ή την τάδε ημέρα ή τότε «βγαί-νει» η αλωνίστρα του Συλλόγου ή
ανάλογα του «Γερμανού».Την αλωνιστική μηχανή έλεγαν αλωνίστρα.Ήταν ένα θέαμα
κυρίως για τα παιδιά να βλέπουν αυτό τον συρμό να διασχίζει τους δρόμους του
χωριού και να κατευθύνεται στον κάμπο σφυρίζοντας κα-τά διαστήματα για να
γίνει αντιληπτό το πέρασμά του.
Επέλεγαν ένα σημείο,ανάμεσα στις συγκεντρωμένες
θημωνιές των οποίων ο αριθ-μός ήταν αρκετά μεγάλος,ώστε να είναι όσο το δυνατόν
πιο κοντινή η απόσταση κατά τη μεταφορά των δεματιών από τη θημωνιά στην
αλωνίστρα την ώρα του αλωνισμού.
Θα προσπαθήσω να αποδώσω,όσο μπορέσω,την
εικόνα στον χώρο του αλωνισμού. Ο αναγνώστης ας φανταστεί για λίγο τον εαυτό του
επισκέπτη.Θα διαπίστωνε από κάποια απόσταση,καθώς θα κατευθυνόταν εκεί,ότι
σ΄ ένα χώρο που τον περικλείανε θημωνιές ανέβαινε σύννεφο από μπουχό με σκόνη
και με πολύ μικρά κομμάτια άχυρο και καθώς ανέβαινε διαφοροποιούσε σε διαύγεια
την ατμόσφαιρα σε αρκετό ύψος. Πλησιάζοντας,δυνάμωνε η οχλοβοή και ο θόρυβος
από τη λειτουργία της αλωνιστικής. Το πλήθος που βρισκόταν εκεί συμμετείχε με
διαφορετικούς ρόλους.Πρώτα οι εργάτες της αλωνίστρας.Ο μηχανικός στο πόστο
του,την κυλινδρομηχανή.Τεράστια.Αυτή για την έλξη,τη μεταφορά του συρμού.Αυτή
για τη μετάδοση της κίνησης.Χωρίς αυτήν η αλωνίστρα ήταν άχρηστη.Για να γίνει
πιο αντιληπτή στον αναγνώστη,ήταν ίδια με εκείνες που χρησιμοποιόντουσαν για
την επίστρωση δρόμων.Ίσως η ονομασία να είχε προέλθει από τους τρεις
τεράστιους σιδερένιους κυλινδρικούς τροχούς.
Η μπατόζα (το πιθανότερο να είναι ιταλική
λέξη,πάντως στα γαλλικά μπατάζ είναι ο αλωνισμός) ήταν το πρώτο το μεγαλύτερο
σε όγκο και ύψος μέρος της αλωνιστικής και το σημαντικότερο.Άλλοι ανεβασμένοι
πάνω στη σκεπή της δεχόντουσαν τα δε-μάτια που τους πετούσαν οι άλλοι από κάτω
και τα τοποθετούσαν εκεί που τα έπαιρνε μέσα η μπατόζα για τη συνέχεια.Κάτω
άλλοι κουβαλούσαν κι άλλοι πετούσαν τα δε-μάτια στη σκεπή.Μπροστά από μία χοάνη
έβγαινε το στάρι διαχωρισμένο από το πε-ρίβλημά του.Ήταν τοποθετημένο ένα
ξύλινο αμπάρι,που συγκρατούσε ότι περίσσευε από το γέμισμα του πινακίου.Ήταν
το πινάκιο σκεύος σχήματος κυλινδρικού.Η μια του επίπεδη επιφάνεια ανοιχτή
με λαβή σε θέση διαμέτρου.Ο εργάτης που στεκόταν μπροστά άφηνε για λίγο να
χυθεί από το γεμάτο πινάκιο στο αμπάρι και με ένα σανίδι σάρωνε την επιφάνεια,έτσι
ώστε το πινάκιο να είναι πλήρες.Συνεχιζόταν η διαδικασία για συσκευασία και
μεταφορά του σταριού,ενώ παράλληλα ο αριθμός των πινακίων μετρούσε και το μέγεθος
του αλωνίσματος.Π.χ. ο τάδε έκανε 300 πινάκια,ο δείνα 420 κ.λπ.
Σε ελληνικό λεξικό δεν βρήκα λέξη πινάκι ως
μονάδα μέτρησης.Όμως και στο σχή-μα και στο μέγεθος ταιριάζει το τούρκικο
κοιλό που αντιστοιχεί σε 24 περίπου οκάδες. Αν δεν αντιστοιχούσε σ΄ αυτό,ήταν
κάτι παρεμφερές.
Στην πίσω πλευρά της μπατόζας
προσκολλημένο δεύτερο μέρος που συνέχιζε την επεξεργασία του άχυρου και αυτό
ακολουθείτο από ένα τρίτο,όπου τελείωνε και η διαδικασία με το άχυρο.Συσκευασμένο σε μπάλες ραμμένες
με σύρμα μεταφέρονταν και τοποθετούνταν σε ντάνες ξέχωρα για κάθε γεωργό.Ένας
αριθμός εργατών συμμε-τείχε σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Αλλά δεν ήσαν μόνοι οι εργάτες της
αλωνίστρας.Όταν αλώνιζε ο γεωργός,συνοδευ-όταν από ολόκληρη κουστωδία,την
οικογένεια του σχεδόν όλη και τυχόν συγγενείς ή εργάτες.Να μεταφέρουν από τη θημωνιά
κοντά στην αλωνίστρα δεμάτια,να συσκευά-ζουν για μεταφορά το αλώνισμα.Σούστες,άλογα,μεταφορές.Να
φορτώσουν τις μπά-λες άχυρο για την αποθήκη.Και δεν ήταν μόνο όσοι αλώνιζαν τη
συγκεκριμένη στιγμή.Ήσαν κι όσοι συνέχιζαν εργασίες που δεν είχαν ολοκληρωθεί
και άλλοι προ-ετοιμάζονταν,γιατί θα ακολουθούσε η δική τους σειρά.Μετά την
μεταφορά του στα-ριού στο σπίτι και πριν το τοποθετήσουν σε αμπάρια,έστρωναν
στις αυλές στρωσίδια και το άπλωναν αφήνοντάς το μια δυο μέρος στον ήλιο να
στεγνώσει.
Η περίοδος των
αλωνιστικών μηχανών είναι ως προς τη χρονική της δι-άρκεια ασήμαντη,αν τη
συγκρίνουμε με ό,τι προηγήθηκε και ίσχυσε σχε-δόν πανομοιόμορφα από την
αρχαιότητα μέχρι και σήμερα σε πολλές περιοχές.Στον Ασπρόπυργο,σε αγροτόσπιτα
που δεν τα έχουν υποκαταστή-σει ακόμα με νέες οικοδομές,θα υπάρχουν κάποια
αγροτικά εργαλεία που θυμίζουν το παραδοσιακό αλώνισμα.Στη θέση Ομπόρες μέχρι πριν λίγα χρόνια,όσο οι
διατεταγμένες μπουλντόζες δεν είχαν σαρώσει με σκοπό να τα εξαφανίσουν και τα
τελευταία ίχνη αυτού του ιστορικού οικισμού,είχε διατηρηθεί σε άριστη
κατάσταση το αλώνι.Αλλά και διάφοροι χώροι κοι-νόχρηστοι στον κάμπο κι ακόμα
στα τότε όρια του χωριού -με την αλλαγή χρήσης της γης δεν υπάρχουν-
είχαν χρησιμοποιηθεί για το αλώνισμα.
Αν λάβουμε υπόψη
τη σύσταση και το επίπεδο του εδάφους,δεν πρέπει να απαιτείτο ειδική φροντίδα
για το φτιάξιμο του αλωνιού.Ο Δημήτρης Λουκόπουλος (δες Γεωργι-κά της Ρούμελης)
διακρίνει τ΄ αλώνια σε χωματάλωνα
που τα στρώνανε με λάσπη α-νακατεμένη με κοπριά βοδιού,γελαδοσβουνιά,ώστε καθώς
αυτή θα είχε ξεραθεί,δεν θα επέτρεπε να βγαίνουν τα χώματα με τις πατημασιές
των αλόγων.Και σε πετράλω-να,που για
να τα κάνουν επίπεδα οι μαστόροι έκτιζαν στο χαμηλότερο μέρος τοίχο,τη
σφεντόνα,για να βαστάει τα χώματα και ολόγυρα στο αλώνι έφτιαναν τα χείλη με
πλακωτές πέτρες που έμπηζαν τη μια κοντά στην άλλη.Ο Φαίδων Κουκουλές (Βυζα-ντινών
βίος και πολιτισμός,Τόμος Ε,σελ. 263) γράφει για το αλώνι παραπέμποντας
σε βυζαντινή βιβλιογραφία.Ότι κατασκευαζόταν σε τόπο υψηλό για να δέχεται τον
άνε-μο,ήταν κυκλικό με φυτεμένες πλάκες στην περιφέρεια,το έδαφος ήταν στρωμένο
με πλάκες ή ήταν χωμάτινο που το κατάβρεχαν και το πατούσαν με κύλινδρο για να
μην υπάρχουν ρωγμές και παίρνουν τα μυρμήγκια τον καρπό.Ο Ησίοδος (Έργα
και ημέ-ραι,στ. 598,599) γράφει στον αδελφό του Πέρση: Ευθύς μόλις
πρωτοφανεί ο γίγαντας Ωρίωνας (εννοεί τον αστερισμό) τ΄ άγιο της Δήμητρας το στάρι
να λιχνίζουνε,μέσα σ΄ ένα τόπο καλοπνεούμενο και πάνω σ΄ ένα αλώνι
καλοϊσιασμένο.Στην Τήνο (Γ. Αμοι-ράλης,Αγροτικά έθιμα της Τηνου,Λαογραφία
ΚΗ σ. 378) γράφει: Το αλώνι έχει σχήμα κύκλου,περίπου ένα μέτρο πιο βαθύ στη
γη με κάθετες πλάκες στην περιφέρεια,τους «αζούρους» να κρατάνε το χώμα.Στο
χωριό Πελεκάνο της επαρχίας Σιάτιστας τα αλώ-νια τα καθαρίζουν από τα
αγριόχορτα και τα αλείφουν με σβουνιά για να μη βγαίνει το χώμα.Στη μέση
στερεώνουν το «στέντζερο»,γύρω από το οποίο γυρίζουν τα βόδια ή τα άλογα.
Βόδια,άλογα,μουλάρια ήσαν τα ζώα που χρησιμοποιούσαν
γενικά στο αλώνισμα.Τα ίδια ζώα και στην Αρχαία Ελλάδα,όπως αναφέρει ο Ξενοφών
(Οικονομικός
XVIII,5) και τονίζει ότι την όλη φροντίδα για το
αλώνι και τα ζώα είχαν οι επαλωσταί.Επαλώστης,ο (επί+αλοάω),ο αλωνίζων,ο
ελαύνων βους κατά το αλώνισμα.(Ι. Δρ. Σταματάκου: Λε-ξικόν αρχαίας ελληνικής
γλώσσης).
Τη λέξη βαλμάς χρησιμοποιεί ο Ε. Μώρος,μεταφραστής
του «Οικονομικού» για να ερμηνεύσει τον επαλώστη.Ο Δ. Λουκόπουλος γράφει ότι
οι Ρουμελιώτες αλωνίζουν μόνο με άλογα και στην ανάγκη με μουλάρια ή
γαϊδούρια.Τα άλογα του αλωνισμού τα τρέφουν κυρίως τσοπαναραίοι που τους λένε
βαλμάδες.Πριν από τον αλωνισμό τα έ-χουν απολυμένα στα βοσκοτόπια και βόσκουν
λεύτερα.Όταν φτάνει ο καιρός τα πιά-νουν,τα καλιγώνουν και συνεταιρίζονται με
άλλους βαλμάδες που τα άλογά τους,ται-ριάζουν.Κατά τον Ν. Π. Ανδριώτη βαλμάς
-λέξη άγνωστου έτυμου- είναι ο βοσκός μεγάλων ζώων.Ο Δ. Δημητράτος ερμηνεύει
τον βαλμά ως εκείνον που τρέφει άλογα ή μουλάρια για εμπορία ή μίσθωση.Οι
λαογράφοι που ερευνούν τον υλικό βίο θεωρούν τον βαλμά εξειδικευμένο να
χρησιμοποιεί άλογα στον αλωνισμό.
Στον Ασπρόπυργο δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν
βαλμάδες και να τρέφουν άλογα με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν στο αλώνισμα.Κι
ούτε θα έπρεπε να τους
ήταν γνωστή η λέξη και η ερμηνεία της.Το αλώνισμα περιλαμβανόταν στον κύκλο
των γεωργικών εργασιών.Η γνώση και η εμπειρία περνούσε από τη μια γενιά στην
άλλη και χρησι-μοποιούσαν στο αλώνισμα τα ζώα που είχαν και για τις άλλες αγροτικές
δουλειές. Πολλές οικογένειες χρησιμοποιούσαν ιδιόκτητα κτήματα στα όρια του
χωριού.Θέμα όμως προτεραιότητας δεν έπρεπε να υπήρχε ούτε στους κοινόχρηστους
χώρους -δεν είναι γνωστές παρόμοιες διαφωνίες- γιατί,όπως γράφτηκε πάρα πάνω,το
επίπεδο του εδάφους και η σύστασή του δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη φροντίδα για
να δημιουργηθεί ένα αλώνι και κατά συνέπεια δεν δημιουργείτο στενότητα χώρου.
Ο Λ. Λουκόπουλος γράφει ότι η σειρά
εξασφαλιζόταν ανάλογα με το ποιος έμπηζε γρηγορότερα ένα χερόβολο στάρι στη
κορφή του στρίγερου.Ήταν ο στύλος που έμπη-ζαν στο κέντρο του αλωνιού.Ο Λουκάτος
το γράφει στοιχερό,στην Οφιονεία της Ναυπακτίας στρίαρο,στον Πελεκάνο της Σιάτιστας
στέντζερο και στιγερό στην Τσα-κωνιά.Στην Οφιονεία της Ναυπακτίας,επειδή τα
αλώνια είναι λίγα,και σ΄ αυτά πρέπει να αλωνίσουν όλοι οι γεωργοί,για να πάρουν
σειρά την καπαρώνουν τοποθετώντας μεσ΄ στ΄ αλώνι όρθιο ένα δεμάτι.
Κατά την προετοιμασία του αλωνίσματος,μετά
το σκούπισμα άπλωναν τα δεμάτια στο αλώνι -η εμπειρία ήταν κι εδώ απαραίτητη
για το πώς θα τα απλώσουν- και φρόντιζαν,πριν να αρχίσουν,να προστατεύσουν τα
ζώα ώστε να μη περνάει η άχνη από το άχυρο στα ρουθούνια.Πολύ παλιά τακτική.Οι
Βυζαντινοί τα προστάτευαν δένοντας στο στόμα τους ένα καλάθι συνήθως φτιαγμένο
από βούρλα,τον φιμό ή κημό.
Πώς γινόταν όμως το αλώνισμα; Ποια ήταν η
διαδικασία; Δύο ήσαν βασικά οι τεχνι-κές.Η μια μόνο με τη χρήση των ζώων,η άλλη
με τη χρήση της δοκάνης.Στην πρώτη διαδικασία περνούσαν μια θηλιά στο λαιμό
κάθε ζώου και τις ένωναν μεταξύ τους.Μια ζυγή με δυο ή περισσότερα,διζευγία με
τέσσερα ή περισσότερα σε δύο σειρές. Έδεναν μια τριχιά στη θηλιά του μέσα προς
το κέντρο αλόγου και την άλλη στο στοιχερό.Τα ζώα άρχιζαν να περιστρέφονται,η
τριχιά όλο και τυλιγόταν στο στοιχερό και τα άλογα σίμωναν όλο και περισσότερο
προς το κέντρο κι όταν ήταν πια δύσκολο να γυρίζουν,τα σταματούσαν, άλλαζαν τη
φορά τους προς την αντίθετη κατεύθυνση δένοντας την τριχιά στη θηλιά του ζώου
που πριν ήταν στην έξω θέση και τώρα έ-παιρνε την εσωτερική.Έτσι τα στάχυα
τσακίζονταν,ο καρπός βαρύτερος πήγαινε κάτω και από πάνω τα άχυρα.Κάποια
στιγμή σταματούσαν τα ζώα να τα ξεκουράσουν και με τα δικούλια αναποδογύριζαν
το αλωνισμένο,αλλού το λένε λειώμα,αλλού μάλα-μα,ώστε τα στάχυα που θα
είχαν μείνει κάτω ατσάκιστα να έρθουν στην επιφάνεια.Η διαδικασία συνεχιζόταν
μέχρι που να διαπιστωνόταν ότι το αποτέλεσμα είχε επέλθει. Τότε το συγκέντρωναν
σε ημικυκλικό σωρό,που σε ορισμένες περιοχές το ονομάζουν λαμνί (από το λάμνω
που σημαίνει ελαύνω,θέτω σε κίνηση,οδηγώ).
Από τις δοκάνες
που υπάρχουν ακόμα σε ορισμένα αγροτόσπιτα στον Ασπρόπυργο βγαίνει το
συμπέρασμα ότι ακολουθούσαν τη δεύτερη τεχνική.Αλλά και υπερήλικες που έχουν
βιώματα από τα νεανικά τους χρόνια βεβαιώνουν ότι γνώρισαν το αλώνι-σμα με το
ντουγένι.Η λέξη δοκάνη έχει πολλές σημασίες,μεταξύ των οποίων μία είναι και η
ακόλουθη.«Αλωνιστική συσκευή εξ επιμήκους σανίδος μετά πυριτολίθων».Αυτό είναι
και το ντουγένι.Μακρόστενη σανίδα που στη μια της πλευρά έχουν τοποθετηθεί
πυριτόλιθοι που μοιάζουν με μαχαίρια.Αυτή η επιφάνεια πατάει πάνω στα
δεμάτια.Η μια άκρη της σανίδας κόπτεται ελαφρά αντίθετα από την επιφάνεια των
πυριτολί-θων.Εκεί είναι τοποθετημένος χαλκός για να προσδεθεί και να συρθεί από
το ζώο.Κα-τά την ώρα του αλωνισμού ευέλικτος νέος πατούσε πάνω στο ντουγένι και
πολλές φο-ρές ισορροπούσε κρατώντας την ουρά του αλόγου,όπως μου διηγήθηκαν.
Ο Φ. Κουκουλές αναφερόμενος στα κείμενα των βυζαντινών
γράφει ότι εκτός από τα βόδια που πατούσαν τα στάχυα υπήρχαν και όργανα για να
τα θρύβουν (θρυμμα-τίζουν).Και είναι οι τρίβολοι,κοινώς η τυκάνη ή δουκάνη,η
οποία ήταν σανίδα που είχε μήκος μέχρι δύο μέτρα και είχε από κάτω περασμένους
σκληρούς και οξείς πυρόλι-θους,που κατέκοπταν τα άχυρα.
Ο Θ. Π. Κωστάκης (Γεωργικά της Τσακωνιάς,Λαογραφία,Τομ.
ΛΑ΄, σελ. 14 επ.) την αναφέρει σβάρνα.Γράφει ότι δεν δένει ο γεωργός τη σβάρνα
από την αρχή στα ζώα,αλ-λά τα γυρίζει χωρίς αυτήν για να κατακαθήσουν πρώτα τα
δεμάτια κατευθύνοντας τα ζώα με το καπιστρόσκοινο.Όταν δένουν τη σβάρνα,βάζουν
κάποτε πάνω ένα μικρό παιδί,όχι μεγαλύτερο,από φόβο να μη κοπούν τα λουριά.Κάθε
τόσο σταματούν τα ζώ-α,αναποδογυρίζουν τη σβάρνα και την καθαρίζουν από τα
άχυρα που χώνονται ανά-μεσα στις σβαρνόπετρες και τα πριόνια και εμποδίζουν το
κόψιμο.Άρα δοκάνη,ντουγέ-νι και σβάρνα της Τσακωνιάς,αν τυχόν κατασκευαστικά
δεν είναι ακριβώς το ίδιο εργαλείο,εξυπηρετεί την ίδια τεχνική σχετικά με το
αλώνισμα.
Οι εργασίες στη συνέχεια
συμπίπτουν.Το γύρισμα του αλωνιού με τα δικράνια,το μάζεμα,το λίχνισμα,το
δρεμόνισμα,η μεταφορά της σοδειάς.Ακόμα και τα εργαλεία του αλωνισμού είναι παρεμφερή.Σε πάπυρο
του Φαγιούμ (100 μ.Χ.) ένας γεωργός ζητάει να του σταλούν δύο θρίνακες,δύο
λικμητρίδες και ένα πτύον.Είναι εργαλεία που χρησιμοποιούνται στο λίχνισμα.Το
δικούλι ή δικριάνι,το τριάχτυλο,το θρινάκι,ο για-μπάς,το καρπολόγι είναι είδη
ξύλινου φτυαριού με δόντια κατασκευασμένα με τρόπο παρεμφερή και για την ίδια
συγκεκριμένη χρήση.Στο λίχνισμα,ο λιχνιστής πρέπει να είναι έμπειρος ώστε να
μην του ξεφύγει το στάρι και να ακολουθήσει το άχυρο.Επί-σης,έχει σημασία η
ένταση του ανέμου,η θέση του λιχνιστή.Όταν το πολύ άχυρο έχει ξεχωρίσει από
τον καρπό,χρησιμοποιείται το φτυάρι.Ο αέρας παίρνει το άχυρο που έχει ακόμα
μείνει στο σιτάρι.
Ο σωρός του
σταριού,το λαμνί,θα περάσει από το δρεμόνι,μεγάλο κόσκινο με δερ-μάτινο πάτο και
μεγάλες τρύπες.Το στάρι περνάει από τις τρύπες και το δρεμόνι συγκρατεί
πέτρες,κότσαλα,άτριφτα στάχυα και άλλες ξένες ύλες.Ακολουθεί και δεύτε-ρο
πέρασμα από συρμάτινο κόσκινο που συγκρατεί το στάρι και αφήνει να
περάσει ο μπουχός,το χώμα το οποίο θα έχει τυχόν απομείνει.
Σχετικά με τα αγροτικά εργαλεία ο Θανάσης
Κιζλάρης (Αγροτικός βίος των Θρα-κών,Λαογραφία ΙΒ΄,σ. 407) εκτός από τα
ήδη γνωστά μας πλέον όργανα ντουκάνη,δι-κιργιάνι,γιαμπά (για το λίχνισμα με 5-6
δόντια),καρπολόγι,δρεμόνι,κόσκινο προσθέτει ακόμα την τσουγγράνα που τραβάει
τα κότσαλα στην άκρη,τον σύρτη,τα φρουκά-λια,σκούπα από χόρτο,κυρίως όμως το
γιουβαρλάκι.
Yuvarlak,λέξη τούρκικη,σημαίνει σφαιρικός.Είναι λέει πέτρα σφαιρική
ή ξύλο,σέρνε-ται από μια ουρά αμαξιού με δύο τροχούς και αλωνίζει κριθάρια,βρώμες,σίκαλη
α-φήνοντας την καλαμιά χονδρή,σάλμα,που μ΄ αυτή σκεπάζουν το άλλο άχυρο και τα
μαντριά των προβάτων.
Ρωτήθηκαν Ασπροπύργιοι μεγαλύτερης
ηλικίας,που έζησαν περισσότερο την παρά-δοση,αν γνώριζαν έθιμα για το αλώνισμα
και γενικά για τις γεωργικές εργασίες που να σχετίζονται με τη μαγεία.Αν πίστευαν
στην αποτελεσματικότητά της,στην ενέργει-α υπερφυσικών δυνάμεων που δεν
εξηγούνται με φυσικούς νόμους,ότι θα μπορούσαν να πετύχουν το ποθούμενο με
πράγματα,λόγους ή πράξεις που είχαν εξαιρετική δύναμη ή ότι μπορούσαν να
εξαναγκάσουν τον θεό με λόγους ή πράξεις.Η απάντηση ήταν αρνητική.Υπήρχαν
μαγικές ενέργειες που σχετίζονταν με τους κύριους σταθμούς της ανθρώπινης
ζωής.Πίστευαν επίσης σε κατάδεσμους,καρφώματα,ξεματιάσματα, ξόρκια,φυλακτά,αλλά
παρόμοια έθιμα που να σχετίζονται με αγροτικές εργασίες δεν προκύπτει να
υπήρχαν.Περιορίζονταν μόνο στην ευλογία της εκκλησίας.
Ακολουθούν μερικά
παραδείγματα,ενδεικτικά,εθίμων που σχετίζονται με το αλώ-νισμα και άλλες γεωργικές
εργασίες.Στη Ρούμελη,ενώ λιχνίζει ο γεωργός όλη μέρα, μπήζει στο σωρό ένα
μαχαίρι,για να σιδερώσει το σιτάρι,να πάρει του σίδερου τη στε-ριάδα.Στον Δρυμό
της Μακεδονίας,πριν περάσουν το γέννημα από το δρεμόνι,τοπο-θετούν μια σιδερένια
ζεύλα για να γίνει το στάρι γερό σαν το σίδερο,κλαδιά από πα-λιούρα (είδος
θάμνου) που χρησιμεύουν να αποτρέψουν τη βασκανία.Θεωρούν επίσης κακό ή
αμαρτία να περάσουν πάνω από το μικρό σωρό σταριού που απομένει ενώ
λιχνίζουν.Για να περάσουν απέναντι κάνουν κύκλο.Και στην Τσακωνιά πετούν,τελει-ώνοντας
το αλώνι,ένα σιδερικό για να σιδερώσουν τον καρπό.Στην Εύβοια,στη Γούβα του
δήμου Ιστιαίων,όταν έχουν τελειώσει το αλώνισμα και έχει σχηματιστεί το
λαμνί,η οικοδέσποινα κρατώντας λαγήνι προσφέρει νερό στους αλωνιστές να
πλυθούν.Και κά-θε ένας που πλένεται ραντίζει κυκλικά το γέννημα.Η συνήθεια να
ραντίζει η σύζυγος τον γεωργό που επιστρέφει από τη σπορά είναι έθιμο που
παρατηρείται στην Επίδαυ-ρο.
Τα καταχύσματα απασχόλησαν τη λαογραφία.
Κατάχυσμα (από το καταχέω=ρίχνω σε κάποιον
από πάνω).Το ρύζι,τα άνθη,τα ρο-δοπέταλα είναι
καταχύσματα.Ξηροί καρποί,σύκα,καρύδια,αμύγδαλα που προσφέρο-νται ή με τα οποία
τους ραντίζουν για να εκδηλώσουν ευχές για την ευπορία τους και τη γονιμότητα.Στην
περίπτωση του γεωργού της Επιδαύρου έχουμε συμπαθητική μα-γεία,που αποβλέπει
στην ευόδωση της σποράς,όπως αποβλέπουν τα καταχύσματα στη γονιμότητα του
ανδρόγυνου στους γάμους,στον πολλαπλασιασμό των παιδιών στη γέννηση και
βάπτιση. (Ν. Γ. Πολίτης,Λαογραφία,τόμ. Γ΄,σελ. 678).Η μαγεία διακρί-νεται σε
άμεση,έμμεση (αναλογική ή συμπαθητική) και έντεχνη.Στη συμπαθητική, πιστεύεται,ότι
η μαγική πράξη,αφού αποτελεί απομίμηση ποθούμενου,θα προκαλέσει κατ΄ αναλογία
το ποθούμενο.Τα κατασχύματα αποτελούν την έκφραση γονιμότη-τας,άρα θα
προκαλέσουν κατ΄ αναλογία γονιμότητα. (Γ. Α. Μέγα: Εισαγωγή στη Λαο-γραφία,
154).
Στην Κω έχει παραμείνει μια συνήθεια που
πιστεύεται ότι την πρώτη αρχή έχει στον Τριπτόλεμο,τον οποίο η θεά Δήμητρα
επέλεξε για να διδάξει στον κόσμο την καλλιέρ-γεια του σταριού.Όταν ο γεωργός
τελειώσει το αλώνισμα και μαζέψει αλωνισμένο και καθαρισμένο τον
καρπό,συνηθίζεται να κάνει με το φτυάρι ένα σταυρό και να τον χώ-νει στην κορφή
του σωρού ευχόμενος κι από χρόνου καλύτερα ή χίλια μόδια.Ο Θεόκρι-τος
(πιθανολογείται ότι γεννήθηκε το 305 π.Χ.) έγραψε πολλά είδη ποίησης μεταξύ των
οποίων και ειδύλλια.Το ειδύλλιο -υποκοριστικό του είδους- είναι μικρό
αφηγηματικό ποίημα με υπόθεση τις περισσότερες φορές αγροτοποιμενική.Το έβδομο
από τα ειδύλ-λια του Θεόκριτου επιγράφεται Θαλύσια και η σκηνή του ειδυλλίου
εκτυλίσσεται στην Κω.Τα Θαλύσια ήταν καθαυτό γιορτές του θερισμού προς τιμή
της Δήμητρας,αλλά γιορτάζονταν στην Αθήνα και τα Θαργήλια τιμώντας την Άρτεμη
και τον Απόλλω-να,γιορτές που προηγούντο του θερισμού.Η υπόθεση του ειδυλλίου
Θαλύσια τελειώνει με το τραγούδι του Σιμιχίδου ως εξής (μεταφρασμένο).Είθε το
φτυάρι μου ξανά να μπήξω στο σωρό του σιταριού της (εννοεί τη θεά Δήμητρα)
πετώντας το απ΄ αλάργα,κι εκείνη να γελά,κρατώντας στάχυα κι ανεμώνες.
Θάργηλος ή θαλύσιος άρτος ήταν το πρώτο
ψωμί από τη νέα σοδειά που προσφερό-ταν στον Απόλλωνα.Στα Λακκοβίκια της
Μακεδονίας ζυμώνουν το πρώτο ψωμί από τη νέα σοδειά,πάνε στη βρύση και το
βρέχουν κι ύστερα το μοιράζουν στους περαστι-κούς.Το φάγωμα του πρώτου ψωμιού
συνδέεται με μαγικές τελετές σε πολλούς λα-ούς.Σε πολλά μέρη κρατούν το
τελευταίο δεμάτι του θέρους και ζυμώνουν,από το στάρι του,ψωμί με διάφορα
σχήματα και το τρώνε.
Πολλά άλλα έθιμα θα μπορούσαμε να
αναφέρουμε που σχετίζονται με τη μαγεία και αποβλέπουν στο ποθούμενο.
Σχόλιο Γιάννη Βασ. Πέππα: Η
εξαιρετική και πλήρης αναφορά του αείμνηστου Δη-μήτρη Ν. Καλλιέρη στο
λαογραφικό παρελθόν (από το δίτομο βιβλίο του Το χωριό μου,που κάποια στιγμή θα δημοσιοποιήσω),αν και δεν απέχει αυτό πολύ απ΄ τις
μέρες μας,αποτυπώνει τις βαθιές ρίζες του όχι μόνο στους κοντινούς περασμένους
αιώνες,μα και στην αρχαιότητα,φωτίζοντας,έτσι,την αδιάλειπτη συνέχεια,την ομοιογένεια
και την σφριγηλή διαχρονία του Ελληνικού κόσμου!