Λιόσα
Τρεις από τις πιο γνωστές φάρες των Αρβανιτών,που
συναντάμε στις ιστορικές πηγές,είναι αυτές των Λιόσα,Σπάτα,Μπούα.Τα μικρά
ονόματα των ηγετών αυτών των ομάδων (όταν λέμε ομάδα ή φάρα δεν εννοούμε ένα
περιορισμένο συγγενολόι,αλλά ένα ευρύτερο πληθυσμιακό σύνολο που πε- ριπλέκεται
γύρω από μιαν ηγετική οικογένεια) ήταν Χριστιανικά,δείγμα ότι ανήκαν στον
Βυζαντινό κόσμο,άρα και στην ελληνική πραγματικότητα.Κάποιοι
(ημιμαθείς,άσχετοι,προπαγανδιστές) επιχει- ρούν να παρουσιάσουν αυτά τα σύνολα ως
Αλβανικές κοινότητες,προβάλοντας αυτά τα ονόματα (Λιόσα,Σπάτα,Μπούα) ως
άσχετα με την ελληνική.Ας δούμε αν είναι έτσι.Θα ξεκινήσω με το πρώτο επώνυμο,το
Λιόσα.
Η Μαρία στα αρβανίτικα λεγόταν χαϊδευτικά
Μαρδίτσα.Λεγόταν όμως και Μαλιώ και Μαλώ.Και σήμερα υπάρχουν στον Βαρνάβα,το
χωριό μου,δυο βαφτισμένες με αυτό το αρβανίτικο υποκοριστι- κό: Η Μαρδίτσα Πέππα
(Μέξη) και η Μαρδίτσα Τουρκαντώνη (Παρδάλη).Δίπλα στο πατρικό μου σπίτι έμενε η
Μαλιώ (Μαρία) Πέτρου.Οι πιο παλιοί θυμόμαστε την Μαλώ (Μαρία) Ηλία.
Στους αρβανίτες παρατηρείται μια αξιοσημείωτη
γλωσσολογική συμπεριφορά: να επιμηκύνεται το υποκοριστικό είτε με έναν
αναδιπλασιασμό στην αρχή είτε με μιαν έκταση στο τέλος.Παράδειγμα της πρώτης
περίπτωσης αποτελεί το χαϊδευτικό Τζολ[ης] του ονόματος Γιώργος.Συνέβαινε
αναδι- πλασιασμός και το Τζολ γινόταν Τζοτζόλ[ης].Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει το
όνομα Αλέξανδρος. Το χαϊδευτικό του ήταν Λιέκ (Αλέκος) ή Λιέτς.Στο πρώτο,με τη
συνήθη στα αρβανίτικα υποκοριστι- κή κατάληξη –ατς,γινόταν το Λιέκ → Λιεκάτς.Μάλιστα,εδώ υπάρχει
και δεύτερη φάση παραγωγής: Από το Λιεκάτς ξεπήδησε το Κακάτς,όπου ενυπάρχουν
σύνθετες γλωσσοπλαστικές διεργασίες.Ή- ταν γνωστός στον Βαρνάβα ο Κακάτσης (Αλέξανδρος)
Αδάμης.Το Κακάτσης έλαβε και μιαν άλλη (ηπιότερη,να πούμε;) εκδοχή: Κακάρ,με τη
βασική κατάληξη -αρ των αρσενικών (μπακανιάρ,πρε- κετζάρ,γκοφαλιάρ,ιμάρ κ.λπ.Δεν
είναι παρά η κατάληξη [ιδιότητας] –άρης της ελληνικής:
βαρκάρης, αλογάρης,μουρντάρης,κοκκαλιάρης κ.λπ.).Από το Κακάρ και το γνωστό
αρβανίτικο επώνυμο Κάκα- ρης.Εδώ ανήκει και η περίπτωση του ονόματος Λιόσα.Η
Μαλιώ,που αναφέραμε,με έκταση της δεύ- τερης συλλαβής έγινε η Λιόσα ή Λιότσα.Η
αδερφή της γιαγιάς μου λεγόταν Λιότσα (Μαρία) Αδάμη (Αναστασίου).Να λοιπόν τι
σημαίνει Λιόσα=Μαρία.
Και πώς βγήκε το αρσενικό Λιόσας; Όσοι γνωρίζουν βασικές
πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης των Αρβανιτών,ξέρουν καλά ότι τα παιδιά
προσδιορίζονταν με βάση τον πατέρα (ο Τάκης του Κωτσή,η Μαρία του Λιάκου
κ.λπ).Όταν ο πατέρας πέθαινε,η χήρα σύζυγος του,ονοματιζόταν με το όνομα του
μακαρίτη άντρα της (Γιώργαινα,Γιαννάκαινα,Τούλιαινα κ.λπ.),σε μια σαφή απόδειξη
ανδροκρατού- μενης οργάνωσης και νοοτροπίας,αλλά και τα παιδιά πλέον
προσδιορίζονταν με το ανδρωνυμι- κό της χήρας μάνας τους.Από αυτό έχουν προκύψει
σε αρβανιτοχώρια επίθετα όπως Γιαννάκαι- νας,Γιωργάκαινας κ.λπ.Και σήμερα στον
Βαρνάβα λέμε (πραγματικές αναφορές) ο Κώτσος της Μήτσαινας,ο Μιχάλης της
Γιώργαινας,ο Θοδωρής της Μαλώς,τα παιδιά της χήρας.Λιόσας λοιπόν (ή Λιόσης) δεν
είναι παρά ο γιος της χήρας Μαρίας.Ίδια περίπτωση αποτελεί και το Σίνας (ή
Σί- νης).Σίνα ή Σίνη λεγόταν χαϊδευτικά η Φρόσω (Ευφροσύνη).Τα αγόρια της χήρας
Λιόσας ή Σίνας μετά από κάποιο διάστημα απέκτησαν ως μόνο προσδιοριστικό και
τελικά επώνυμο το υποκοριστικό της μητέρας τους,μέσα από αυτή την ιδιότυπη
κοινωνικο-γλωσσολογική διεργασία.Ομοίως και τα Τσεβάς,ο γιος της [χήρας]
Παρασκευής (=Τσεβί στα αρβανίτικα),Τσάνας,ο γιος της [χήρας] Αλεξάν- δρας (=Τσάνα
ή Σάνα στα αρβανίτικα),Λίτσας,ο γιος της [χήρας] Βαγγελιώς (=Λίτσε στα
αρβανίτι- κα).Να παρατηρήσουμε εδώ την ανάπτυξη
ενός –τ- (Λιόσα → Λιότσα και Σάνα → Τσάνα),που προ- δίδει έναν αδύναμο,υπαρκτό
όμως,τσιτακισμό στο αρβανίτικο ιδίωμα,καθώς και μια,φυσική σχεδόν, ροπή του προς
την τραχύτητα,όπως συμβαίνει σε κάθε φτωχό ανεξέλικτο γλωσσικό κώδικα.
Από αυτά έχουμε μια ατράνταχτη απόδειξη ότι τα αρβανίτικα
αυτά ονόματα είναι όχι μόνο ελλη- νικά,αλλά και προέκυψαν μετά τον εκχριστιανισμό
των γηγενών Ελλήνων Ηπειρωτών,δηλαδή μετά το πέρασμα της Ηπείρου στο
Χριστιανικό Βυζάντιο.Άρα,έχουμε ένα αδιαμφισβήτητο terminus post
quem,την αρχή του 4ου αιώνα,όπου οι Ηπειρώτες απόγονοι των αρχαίων Χαόνων
εισέρχονται σε μιαν άλλη ιστορική φάση με χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν
από τη δωδεκαθεϊστική αρ- χαιότητα.Αυτό σημαίνει ότι πλέον [σταδιακά και ίσως
όχι ανώδυνα] αποκτούν ονόματα σύμφωνα με το Χριστιανικό τυπικό,τα οποία και θα
καθιερωθούν,καθώς,όπως βλέπουμε στις ιστορικές πηγές,τα ονόματα των Αρβανιτών
ήταν αποκλειστικά Χριστιανικά (Πέτρος,Θωμάς,Γκίνος=Γιάννης κ.λπ.).
Κάπου εδώ πρέπει να αναζητήσουμε\τοποθετήσουμε το
τοπωνύμιο Άρβανα ή Άρβανο,που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από Βυζαντινούς
ιστορικούς και συγγραφείς,κάτι που θα εδραιωθεί στο χρόνο,ώστε να το συναντάμε
αιώνες μετά ως συνώνυμο σχεδόν της Ηπείρου και πάντως ως διακριτό όνομα της
ορεινής περιοχής νότια της Εγνατίας οδού.
Ας τα συγκεφαλαιώσουμε: Οι Έλληνες Ηπειρώτες,μετά την
κατάκτηση των εδαφών τους από τους Ρωμαίους και τον αδιάκοπο εκβυζαντινισμό/εξελληνισμό της αυτοκρατορίας,εντάχθηκαν/εγκλιματί- στηκαν,όπως όλο το ελληνικό γένος,σε νέα δεδομένα.Σε αυτή
τη φάση ξεπήδησε και το όνομα Άλ- βανα (με ρωτακισμό Άρβανα),που είναι ένα παλιό
ελληνικό τοπωνυμικό (Άλπεις,Αλφειός,Αλβιών κ.λπ.) όπως έχουμε αποδείξει με/σε
άλλα σχετικά κείμενα.Κάποιοι από τους παλιούς Ηπειρώτες,το ακρότατο τμήμα
τους,οι Χάονες δηλαδή,λαμβάνουν μέσα στα νέα δεδομένα και ένα νέο προσδιορι- σμό:
Αλβανίτες ή Αρβανίτες,οι Έλληνες του Αρβάνου.
Είναι γνωστό από τον Θουκυδίδη ότι οι Χάονες λειτουργούσαν με
πολιτική ιδιαιτερότητα (Αβασί- λευτοι),δηλαδή δεν είχαν ούτε δημοκρατικό
πολίτευμα,ούτε αριστοκρατικό,ούτε τυραννικό.Είχαν επιλέξει μιαν εντελώς
ξεχωριστή κοινωνική πολιτική οργάνωση,αυτή των Πατριών.Αυτό που θα αποδίδαμε
σήμερα ως σόγια ή φάρες.Όταν οι Αρβανίτες,από τα τέλη του 14ου αιώνα,μεταναστεύουν
προς το Νότο, οι πηγές μάς τους παρουσιάζουν και πάλι ως αβασίλευτους,δηλαδή με μια χαλαρή έως και
αυτόνομη σχέση με το Βυζαντινό θρόνο.Πράγμα που σημαίνει ότι όλους αυτούς τους
αιώνες το κομμάτι αυτό του ελληνισμού αδιατάρακτα συνέχιζε την ιδιοπροσωπία
του.Ο Θουκυδίδης μάς τους παρουσιάζει ακόμα ως χρήστες ενός γλωσσικού ιδιώματος
(Βάρβαροι).Οι Ηπειρώτες δεν ήσαν φυσικά αλλόγλωσσοι αλλά,και σε αυτό συγκλίνουν
όλοι οι μελετητές Φιλόλογοι,χρησιμοποιούσαν παράλληλα ένα ιδίωμα.Είναι αυτό
που τους μεταχριστιανικούς χρόνους θα συναντήσουμε ως αρβα- νίτικα.Όταν κατέβηκαν
προς τα άλλα αδέρφια τους στο Νότο,το έκαναν ομαδοποιημένοι στο πατρο- παράδοτο
οργανωτικό σχήμα τους,τις πατριές/φάρες.Σε μια από αυτές ηγείτο κάποιος αναδειγμένος
από περιστάσεις ή προωθημένος από καταγωγή,γιος χήρας Μαρίας (Λιόσας) που κατά
τα δυναμικά ειωθότα του τόπου τους,απαντώμενα έως και σήμερα στους εδώ
μακρινούς απογόνους τους,απεκα- λείτο/ονομαζόταν με αυτόν τον μητρωνυμικό προσδιορισμό/τρόπο:
Λιόσας.
Νέα Λιόσια (Ίλιον) |
.Οι
Λιοσαίοι εγκαταστάθηκαν (σίγουρα) Δυτικά και Νότια από το σημερινό Μενίδι.Γι΄ αυτό
έχουν φτάσει ως τις μέρες μας τα τοπωνύμια Άνω Λιόσια και Νέα Λιόσια (Ίλιον).Ένα
μικρό μέρος από αυ- τούς τους Λιοσαίους,στα τέλη του 18ου αιώνα,μετακινήθηκε κάτω
από τα Κιούρκα,δημιουργώντας το Λιοσάτι,εκεί που είναι σήμερα ο σταθμός του τρένου
των Αφιδνών.
Ακολουθεί σχετική ανάρτηση απ΄ την fbική ομάδα μου "Αρβανίτες":
Γιάννης Βασ. Πέππας,Φιλόλογος-Συγγραφέας
Πολύ καλό και διαφωτιστικό άρθρο. Το τοπωνύμιο Βαρυμπόμπη, είναι ο τάφος του Μπόμπη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης Μαργαρίτης
Και στον Βαρνάβα,κ. Μαργαρίτη,έχουμε τοποθεσία "Βαριντραγκόι" (=ο τάφος του δράκου). Δράκοι,όμως δεν υπήρξαν στο Βαρνάβα,ούτε αρσενικό (Βυζαντιακής προέλευσης) βαφτιστικό Δράκος μαρτυρείται,όπως λ.χ. στην Αθήνα.Προφανώς,το εδώ τοπωνύμιο προέκυψε από κάποιο τοπικό θρύλο.
ΔιαγραφήΠρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και σώφρονες στην ερμηνεία των αρβανίτικων.Δυστυχώς, οργιάζει ανεξέλεγκτη η αλβανική προπαγάνδα που διαστρέφει τα πάντα.Από δίπλα και κάτι άσχετοι (όπως ο Κ.Ρ.) που τσαμπουνάνε ό,τι νάναι.
Έχει γίνει μεγάλη ζημιά στην υπόθεση των αρβανιτοφώνων Ελλήνων και δεν ξέρω κατά πόσο συμμαζεύεται.
Πολλοί φίλοι με ρωτάνε διάφορα,αλλά δεν είμαι σε θέση να απαντώ τεκμηριωμένα σε όλα.Με την "Βαρυμπόμπη" δεν έχω ασχοληθεί,αλλά η λ. "βαρ" (=τάφος) είναι αρχαιοελληνική,βλ. βάρ-αθρον. Στα αρβανίτικα,σχετική και η λ. βαρέτ ή βερέτ.Έχω στα σκαριά ένα σχετικό θέμα,πιστεύω όταν το δημοσιεύσω να βοηθήσει κατατοπιστικά.