1. Η τσατσα-Γρηγόραινα και το
λουκούμι
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης Πέππας (αδερφός του παππού μου) είχε
καφενείο στην πλατεία του Βαρνάβα.Υπάρχει και σήμερα σε λειτουργία από την γηραιά
νύφη του.Η γυναίκα του,η τσατσα-Γρηγόραινα,τον βοηθούσε όποτε μπορούσε,αλλά δεν
είχε και πολύ κέφι στο να φτιάχνει καφέδες.Έτσι,πολλές φορές όταν ένας πελάτης
της παράγγελνε καφέ, αυτή του απαντούσε:
-Μήπως θες,καλλίτερα,ένα
λουκούμι;
Το κωμικό αυτό σκηνικό παραμένει ως μια χαρωπή νότα από
τον παλιό Βαρνάβα.
2. Ένα γαϊδούρι πάνω στο άλλο
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης Πέππας απέκτησε τρεις κόρες και δύο
γιους.Ο γιος του ο Νίκος έγινε δάσκαλος.Το να γίνεις δάσκαλος ή οτιδήποτε άλλο
που είχε σχέση με μόρφωση στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και σε αυτά που
ακολούθησαν ήταν μεγάλη υπόθε-ση για φτωχές περιοχές και απομονωμένες,όπως ήταν
ο Βαρνάβας τότε.Για τον δά-σκαλο Νίκο Πέππα όλες οι αναφορές μνήμης που έχουν
διασωθεί είναι εξαιρετι-κές.Δεν ήταν μόνο ένα λαμπρό δημιουργικό μυαλό,αλλά και
λεβέντης άντρας και βα-θύτατα ανθρώπινος.
Όμως,επιλέχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων που
στάλθηκε το 1952 στην Κορέα.Εκεί,ο Νίκος Πέππας σκοτώθηκε.Η σορός του δεν ήρθε
ποτέ πίσω.Δημιουργή-θηκε έξω από την εκκλησία του Βαρνάβα,στην δεξιά ανατολική πλευρά της,ένα μνήμα-κενοτάφιο γι΄
αυτόν.Αυτός ο κενός τάφος αποτελούσε μέχρι που έβγαλα εγώ το Δημοτικό και λίγο
παραπάνω (κάπου ως το 1975) τον χώρο κατάθεσης στεφάνων κατά τις εθνικές
εορτές.
Την ημέρα που έφτασε στο χωριό η θλιβερή είδηση για το
χαμό του νέου δασκάλου όλοι ψυχοπλακώθηκαν.Πιο πολύ απ΄ όλους,βέβαια,οι έρμοι
γονείς του.Μαζεύτηκε κό-σμος στο καφενείο τους για να συλλυπηθεί.Εκεί,μέσα στο
μουντό κλίμα,γεμάτο λύπη και παρηγοριά,ο μπαρμπα-Γρηγόρης είδε έξω απ΄ το
καφενείο,στην πλατεία του χω-ριού,να περνάει ένας συγχωριανός καβάλα στο γαϊδούρι
του.
-Πρώτη φορά βλέπω,αναφώνησε δυνατά,ένα γαϊδούρι πάνω στο άλλο.Ο μπάρμπα-Γρηγόρης
ήταν κλασικός χωρατατζής.Δεν γνωρίζω αν η φράση αυτή υπήρξε δημιούρ-γημά του ή
ήταν συνηθισμένο καλαμπούρι.Πάντως,έμεινε στην συλλογική μνήμη της κοινότητας
αυτή η ιλαροτραγική στάση ενός απλού ανθρώπου,που,ακόμα και μέσα στην ανείπωτη
στεναχώρια του,προσπάθησε να μαλακώσει τον πόνο του και να αμ-βλύνει τον
παρήγορο λόγο των άλλων με μια σφήνα ευθυμίας.
3. Ή όλοι πάνω ή όλοι κάτω
Η πραγματική ιστοριούλα που ακολουθεί έχει ως
πρωταγωνιστή ένα νεαρό Αρβανίτη χωρικό που βρέθηκε να εκτελεί καθήκοντα
τροχονόμου κάπου στο κέντρο της παλιάς Αθήνας.Το περιστατικό πρέπει να έλαβε
χώρα στην πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.Ένα λογικό ερώτημα που
ανακύπτει αμέσως είναι,τι είδους κυκλοφοριακή κίνηση μπορούσε να υπήρχε τότε
στην Αθήνα ώστε να απαιτείται τροχονόμος για την ρύθμισή της... Αν σκεφτούμε όμως,ότι
μέχρι το 1970 περίπου υπήρχε τροχονόμος στην πλατεία της Κηφισιάς (Πλάτανος),όπου
τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα,ίσως να παρέ-χεται και μία απάντηση για την
κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας το 1910-15 περί-που.
Ο νεαρός χωρικός πρωταγωνιστής μας λοιπόν,βρέθηκε από την
ηρεμία του χωριού του σ΄ ένα πολύ πιο βουερό περιβάλλον,όπου με τις κινήσεις
των χεριών του έπρεπε να καθοδηγεί τους πεζούς,τα κάρα και τα όσα
αυτοκίνητα.Μία να πηγαίνουν πάνω,μία να πηγαίνουν κάτω.Μετά από κάποια ώρα,αμάθητος
στη νέα συνθήκη,παραξενεμέ-νος από το πήγαινε-έλα της πρωτεύουσας,βραχυκυκλώθηκε.Σήκωσε
τα χέρια πάνω, διέκοψε κάθε κίνηση και φώναξε με νεύρα:
-Ή όλοι πάνω ή όλοι κάτω.
Ο παράξενος αυτός τροχονόμος πρέπει να ήταν ο πατέρας ή
θείος του μπαρμπα-Γιάννη Γκίκα.Η μνήμη μου δεν με βοηθά.Ο μπαρμπα-Γιάννης
Γκίκας ήταν ένας ευστα-λής,καλόκαρδος λεβέντης άνθρωπος.Ήταν περίπου συνομήλικος με
τον παππού μου, άρα γεννημένος περί το 1900.Επομένως,οι χρονολογίες ταιριάζουνε.Οι
Γκικαίοι του Βαρνάβα είναι το πιο μικρό σόι του χωριού.Ο πατέρας του μπαρμπα-Γιάννη,ο
τροχο-νόμος μας,πρέπει να ήρθε γαμπρός στον Βαρνάβα.Οι Γκικαίοι συγγενεύουν
στενά με τους Κολλιαίους,θαρρώ.Ο μπαρμπα-Γιάννης απόκτησε τρεις γιους και
σήμερα μόνο ένας εγγονός του ζει στο χωριό,κρατώντας έτσι το ξεχωριστό αυτό
επώνυμο μονίμως ευάριθμο.
Οι επόμενες δύο ιστορίες προέρχονται απ΄ τον Βαγγέλη Πέτρου (Λιάρης).Είναι κι αυ-τές
πραγματικές,η πρώτη αφορά τον ίδιο.Μου τις έδωσε το καλοκαίρι του 2019
γραμμέ-νες σ΄ ένα ημερολόγιο,στα αρβανίτικα και στα ελληνικά.Διατήρησα ατόφιο
τον λόγο του.Στην δεύτερη ιστορία έχει αλλάξει τα ονόματα των προσώπων,αν και
πρόκειται για κάτι πασίγνωστο.Χρησιμοποιώ στη γραφή των αρβανίτικων έναν απλό
τρόπο που, όμως,δεν προσφέρεται να εξηγήσω εδώ.
Νι
χερ κουιτόνεμ,το γιές νέκε γιές διέτ
βίτρα,το ις Εντίελ ψε έρδι μέμα ατιέ
τσε φλιέρ εδέ με θα: «Ρε τσίλιτ ιφλιέ ατιέ;
Νέκε γκίγκεϊ καμπάνεν; Τσε τε τσιόι εδέ φλιέ.
Γκρου νιόρα εδέ έτσε βραπ νε κλις ψε γιά
μικάτ εδέ βζντο μιρ τε κεγκός».
Ουγκρές,ουλιάς εδέ ιθάς: «Έσελ το βέτε; Μπέμε νι τσικ κλιούμς».Μα ντρέκι νιόρα- νιόρα εδέ μα δα.Μούτσι κες ζένε εδέ πιγγ, με ρεμπέου γκα βέσι εδέ με τσάιτι γκα γκρούρι.Κουιτόι τσε το κουγγόν εδέ πρεψ τε γιές έσελ.
Ουγκρές,ουλιάς εδέ ιθάς: «Έσελ το βέτε; Μπέμε νι τσικ κλιούμς».Μα ντρέκι νιόρα- νιόρα εδέ μα δα.Μούτσι κες ζένε εδέ πιγγ, με ρεμπέου γκα βέσι εδέ με τσάιτι γκα γκρούρι.Κουιτόι τσε το κουγγόν εδέ πρεψ τε γιές έσελ.
Ε
ζούρι ινάτι ψε νέκε το κουγγόν. γκ΄ αγιό με
ράχου, ψε εκέσια. Ουβούρα τε κλιάρατε εδέ θερές: «Νέκε
βέτε,νέκε βέτε» εδέ πιέκ γκρούστινε νε νιάτρα ντόρε. Ρεμπέου
νι ντρου εδέ με θα: «το βες εδέ το
θούας εδέ νι κέγκ». Βάιτα τουκ κλιάρ
εδέ νέκε θας νι κέγκ, πο θας ντι: θας Πατεριμόν εδέ Πιστέβον. Εδέ αστού ντάλιε-ντάλιε τζούρα εψάλλιν. Βέτεμε τσε νέκε κουγκόβα ατέ
ντιτ.
Μια φορά θυμάμαι,θα ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνια,θα ήταν
Κυριακή γιατί ήρθε η μάνα εκεί που κοιμόμουν και μου είπε: «Βρε ποιανού του
κοιμάσαι εκεί; Δεν ακούς καμπάνα; Σε πρόλαβε στον ύπνο. Σήκω γρήγορα και
πήγαινε τροχάδι στην εκκλησία γιατί είναι αμαρτία και κοίτα καλά να
κοινωνήσεις».
Σηκώθηκα, πλύθηκα και είπα: «Νηστικός θα πάω; Κάνε μου
λιγάκι γάλα». Μου το ’φτιαξε γρήγορα-γρήγορα και μου το ’δωσε. Μόλις είχα πιάσει και έπινα, με άρπαξε από τ’ αυτί και με τσάκισε
από το ξύλο. Θυμήθηκε που θα κοινώναγα και έπρεπε να ήμουν νηστικός.
Την έπιασε θυμός γιατί δεν θα κοινώναγα. γι’ αυτό με κοπάνησε, γιατί την γέ-λασα. Εγώ έβαλα
τα κλάματα και φώναζα: «Δεν πάω, δεν πάω» και κτύπαγα την γροθιά στο άλλο χέρι.
Άρπαξε ένα ξύλο και μου είπε: «θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι».Πήγα
κλαίγοντας και δεν είπα ένα τραγούδι,αλλά είπα δύο: είπα Πάτερ ημών και Πιστεύω.
Κι έτσι λίγο-λίγο έμαθα να ψέλνω. Μόνο που δεν κοινώνησα αυτήν την μέρα.
5. Τουριρί
Κετού,
νε κατούντ τσε ουλιές ου, ις νιε χερ νιε φαμίλ τσε κέϊ σιούμ δένε
(ντέλιε). Μπέ-τεσεν με σιούμ νε
μάλι εδέ με πακ νε κατούντ. Δα ινιζότ εδέ πόλι γκρούαγια νι ντιάλ (μάσκουλ). Ντιάλι ουρίτ, ουμπέ τριμ πρε μαρτές. Ία νάνι τσε
νέκε κέϊ τζίνι γκλιούφν
εδέ γραμ Γρετσίς. κέϊ βέτεμε
τσα πακ, τσε κέϊ γκέγκιουρ.
Νιε ντιτ, τάτα εδέ μέμα θαν ντιάλιτ: «Κόλια
ντιάλιτ ιμ, ια κουτού ψε ντούαν τε
κουβεντόνιμ. Ου εδέ μέμα θαμ τε μαρτόνες. τσιούαμ νιε
βάιζε εμίρ εδέ το εκές σα τε μαρτόνες ρεβονιάρα. Κουβεντούαμι
εδέ με τάτενε τε νούσες εδέ να δα ντόρενε». Κόλια ουγκρέ εδέ πίεϊτι, τσίλια για (ιστ) νούσεα;
«Ιστ εμπίλια Κριεμάδιτ, η Γιαννούλα». Ζού-ρι
Κόλια νι ντεγκ γκα νι βγκε, κετσέν
εδέ κιντόν: «τουριρί τουριρί».
«Ντιάλιτ ιμ, νάνι τσε το βες τε
σιόχς κρούσκουτ εδέ νούσενε τε φλιάς μιρ», ιθάν μέμα εδέ τάτα,
«πο το γιέτ μενάτε, το θούας καλημέρα, πο το γιέτ μπρέμανε, το θούας καλησπέρα, πο το γιέτ ντίτενε, το θούας γεια σας». Ουγκρέ νιε ντιτ Κόλια, μόρι ντιάθ νι σάκουλ, μόρι
κλιούμς εδέ νι κεγκ νε
τζέρκ εδέ βάτε. Μούτσι χίρι μπέρδα θα: «κα-λημέρα με θα μέμα, καλησπέρα με θα
τάτα εδέ ντίτενε γεια σας». Εδέξιν μπέρδα, ψε ις γκαρκούαρ, εδέ ουθά: «Σόλα τούτι ατό τε χαγγ Γιαννούλα
τε μάετε».
Εδώ,στο χωριό που γεννήθηκα εγώ, ήταν μια φορά μια
οικογένεια που είχε πολλά πρόβατα (προβατί-νες). Μένανε πιο πολύ στο βουνό και
πιο λίγο στο χωριό.Έδωσε ο θεός και γέννησε η γυναίκα ένα παιδί (αρσενικό).Το παιδί μεγάλωσε,έγινε παλικάρι για παντρειά. Έλα τώρα που δεν είχε μάθει τη γλώσσα
και γράμματα Ελλάδας. είχε μόνο κάτι λίγα, που είχε ακούσει.
Μια μέρα, πατέρας και μάνα είπαν του παιδιού: «Νικόλα
παιδί μου, έλα εδώ γιατί θέλουμε να κουβεντιάσουμε. Εγώ και η μάνα σου είπαμε
να παντρευτείς. βρήκαμε ένα κορίτσι καλό και θα το ’χεις ώσπου να παντρευτείς
αρραβωνιαστικιά. Συζητήσαμε και τον πατέρα της νύφης και μας έδωσε το χέρι». Ο
Νίκος σηκώθηκε και ρώτησε ποια είναι η νύφη. «Είναι η κόρη του Κριεμάδη (Μεγαλοκέφαλου),
η Γιάννα». Πιάνει ο Κόλλιας μια κλάρα από ένα πεύκο, χόρευε και τραγούδαγε: «τουριρί
τουριρί».
«Παιδί μου,τώρα που θα πας να δεις τα συμπεθέρια και τη
νύμφη να μιλήσεις κα-λά», του ΄πανε η μάνα κι ο πατέρας, «εάν θα είναι πρωί, θα
πεις καλημέρα, αν θα είναι βράδυ, θα πεις καλησπέρα, αν θα είναι ημέρα, θα
πεις γεια σας». Σηκώθηκε μια μέρα ο Κόλλιας, πήρε τυρί ένα τουλούμι, πήρε γάλα
και ένα αρνί στο ζβέρκο και πήγε. Μόλις μπήκε μέσα είπε: «καλημέρα μου είπε η
μάνα, καλησπέρα μου είπε ο πατέρας και το μεσημέρι γεια σας». Τον δέχτηκαν
μέσα,γιατί ήταν φορτωμένος,και (τους) είπε: «Τα έφερα όλα αυτά να φάει η Γιαννούλα
να παχύνει».
Γιάννης Βασ. Πέππας
Διαβάστε ακόμα:
Εύθυμες (αρβανίτικες) ιστορίες απ΄ τον Βαρνάβα
Ένας Βαρναβιώτης στον πόλεμο του ΄40
Αρβανίτες (Βαρναβιώτες) στον πόλεμο της Μικρασίας
Δείτε: Διαφήμιση της Amstel στην πλατεία του Βαρνάβα
Ένας Βαρναβιώτης στον πόλεμο του ΄40
Αρβανίτες (Βαρναβιώτες) στον πόλεμο της Μικρασίας
Δείτε: Διαφήμιση της Amstel στην πλατεία του Βαρνάβα