1. Κι ο Θεός είναι ...αρβανίτης!
(Το ΄χα ακούσει παλιά από γηραιό Ελευσίνιο)
Ο αρβανίτης Θεός λοιπόν,όταν έπλασε τον Αδάμ,του έμαθε
αρβανίτικα για να συζητάνε,να τους περνάει η ώρα.
Κάποια στιγμή τον έχασε και τον αναζήτησε:
-Αδάμ,Αδάμ...
Πετάχτηκε τότε αυτός από κάτι φυλλωσιές και παρουσιάστηκε
φωνάζοντας:
-Κετού γιάμ! (Εδώ
είμαι!)
[Μας παρουσίαζαν τραχείς και άμουσους.Είμαστε σοβαροί και
συγκροτημένοι.Με πηγαίο χιούμορ και δηκτικό (αυτο)σαρκασμό.Βαθιά μπολιασμένοι
στη ΧριστιανΟρθοδοξία,ώστε να την οικειοποι- ούμαστε έως αστειότητας.]
2. Κι άλλη φαιδρή αρβανίτικη ιστοριούλα:
Δύο γέροι από το Μούλκι της Κούλουρης (σήμερα έχουν
αλλάξει τα ονόματα του Μουλκίου σε Αιάντειον και της Κούλουρης σε Σαλαμίνα)
συζητούν λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου.Ο ένας έχει ακούσει μια λέξη στο
ραδιόφωνο και ρωτά τι σημαίνει.
-Κότσσε,τσσε κα τε θέτε απικί;
-Να,απικί ίσστε νιέ βεντ,τσσε χιν ατιέ νιέ ι χούαϊ,ε
ουρδενόν,εδέ παστάιτ σπίεν φάρε.Πο: χα, πι, κι, εδέ σπαγκούαν γκεφάρε!
-Χμ! Κατάλαβα,φχαριστώ!
(-Κώτσο,τι πάει να πει αποικία;
-Να,αποικία είναι ένας τόπος,που μπαίνει εκεί ένας
ξένος,τον διαφεντεύει και μετά δε ρωτάει καθόλου,αλλά: τρώει, πίνει, γαμάει και
δεν πληρώνει τίποτα!
-Χμ, κατάλαβα,φχαριστώ.)
3. Ο Αρβανίτης Αϊζενχάουερ
Μετά τον πόλεμο πάει ένας γέρος από τα Καλύβια του
Κουβαρά στο καφενείο και λέει στους φίλους του: θα σας αποδείξω ότι ο πρόεδρος
της Αμερικής Αϊζενχάουερ είναι αρβανίτης.Ακούστε πώς και πώς..
άι=αυτός
ζε=πιάνει
χα=τρώει
ουέρ=βράδιασε
Κόκκαλο οι υπόλοιποι...
4. Αν Είχε μυαλό…
Μια ηπειρώτικη παράδοση που άκουσα στα Γιάννενα πριν από
χρόνια:
Στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν ένας μυλωνάς και ζούσε ήσυχα
και ωραία.Μια μέρα ξέπεσε στο μύλο του ένας Αρβανίτης,χριστιανός
αρματολός,ζωσμένος με τα γιαταγάνια και τα κουμπούρια του.Ο μυλωνάς τον
φιλοξένησε και «κει που τρώγαν και πίναν» τον ρώτησε τι δουλειά κάνει.Ο
Αρβανίτης του είπε «κλέφτης» και επειδή ο μυλωνάς δεν πολυκατάλαβε του εξήγησε
«Να,γυρίζω στα βουνά και χτυπάω τους Τούρκους».
Ο μυλωνάς ενθουσιάστηκε και άρχισε να καμαρώνει τον
κλέφτη και τα κουμπούρια του. Κι όταν ο Αρβανίτης,σε μια στιγμή,του
εξομολογήθηκε ότι είχε βαρεθεί να γυρίζει στα βουνά και ότι πολύ θα ήθελε να
είχε κι αυτός μια δουλειά σαν τη δική του,ο μυλωνάς χωρίς να σκεφτεί του
πρότεινε:
-Έρχεσαι ν’ αλλάξουμε δουλειά;Να γίνεις εσύ μυλωνάς και
εγώ κλέφτης.
Ο Αρβανίτης δέχθηκε μετά χαράς.Θρονιάστηκε στο μύλο και ο
μυλωνάς ζώστηκε τα άρματά του και πήρε τα βουνά.
Ύστερ’ από λίγες μέρες χτυπήθηκε με τους Τούρκους και τον
πήρε μια σφαίρα στο κεφάλι.Οι σύντροφοί του τον πήραν στο χωριό και καλέσανε
δυο γιατρούς να τον κοιτάξουν.Αφού τον εξέτασαν,λέει ο ένας στον άλλο:«Αν η
σφαίρα δεν πείραξε το μυαλό θα γειάνει».Άκουσε ο μυλωνάς τη γνώμη του γιατρού
και ανασηκώθηκε:«Αν είναι έτσι,γιατρέ,μην ανησυχείς γιατί μυαλό δεν έχω μπιτ
κατά μπιτ στο κεφάλι μου».
Από παλιό φύλλο της εφημερίδας "Ελεύθερος
Τύπος".
Στη συγκεκριμένη ιστοριούλα διασώζεται/αποδεικνύεται η
ελληνική εθνική συνείδηση (και όχι μόνο) των Αρβανιτών.
5. Τα αρβανίτικα και οι ναύαρχοι
Μνήμες Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μέση Ανατολή,από τον κ.
Νίκο Χ. Πετράκο,από τη Βούλα.
«Κατά τη διάρκεια της Κατοχής,στη Μ. Ανατολή,η ηγεσία του
Π. Ναυτικού (Β.Ν., τότε) που την αποτελούσαν οι Βούλγαρης (εξ Ύδρας),Αλ.
Σακελλαρίου (εξ Ελευσίνος) και Κώνστας (από Ασπρόπυργο),όταν συνεδρίαζαν είχαν
γραμματέα επί των Πρακτικών των συμβουλίων των ελληνομαθή Άγγλο ανώτερο
αξιωματικό.
Μετά κάποιο διάστημα διεπίστωσαν ότι οι συζητήσεις και
αποφάσεις των,πριν λάβουν σάρκα και οστά,ήταν γνωστές στον τότε αρχηγό των
συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων ναύαρχο Κάνιγκαμ.Το μυαλό τους δούλεψε.Στα επόμενα
συμβούλια,μετά,η συζήτησις γινόταν στ΄ “Αρβανίτικα” που οι τρεις Έλληνες
γνώριζαν λόγω καταγωγής.
Αυτοί οι Αρβανίτες κράτησαν ψηλά τη σημαία του Ναυτικού
σ΄ όλο τον πόλεμο.»
ΤΑ ΝΕΑ,8-9/11/2003,σελ. 79
[Μια διόρθωση: Το μετέφερα [απ΄ το αρχείο μου] ακριβώς
όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα.Βε- βαίως,ο ναύαρχος Σακελλαρίου ήταν από την
Μάνδρα.]
6. Η ΝΑΣΤΑ [ΑΘΑΝΑΣΙΑ].
Στο χωριό Κυριάκι της Λιβαδειάς το επάγγελμα του αγωγιάτη
το εκτελούσε ο Μπάρμπα – Μήτσος .Κάθε ημέρα έπαιρνε την σούστα του και μετέφερε
τους κατοίκους του χωριού στην Λιβαδειά .Στο Κυριάκι την εποχή αυτή υπήρχε μια
πολύ όμορφη κοπέλα που το όνομά της ήταν ΝΑΣΤΑ . Όλοι οι άνδρες αλλά και ο
μπάρμπα Μήτσος , ήθελαν να πάνε μαζί της έστω και για μία βόλτα.
Και η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα όταν μία ημέρα η
ΝΑΣΤΑ του ζήτησε να την μεταφέρει για μια δουλειά που είχε στην πόλη της
Λιβαδειάς .Επειδή ο μπάρμπα Μήτσος δεν ήθελε να πάρει και τους άλλους κατοίκους
, αλλά να φύγει μόνος του με την ΝΑΣΤΑ, από τις πεντέμισι η ώρα που έφευγε κάθε
ημέρα, αυτή την ημέρα της είπε να φύγουν στις τέσσερις για να μην τον έβλεπαν
οι κάτοικοι του χωριού.
Ο μπάρμπα Μήτσος στην διαδρομή άρχισε να πειράζει την
ΝΑΣΤΑ, κάνοντας της διάφορες χειρονομίες.Μία,δύο, τρεις φορές κι η ΝΑΣΤΑ άρχισε
να θυμώνει και μην αντέχοντας άλλο το πείραγμα του λέγει:
-Ρί μίρ πλιάκου… κάθησε καλά παππού… !
Ο μπάρμπα Μήτσος συνέχιζε να την πειράζει, οπότε η ΝΑΣΤΑ
μην αντέχοντάς τον άλλο, βγάζει την κουμπούρα για να τον σκοτώσει.Βλέποντας τα
δύσκολα ο μπάρμπα - Μήτσος λέγει στην ΝΑΣΤΑ:
-Μώι βάζια, νέβε θάμ τε ντρέκιεμ νιέρς, γιο τ΄βράσμ .Ρε
κορίτσι μου,εμείς είπαμε να φτιάξουμε ανθρώπους, όχι να τους σκοτώσουμε .
7. Κράκουλο
Κράκουλο στ΄ αρβανίτικα λέγεται ο σταλακτίτης,οι αιχμηρές
στήλες πάγου [σαν μικρά σπαθιά] που κρέμονται απ΄ τις στέγες και τα κεραμίδια
τις μέρες του χιονιού.Μεταφορικά δηλώνεται το πολύ κρύο,το παγωμένο.
Πάει λοιπόν,πριν μερικά χρόνια,ο φίλος Παπαφωτίου απ΄ το
Καπανδρίτι (Μπαχούμης στο παρα- τσούκλι) με τη γυναίκα του σε μια παραλιακή
καφετέρια στον Ωρωπό.Ήταν καλοκαίρι,καύσωνας, έλιωνε η πέτρα.
Κάθονται,έρχεται ο σερβιτόρος.
-Τι θα πάρετε;
-Πιάσε δύο μπύρες κράκουλο.
Τον κοιτάει ο σερβιτόρος απορημένος:
-Έχουμε μόνο Amstel και Heineken...
8. Κέπε ιθάτ
Φόρτωσε ένα κάρο ξερά κρεμμύδια ο κύρ–Μήτσος από το
Κριεκούκι και κατέβηκε στα χωριά για να τα πουλήσει.Έφτανε και μέχρι τις
συνοικίες της Αθήνας φωνάζοντας:
Κέπ ,θάτ κέπ (Κρεμμύδια,ξερά
κρεμμύδια).
Κανένας,πουθενά δεν βγήκε να ψωνίσει ούτε μία οκά.Έφαγε
ότι είχε,πείνασε αυτός και τα ζώα του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό
του.
Φθάνοντας στην Κάζα,ξελιγωμένα τα ζώα,δεν έβγαζαν τον
ανηφορικό δρόμο.Τι να κάνει; Τράβαγε κι αυτός γεντέκι.Τον
είδε κάποιος εκεί και του φώναξε:
-Τα σσέτ ρέεε; (Τι
πουλάς ρε;)
-Κέπ κάμ. Σα ντό ; Ντό σιούμ ; (Κρεμμύδια έχω.Πόσα θέλεις; Θέλεις πολλά;)
Επί τέλους,κάτι θα πούλαγε.Ο άλλος όμως του είπε:
-Γιό,βέτεμε νί,ψέ
με κα βράρ τσαρίχεα κέμπενε (Όχι,μόνο ένα,γιατί μου έχει χτυπήσει το
τσαρούχι το πόδι).
9. Η ΘΕΙΑΚΑ ΛΙΕΝΑ ΨΗΦΙΖΕΙ
Ένα επίκαιρο ανέκδοτο από την ζωή των παλιών Αρβανιτών:Η
διαδικασία των τελευταίων εκλογών έφερε στο νου μας διάφορες τραγελαφικές
ιστορίες που συνέβαιναν στο χωριό με τους ψηφοφόρους και τους κομματάρχες.
Απειλές,εξαγορά συνειδήσεων,ατέλειωτες συζητήσεις και ειδικά στα καφενεία του
χωριού,διαπληκτισμοί και πολλές γραφικότητες.Γεγονός αποτέλεσε και η παροχή του
δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες στην δεκαετία του ΄50 που συζητήθηκε πολύ
και προκάλεσε τα δυσμενή σχόλια των ανδρών.
Ο άνδρας της θειάκας Λιένας,ο μπάρμπα Μήτσος,δεν έχανε
την ευκαιρία που να μην έλεγε κάτι για την κυβέρνηση, στο να επιτρέψει και στις
γυναίκες να ψηφίζουν στις εκλογές και κάτι είχε να πει και στην γυναίκα του την
θειάκα Λιένα.
-Να,μόη κουτοπόνηρε,τσί ντό εδέ ψήφο (Να,μόη κπουτοπόνηρη,που
θέλεις και ψήφο) .
Στην ουσία όμως εκείνη είχε τον πρώτο λόγο στο
σπίτι,εκείνη έκανε κουμάντο εξού και το γεγονός ότι ήταν γνωστός ως Μήτσι ί Λιένς
(ο Μήτσος της Λιένας).
Παρ‘ όλα αυτά όμως,με τον ποιον να επιλέξει,να ψηφίσει
δεν τα πήγαινε καλά και έτσι έπαιρνε έτοιμο το ψηφοδέλτιο,και μάλιστα
σταυρωμένο από τον γιο της τον Παναγή,και απλώς το έβαζε στο φάκελο και το
έριχνε στην κάλπη.
Τις τελευταίες εκλογές πριν πεθάνει,την Κυριακή των
εκλογών,πήγε πρώτα στην εκκλησία όπως είχε συνηθίσει κάθε Κυριακή να πηγαίνει
και μετά θα πήγαινε να ψηφίσει στο σχολείο.Έτσι λοιπόν,όταν τελείωσε η εκκλησία
και αφού έκανε το κουτσομπολιό της με την παρέα της,πήρε και το αντίδωρο,καθώς
επίσης και την Φωνή του Κυρίου,που μοίραζε
ο παπα-Αριστείδης για την ενη- μέρωση των πιστών,για το ευαγγέλιο και τα
εκκλησιαστικά,πήρε το δρόμο για το εκλογικό τμήμα ώστε να πραγματοποιήσει το
εκλογικό της δικαίωμα.
Δεν ήξερε βέβαια να διαβάζει,αλλά ήταν μια απαραίτητη
διαδικασία.Για αυτό έβαλε στο φάκελο το χαρτί και το έριξε στην κάλπη.Γύρισε
στο σπίτι ικανοποιημένη αφού πραγματοποίησε και το εκλογικό της δικαίωμα.
-Ψήφισες,μάνα; τη ρώτησε ο γιος της ο Παναγής.
-Ναι,ντιαλιό (Ναι,παιδάκι μου) του απάντησε η μάνα του.
-Τσί ψηφίσε,μόη εμάρ; τη ρώτησε ο μπάρμπα-Μήτσος (-Τι ψήφισες,μωρή τρελή;)
-Ψήφισα τσι μ’ δα ντιάλι,τι τσί ντό; (ψήφισα ό,τι μου
έδωσε το παιδί μου,εσύ τι θές;),είπε και έβγαλε το άλλο χαρτί να το δώσει στον
γιο της τον Παναγή να το διαβάσει.
Τραγωδία ! Το χαρτί ήταν το ψηφοδέλτιο,στην κάλπη είχε
ρίξει την Φωνή του Κυρίου.
-Βρε μάνα,τι έρριξες στην κάλπη;
-Αχού,τσι μπέρα,ντερεζέζα! Στούρα κάρτ’ν τσι μ’ δα
πρίφτη! (Αχού,τι έκανα η κακομοίρα !
Έριξα το χαρτί που μου έδωσε ο παπάς).
-Να ρεζίλιε,τσί ντό έδε ψήφο (να,ανόητη,που ΄θελες και
ψήφο),της είπε με ικανοποίηση μουτζώ- νοντάς την ο Μπάρμπα-Μήτσος.
10-11. Άλλες δύο εύθυμες ιστορίες
Και δυο ''πικάντικα'' ανέκδοτα από την ζωή των παλιών
αρβανιτών:
ΟΥ ΓΚΡΕ ΜΕΤΑ,ΜΑΓΚΟΥΦΕ
Όλοι γνωρίζουμε ότι παλιά όταν αγρότες πήγαιναν να
οργώσουν τα χωράφια ξύπναγαν από τα μαύρα μεσάνυχτα. Φόρτωναν τα ζώα με το
αλέτρι, και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για την σπορά και έφευγαν για να οργώσουν
το χωράφι.
Ο Μπάρμπα – Παναής και η θειά Παναγέσια ( Παναγέσια η
γυναίκα του Παναή ) σηκώθηκαν ένα βράδυ άναψαν το τζάκι, βάζοντας δύο μεγάλα
κουτσούρια στην φωτιά,έφτιαξε η θειά Παναγέσια δύο καφεδάκια για να πιουν και
προετοιμάστηκαν να φορτώσουν τα ζώα, για να φύγει ο Μπάρμπα Παναής να πάει στο
χωράφι να το οργώσει.
Ο καιρός όμως ήταν γεμάτος σύννεφα, και οι πρώτες ψιχάλες
άρχισαν να πέφτουν, και σιγά να δυναμώνουν, αλλάζοντας τα σχέδια του Μπάρμπα
Παναή.
Ενώ ο Μπάρμπα Παναής κατέβαζε τα πράγματα που είχε
φορτώσει από τα ζώα, η Θειά Παναγέσια έβαλε άλλο ένα κούτσουρο στο τζάκι για να
ζεσταθεί το δωμάτιο. Αφού έβαλε τα πράγματα ο Μπάρμπα Παναής στην αποθήκη,
μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, γιατί έβρεχε, και πήγε και κάθισε δίπλα στην
Θειά Παναγέσια.
Μετά από λίγη ώρα, και ακούγοντας το άκουσμα της βροχής
από τους τσίγγους της οροφής του σπιτιού, τους δημιουργήθηκε η επιθυμία να
κάνουν έρωτα.
Αφού τελείωσαν όπως συνήθως,γίνεται, γύρισε ο ένας την
πλάτη στον άλλον για να κοιμηθούν. Η βροχή είχε σταματήσει, και ο ήχος του
δυνατού αέρα ακουγόταν προκαλώντας διαφορετικά συναισθήματα στον καθένα.
Ξαφνικά ο Μπάρμπα Παναής λέγει στην θειά Παναγέσια .
Ου γκρέ μέτα ………. Δαίμονι. ( Σηκώθηκε πάλι ο
δαιμονισμένος ).
Και η Θειά Παναγιέσια του απαντά.
<< Τι πρίρεμ Παναή ; ( Να γυρίσω Παναή ) ; <<
Γιο αγιό μώϊ , πώ έρα >>. Όχι αυτό μώϊ , αλλά ο αέρας .
Ο ΜΠΑΤΣ ΠΑΝΑΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ
Ερημόκαστρο ( ΘΕΣΠΙΕΣ ) 1946 , ο εμφύλιος μόλις είχε
ξεκινήσει , η χώρα βυθίζεται στο χάος , όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι
ανήσυχοι και τρομαγμένοι από τα γεγονότα που τρέχουν , όμως όχι όλοι ο Μπάτς
Παναής ποσώς που σπάει το κεφάλι του , το μυαλό του είναι στραμμένο στην καλοστεκούμενη
συμπεθέρα την οποία έχει βάλει στο μάτι και ινάτι αμανάτι θέλει να την <<
γευθεί >> .
Ένα πρωινό όταν όλη η οικογένεια έχει πάει στα χωράφια
για όργωμα, αυτός αρπάζει την ευκαιρία και λέει στην συμπεθέρα να πάνε να
μαζέψουν χόρτα και να δουν το αμπέλι που ήταν προίκα , ή εάν ήθελε κλάδεμα .
Το αμπέλι βρισκόταν προς το χωριό Παλιοπαναγιά και όταν
έφτασαν, είδαν τα χωράφια και μάζεψαν χόρτα, εμφανίζονται δύο <<
μιλημένοι >> από τον Μπάτς Παναή οπλισμένοι αντάρτες οι οποίοι αμέσως
τους ρώτησαν
<< Τσί γιένη γιούβε >> Τι είσαστε εσείς ?
Ο Μπάτς Παναής έκανε τον φοβισμένο και τους απάντησε
αμέσως. Ανδρόγυνο. Με βλοσυρό ύφος οι δύο ψευτοαντάρτες τους διέταξαν να τους
δείξουν το στεφανοχάρτι .
Έκπληκτος ο Μπάτς Παναής τους απαντά .
<< Τσ ΄ θώνι νάνι γιούβε , γιένι φάρε μίρ ΄ τ΄ κέμι
στεφανοχάρτ κουτού ν ΄ άρ >> ?
Τι λέτε τώρα εσείς ? Είσαστε καθόλου καλά ,να έχουμε το
στεφανοχάρτι εδώ στα χωράφια?
Με αυστηρό ύφος και με σοβαροφάνεια αυτοί τους έδωσαν την
εξής απάντηση .
<< Πώ νούκου κένι στεφανοχάρτ , πρέπ ΄ τ ΄ κίχενι
κουτού ρ ΄παρά ν ΄μούα >> . Και αμέσως σήκωσε απειλητικά το όπλο του.Αφού δεν έχετε στεφανοχάρτι πρέπει να κάνετε έρωτα εδώ μπροστά μας.
Η συμπεθέρα φοβισμένη δέχτηκε να κάνει έρωτα και πριν την
πράξη σιγοψιθύρισε στον Μπάτς Παναή τα εξής.
<< Μώς εβέ Μπέρδα αλλά τ ΄βέι τσούνα τέντρα κ ΄
τέντρα >>
Μην την βάλεις μέσα αλλά να πηγαίνει η τσούνα πέρα –
δώθε.
Ο αντάρτης που είχε στήσει αυτί αμέσως με βλοσυρό ύφος
έδωσε την εξής διαταγή .<< Σκά τέντρα κ΄τέντρα.Μπέρδα εδέ τέ σιώχ
>>.
Το περιστατικό αυτό έγινε αμέσως γνωστό στο γιο του Μπατς
– Παναή, ο οποίος σταμάτησε να μιλά στον πατέρα του. Ο Μπάτς Παναής προσπάθησε
να τα βρει με τον γιο του,αλλά αυτός ήταν ανένδοτος ώσπου εκνευρισμένος ο γέρος
μια ημέρα που τα είχε πιει σε μια ταβέρνα , είπε στην παρέα του το εξής σπαραχτικό .
<< Αϊ Κιαρατάϊ ι μ΄ μπίρ νιζέτ βίτρα ί ΄κίχενιe
Μ΄μν εδέ σμού θα νι φιάλλ΄πάλιο, νί χέρ ικίβα πεθερέν εδέ ί κακοντίνν
>>.
Αυτός ο κερατάς ο γιος μου 20 χρόνια κάνω έρωτα με την
μάννα του και δεν μου είπε μία παλιο- κουβέντα,μία φορά έκανα έρωτα με την
πεθερά του και του κακοφάνηκε.
Το γέλιο φυσικά που ακολούθησε στην κρασοπαρέα που ήταν
στο μαγαζί απερίγραπτο .
Εκτός απ΄ τις προσωπικές καταγραφές και τα των εφημερίδων,οι υπόλοιπες ιστοριούλες από την κ. Π. Αδάμ [Μάνδρα] και τα ιστολόγια του Π. Δριχούτη κι αυτό των Σπάτων.
Δείτε,ακόμα,σχετικά: Εύθυμες (αρβανίτικες) ιστορίες απ΄ τον Βαρνάβα
Γ. Β. Πέππας
Συγχαρητήρια . Συνεχίστε αυτή την καταγραφή των ιστοριών.
ΑπάντησηΔιαγραφή