Το επίθετο: μαρ (ή ιμάρ).Θηλυκό: εμάρε
ιμάρ,εμάρε (επίθ.): τρελός,ή,ό –
ξεκουτιασμένος/αδίστακτος
(γενική θηλ.: ε μάρ-εσε)
Προέρχεται από το όχι συχνό ρήμα της αρχαίας:
μαργ-άω: μαίνομαι,φέρομαι ως μανιακός.
Παράγωγα του ρ. τα ουσιαστικά:
1. Μάργος: μαινόμενος,λυσσαλέος,αλλά δευτερευόντως και
λαίμαργος,άπληστος και ασελγής,λάγνος.
2. Μαργότης: μανιώδης οργή,λύσσα,μανία/λαιμαργία/ασέλγεια.
Το ρ. μαργάω έφθασε ως τις μέρες μας ως μαργώνω ,αλλά με τροποποιημένη σημασία: όχι
πια τρέμω απ΄ τα νεύρα,
αλλά τρέμω απ΄το κρύο,ξεπαγιάζω,κοκκαλιάζω,πουντιάζω.
Ίσως να μην είναι άσχετο ότι οι Λατίνοι γεωργοί ονόμαζαν
τον Πάνα (δαιμονική/θεϊκή απόδοση της ανέμελης ελαφράδας και της ασυμβατικής εξωλογικής έως μανιακής εκτόνωσης στο
μεθυστικό γλέντι) Mars pater και Mars Sylvanus.
Αλλά και ο ίδιος ο Mars (Mar-tis),ο θεός Άρης,αλλά και ο πόλεμος (στα λατινικά ο θεός
Άρης και ο πόλεμος αποδίδονται ως Mars) δεν εκφράζουν μάνητα, παραλογισμό,τρέλα φονικού,εκτός ελέγχου σκέψεις και πράξεις;
Χωρίς να επεκταθώ στα σχετικά λατινικά δάνεια
από την Ελληνική,κρατάμε ότι ΚΑΙ το αρβανίτικο ιμάρ πηγάζει από Ελληνικές
θεματικές ρίζες.
Γιάννης Βασ. Πέππας,Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια να σχετίζονται με την ανάρτηση και να είναι ευπρεπή.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.