Πινιότα,το αρχαιοελληνικό πινάκιον των Αρβανιτών
Πινιότα ονόμαζαν οι Αρβανίτες ένα στρογγυλό κεραμικό σκεύος με καπάκι,μικρού
ή μεσαίου μεγέθους,με εξωτε-ρική ή όχι
διακόσμηση,όπου ετοποθετούντο κατά βάση τρόφιμα μακράς διάρκειας (ελιές,πετιμέζι
κ.ά.).Δεν χρησί-μευε για σερβίρισμα φαγητού.Τα τελευταία χρόνια,πριν καταλήξει σε
απόλυτο διακοσμητικό,η χρήση του είχε πε-ριοριστεί λόγω της αθρόας εισβολής νέων
σχετικών ειδών σε μαζική διάθεση.Η επέλαση του πλα-στικού παραγκώνισε οριστικά
(και) την πινιότα.Μάλιστα,στην τελευταία αυτή περίοδο εντείνονται οι ζωγραφιές
στις πλευρικές επιφάνειές της.
Η πινιότα δεν θα μπορούσε να νοηθεί σαν τα σημερινά
φαγητοδοχεία (μπολ),σαν σκεύος προσω-ρινής αποθήκευσης φαγητού δηλαδή,επειδή,όταν την χρησιμοποιούσαν οι Αρβανίτες,δεν υπήρχαν συσκευές συντήρησης (ψυγεία).Επομένως,μια
τέτοιου είδους πινιότα,τότε,δεν είχε νόημα ούτε λόγο κατασκευής της.
Καταλαβαίνουμε ότι η λειτουργία της πινιότας ήταν κάτι
σαν μικρό κιούπι,σαν μικρού/μεσαίου μεγέθους δοχείο τοποθέτησης τροφών όχι άμεσης
κατανάλωσης.Απ΄ την άλλη,η πινιότα δεν χρη-σίμευε ως γάστρα,σκεύος μαγειρέματος
ή ψησίματος δηλαδή.Εκτιμώ,με τα στοιχεία που θα παρα-θέσω στη συνέχεια,ότι η
αρχική χρήση της ήταν αυτή του πιάτου,που σταδιακά εξελίχθηκε και ως προς την
μορφή και ως προς την υπηρεσία που επιτελούσε.
Ετυμολογία
Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η λέξη πινάκι-ον,υποκοριστικό παράγωγο
από το πίναξ
(ο
πίναξ,του πίνακος).Σήμαινε,βεβαίως,μικρός πί-νακας (επικεχρισμένος με
κερί,που πάνω στον καθένα γράφονταν οι νόμοι,οι δικαστικές α-ποφάσεις,οι κανόνες
λειτουργίας των δικαστών και άλλα σχετικά),αλλά και σημειωματάριο, πινακίδα
αφιερωματική,επιφάνεια για ζωγρά-φισμα και τέλος πιάτο,πινάκι,δηλαδή (Έτσι δί-δεται στο λεξικό των Liddell-Scott,τ. 3,σελ. 586).Η λέξη παραμένει σε μικρή χρήση και σήμερα στον
δικαστικό/νομικό χώρο (πινάκιον ονομάζεται το βιβλίο του
οποίου οι σελίδες έχουν αριθμηθεί και μονογραφηθεί από τον προϊστάμενο του
δικαστηρίου και στο οποίο εγγράφονται με αριθμητική σειρά οι διαφορές και οι
υποθέσεις που πρόκειται να εκδικαστούν στο ακροατήριο σε καθεμία δι-κάσιμο),ίσως
και αλλού.Από τις έννοιες του αρχαιοελληνικού πινακίου αυτή που μας ενδιαφέρει
εδώ είναι εκείνη του πιάτου.Παροιμιώδης έχει μείνει η φράση από την Παλαιά Διαθήκη
(Γένεσις 25) «αντί πινακίου φακής».
Η λέξη πιάτο
είναι κατοπινή,μεταγενέστερη στα Ελληνικά.Προέρχεται απ΄ την Λατινική λέξη piatto,που προήλθε από
την προηγούμενη δημώδη λέξη plattus,η οποία δεν είναι παρά μεταφορά στα Λατινικά της ελληνικής λέξης πλατύς.Βρισκόμαστε,έτσι,αντίκρυ
σε μία άλλη,από τις αμέτρη-τες,περιπτώσεις γλωσσολογικού αντιδανεισμού.
Αλλά και στην έννοια του αρχαιοελληνικού πίνακα ενυπήρχε
η διάσταση του πιάτου (κρεατο-σάνιδον ή ξύλινον πινάκιον
[σκουτέλιον,γαβάθα,πιάτο],Λεξικό Σταματάκου,σελ. 792˙ «δίσκος»
ή πινάκιον εκ ξύλου κρεών πίνακας παρέθηκεν Οδ. Α 149, Π 49˙ παρέμεινε δε το όνομα και μετά την
μεταβολή της ύλης, Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας των Liddell-Scott,τ. 3,σελ. 586).
Η ελληνική λέξη για το πιάτο ήταν πίναξ και αργότερα πινάκιον.Όταν
επικράτησε το λατινογενές αντιδάνειο πιάτο,οι
ελληνικές λέξεις πέρασαν στο περιθώριο,αλλά δεν έσβησαν.Έτσι,συναντάμε, αιώνες
μετά,στην δημώδη πια μορφή της γλώσσας μας την πινάκα,μέγα και βαθύ ξύλινον ή ενίοτε πήλινον πινάκιον,γαβάθα,τσανάκα (Μέγα
Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης Δ. Δημητράκου,τ. 11,σελ. 5821).Στην αμέσως επόμενη
σελίδα (5822,πάντα στην ανάπτυξη του λήμματος) του ίδιου
λεξικού, μάλιστα,πληροφορούμαστε ότι ατόφια η λέξη (πινάκιον) βρισκόταν σε οργανική χρήση,με συνέχεια από την
αρχαιότητα,κατά τους μεσαιωνικούς και νεότερους χρόνους (ελαφρώς βαθύ επιτραπέζιον σκεύος
εξ οπτής γης,ξύλου ή μετάλλου ή και εξ άλλης ύλης,εν ω παρατίθεται το
φαγητόν,πα-ροψίς,πινάκι,πιάτο,τσανάκι).
Δεν πρέπει να
παραλείψουμε στην εξέτασή μας την ομόρριζη πινακωτή
(πινάκιον → πινακωτή),την επιμήκη ξύλινη σανίδα με
χωρίσματα,μέσα στα οποία τοποθετούνταν τα ζυμωμένα ψωμιά και α-φήνονταν ωσότου φουσκώσουν
(να ανέβει η ζύμη τους),πριν
μεταφερθούν στον φούρνο για να ψηθούν.Υπήρχε παλιότερα με το ίδιο όνομα ομαδικό
παιδικό παιχνίδι,όπου ακουγόταν και το τρα-γουδάκι: πινακωτή πινακωτή / από τ΄ άλλο
μου τ΄ αφτί / γιατί ΄ναι η μάννα μου κουφή.
Συγκεφαλαίωση
Κάπως έτσι ήταν κι η πινιότα. |
Όλα ξεκινάνε απ΄ την λέξη πίναξ.Η ρίζα είναι πίν-. Με το επίθημα –αξ
(κατά τα κάμαξ,κλίμαξ,σχίδαξ
κ.ά.) προέκυψε ο πίναξ.Σήμαινε κομμάτι ξύλου (για την συ-νάφειά του με άλλες
αρχαίες γλωσσικές ρίζες διαφόρων εθνών βλέπε Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας Μπαμπινιώτη,σελ. 1407,2005).Ο
πίνακας χρησιμοποι-είται ως επιφάνεια γραφής και ζωγραφικής.Πάνω του
αποτυπώνονται και διασώζονται οι πρώιμες αστρονο-μικές και χαρτογραφικές
κατακτήσεις και γνώσεις,οι πρώτες επιτεύξεις κοινωνικής συγκρότησης και
οργά-νωσης (νομοθεσία,τελετουργικές λεπτομέρειες) και άλ-λα πολλά.Ο πίνακας
καθίσταται και αποτελεί ένα σπουδαίο εργαλείο/μέσο πολιτισμικής ανέλιξης,ένα
άλ-μα προόδου.
Επιτελεί και μια ταπεινή,από πρώτη ματιά,λειτουργία: πάνω
του τοποθετείται το ψημένο κρέας και προσφέρεται/σερβίρεται στους ομοτράπεζους
συνδαιτημόνες.Αυτού του είδους ο πίνακας θα εξε-λιχθεί και ονοματικά (πινάκ-ιον,υποκοριστικό) και κατασκευαστικά
(το ξύλο θα υποχωρήσει α-μετάκλητα έναντι του πηλού) και μορφολογικά (θα
επικρατήσει ο βαθουλωτός τύπος).Παρ΄ όλη την επικράτηση του λατινικού λεκτικού
αντιδανείου,πιάτο,το πινάκιον θα
διατηρηθεί ως λέξη,θα ε-ξελιχθεί ως σκεύος και θα εξακτινωθεί ποικίλως (πινακωτή,πινάκα).Μέσα σ΄ αυτό το διαχρονικό ελληνικό μικροσύμπαν ανήκει και
εντάσσεται και η πινιότα των
αρβανιτοφώνων Ελλήνων,μη διαφέροντας απ΄ τις ανάλογες κατασκευές άλλων
πληθυσμιακών ομάδων της πατρίδας μας.Επι-πρόσθετα,η λέξη πινιότα είναι κι αυτή υποκοριστική (κατά το κάπα
→ καπότα.Το
–ιό– αποτελεί καταχρηστική
δίφθογγο,βλέπε γιόμα,κιόλας,χιόνι,φιόγκος κ.λπ.).Αν αφαιρέσουμε την
υποκοριστική κατάληξη –ιότα,μας μένει το εξαιρετικό
αφετηριακό θέμα πιν- που μας αποδεικνύει την ταύτιση με τον πίνακα και το
πινάκιο.
Να τονίσω,τέλος,ότι
στα μέρη μου (ΒΑ Αττική) οι Αρβανίτες χρησιμοποιούσαν και την λέξη πι-νάκ.Με αυτήν δηλωνόταν η ποσότητα δύο
(2) τενεκέδων πετρελαίου.Είναι φανερό ότι πρόκειται για όρο/κατάλοιπο επίσημης
μετρικής μονάδας.Επίσημης,γιατί η λέξη πινάκ (δηλαδή,πίνακας) μας πα-ραπέμπει σε
κατάλογο,έγγραφο αρχής/εξουσίας.Κάτι θα οριζόταν εκεί,το οποίο,μέσα απ΄ την
φθορά και την μετατόπιση εννοιών στο χρόνο,κατέληξε στους Αρβανίτες ως μετρική
μονάδα (νιέ πινάκ) πετρελαίου.Η ελληνική λέξη (πινάκ),δείχνει
ότι δεν έχει να κάνει με την Τουρκοκρατία (όπου θα ήταν φιρμάνι ή κάτι
τέτοιο),αλλά με βαθύτερο ελληνικό παρελθόν.Και πράγματι,στον Μεσαίωνα υπήρχε το
πινάκιον
ως μέτρο χωρητικότητας δημητριακών! Αποτελούσε το εν τέταρτον του μεδί-μνου (ο μέδιμνος υπήρχε
και στην αρχαιότητα.Ο μεσαιωνικός μέδιμνος ήταν διαφοροποιημένος από τον αρχαίο.Ηλεκτρονική Επιτομή Λεξικού Κριαρά),που
ήταν η βασική μονάδα μέτρησης.
Αυτά είναι τα
Αρβανίτικα! Βλέπει κανείς κάτι έξω απ΄ το Ελληνικό νοείν,είναι, πράττειν,φέρεσθαι
και λέγειν;
Για την υποστήριξη του κειμένου χρησιμοποίησα τα λεξικά:
● Μπαμπινιώτη
● Σταματάκου
● Δημητράκου
● Κριαρά
● Liddell & Scott
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Διαβάστε ακόμα:
Φαγητοδοχείο
Γκόγκελιες
Η νηστεία της τσάτσας Βασίλως
Διαβάστε ακόμα:
Φαγητοδοχείο
Γκόγκελιες
Η νηστεία της τσάτσας Βασίλως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.