Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Οι «ωραίες Ελένες» του Βαρνάβα!

 

Οι «ωραίες Ελένες» του Βαρνάβα!

Όπως μου έλεγε η μητέρα μου,Ελένη Πέππα,ως νεαρή,ως έφηβη,ήταν πάρα πολύ όμορφη! Μάλι-στα,η κοντινή φίλη της,Ελένη Κατσίκη,ήταν εξίσου εντυπωσιακή! Αποτέλεσμα ήταν οι δυο αυτές Βαρναβιωτοπούλες να ονομαστούν απ΄ τους συγχωριανούς τους ως οι «ωραίες Ελένες» του Βαρ-νάβα!
Η παραπάνω (αρχική) φωτογραφία,τραβηγμένη στην δύσκολη δεκαετία του 1940 (πιθανότατα το 1947),δικαι-ώνει την μητέρα μου!
Αριστερά είναι αυτή,η Ελένη,το τρίτο απ΄ τα επιζήσαντα  πέντε παιδιά (άλλα δύο πέθαναν σε μικρή ηλικία) του Γιάγκου Τουρκαντώνη και της Τασιάς Αδάμη.Το 1957 παντρεύτηκε τον Βασίλη Πέππα και απέκτησαν δυο παι-διά.
Δεξιά,είναι η άλλη Ελένη,ένα απ΄ τα εννιά παιδιά του Γιάννη Κατσίκη (Κρίκης) και της Σταυρούλας Κάκαρη. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τσιμίνη (Μπράιλας) που ήταν κι ο πρώτος κατ΄ επάγγελμα φούρναρης στον Βαρνάβα κι απέκτησαν δυο παιδιά.Ως τότε,απ΄ όσα ξέρω,σχεδόν κάθε σπίτι στο χωριό διέθετε τον οικιακό του φούρνο.Όποια οικογένεια δεν είχε φούρνο,βολευόταν σε κάποιον συγγενικό ή της γειτονιάς.Είχα την τύχη να δω ομαδική λειτουργία/χρήση,γύρω στο 1975,οικιακού φούρνου,κοντά στο πατρικό μου σπίτι.Ήταν του Αλέκου Κάκαρη (Λιέτσης).Θυμάμαι,έψησαν,εκεί και τότε,κάποιες νοικοκυρές απ΄ τα γύρω σπίτια.Υπήρχε ένας εορταστικός τόνος.Λογικά,θα γιορταζόταν κάτι που δεν έχει συγκρατήσει η μνήμη μου.Ενδέχεται,πάντως,αυτή να ήταν η τελευταία φορά που «δούλεψε» οικιακός φούρνος στον Βαρνά-βα.

Στην διπλανή φωτογραφία ξαναβρίσκουμε τις δυο φίλες. Αν θυμάμαι καλά τις πληροφορίες της μητέρας μου,είναι 1947 και οι (γεννημένες το 1929), δεκαοχτάχρονες πια,φίλες φαίνονται γελαστές και ευδιάθετες.
Τα πέδιλα που φορά η μητέρα μου (δεξιά) μας βεβαιώνουν ότι είναι καλο-καίρι,ίσως στις μέρες του πανηγυριού.Στις 29 Ιουνίου (Πέτρου και Παύλου) γιόρταζε η Εκκλησία του χωριού.Τότε το πανηγύρι ήταν τριήμερο και απο-τελούσε πραγματική κοινωνική λαϊκή εκδήλωση.Ως τέτοιο έφτασε σίγουρα μέχρι το 1975 περίπου.Έκτοτε μπήκε σε τροχιά φθοράς.Η τριήμερη διάρ-κεια άντεξε κάπου ως το 1985 περίπου. Μετά,έφθινε με ταχύτητα το έθιμο, χάνοντας ακόμα και την σκέτη αναμνησιακή φολκλορική διάσταση.Σήμε-ρα,δεν υπάρχει πανηγύρι στον Βαρνάβα…
Διακρίνουμε,στα αριστερά της ψωτογραφίας,κόσμο.Είναι μέρα γιορτινή, αναμφίβολα.Η κατασκευή στα δεξιά πρέπει να είναι οικιακός φούρνος.Δεν είναι σαφές, λοιπόν,αν πρόκειται για δημόσιο χώρο ή για κάποιο πλάτωμα γειτονιάς.Πάντως,ο μαχαλάς του παππού μου δεν είναι.Κάπου στον παλιό Βαρνάβα τραβήχτηκε η τρυφερά όμορφη αυτή φωτογραφία…!

Στην Κατοχή

                     
 Στα πέτρινα χρόνια της (Ιταλο)Γερμανικής Κατοχής οι Βαρναβιώτες δυσκολεύτηκαν,όπως κι όλος ο λαός μας.Για να το πούμε σωστά,οι Βαρναβιώτες συνέχισαν να περνούν δύσκολα,γιατί από πριν η ζωή τους ήταν στενά μετρημένη,κοπιώδης,σχεδόν τυραννισμένη.Η διατροφή και η επιβίωση των οι-κογενειών τους εξαρτιόταν αποκλειστικά απ΄ την συντονισμένη δραστηριότητα όλων των μελών του κάθε σπιτιού.Είχαν τα μικροκοπάδια τους,αμπέλια,ελαιώνες και εκτάσεις για σπαρτά και περι-βόλια.Από έξω έπαιρναν μόνο σπίρτα,αλάτι,φωτιστικό πετρέλαιο,στοιχειώδη είδη ραπτικής και κά-να ύφασμα.Λίγα πράγματα.
Ήσαν πνιγηρά υποχρεωμένοι να οργανώνουν την ύπαρξη συνεχούς,ουσιαστικής και θρεπτικής τρο-φής για τους ίδιους και τα ζώα τους.Κι ακόμα,σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν απ΄ αυτούς η ένδυσή τους,η υπόδηση,τα κλινοσκεπάσματα,τα προικιά κ.λπ.Έτσι,μέσα στην λιτή,αλλά περήφανη,ζωή τους,είχαν δομήσει μιαν οικιακή οικονομία,σχεδόν κλειστή,αυτάρκη,συνεργατική και περιορισμένη. Χωρίς δυνατότητες ανάπτυξης.
Η πιεστική αυτή κατάσταση προϋπήρχε της Κατοχής.Κατά την διάρκειά της,απλώς,επιβαρύνθηκε. Αποτέλεσμα ήταν (ένα,τουλάχιστον) ομάδες από Βαρναβιώτισσες να μετακινούνται για κάποιες εβδομάδες τον χρόνο στα εύφορα και παραγωγικά Μεσόγεια ως εποχικές εργάτισσες.Δεν έχω πλη-ροφόρηση αν κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τους άντρες.Έτσι,στο θέρος,τον τρύγο και το λιομάζω-μα μπουλούκια γυναικών απ΄ το χωριό ανέβαιναν στα φορτηγά που ΄χαν στείλει οι εργοδότες για ένα μικρό ξενιτεμό.Τους παρεχόταν τροφή και διαμονή.Η εργασία τους διαρκούσε σχεδόν όσο το φως της μέρας.Το βράδυ,όταν μαζευόντουσαν στα κονάκια,ανοιγόντουσαν σε κουτσομπολιά ή και σε ομαδικό τραγούδι,αν η κούραση το επέτρεπε.
Τον Ιούνιο του 1944 (όπως και τα δύο επόμενα καλοκαίρια: του 1945 και του 1946) η μητέρα μου,15χρο-νο κοριτσάκι,συμμετείχε σε μιαν τέτοια αποστολή θερισμού.Παραθέτω στην αρχή της ενότητας τις δύο όψεις απ΄ το ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΑΥΤΌΤΗΤΟΣ της μητέρας μου (που ίσως επέβαλε η Γερμανική Διοί-κηση ή ίσως η ταραχώδης εκείνη την εποχή εσωτερική κατάσταση στην πατρίδα μας) που με την επίδειξή του ήταν δυνατή η ίδια η μετακίνηση και ευχερής ο έλεγχος των ταξιδιωτών σε τυχόν μπλό-κα (των κατακτητών ή των όποιων ελληνικών δυνάμεων).Ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο και κειμήλιο! Είχε εκδοθεί απ΄ την Υποδιεύθυνση Στρατοχωροφυλακής Καπανδριτίου.Φυσικά,η φω-τογραφία είχε ξεκολλήσει.Έχουν μείνει στο χαρτί σημάδια από εκείνη την αρχική άγνωστη κόλλα. Την ξανακόλλησα φροντίζοντας να μην θιχτούν στοιχεία.Ίσως η θέση να μην είναι ακριβής,αλλά αυτό,θαρρώ,μικρή σημασία έχει.
Κάπου μετά το 1990 η μητέρα μου μού ζήτησε να επισκεφθούμε τον τόπο που είχε εργαστεί εκείνο το καλοκαίρι του 1944 (και την επόμενη διετία).Θυμόταν ακόμα το ονοματεπώνυμο του τότε εργοδότη της και πού ήταν η ταβέρνα του! Πράγματι, πήγαμε,αλλά όχι στα Μεσόγεια,μα στην Βάρη! Φαίνε-ται,οι παλιότεροι εννοούσαν ως Μεσόγεια περιοχή ευρύτερη της σημερινής.Βρήκαμε την ταβέρνα και τους απόγόνους του μαγαζάτορα της Κατοχής,που,απορροφημένοι απ΄ τις ασχολίες τους,δεν φάνηκε να συγκινούνται από συμβάντα του πολέμου…  Όμως,η επιθυμία της μητέρας μου ικανοποιήθηκε! 

Οι πρωτοξαδερφάδες

Στα δεξιά της επόμενης φωτογραφίας είναι η μητέρα μου Ελένη,κόρη του Γιάγκου Τουρκαντώνη.Στα αριστερά η Φλώρα,κόρη του Πέτρου Τουρκαντώνη (Ντεπιάνος) και στη μέση η επίσης Φλώρα,κόρη του Κώστα Τουρκαντώνη (Κω-τσηφωλιές).Ο Γιάννης,ο Πέτρος και ο Κώστας (καθώς και οι: Χρήστος,Ειρήνη,Νίκος και Κυριάκος) ήσαν αδέρφια,παι-διά του Γιώργου και της Φλώρας Τουρκαντώνη.Δηλαδή,οι τρεις εικονιζόμενες ήσαν πρώτες εξαδέλφες.Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στα χρόνια 1950-1955 κάπου στον καλο-καιρινό Βαρνάβα.Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο χώρος της συνάντησης να ήταν ένας απ΄ τους δρόμους (χωματόδρο-μοι,βέβαια) που περιέβαλαν την τότε Εκκλησία.Σε αυτό συνηγορεί και η σειρά των λουλουδιών που φαίνονται στο πάνω μέρος,σε μια μορφή και διάταξη ζαρντινιέρας που δεν ταιριάζει ούτε μαρτυρά σπιτικό αυλόγυρο.Λογικά οι τρεις ξαδέρφες συναντήθηκαν στην Εκκλησία (γι΄ αυτό εί-ναι καλοντυμένες και περιποιημένες) και μετά την Λει-τουργία κάποιος τις φωτογράφισε (εκ των πραγμάτων,ένας αδερφός της μάνας μου,γι΄ αυτό και η φωτογραφία διασώθηκε στα συρτάρια της.Εξάλλου,το πατρικό σπίτι της βρισκόταν ακριβώς κάτω απ΄ την Εκκλησία κι ήταν απολύτως εύκολο  να μεταφερθεί η φωτογραφική μηχανή).
Ας πούμε και κάτι άλλο,σχετικό με το όνομα της μάνας μου: οι έξι προαναφερθέντες αδελφοί τίμη-σαν τον πατέρα τους,κατά τα πατροπαράδοτα του λαού μας,βαφτίζοντας έναν γιο τους με το όνομα Γιώργος (η Ειρήνη,αν και παντρεύτηκε,δεν απέκτησε παιδιά και υιοθέτησε μετά από πολλά χρόνια μία ανιψιά της).Αντιθέτως,μόνον οι τρεις (Πέτρος,Κώστας και Κυριάκος) έδωσαν σε κόρη τους το όνομα της μάνας τους: Φλώρα.
Ο Γιάννης (παππούς μου,πήρα το όνομά του),πρωτότοκος απ΄ τα εφτά αδέρφια,γεννημένος το 1895, ήθελε να βαφτίσει την πρώτη κόρη του (την μάνα μου) με το όνομα Φλώρα.Όμως,η γυναίκα του (η γιαγιά μου) αντιδρούσε.Αυτή ήθελε να δώσει όνομα απ΄ το σόι της.Ο καιρός περνούσε,είχαν βρει και νουνό,τον Γιάννη Βούλγαρη,μα το ζευγάρι δεν κατέληγε σε συμφωνία.Έφτασε η μέρα του μυστηρί-ου και το αδιέξοδο παρέμενε.Τότε,λοιπόν,ο νουνός,λίγο πριν την τελετή (ή στο σπίτι ή μέσα στον ναό) αποφάσισε ότι όποια γιαγιά εμφανιστεί μπροστά του με το μωρό στην αγκαλιά της,αυτής το όνομα θα έδινε στην βαφτιστήρα του.Έτυχε να γίνει αυτό με την Ελένη Αδάμη,όχι την Φλώρα Τουρκαντώνη.
Να πούμε κάτι τελευταίο,ολοκληρώνοντας τούτη την ενότητα,για τον νουνό,τον Γιάννη Βούλγαρη (πέθανε στην δεκαετία του 1980): υπήρξε,κατά γενική ομολογία, τρομερός βασκανιστής,είχε κακό μάτι,μάτιαζε άνετα και βαριά.Λέγεται,χαρακτηριστικά,ότι μια φορά μάτιασε τόσο πολύ ένα άλογο που αυτό έπεσε κάτω και ψόφησε…!
Στο νοσοκομείο          


Στις ανωτέρω εικόνες δίνονται οι δύο πλευρές μιας οπισθογραφημένης (ο Γαλλικής προέλευσης όρος χρησιμοποιείται σε οικονομικές συναλλαγές,αλλά ας επιτραπεί και εδώ) φωτογραφίας που σχετίζε-ται με μια ολιγοήμερη ιατρική περιπέτεια (αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας,αν θυμάμαι καλά) της μάνας μου στο νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ.Ο λόγος που βρέθηκε σ΄ ένα τόσο μακρινό απ΄ τον Βαρνάβα νοσοκομείο είχε να κάνει με τον μεγάλο αδερφό της,τον Γιώργο,που ήταν τότε νεαρός ανθυπολοχαγός.
Διακρίνουμε,λοιπόν,την ημερομηνία που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία: 17 Αυγούστου 1950.Απει-κονίζονται η μητέρα μου με τους γονείς της σε κάποιον εξωτερικό χώρο του ιδρύματος,που μπορεί να είναι κι ένα ευρύχωρο μπαλκόνι.Για να είναι η μητέρα μου όρθια θα ήταν η ημέρα της εισαγωγής της ή,το πιθανότερο,η μέρα που αποχωρούσε θεραπευμένη.Η διάταξη των ατόμων,το στήσιμό τους, στερεοτυπικό,κλασσικό: ο άντρας στη μέση,κυρίαρχος,ηγετικός,και καθιστός,ως από καθέδρας δια-φεντευτής.Οι γυναίκες όρθιες,ως αποτίουσες τιμή.Η σύζυγος,αριστερά,τοποθετεί το χέρι της στον ώμο του άντρα της σαν να δηλώνει στήριγμα και αποκούμπι.Όλη αυτή η σημειολογική μίνι ανάλυ-ση φανερώνει ενσωματωμένες,μηχανιστικές και σχεδόν αυτοματοποιημένες συμπεριφορές μιας προηγούμενης εποχής που διαρθρωνόταν από άλλους κώδικες έθους,διαφορετικές ισορροπίες και κληροδοτημένες πρακτικές καθημερινότητας,αλλά και μοτίβα αντιλήψεων που είχαν εδραιωθεί υποσυνείδητα χωρίς οι φορείς τους να έχουν αναγκαστικά συναίσθηση του πώς και γιατί λει-τουργούν και φέρονται.Γι΄ αυτούς,τα άτομα εκείνης της εποχής,απλά,έτσι ήταν ή,όπως αποκαλυ-πτικά διατείνονταν: έτσι τα βρήκαμε,έτσι θα τ΄ αφήσουμε!

Με το πρώτο παιδί

Φθινόπωρο 1957.Η Ελένη βρίσκεται στο μπαλκόνι του σπιτιού της.Κρατάει στα χέρια της τον πρώτο γιο της (αδερφός μου) που είχε φέρει στη ζωή λίγους μήνες πριν.Απέναντί της,ο πατέρας της παίζει με το μωρό.
Ο παππούς είναι ντυμένος χωρίς κανένα χαρακτηριστικό ιδιαιτερότητας.Αντιθέτως,η μητέρα μου δεν έχει δυτικά στοιχεία στο ντύσιμό της.Είναι ντυμένη όπως οι αρβανίτισσες εκείνης της εποχής στα μέρη μας.Φοράει φαρδύ μισοφόρι (δεν ήταν αγοραστά.  τα έφτιαχναν οι ίδιες),χοντρό πουκάμισο (αυ-τό ίσως ήταν αγοραστό) και το κλασσικό λευκό λουλουδάτο μαντήλι (οι μεγάλες γυναίκες και οι χή-ρες φορούσαν ένα κιτρινωπό,λαδί μαντήλι,το τσιμινί).Οι γυναίκες του Βαρνάβα ντύνονταν έτσι για λίγα χρόνια ακόμα.Μετά άρχισαν να έρχονται στο χωριό πλανόδιοι έμποροι (υφασματάδες,παπου-τσάδες,έμποροι ρούχων),η επαφή με τα αστικά κέντρα πύκνωσε,ήρθε και η τηλεόραση με τα δυνατά ερεθίσματά της,ε,η παλιά φορεσιά ξεπεράστηκε.Την περιόρισαν αποκλειστικά στις λογής εργασίες, αποκαλύπτοντας έτσι και πώς την αντιλαμβάνονταν: ήταν το παλιό,το ξεπερασμένο,το στραγγα-λιστικά ανεπιθύμητο.Ένας υποτιμητικός αναχρονισμός που έπρεπε ταχέως να εγκαταλειφθεί,να πεταχθεί.Πρέπει να υπογραμμίσουμε,όμως,ότι για το μαντήλι υπήρξε διαφορετική μοίρα.Ακόμα και σήμερα,λίγο ή πολύ κι ανάλογα με την περίσταση,εξακολουθεί να χρησιμοποιείται.
Στην δεκαετία του 1960 διαπράχθηκαν αιματηρά και βάναυσα εγκλήματα κατά του λαϊκού πολιτι-σμού της πατρίδας μας.Συνηθίζουμε να επικεντρωνόμαστε στην τσιμεντοποίηση και την αποψίλω-ση της Αθήνας,παραβλέποντας τον πελώριο όγκο στοιχείων του προηγούμενου υλικού βίου από ό-λες τις περιοχές της χώρας μας,που,ως άχρηστα πια,παραδόθηκαν στις φλόγες,ξεπουλήθηκαν μπιρ παρά στους παλιατζήδες,ξωπετάχθηκαν με ανακούφιση στους γκρεμούς…
Τα θαυμάσια μισοφόρια της μάνας μου (και της αδελφής της) δωρήθηκαν σ΄ έναν κουμπάρο του παππού από την Κηφισιά που είχε μαγευτεί απ΄ την αριστουργηματική εικόνα τους.Θυμάμαι την μάνα μου,όποτε ερχόταν η κουβέντα σ΄ αυτά,να μετανιώνει με πίκρα και να αναθεματίζει την α-συλλόγιστη πράξη της…

Επίλογος

Πριν από καιρό,από τούτον τον ιστότοπο,είχα παρουσιά-σει ένα αφιέρωμα στον πατέρα μου (Ο Βασίλης Κων. Πέππας στο Πολεμικό Ναυτικό
. δείτε το πατώντας εδώ).Ήθελα,έκτοτε,να πραγματοποιήσω κάτι ανάλογο για την μητέρα μου,τον πιο αγνό,άδολο και ευγενικής ψυχής άνθρωπο που γνώρισα.
Φρόντισα,καθώς πρόκειται για δημόσιας έκθεσης εργα-σία,το αφιέρωμα να μην έχει προσωπικό τόνο,μα,εμ-πλουτισμένο με λαογραφικές πληροφορίες και στοιχεία (τοπικής και γενικότερης) ιστορίας,να προκύψει κείμενο ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Η Ελένη Πέππα έφυγε απ΄ την ζωή την άνοιξη του 2008, στα 79 της,μετά από μακρά και αξιοπρεπή μάχη με την αρρώστια.Ας είναι ελαφρύ το Βαρναβιώτικο χώμα που σκεπάζει αυτήν την άγια γυναίκα.
Η παιδική φίλη της,η Ελένη (Κατσίκη) Τσιμίνη,91 ετών την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές (16 Οκτωβρίου 2020) εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στον φούρνο της που έχει περάσει πια στην δι-καιοδοσία του εγγονού της,Βαγγέλη Βλάχου,ο οποίος,κατά σύμπτωση,ήταν μαθητής μου στο Γυ-μνάσιο Καπανδριτίου !

Δύο βίντεο που η Ελένη Τσιμίνη θυμάται τα παλιά. Τραβηγμένα στις 28.9.2023.



Λίγο μετά,στις 23.10.2023,η κυρά-Ελένη "έφυγε". Ήταν 94 ετών.

 Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος - Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.