Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Παροιμίες των Αρβανιτοφώνων Ελλήνων 4


Παροιμίες των Αρβανιτοφώνων Ελλήνων 4

Ας δούμε άλλη μία αρβανίτικη παροιμία: εγκαρπετσέου μπούτσα λιέπουριτ.
Η απόδοση είναι: ξεπέρασε/προσπέρασε η σκύλα τον λαγό.
Η παροιμία αποτυπώνει την παραβίαση του λογικού πλαισίου.Η σκύλα (το σκυλί,το κυνηγόσκυλο) κυνηγάει τον λαγό για να τον πιάσει.Αυτή είναι η φυσική τάξη και η λογική ακολουθία.Όχι για να τον προσπεράσει.Δεν υπάρχει νόημα σε αυτή την εκδοχή,του προσπεράσματος του σκύλου.Αυτή την παράλογη συνθήκη καταγράφει η παροιμία.Εκφέρεται όταν κάποιος άνθρωπος πει ή πράξει οτιδήποτε υπερβαίνει τα λογικώς παραδεδεγμένα.Είναι αυτό που λέμε σήμερα «βάζεις το κάρο μπρο-στά από το άλογο».

Ετυμολογία
Ας δούμε και τις λέξεις της παροιμίας.
Λιέπουριτ: γενική ενικού του ουσιαστικού λιέπουρ = λαγός.Συνεπώς,εδώ έχουμε μία σύνταξη κατά γενική.Το –ι- μετά το λ είναι ψιλό,αδύναμο και μάλλον καταχρηστικό.Στα παράγωγα αρβανίτικα επώνυμα Λέπουρης ή Λέπουρας το –ι-  αυτό απουσιάζει.Ομοίως και στο αρβανιτοχώρι Λέπουρα της Κεντρικής Εύβοιας.Το όνομα αποτελεί άλλο ένα λατινικό δάνειο,απόρροια της μακράς παρου-σίας Ρωμαίων στην Ήπειρο.Στα λατινικά ο λαγός ονομάζεται lepus (lepus –oris,πρόκειται [κατά τον Ουάρρωνα] για μεταφορά στα λατινικά της Ελληνικής λέξης λέπορις,Αιολικός τύπος του λαγώς. Ακόμα: lepus marinus=είδος θαλασσινού ψαριού,lepusculus ή lepusclus=λαγουδάκι και lepus=ο α-στερισμός του λαγού) και στα λατινογενή ρουμάνικα iepus.
Μπούτσα: ενώ ο σκύλος ονομαζόταν με το αρχαιοελληνικό κιέν (κύων) το θηλυκό γένος του ζώου έφερε αυτή την ιδιότυπη ονομασία.Πιστεύω ότι από αυτή την αρβανίτικη λέξη προέρχεται και η γνωστή λαϊκή (αργκό) ονομασία του πέους.Κατά τα λεξικά η λέξη μπούτσα είναι άγνωστης ετυ-μολόγησης και δίδονται διάφορες πιθανολογήσεις προέλευσής της.

Προφανώς,οι λεξικογράφοι αγνοούν αυτή την αρβανίτικη λέξη.Ο λόγος που χαρακτήριζαν έτσι πα-ρομοιαστικά και εν πολλοίς χαριτολογικά οι Αρβανίτες το πέος είχε να κάνει με την σκύλα,όταν βρίσκεται σε οίστρο και αναζητεί παθιασμένα το ζευγάρωμα.Υπήρχε και μία κατάρα/βρισιά προς γυναίκα: μπούτσα κιόρα = σκύλα στραβή,να περιφέρεσαι δηλ. άσκοπα και καταραμένα σαν τυφλό σκυλί.
Θυμίζει την,ανάλογη σχεδόν,αγγλική βρισιά προς άντρα: son of the bitch=γιος της σκύλας,σκύλας γιε.Η ταύτιση της αρβανίτικης μπούτσα και της αγγλικής bitch (=σκύλα,λύκαινα,αλεπού και ακόμα πόρνη,τσούλα,κακιά γυναίκα.Σημείωση Γ.Β.Π.: ίσως,τελικά,η έννοια εκφράζει την ερωτική ενστι-κτώδη θηλυκή φύση) δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και δεν την θεωρώ τυχαία.Έχουμε να κά-νουμε με κοινές γλωσσικές ρίζες,όχι ινδοευρωπαϊκές φυσικά,αλλά αποδεικτικές της προϊστορικής εξάπλωσης των Ελλήνων.Ας μείνουμε όμως εδώ.
Εγκαρπετσέου: αυτή τη λέξη (εδώ στο τρίτο ενικό του παθητικού [;] αορίστου) ομολογώ ότι δεν την έχω συναντήσει,στον βαθμό που κατέχω τα αρβανίτικα,έξω από τούτη την παροιμία.Εκτιμώ ότι δεν εκφράζει απλά την έννοια του προσπερνώ/ξεπερνώ,αλλά κάτι βαθύτερο.Πρώτα όμως,οφείλεται μια διόρθωση: μετέφερα εδώ την λέξη,όπως την είχα καταγράψει [βιαστικά] κατά την λαογραφική έρευ-νά μου στον Βαρνάβα.Το σωστό είναι: Ε (γ)καρπετσέου (= τον προσπέρασε.Το προτασσόμενο ε απο-τελεί αδύναμο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας).
Το σκυλί της παροιμίας δεν ξεπερνά χωρικά,χιλιομετρικά να το πούμε,τον λαγό,αλλά τον αφομοι-ώνει σ΄ ένα ιδεολογικό επίπεδο,στο οποίο κινείται όλη η παροιμιακή έκφραση.Έχουμε μία ανατρο-πή και αντιστροφή της λογικής σειράς.Η επόμενη έννοια όχι μόνο ξεπερνά την προηγούμενη,αλλά τελικά την απαλείφει επιφέροντας μία ανάποδη συνθήκη,έναν παραλογισμό.Η παροιμία είναι μία αποτύπωση του παράλογου.Το σκυλί που κυνηγά,απορροφά την ιδέα του θηράματός του,την καταπίνει,την καρπούται.Ο καρπός,στην αρχαιότητα,είχε και την σημασία του αποτελέσματος,του επακόλουθου (έως και της απελευθέρωσης,για τους δούλους).Εξάλλου και η έννοια του προσπερνώ/ξεπερνώ δεν έχει μόνο την γραμμική κυριολεκτική σημασία,αλλά και την μεταφορική,της ενσωμά-τωσης.Όταν λέμε ξεπερνώ μια κατάσταση,εννοούμε ότι την χωνέψαμε,την κατακτήσαμε,την οικειο-ποιηθήκαμε και μπορέσαμε να την βάλουμε στην άκρη,την ξεπεράσαμε.Να λοιπόν τι σημαίνει το ε (γ)καρπετσέου [με εκτράχυνση του κ γκ]: καρπώθηκε!
Είναι πολύ πιθανή όμως,και μία άλλη εκδοχή: οι αρβανιτόφωνοι χρησιμοποιούσαν το ρήμα σκαπε-τίς ή σκαρπετσιέν ( < σκάπτω) για να δηλώσουν την έννοια του ξεπηδάω,προσπερνώ.Εδώ έχουμε μια δευτερογενή σημασία: δεν δημιουργώ τάφρο,αλλά την υπερπηδώ.Το σκάπτω ερμηνεύεται διττά: δημιουργώ σκάμμα για διάφορους λόγους,αλλά ταυτόχρονα και την αναγκαιότητα υπέρβασής του.Το σκάπτω/σκαπετίς υποκρύπτει-εμπερικλείει την έννοια του υπερβαίνω,ξεπηδάω,προσπερ-νώ.Η ρίζα σ΄ αυτήν την εννοιολογική ομάδα είναι η (s)qap- κατά τον Ι. Σταματάκο,απ΄ την οποία προκύπτει και το ρήμα κάπτω,που σημαίνει τρώω γρήγορα,χάφτω,καταπίνω (δες τι έγραφα παρα-πάνω).Ήδη απ΄ την αρχαιότητα μαζί με την λ. σκάπετος υπήρχε και η λ. κάπετος,παρουσιαζόταν δηλ. αποβολή του –σ- .Έτσι και στα αρβανίτικα,ανάλογα με την περιοχή,την ελευθεριότητα έκφρα-σης (αν υπέπιπτες σε γραμματικά,συντακτικά ή άλλα λάθη,δεν έτρεχε και τίποτα.Ο κύριος και ο σοβαρός κώδικας επικοινωνίας ήταν πάντα τα Ελληνικά) και την προφορά,είναι δυνατόν να συνα-ντήσουμε το ρήμα χωρίς το αρχικό σ- (καρπετσέι).
Αυτά είναι τα Αρβανίτικα!  

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) - Αφιέρωμα

Πρόκειται για αφιερωματικό τεύχος καλού,επιμελημένου περιοδικού που καλύπτει πολύπλευρα και αρκετά πλούσια μία απ΄ τις πρώτες μάχες μεταξύ Ανατολής και Δύσης.Δύο κόσμοι,διαχρονικά διάφοροι,διαψεύδουν αποστομωτικά με τις διαρκείς συγκρούσεις τους τους αέριους θεωρητικούς της όσμωσης.
Ο Ελληνισμός,δρώντας θαυμαστά επί της καίριας τομής αυτών των δύο αντιλήψεων ζωής,έχει δείξει με συνέχεια όχι μόνο που ανήκει,αλλά και ποια οφείλει να είναι η συνεπής στάση μας.

Κάντε λήψη του αφιερώματος: 


Γραμμένη Οξιά - Η Μάνη της Ρούμελης

Ένα παλιότερο περιηγητικό κείμενό μου,με έντονο συναισθηματικό τόνο γραφής.Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ,τ. 417,σσ. 68-73,Αθήνα 3/2003.

Κάντε λήψη-διαβάστε: 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Πουπέκι

Σημερινή γαλατόπιτα.Υποθέτω,κάπως έτσι θα ήταν το πουπέκι των παλιών αρβανιτόφωνων.
Πουπέκι


(Σιροπιαστό γλυκό που θυμίζει γαλατόπιτα ή γαλακτομπούρεκο,χωρίς όμως αβγά.)



Υλικά για 6-8 άτομα
Για την κρέμα
1 λίτρο γάλα φρέσκο
1 φλιτζάνι του τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι 
½ φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρη
3-4 κουταλιές της σούπας βούτυρο
2 βανίλιες
2-3 φύλλα κρούστας
Κανέλα σε σκόνη
Για το σιρόπι
2 φλιτζάνια του τσαγιού ζάχαρη
2 φλιτζάνια του τσαγιού νερό
1 φλούδα λεμονιού
1 κουταλάκι του γλυκού χυμό λεμονιού
1 ξύλο κανέλας
Εκτέλεση
Αρχικά ζεσταίνουμε το γάλα μαζί με την ζάχαρη και ρίχνουμε σιγά-σιγά το σιμιγδάλι.Προσθέτουμε τις βανίλιες και ανακατεύουμε μέχρι να δέσει η κρέμα και να βγάλει φουσκάλες.Μόλις δέσει η κρέμα ρίχνουμε το βούτυρο και ανακατεύουμε.Έπειτα παίρνουμε ένα στρογγυλό ταψάκι,το βουτυρώνουμε και στρώνουμε τα φύλλα,εκτός από το τελευταίο που δεν το βουτυρώνουμε αφού θα πέσει από πάνω η κρέμα.Από πάνω ρίχνουμε την κρέμα και τυλίγουμε τα φύλλα που εξέχουν.Το γλυκό ψήνεται σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για 30 λεπτά φροντίζοντας να ψηθεί καλά και από κάτω.Ετοιμάζουμε το σιρόπι βράζοντας όλα τα υλικά για 10 λεπτά.Όσο το γλυκό είναι χλιαρό το περιχύνουμε με το ζεστό σιρόπι.Τέλος πασπαλίζουμε με κανέλα και σερβίρουμε.

Σημείωση Γιάννη Β. Πέππα: Στο χωριό μου,τον Βαρνάβα,υπήρχε το παρατσούκλι "Πούπες" (Νίκος Αποστόλου).Αν και ο μπαρμπα-Νίκος πέθανε υπέργηρος,δεν σκέφτηκα ποτέ να τον ρωτή-σω από πού "του βγήκε" αυτό το παρωνύμιο.Πριν λίγα χρόνια,σε μια κουβέντα,ρώτησα κάποιους που τον γειτόνευαν και τον ήξεραν καλά,αλλά απάντηση δεν κατείχε κανείς.Πιστεύω βάσιμα,ότι ο χαρακτήρας αυτού του χωρατατζή,άκακου ανθρώπου συνετέλεσε ώστε να τον συσχετίσουν με το πουπέκι (η κατάληξη -κι,όπως και στα τσουρέκι,μπουρέκι.Αλλά και: αστροπελέκι,λελέκι,φελέκι, φουσέκι,στέκι).Ήταν μαλακός,πράος,όπως μαλακό,φτιαγμένο από γάλα,απαλό ήταν και το που-πέκι.Η λέξη,έτσι,αποτελεί άλλο ένα λατινογενές δάνειο: < βενετ. pupola < ιταλικό puppole: μπού-φος (με μαλακά φτερά,ονοματοποιημένη λέξη).Από εδώ και πούπουλο,πουπουλένιος [Μπαμπι-νιώτης,σελ. 1460].
Αυτά είναι τα αρβανίτικα.Βλέπει κανείς (και σε τούτη την περίπτωση) κάτι έξω απ΄ το σώμα και την πορεία της Ελληνικής γλώσσας;

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΠΕΠΈΚΙ

Το πεπέκι είναι μια ηπειρώτικη πίτα χωρίς φύλλο, που φτιάχνεται με αλεύρι, φέτα, αυγά και για-ούρτι. Φτιάχνεται γρήγορα κι εύκολα και συνηθίζεται να ψήνεται σε μεγάλο ταψί για να βγαίνει λεπτή.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Γκίκας Παναγιώτου

Στα Νέα Στύρα της Εύβοιας,πολύ κοντά στην προβλήτα του πορθμείου, στον πεζόδρομο της παραλίας,λίγα βήματα από την θάλασσα,υπάρχει προτομή του Γκίκα Παναγιώτου.Ψάχνοντας να βρω πληροφορίες γι΄ αυτόν,περισσότερες απ΄ όσες αναφέρονταν στην μαρμάρινη πινακίδα επί της στήλης της προτομής,απευθύνθηκα στους διπλανούς καταστη-ματάρχες.Θεώρησα ότι θα ξέρουν...
Κανείς δεν ήξερε τίποτα! Ένας μόνο με παρέπεμψε σε ιδιοκτήτη κοντι-νού ξενοδοχείου: "είναι αδελφός του.Αυτός το έφτιαξε.Θα ξέ-ρει..."
Εκτίμησα,για να μην ενοχλήσω άλλους στην εργασία ή τη θερινή τους ξεκούραση,ότι θα έβρισκα στο διαδίκτυο κάτι παραπάνω,όταν επέστρε-φα σπίτι μου.
Διαψεύστηκα! Δεκάδες,ίσως και εκατοντάδες,οι ιντερνετικές θέσεις για τα Νέα Στύρα.Όλες επικεντρωμένες στις τουριστικές παροχές και υπη-ρεσίες.Ελάχιστες (4-5) με πολιτιστικό περιεχόμενο,αλλά κι αυτές με ιστορικές γενικολογίες και με παρεΐστικη προβολή κάποιων δημιουργών (ζωγράφων κυρίως) της περιοχής ή από την περιοχή.
Για τον Γκίκα Παναγιώτου δεν βρήκα τίποτα.Παρατήρησα ακόμα,ότι για το αρβανίτικο παρελθόν των χωριών της περιοχής [των Στύρων συμπεριλαμβανομένων] απουσίαζε κάθε στοιχείο.Βέβαια,σκέπτομαι, πως το ψάξιμό μου μπορεί να ήταν ανεπαρκές.Ακόμα,πως μπορεί να υπάρχει ουσιώδης βιβλιογραφία για την γωνιά αυτή της νότιας Εύβοι-ας.Εύχομαι να ΄ναι έτσι.
Να επαναλάβω κι εγώ όμως,τον κίνδυνο να αποβεί η περιβόητη τουρι-στική ανάπτυξη οδοστρωτήρας ισοπέδωσης κάθε άλλου παράγοντα κοινωνικής δράσης και μνήμης.
Τέλος,επειδή το μέρος με την προτομή σκιαζόταν,οι φωτογραφίες βγήκαν,ατυχώς,σκοτεινές.
 

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Εμείς,οι Αρβανίτες

Έργο του Χρήστου Τσεβά (από Μενίδι).

Εμείς,οι Αρβανίτες

Η ζωή των Ελλήνων Αρβανιτών,με όλα τα χαρακτηριστικά που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε μιαν παλλόμενη καθημερινότητα συνέχειας,έφθασε απ΄ το βάθος του χρόνου ατόφια,ανεπηρέαστη και ανεπιτήδευτη ως και τον πόλεμο.Απ΄ τη δεκαετία του 1950 και μετά ο σταδιακός εξηλεκρισμός της χώρας ξεθεμέλιωσε τις διατηρούμενες κλειστές αγροτοκτηνοτροφικές τοπικές κοινωνίες με τον εναργή πολιτιστικό ιστό τους κι ένα κραταιό ριζικό σύστημα αξιών και ιδεών.Η μεταναστευτική αφυδάτωση και η διάχυση ανά την επικράτεια των πρωτευουσιάνικων μέσων μαζικής ενημέρωσης,μαζί με την περίφημη μπετόν ανάπτυξη και όλα τα γνωστά σχετικά,δεν άργησαν να φέρουν τον πλήρη σχεδόν εξαθηναϊσμό της ελληνικής περιφέρειας (Για να καταλάβει κανείς την τότε κατάσταση και τι σήμαινε –τότε- περιφέρεια,αρκεί,νομίζω,να αναφέρουμε τούτο: οι μετακινήσεις των κατοίκων των χωριών της Β. Αττικής [αρβανίτες,κατά σύμπτωση] προς την Αθήνα,ως και το 1960 σχεδόν,γίνονταν,όταν,εάν και όσο γίνονταν,με ζώα.Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ήταν εξαιρετικά ελάχιστα,και της κακιάς ώρας,εννοείται,η δε δημόσια συγκοινωνία ανύπαρκτη.Έδεναν οι χωρικοί τα ζώα τους στη Νέα Ερυθραία ή την Κηφισιά,όπου είχαν σιγουριά,κι αν χρειαζόταν χρησιμοποιούσαν για παρακάτω την όποια αστική συγκοινωνία).Ο αρβανίτης της δεκαετίας του 1930,ως πολιτισμική οντότητα,ως ιστορικό κύτταρο,ως συμπεριφορά,πρακτική,ως φορέας συμπαντικής αντίληψης και οργάνωσης και ως κοινωνική και εθνική συνείδηση ανήκειν,κρατούσε απ΄ το χέρι τον πρόγονό του που πότισε με τον ιδρώτα και το αίμα του τα ίδια ελληνικά χώματα δυο—τρεις,ίσως και παραπάνω,αιώνες πριν.Είχαμε την τύχη και τη χαρά να γνωρίσουμε γέροντες αρβανίτες που γεννήθηκαν τον 19ο αι.Ζήσαμε μαζί τους.Μεγαλώσαμε με την ανάσα τους.Οι δικοί τους παππούδες γεννήθηκαν στη σκιά του Τούρκου.Η Τουρκοκρατία για τους γέροντες που γνωρίσαμε ήταν κάτι χθεσινό.Ένα ζωντανό βίωμα κι όχι μνήμη.Πολύ πιο ζωντανά ήσαν τα χιλιόχρονα ιδανικά τους,οι κώδικες τιμής,σκέπτεσθαι και φέρεσθαι.Το χτυποκάρδι του χορού,το καρδιοφτερούγισμα του τραγουδιού,ο σεβασμός στη γη,τον ήλιο,τη σελήνη.Η ανδρεία,η γενναιότητα,αλλά κι η αποκοτιά κι ο παραλογισμός.Άπειρα μικρά και μεγάλα γνωρίσματα ψυχής,σώματος,λογικής και συναισθήματος που φιλούν το χέρι του παρελθόντος,που ζητάνε τακτοποίηση κι αποκατάσταση.Αυτόν τον αρβανίτη πατριάρχη,και τη φλογισμένη προσωπική εμπειρία συνάμα,παλεύουμε τα τελευταία χρόνια να τα χωρέσουμε στα άβολα,απαιτητικά και δύστροπα καλούπια της επιστήμης.Μακάρι να καταφέρουμε να βγάλουμε πέρα το βαρύ χρέος.Η μέχρι τώρα έρευνα μας δείχνει ότι ήθη,έθιμα,παράδοση κι όλα αυτά που συνηθίσαμε να λέμε κουλτούρα ακουμπάν στην πανάρχαιη προχριστιανική ελληνική αρχαιότητα.Ο κώδικας επικοινωνίας –τ΄ αρβανίτικα- δεν είναι παρά ρίζωμα της ελληνικής γλώσσας.Ο ασόβαρος,αλλά και διαβρωτικός,μα και δυνάμει επικίνδυνος για τον ελληνισμό,από παλιά ισχυρισμός πως οι αρβανίτες είναι εξελληνισμένοι Αλβανοί θα πρέπει επιτέλους κάποτε να σταματήσει το στριγκό μπαλαντσάρισμά του: ας μας αποδείξουν ότι πολιτισμικές συνήθειες και ιδιαιτερότητες,καθώς και ο παράλληλα με την ελληνική χρησιμοποιούμενος επικοινωνιακός κώδικας των αρβανιτών δεν έχουν σχέση με την ελληνική δημιουργία και κοσμοθεώρηση,αλλά εντάσσονται και ανήκουν στα χρωμοσώματα άλλης εθνότητας.Το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι το διασωσμένο και όποιο ακόμα σήμερα υπάρχον σχετικό υλικό αποτελεί αποκλειστικά και μόνο προϊόν αφομοιωτικών επιδράσεων απ΄ τον κυρίαρχο ελληνικό παράγοντα,άρα δεν έχουμε γνήσιο και αυθεντικό πρωτόπλασμα,αλλά μείγμα από ασαφείς,νόθους και αποπροσανατολιστικούς καρπούς επιμειξίας,όχι μονάχα είναι βίαιη υπονόμευση της αλήθειας,μα και ολότελα φθηνός αντιεπιστημονισμός.Μια βάναυση ανατροπή και αποσάθρωση των δεδομένων (=ιερό φύλαγμα του απροκατάληπτου μελετητή).

Οι Ηπειρώτες πρόγονοι που κατέβαιναν απ΄ τη γη του Πύρρου έφθασαν ως εμάς.Τους αγκαλιά-σαμε και μας κανάκεψαν.Μας μίλησαν για τον Αλέξανδρο και χθόνιες  θεότητες.Μας μάθαν τις συνήθειες και τα χούγια του Διόνυσου και της Δήμητρας,μέσα από πολυήμερα πανηγύρια και ξέφρενα γλέντια αποκριάτικα και γαμήλια.Μέσα απ΄ τα μυστικά της κορφολόγησης,τον έρωτα στο μπόλι και την αλαφράδα του ξεσβολιάσματος.Μας διηγήθηκαν πώς πολέμησαν με το κουμπούρι και το μπουρλότο,πώς μάτωσαν στους βαλκανικούς και στη Μικρασία για τον ανασασμό και το τράνεμα της πατρίδας.Μετά,αποκαμωμένοι απ΄ το ιστορικό διάβα,μας έδειξαν τη στάμνα στη γωνία και το κεντημένο στο χέρι μαντήλι με τις ασημόκλαρες και τη μεταξωτή δαντέλλα που στόλιζε τη φθαρμένη κασέλα,τράβηξαν με το άγιο χέρι πάνω στο λιπόσαρκο κούρμι τους το υφασμένο στον αργαλειό χράμι κι αναπαύτηκαν. 

Γιάννης Βασ. Πέππας


«Οι Έλληνες Αρβανίτες,είχαν από την πρώτη στιγμή της καθόδου τους,απόλυτη ελευθερία εκλογής.Κανένας και τίποτα δεν τους επέβαλε την ταύτισή τους με τους Έλληνες και τη συμμετοχή τους στα δεινά της φυλής. 
Η εποχή ήταν τέτοια που και περιορισμούς αν είχαν,πάλι μπορούσαν να τους αγνοήσουν,να τους κατανικήσουν και να κάνουν αυτό που ήθελαν.
Διάλεξαν μόνοι τους.Και μερικοί διάλεξαν να γίνουν Βενετοί,να υπηρετήσουν ξένους χριστιανούς άρχοντες για να έχουν καλύτερη τύχη. 
Οι περισσότεροι όμως διάλεξαν να μείνουν Έλληνες και Ορθόδοξοι Χριστιανοί.Δεν δελεάστηκαν από τίποτε και κυρίως δεν δείλιασαν,δεν φοβήθηκαν τον σκληρό τρόπο ζωής,την σκληρή μοίρα του Ραγιά που κρατούσε μέσα του ακέραια την ψυχή την ελληνορθόδοξη.» 
(Μαρία Μιχαήλ-Δέδε,Οι Έλληνες Αρβανίτες,εκδ. Δωδώνη, 1997,σελ. 139‐140).

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Ο Έλληνας Μάρκος Μπότσαρης

Μάρκος Μπότσαρης

Στίς 9 Αὐγούστου 1823 πεθαίνει ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἀπό θανάσιμο τραῦμα πού δέχθηκε ὅταν μέ 350 Σουλιῶ-τες ἐπιτέθηκε (καί νίκησε) 4.000 Ἀλβανούς τοῦ Μουσταῆ Πασᾶ τῆς Σκόδρας,ἔξω ἀπό τό Καρπενήσι.Την ἀκεραι-ότητά του εἶχε ἀποδείξει κι ὅταν ἀπάντησε στήν ἀντι-ζηλία τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν σκίζοντας μπροστά τους τόν διορισμό του ὡς ἀρχιστρατήγου Δυτικῆς Ἑλλάδος καί λέγοντας: «Ὅποιος εἶναι ἄξιος παίρνει τό δίπλωμα αὔριο μπροστά στόν ἐχθρό».Τόν Μάρκο Μπότσαρη τίμησαν ἀφιερώνοντάς του ποιήματα ὁ Ἀμερικανός Φρίτζ Γκρήν Χάλεκ καί ὁ Ἑλβετός Juste Olivier,τόν θάνατό του ζωγράφισε ὁ Ἰταλός Ludovico Lipparini,
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη,όπως τον απέδωσε ο Λ. Λιπαρίνι το 1841 σε ελαιογραφία που βρίσκεται σήμερα στο Δημοτικό Μουσείο της Τεργέστης.
τόν τάφο του στό Μεσολόγγι φιλοτέχνησε ὁ Γάλλος γλύπτης David d’Angers καί ἕνας δρόμος τοῦ Παρισιοῦ σήμερα ἀκόμη φέρει τό ὄνομά του.Στήν Ἑλλάδα μεταξύ ἄλλων ἔγινε ἀφορμή νά γραφοῦν ὄπερες ἀπό τούς Ἑπτανήσιους Π. Καρρέρ, Φ. Δομενεγίνη, Ι. Λιβεράλη, Ν. Μεταξά.Ἐξ αὐτῶν ἡ ὄπερα τοῦ Παύλου Καρρέρ (1856-57) ἔγραψε ἱστορία,ἀγαπήθηκε καί συγκίνησε τον λαό διώχθηκε και ἀ π α γ ο ρ ε ύ τ η κ ε  ἀπό τίς Ἀρχές και η τελευταία της παράσταση δόθηκε το  1973.

Σε τούτο το κείμενο θα σταθώ μόνο στο όνομα Μπότσαρης.Παίρνω αφορμή από [ένα απ΄ τα πολλά] μπλογκ που αρέσκονται στον αβασάνιστο,επιπόλαιο λόγο.Θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο αυτού του μπλογκ για να δείξω όχι μόνο την υπονομευτική εντέλει λειτουργία του,αλλά και την ασχετοσύνη των συντακτών του.Το όνομα του Μ. Μπότσαρη ετυμολογείται,κατ΄ αυτούς,από τις αλβανικές λέξεις (ΠΡΟΣΕΞΤΕ: όχι αρβανίτικες,αλλά αλβανικές!) μπότα και σι  (θ΄ ασχοληθώ μ΄ αυτές αργότερα) που σημαίνουν αντίστοιχα χώμα και βροχή.Τι νόημα βγαίνει; Χωματόβροχο; Βροχόχωμα;
Δεν βγαίνει κανένα νόημα,επειδή άλλη είναι η προέλευση του αρβανίτικου επώνυμου Μπότσαρης. Αποτελεί εκτατικό υποκοριστικό του ονόματος Μπότσιος.Μπότσιος χαρακτηριζόταν ο κοντόχο-ντρος με σφριγηλή κατατομή.Σόι με Μπότσιους υπάρχει και σήμερα στη γενέτειρά μου,τον Βαρνάβα (το επίθετό τους είναι Ηλίας).Από το Μπότσιος είναι και το συνηθισμένο επώνυμο αρβανιτών Μπότσης,αλλά και Μπότσικας.
 Αυτός ο περιγραφικός χαρακτηρισμός ανθρώπων πήγασε από τη μπότσα,το μικρό αχλαδοειδές ή σφαιρικό ή στρογγυλό παγούρι που μπορεί να ήταν ξύλινο ή από κολοκύθα.Μπότσα,επίσης,ονό-μαζαν παλιότερα οι αρβανιτόφωνοι μονάδα μέτρησης (υγρών;) ισοδυναμούσα με τέσσερις οκά-δες.Προφανώς,επρόκειτο για προκαθορισμένης χρήσης δοχείο.Στο «Λεξικό Μεσαιωνικής Ελληνι-κής» του Εμμ. Κριαρά συναντάμε τη λέξη με την έννοια του εξογκώματος και πιθανή ιταλική προ-έλευση (bozza) ή [εδώ είναι όλο το ζουμί] από το βενετικό bozza,που δήλωνε δοχείο λαδιού ή κρα-σιού.Προφανώς,πρόκειται για ένα απ΄ τα πολλά λατινογενή δάνεια των αρβανίτικων,αποτέλεσμα της μακράς ρωμαϊκής επικυριαρχίας στη γη του Αρβάνου ή της περιορισμένης Ενετικής.Πιθανό-τερο,να πέρασε το δάνειο στα ελληνικά και,κατόπιν,οι δίγλωσσοι αρβανίτες να το μπόλιασαν στα αρβανίτικά τους.
Στο Λεξικό της νέας Ελληνικής του Μπαμπινιώτη  (2005,σελ. 1145) ετυμολογείται η λ. μπότα (το ψηλό,ως το γόνατο,υπόδημα) ως μεσν. προϊόν της ιταλικής λ. botta < γαλλ. botte,πιθ. < επίθ. bot "στραβός,παραμορφωμένος", γερμ. αρχής, πβ. αρχ. γερμ. butta.Και στις δύο εκδοχές (εξόγκω-μα,παραμόρφωση) αιτιολογείται η από τους αρβανιτόφωνους Έλληνες ονομασία της μπότσ[ι]ας τους που δεν διέθετε καμία σχηματική συμμετρία ή ομαλότητα. 
Ο πατέρας μου μού είχε δώσει μια άλλη ετυμολογική εκδοχή.Ότι ο χαρακτηρισμός Μπότσιος προέρ-χεται από την μπόσκα,τη γνωστή αυτοφυή αγριοκρεμμύδα (ασκέλα,επιστημονικά: σκίλλη) της υ-παίθρου.Ο κρεμμυδοειδής βολβός της μπόσκας δεν διέφερε δα,από την κολοκυθοσφαιρόμορφη μπότσ[ι]α.Με αυτήν οι αρβανίτες και με ένα κλαδί ελιάς ράντιζαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς λέγο-ντας ευχές για υγεία και σοδειά (η ειρεσιώνη των αρχαίων Ελλήνων.Βλ. σχετικά: Η μπόσκα της Πρωτοχρονιάς).
Όπως καταφαίνεται,το Μπότσαρης είναι άρρηκτα συνυφασμένο και συμπλεγμένο με την νοο-τροπία και τους κώδικες επαφής και κατανόησης των αρβανιτών.Αυτά όλα τα διαγράφουν μονο-κοντυλιά οι δωσίλογοι υπαλληλίσκοι του εθνομηδενισμού και του γιουσουφακισμού που ρυπαίνουν με την αμορφωσιά και τον νενεκισμό τους την διαδικτυακή ζύμωση.Ανακαλύπτουν δε,τρισευτυ-χισμένοι,ανύπαρκτα αλβανικά στοιχεία εκεί που δεν υπάρχουν.
Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος

Μάρκος Μπότσαρης - (Δημοτικό μοιρολόι)

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
(της Παρθένας Τσοκτουρίδου)

Ήλιε μου απ’ τα ψηλά βουνά, τι έχεις και στενάζεις;
Σύννεφο γκρίζου ουρανού, το δάκρυ γιατί στάζεις;
Βουνά πόσο μαυρίσατε, τα φύλλα μαραζώσαν
κλεφτόπουλα στα δέντρα σας διάσπαρτα ριζώσαν.

Η μέρα κλαίει τη σκλαβιά κι η νύχτα τον καημό τους
η γη κλαίει το αίμα τους που χύσαν στο πλευρό τους
δεν λάμπουν τ’ άστρα τ’ ουρανού, δεν δείχνουν τη σκιά τους
φοβούνται την κατάρα τους και την αναθεμιά τους.

Η Πούλια κι ο Αυγερινός πιαστήκαν χέρι – χέρι
να και ο άνεμος, φυσά του Θάνατου το χέρι
να μην πάρει τον Μπότσαρη, τον Μάρκο τον γενναίο
το παλικάρι το τρανό που χε η Ελλάς σπουδαίο.

Η πλάση μαυροφόρεσε – ο ουρανός το ξέρει -
κανένας δεν εμπόδισε του Τούρκου το μαχαίρι
ούτε τη σφαίρα που’ φυγε βαθιά μες την καρδιά του
το Μεσολόγγι θρήνησε με όλα τα παιδιά του.

Γενναίοι, μη λυγίζετε στον άδικο χαμό του
τιμήστε τον, φιλήστε τον στον ύστατο βωμό του
ο Μάρκος θυσιάστηκε για όλη την Ελλάδα
για την καλή τη Λευτεριά, της Δόξας τη λιακάδα.

Βουνά, μη κιτρινίζετε για το βαρύ το πλήγμα
η γη μας κομματιάστηκε κι έγινε ένα ρήγμα
η θάλασσα κι οι ποταμοί άλλαξαν τη χροιά τους
βαφτήκανε στα κόκκινα, μαύρα τα δάκρυα τους.

Δέντρα, πολύ λυγίσατε, σηκώστε τους κορμούς σας
ασήκωτα γινήκατε απ’ τους πικρούς λυγμούς σας
πέτρες μη χαρακώνεστε, μη σπάσετε κομμάτια
θα’ ρθει του Γένους λευτεριά και η χαρά στα μάτια.

Ο Μάρκος μας δεν πέθανε, ποτέ δεν θα πεθάνει
φορέστε τον, στολίστε τον της Δόξας το στεφάνι
όπως του πρέπει θάψτε τον μ’ όλα τα μεγαλεία
στείλτε του πυροβολισμούς σ’ αιθέρες κι από πλοία.

Όλοι να χαιρετήσουμε της γης μας το καμάρι
κι αφού ήρθε ο Χάροντας κι ήθελε να τον πάρει
ας τόνε πάει στο Θεό, στου ουρανού τους θόλους
εκεί όπου τους μάζεψε τους αθανάτους όλους.