Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Μουτεΐ,η αρχαιοελληνική Γελλώ των Αρβανιτών

 

               Μουτεΐ,η αρχαιοελληνική Γελλώ των Αρβανιτών

 

Υπάρχει το φαινόμενο στην ύπαιθρο μικρών ανεμοστροβίλων.Καθαρά τοπικό,διάρ-κειας κάποιων δευτερολέπτων.Έχει τύχει να δω στα βουνά του Βαρνάβα τέτοιους μι-κρούς ανεμοστρόβιλους.Αυτοί που είδα εγώ ήταν στατικοί,κράτησαν λίγο και εξαφανί-στηκαν.Σήμερα βέβαια,γνωρίζουμε για τα αέρια ρεύματα και τις μεταβολές θερμοκρα-σίας που μπορούν να επιφέρουν τέτοιες περιδινήσεις.Τα παλιά χρόνια ο απλός κόσμος που ζούσε και εργαζόταν έξω,στην γη,δεν διέθετε γνώσεις και αυτές τις απότομες μεταβολές τις απέδιδε σε δράσεις δαιμονικών οντοτήτων.Η άγνοια μετέτρεπε απλές φυσικές εκδηλώσεις σε ξωτικά.
Οι Αρβανίτες ονόμαζαν αυτόν τον μικρό ανεμοστρόβιλο μουτεΐ. Το ίδιο όνομα έδιναν και στον δυνατό θυελλώδη άνεμο,αυτόν που σε ανάγκαζε να προφυλαχτείς από την ορμή του.Επίσης τον δυνατό άνεμο που άλλαζε συνέχεια κατευθύνσεις.Με μια κουβέ-ντα,μουτεΐ καλούσαν τις ανεξήγητες και καταστροφικές,επικίνδυνες συμπεριφορές αερίων μαζών.Μουτεΐ σημαίνει σκατένιος,δυσώδης.Είναι μία καθαρά εξορκιστική βά-φτιση φυσικού φαινομένου,πολύ συχνά απαντώμενη στην λαογραφία,που σκοπεύει στην αποτροπή και την αποδυνάμωση. Δίνοντας έναν τέτοιο αρνητικό,αποκρουστικό προσδιορισμό θεωρούσε η απλοϊκή σκέψη των γεωργοκτηνοτρόφων ότι απόδιωχνε το κακό στοιχειό,το θηριώδη ανυπόταχτο ξέσπασμα ανώτερων και μυστικών θεοτήτων.

Ετυμολογία

Το ουσιαστικό μούτι σημαίνει περιττώματα,ακαθαρσίες,ρύποι,σκατά. Το καταληκτικό ι είναι το άρθρο που στα αρβανίτικα έπεται.Το αν το άρθρο θα προηγείται ή θα έπε-ται,όπως σωστά έχει επισημάνει ο Π. Κουπιτώρης,δεν έχει σημασία δείχνοντας μόνο εξελικτικές φάσεις της γλώσσας και αντίληψη οργάνωσής της.Το μουτ το συναντάμε σε μία πασίγνωστη αρβανίτικη παροιμιακή έκφραση: μουτ με κεπ (σκατά με κρεμμύ-δια).Το νόημα της φράσης είναι: γίνανε όλα θάλασσα, τα κάναμε σαλάτα, τζίφος, φτά-σαμε σε αδιέξοδο κ.λπ.
Το όνομα στην αιτιατική ενικού γίνεται μούτ-νε,και με αποβολή του τ μούνε. Και αυτόν τον τύπο τον συναντάμε σε μία διαδεδομένη φράση: χάνε μούνε (=να φας σκα-τά).Πρόκειται  για την αρχαία ελληνική ρίζα μυτ- (mut) ή μυσ-. Λαμβανομένης υπόψη της αλληλοαντιστοιχίας και ουσιαστικής ταύτισης των δύο συμφώνων (βλ.: πράττω-πράσσω, θάλασσα-θάλαττα, μέλισσα-μέλιττα κ.λπ.) καταλήγουμε σε δύο τύπους της αυτής ρίζας.
Την συναντάμε στο ρήμα μυσάττομαι (αν αφαιρέσουμε την κατάλη-ξη -ομαι και την επέκταση -ασσ- ή -αττ- . Ετυμολογικό Λεξικό αρχαίας Ελληνικής J.B. Hofmann,σελ. 252 και λεξικό Liddell-Scott,τόμ. 3ος,σελ. 202).Το ρήμα σήμαινε αποστρέφομαι,αηδιάζω, συχαίνομαι,μου προκαλούν απέχθεια κάποια αντικείμενα,βδελύσσομαι.Συναντάμε α-κόμα τα ρήματα μύττω/μύσσω (το ενεργητικό σπάνιο,σύνηθες όμως ως σύνθετο με προθέσεις,αλλά το μέσο μύσσομαι = εκβάλλω την μύξα μου, Liddell-Scott,τόμ.3ος,σελ. 202), μυττάζω (στενάζω), μυττωτεύω (τεμαχίζω). Από την ίδια ρίζα βγαίνει και η μύξα ( < μύσσομαι), καθώς και το επίθετο μυσαρός ( < μύσος =ακαθαρσία,βδέλυγ-μα,λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Μπαμπινιώτη,σελ. 1156.Στο Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης Δ. Δημητράκου,τόμ. 9ος,σελ. 506 ο μύσος ερμηνεύεται και ως ακαθαρσία ψυχής,μίασμα,σιχαμάρα).Ένα είδος χυλώδους σκορδαλιάς της αρχαιό-τητας (από σκόρδο,τυρί,μέλι κ.ά.) λεγόταν μυττωτός (ή μυσσωτός) ακριβώς λόγω της έντονης μυρωδιάς/σκορδίλας του (βλ. λεξικό Liddell-Scott,τόμ.3ος,σελ. 203).Ο μυττω-τός συναντάται,μεταξύ άλλων,και στους Ιππής 771 του Αριστοφάνη. Στον Ησύχιο μυττός = το γυναικείο αιδοίο,Δ. Δημητράκου,τόμ. 9ος, σελ. 511. Η αρχική ρίζα (βλ. λε-ξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Μπαμπινιώτη,σελ. 1158) όλων αυτών των τύπων ήταν η λ. μύτις,απ΄ όπου προήλθε και η λ. μύτη,για την ρίνα. Αλλού εντοπίζεται ως αρ-χική ρίζα η μυκ- (όπως στο Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης Δ. Δημητράκου, τόμ. 9ος,σελ. 507,παρουσιάζοντας το αρχαίο,αλλά και μεσαιωνικό ρήμα [στη δημώδη μορφή διασώθηκε ως μουκιάζω] μύσσω = βογγώ και στη μέση φωνή μύσσομαι = βγά-ζω τη μύξα μου. παράγωγα της ρίζας μυκ- : μυκτήρ = ρουθούνι,μύκητας,αλλά και μού-χλα).
Η ρίζα μυτ- (mut) ή μυσ- ή μυκ- δηλαδή,στις τρεις αυτές εκδοχές της, δηλώνει το ρυπαρό,την ακαθαρσία,το σιχαμερό,βρώμικο,το βδέλυγμα (κατά διαστολή και τα βογγώ,τεμαχίζω).Τα ίδια ακριβώς εκφράζει και το αρβανίτικο μούτι: βρωμιές,σιχασιές, περιττώματα,ακαθαρσίες,ρύποι,σκατά. Μάλιστα,απ΄ τον άλλο τύπο του,μούνε,που εί-δαμε παραπάνω,προέκυψε η λαϊκή/αργκό λέξη μουνί για το αιδοίο,ο μυττός = το γυ-ναικείο αιδοίο κατά τον Ησύχιο,που συναντήσαμε πριν.Η ταύτιση των αρβανίτι-κων,και σε τούτη την περίπτωση,όχι μόνο λεκτικά,αλλά και στο κυρίαρχο πρωτογενές νοητικό επίπεδο,με τα αρχαία ελληνικά είναι απόλυτη,ολοκληρωτική,αδιαμφισβήτητη.
Αυτά είναι τα αρβανίτικα: ένα ιδίωμα,αρχικό,της ελληνικής.Οι αντιθέτως ομιλούντες πρέπει να παραθέσουν κάποτε και σοβαρά τεκμήρια των ισχυρισμών τους.Βέβαια,ε-πειδή αυτά δεν υπάρχουν,παρά μόνο ένας αέρας κοπανιστός ανθελληνικής προπα-γάνδας και εξυπηρέτησης δολίων σεναρίων,θα υποστούν τον εξευτελισμό της γελοι-οποίησής τους.

Απ΄ την αρχαιότητα στην Λαογραφία

Ο μουτεής (υπαρκτή κι αυτή η έκφραση) των Αρβανιτών δεν ήταν φυσικά η μόνη δαιμονική (δηλαδή δαιμονοποιημένη) οντότητα,το μόνο ξωτικό των αρβανιτόφωνων ξωτάρηδων της υπαίθρου.Έχω παρουσιάσει εδώ μια σειρά από δαιμόνια,όπως τα συ-νέλαβε και τ΄ απέδωσε η λαϊκή αντίληψη των παλιών Αρβανιτών.Αλήθεια είναι ότι αυτή η καταγραφή είναι αρκετά περιληπτική,σχεδόν επιγραφική.Και εξ όσων γνωρίζω μόνο ο Δημ. Καλλιέρης έχει ασχοληθεί σοβαρά με τον υλικό και πνευματικό βίο των παλαιότερων αρβανιτοφώνων (Ασπροπύργου).Το θέμα των ξωτικών,όπως και πολλές άλλες πτυχές της Αρβανιτιάς,παραμένει ανεξερεύνητο.
Ο μουτεής υπήρξε ξωτικό αέρινο,αερικό,ένας κακός δαίμονας με ανεμική υπόσταση. Αυτή η κατηγορία δαιμόνων θεωρούνταν υπεύθυνοι για αιφνίδιους θανάτους,απρό-σμενη εμφάνιση ασθενειών και βίαιη ανατροπή της γενικής ισορροπίας ενός ατόμου (έμφραγμα,εγκεφαλικό κ.ά.).Τον χτύπησαν τα αερικά,έλεγαν οι παλιοί κι εκλογίκευ-αν έτσι την απροσδόκητη απώλεια ζωής ή υγείας.Μόνον ένας άσχημος θεός μπορούσε ν΄ αλλάξει έτσι αστραπιαία τα πράγματα,με μια ριπή αέρα,απ΄ την μια στιγμή στην άλλη,μια σατανική ύπαρξη με θυελλώδη δομή,ένας φουριασμένος βοριάς που λυσσο-μανά σαν μπουρίνι,φέρνει το κακό και μετά,ικανοποιημένο απ΄ την συμφορά που προκάλεσε,καταλαγιάζει και σβήνει.Μια ανεμοδούρα περαστική,ένα αερικό.

Αγερικό περνά

Γιώργου Ν. ΑικΑτεριΝιδη

ΣΕ ΔΗΜΩΔΕΙΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ και λαϊκές παραδόσεις συχνή είναι η πα­ρουσία της λέ-ξης αερικό (αγερικό,αϊρικό,αλερικό κ.ά.),με τη σημα­σία: το κλίμα ενός τόπου,σφοδρός άνεμος,ανεμοστρόβιλος,καταιγίδα,βροχή ραγδαία.Σημαίνει ακόμη νυ­χτερινό φάντα-σμα,ενώ σε αρκετά μέ­ρη τα αερικά ταυτίζονται με τις Νεράι­δες,επειδή πιστεύεται ότι τα χαριτωμένα,αλλά όχι πάντοτε και ακίνδυνα,αυτά πλάσματα της νεοελληνικής μυθοπλασίας μεταφέρονται με τη δύνα­μη του αέρα και εμφανίζονται πολλές φορές με μορφή ανεμοστρόβιλου.
Γι΄ αυτό,όταν σε ώρα νηνεμίας δη­μιουργείται το εντυπωσιακό αυτό καιρικό φαινό-μενο,αναφωνούν «αγερικό περνά» ή εύχονται «με το καλό να πε­ράσει».Παραδίδεται μάλιστα ότι ένας θεριστής χτύπησε κάποτε με το δρε­πάνι του τον ανεμοστρόβιλο και αμέ­σως αυτός ματώθηκε (Λαογραφία 8,1921,σ. 442,Χίος).Κυρίως όμως αερι­κό σημαίνει «πνεύμα,δαιμόνιον κακοποιόν προσβάλλον τους ανθρώπους και γινόμενον πρόξενον παθήσεων,οίον φρενοβλαβείας κ.τ.τ.»,(βλ. το οι­κείο λήμμα του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών,τόμ. Α').  
Η αντιμετώπιση της ολέθριας επίδρασης του αερικού επιτυγχάνεται,σύμφωνα με τις δημώδεις δοξασίες,με καταφυγή σε μαγικά μέσα, όπως είναι τα καρφώματα,οι εξορ-κισμοί και ιδι­αίτερα οι επωδές,που συνοδεύονται με επικλήσεις σε αγίους θεραπευτές: «Άγιοι Ανάργυροι, πρώτοι γιατροί του κόσμου,γιατρέψτε τον ...».Καταφυγή δηλαδή σε μέ-σα,στα οποία ο λαός απέδιδε πάντοτε θαυματουργή δύναμη: «Άμα πάθεις ΄πο αερικό,δεν μπο­ρεί κανείς να σε κάμει καλά,μήδε για­τρός μήδε τίποτις.Μόνο όντε πεις το ξόρτσι γίνεσαι καλά» (Λαογραφία 18, 1951,σ. 545-46,Μέγαρα).Ας σημειω­θεί ότι πε-ρίπτωση εξορκισμού σε μια γυναίκα στη Μύκονο,που είχε πειραχθεί από αερικό,ανα-φέρει πολύ παραστατικά ο Γάλλος περιηγητής Tournefort  (17ος αι.).

 Η Γελλώ,νεοελληνική συνέχεια της αρχαίας Γελλούς,κόρης του πρώτου αποίκου της Μυτιλήνης Λέσβου. Αερικό που αρπάζει και πνίγει νεαρά κορίτσια.Στον ίδιο «ιδεογραφικό» πίνακα,έργο του ζωγράφου Πανα-γιώτη Τέτση,εικονίζεται,κάτω,ο Θεόφιλος μέσα σε ελληνότροπο φωτοστέφανο.

                                                      Προλήψεις και δεισιδαιμονίες

Αποτελεσματικό μέσο θεωρείται και η καταφυγή στα θεία,όπου όμως κυριαρ­χεί έ-ντονα ένας μαγικοδεισιδαιμονικός χαρακτήρας: «Παίρνουμ΄ ένα ποκάμισο παστρικό, από το πλύμα,και το δίνου­νε του παπά να το λουτρουήσει.Ο παπάς θα σηκωθεί πριν από το χάραμα,νύχτα,θα πάρει το ποκάμισο και του κάνει μια νυχτολειτρουγιά.Μπο-ρεί να του κάμει δυο και τρεις,όσες του πού­με.Στερνά το φέρνει στον άρρωστο μα­ζί με τρεις μερίδες προσφορά,κ΄ έτσι σουρουπιάνει (μόλις σουρουπώνει),ο άρρωστος βγάνει το ποκάμισο που φο­ρεί και βάνει το λειτρουημένο και πέ­φτει στο κρεββάτι του...Τ΄ α-ποταχιά αλλάζει το ποκάμισο,πλένεται,κάνει το σταυρό του και τρώει την πρώτη με­ρί-δα.Έτσι κάνει τρεις βραδιές και το κακό φεύγει μοναχό του» (Λαογραφία 10, 1929,σ. 128-129).  
Μαρτυρούνται όμως και άλλοι τρό­ποι,εξίσου ενδιαφέροντες,για αντιμε­τώπιση της ολέθριας επίδρασης των αερικών.Στην Ηλεία π.χ.,γινόταν το «παράδωμα στα αερικά» των παιδιών που είχαν βρεθεί υπό την επίδραση των δαιμονίων αυτών.Πήγαιναν δη-λαδή «ντάλα μεσημέρι» σ΄ ένα απομα­κρυσμένο πηγάδι κι εκεί κατέβαζαν μέχρι τον πάτο το άρρωστο παιδί μέσα σ΄ ένα καλάθι λέγοντας στο αερικό: «Αδειανό σταμνί σου ρίχνω,ή γιόμισέ το ή τσάκισέ το» (Λαογραφία 15,1953,σ. 257-58).Το «παράδωμα» έπαιρ-νε και κάποιον μυστηριακό χαρακτήρα,με συμφυρμό πολλών επιμέρους μαγικοδει-σιδαιμονικών στοιχείων, πηγαίνοντας μεσάνυχτα και με απόλυτη σιωπή στο μέρος όπου σύχναζαν τα αερικά,τα οποία έκαναν απολογισμό του έργου τους στις «Μεγάλες Κυράδες» (Λαογραφία ό.π.).      
Τα αερικά δεν προσβάλλουν μόνο τους ανθρώπους.Το ίδιο επικίνδυνα είναι και για τα ζώα.Η θεραπεία και γι΄ αυτά στη δημώδη κτηνιατρική επιζητείται με ανάλογα μα-γικού και δεισιδαιμονικού χαρακτήρα μέσα. Στη Ρόδο π.χ. τα καπνίζουν με «ελιά α-γιασμένη» (φύλλα ελιάς που έχουν αφήσει από μέρες στην εκκλησία),ενώ παιδάκι αμφιθαλές λέγει το «Πάτερ ημών» τρεις φορές στα αφτιά του ζώου (Λαογραφία 12, 1938, σ. 221) και στην Κω «σαραντώνουν» το άρρωστο ζώο,χαράσσουν δηλαδή επάνω σε έναν ασφόδελο σαράντα χαραγιές και τον δένουν στ΄ αφτί του ζώου (Λαογραφία 16,1956,σ. 76).

                 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ■ ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2001 ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ Περί ανέμων,σελ. 32.

                                                                                          Γελλώ

 Τα ονόματα Μορμώ, Λάμια, Έμπουσα και Γελλώ, τόσο στον ενικό όσο και στον πλη-θυντικό,μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως κοινά ουσιαστικά,αλλά και ως προ-σωπικά ονόματα που περιγράφουν μυθολογικά αποκρυσταλλωμένους αντιπροσώ-πους ομάδων δαιμόνων.
Ο οριακός χαρακτήρας αυτών των πλασμάτων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η εξώπορτα αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντώνται, ακριβώς επειδή το κατώφλι δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό του σπιτιού.Στην ίδια έννοια του οριακού εμπίπτουν και άλλα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν αυτές οι οντότη-τες,όπως το ότι συχνάζουν στα σταυροδρόμια,ότι μπορούν να αλλάζουν μορφή,ότι αντιστρέφουν την φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. κανιβαλισμός, ωμοφα-γία) κ.ο.κ. Αυτές οι ιστορίες,λοιπόν, περιέχουν μέσα τους το μήνυμα ότι αν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος και τη συμμετοχή του σε μια κοινωνία,θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στα γενικά πρότυπα της κοινότητας μέσα στην οποία ζει.
Ο Ζηνόβιος στις παροιμίες του μας μιλά για τη Γελλώ και την ιστορία της. Μας λέει ότι η Γελλώ ήταν μια κοπέλα,η οποία πέθανε πρόωρα χωρίς να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό το λόγο το φάντασμά της καταδιώκει τα μικρά παιδιά και φέρνει πρόωρο θάνα-το. 

Ήταν ένα μυθολογικό ον,κακοποιό δαιμονικό πνεύμα,γνωστό σ' ολόκληρο τον Ελλη-νικό κόσμο τουλάχιστον από τον 7ο - 6ο π.Χ. αιώνα, όπως αποδεικνύεται από αναφορά σ' αυτό της ποιήτριας Σαπφούς. Η Γελλώ ήταν το δαιμόνιο που ευθυνόταν για τους πρόωρους θανάτους μικρών παιδιών και σαν τέτοιο αποτελούσε το φόβητρο των μα-νάδων και κατά τα Βυζαντινά χρόνια.Κατά την περίοδο όμως αυτή,με την ίδια ονομα-σία ήταν γνωστές και οι γυναίκες που επιδίδονταν στη μαγεία (Γελλούδες).

 Αργότερα,οι σχετικές περί την Γελλώ δοξασίες και προκαταλήψεις διατηρήθηκαν κι επιβίωσαν σε διάφορα μέρη του Ελληνισμού και ιδίως σε νησιά όπως η Κρήτη,η Κύ-προς και άλλα του Αιγαίου πελάγους.
Η λέξη Γελλώ πιθανότατα συνδέεται με το ρήμα γελώ και το όνομα θα μπορούσε να σημαίνει είτε «αυτή που γελά» είτε «αυτή που αποτελεί αντικείμενο γέλωτα».Παραπέ-μπει ίσως στο τρομακτικό γέλιο που χαρακτηρίζει τους δαίμονες του παραλόγου ή ίσως να πρόκειται για ευφημισμό.Στα λεξικά δεν περιέχονται ετυμολογικές πληροφο-ρίες για το όνομά της ούτε κάτι επιπλέον ιδιαίτερο (βλ. ενδεικτικά: λεξικό Liddell-Scott, τόμ. 1ος,σελ. 560).
Συγκεφαλαιωτικά,ο αρχαίος δαίμονας που αφαιρούσε άκαιρα ζωές μικρών παιδιών διατηρήθηκε ως τα μεσαιωνικά (Βυζαντινά) χρόνια με το ίδιο όνομα και πάντα με α-ποτρόπαιη κατά του ανθρώπου δράση.Έλαβε σταδιακά και σκοτεινές διασυνδέσεις με την μαγεία για να καταλήξει ως κακότροπο αγερικό που αποδιωχνόταν με ξόρκια κι επικλήσεις των θείων.Παραλλαγή του συναντάμε και στους αρβανιτόφωνους Έλλη-νες.Είναι ο  μουτεής,που τον απόδιωχναν οι τρομαγμένοι χωρικοί με αποτροπιαστικές φράσεις όπως: Χι  ε πλιούχουρ ! (Στάχτη και σκόνη !).Πολλές φορές λεγόταν και: πλιού-χουρ ντε…! (σκόνη ντε…!).Και φυσικά,στα ελληνικά: Στάχτη και κουρνιαχτός.

Μέλι και γάλα

   Όταν ξέσπαγαν ανεμοθύελλες,για να καταλαγιάσει το φυσικό φαινόμενο λεγό-ταν τούτη η γεμάτη θετικότητα φράση/ευχή.Μοιάζει με τάξιμο,με καλόπιασμα στο φασαριόζικο στοιχείο ώστε να μαζέψει την όργητά του.Υπήρχε όμως,και το σκληρό,να το πούμε έτσι,αντίστοιχο,του διωξίματος και της αποτρεπτικότητας: Μουτ ε χι = σκατά και στάχτη! Δηλαδή,μια αντιμετώπιση της καιρικής ανωμαλίας και με το μαλακό και με το άγριο! Μια διπλωματική στάση απέναντι στους αέρηδες,για να το θέσουμε και κάπως χαριτωμένα! Μάλιστα,αυτό το ξόρκισμα (μουτ ε χι), έδωσε το όνομά του στο ξωτικό της ανεμοζάλης: Μουτεής! Η λαϊκή φαντασία και απλοϊκότητα θεώρησε ότι αυτοί οι μικροί,τοπικοί και σύ-ντομοι ανεμοστρόβιλοι της υπαίθρου ήσαν ξεσπάσματα ενός εχθρικού ξωτικού των δασών και των ξέφωτων και τ΄ ονόμασαν με το παράγγελμα της απόδιω-ξης.Οι μουτεήδες πέρασαν σιγά-σιγά στον τρέχοντα λόγο και με μιαν άλλη δι-άσταση,όπως οι σημερινές αναφορές μας στα φαντάσματα.Όσο πέρναγε ο καιρός δηλαδή,και η γνώση σκόρπιζε την δεισιδαιμονία,τον φόβο και την προκα-τάληψη,το αρχικό ξωτικό,γέννημα της άγνοιας,μετατρεπόταν στην ακίνδυνη κα-ρικατούρα του.

Η εργασία ως pdf εδώ

 Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος-Συγγραφέας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.